Αυτή η βιοπολιτική διαχείριση δημιουργεί ήδη ορατά κοινωνικά, οικονομικά και ανθρωπιστικά προβλήματα, για τα οποία ουδείς μάς εγγυάται ότι δεν θα αποδειχτούν πολύ πιο καταστροφικά για τη ζωή των ανθρώπων από την τρέχουσα πανδημία του κορονοϊού, η οποία, απ’ όσο γνωρίζουμε, δεν είναι παρά μία ακόμη ιογενής πανδημία που έχει να αντιμετωπίσει το ανθρώπινο είδος.
Στο προηγούμενο άρθρο, διερευνώντας τις ρίζες της δυσπιστίας και της απαξίωσης των εμβολιαστικών πρακτικών κατά της πανδημίας, θέσαμε το ερώτημα αν οι λιγότερο ή περισσότερο εύλογες αντιρρήσεις των αντιεμβολιαστών δικαιολογούν τις ιδεοληπτικές και ενίοτε αυτοκαταστροφικές αντιδράσεις τους. Αυτό που, κατά τη γνώμη μας, θα έπρεπε να μας προβληματίζει δεν είναι η ανάγκη ή όχι του καθολικού εμβολιασμού κατά του κορονοϊού, αλλά τα πολύ πιο ζοφερά σενάρια κοινωνικού, εργασιακού και ιδιωτικού ελέγχου και επιτήρησης που έχουν ήδη τεθεί σε εφαρμογή σε ολόκληρο τον πλανήτη, με τη δικαιολογία της πανδημίας.
Αν αυτο-εγκλωβιστούμε ανάμεσα σε δυο φαινομενικά εναλλακτικές λύσεις -«εμβολιαστική ανοσία» ή «αντιεμβολιαστική ελευθερία»- τότε παραβλέπουμε το πραγματικό πρόβλημα. Το αποφασιστικό ερώτημα δεν είναι αν θα αντιμετωπίσουμε εμβολιακά την επιδημική κρίση με τις λιγότερες ανθρώπινες απώλειες, αλλά αν θα επιτρέψουμε στα βιοπολιτικά μέτρα «εκτάκτου ανάγκης» που υιοθετούνται να γίνουν μόνιμα και να καθορίζουν τη ζωή μας μετά την πανδημία.
Το ψευδοδίλημμα: εμβολιαστική ανοσία ή αντιεμβολιαστική ελευθερία;
Oι περισσότεροι αντιεμβολιαστές, θέλοντας να αποκαλύψουν τους θανατηφόρους κινδύνους και τις απειλές που εγκυμονούν οι αντι-Covid εμβολιασμοί, επικαλούνται, συνήθως, τους εγγενείς περιορισμούς και τις ατέλειες των σημερινών εμβολίων, καθώς και την εξόφθαλμα παραπλανητική εμβολιαστική προπαγάνδα που υιοθετούν αρκετές κυβερνήσεις και η οποία προβάλλεται άκριτα από τα ΜΜΕ.
Πρόκειται για γεγονότα που μόνο όσοι είναι τυφλωμένοι από τον φόβο του κορονοϊού αρνούνται να τα αναγνωρίσουν, τα οποία, ωστόσο, οδηγούν αρκετούς αντιεμβολιαστές σε μία σειρά από συνωμοτικά σενάρια και ατεκμηρίωτες εικασίες. Για παράδειγμα, ότι τα εμβόλια κατά της νόσου Covid-19 θα προκαλέσουν «μοιραία» είτε τον θάνατο πολλών εμβολιασμένων είτε θα τους επιφέρουν (κάποτε στο μέλλον) στειρότητα και άλλες πολύ σοβαρές ασθένειες.
Τρομολαγνικές εικασίες για τις παράπλευρες εμβολιαστικές απώλειες που, κατά κανόνα, συνοδεύονται και ανατροφοδοτούνται (αναδραστικά) από απίστευτα σενάρια περί της νέας εμβολιαστικής βιοεξουσίας, όπως π.χ. η ιδιαίτερα προβεβλημένη στο διαδίκτυο υποψία ότι ο Μπιλ Γκέιτς τάσσεται αναφανδόν υπέρ του μαζικού εμβολιασμού κατά του κορονοϊού επειδή θέλει να χρησιμοποιήσει τα εμβόλια ως αγωγό για την εμφύτευση σατανικών μικροτσίπ στο ανθρώπινο σώμα ή το γεγονός ότι εκατομμύρια άνθρωποι πιστεύουν πως ο κορονοϊός δεν υπάρχει πραγματικά ή, αν υπάρχει, είναι εντελώς ακίνδυνος και επομένως η πανδημία είναι αποκλειστικά και μόνο η επινόηση κάποιων σκοτεινών και άρα ακατονόμαστων «κέντρων εξουσίας».
Στα δυο τελευταία μας άρθρα προσπαθήσαμε να δείξουμε ότι οι ατεκμηρίωτες εικασίες περί πανδημικής συνωμοσίας καμία σχέση δεν μπορεί να έχουν με τις σοβαρές επιστημονικές αντιρρήσεις στα υπεραισιόδοξα σενάρια για την εμβολιαστική εκρίζωση του κορονοϊού και τις ριζικές διαφωνίες με τις κυρίαρχες βιοπολιτικές επιλογές που εφαρμόζονται πλανητικά για τη διαχείριση της νέας πανδημικής κρίσης.
Τέτοιες καλά τεκμηριωμένες διαφωνίες διατυπώνονται, ευτυχώς, ολοένα και πιο συχνά από διεθνούς κύρους ειδικούς επιστήμονες και από διάσημους κοινωνικούς στοχαστές, οι οποίοι κατακρίνουν τόσο τον σκοταδιστικό τρόπο που οι κυβερνήσεις διαχειρίζονται τούς περιορισμούς της σύγχρονης Βιοϊατρικής και ειδικότερα την εγγενή αναποτελεσματικότητα των εμβολιαστικών πρακτικών, όσο και τα καταστροφικά «υγειονομικά» μέτρα που επί δυο χρόνια επιβάλλονται για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Πάντως, οι πιο σοβαρές και επιστημονικά τεκμηριωμένες αντιρρήσεις, που έχουν διατυπωθεί σχετικά με τα εγκεκριμένα εμβόλια κατά της νόσου Covid-19, εστιάζονται στα ευέλικτα μεθοδολογικά κριτήρια που υιοθετήθηκαν για την αξιολόγηση αυτών των εμβολίων, π.χ. την πρωτοφανή επίσπευση του χρόνου αδειοδότησης των πρώτων -πολλά υποσχόμενων αλλά όχι επαρκώς ελεγμένων- εμβολίων κατά του κορονοϊού· μια επίσπευση των σταδίων ελέγχου και του χρόνου αδειοδότησης των εμβολίων που ενώ δικαιολογείται σε συνθήκες πανδημίας, καθόλου δεν καθησυχάζει τους εμβολιαζόμενους.
Αυτές οι υγειονομικά καινοφανείς πολιτικές αξιολόγησης των εμβολίων, σε συνδυασμό με τον αδυσώπητο οικονομικό ανταγωνισμό για το ποιο εμβόλιο θα αποδειχτεί τελικά πιο αποτελεσματικό για την επίτευξη της πολυπόθητης ανοσίας της αγέλης (βλ. και σχετικό πλαίσιο) ανέδειξαν τα δυο τελευταία χρόνια έναν νέου τύπου καθημερινό «Ψυχρό Πόλεμο», το διακύβευμα του οποίου είναι, αφενός, η γεωπολιτική-οικονομική διαχείριση της πανδημίας και, αφετέρου, ο βιοπολιτικός έλεγχος των ανθρώπων μέσω της διαχείρισης της υγείας τους.
Από την επιδημία του κορονοϊού στην πανδημία του ολοκληρωτισμού
Η «κατάσταση εξαίρεσης» είναι ένας νομικός όρος που αντλεί την καταγωγή του από την έννοια «exceptio» (εξαίρεση) του ρωμαϊκού δικονομικού συστήματος. Διάφοροι κορυφαίοι νομικοί και πολιτικοί φιλόσοφοι, όπως ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν, θεωρούν ότι στην εποχή μας, ο τρόπος διακυβέρνησης που ασκείται σχεδόν παντού περιγράφεται επαρκώς μόνο μέσω της συνταγματικά κατοχυρωμένης έννοιας της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης», την πιο σκοτεινή εκδοχή της οποίας είχε θεωρητικοποιήσει πρώτος ο Καρλ Σμιτ: «Κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης» (βλ. «Πολιτική θεολογία», εκδ. Κουκκίδα).
Πρόκειται για μια εμφανώς αντιδημοκρατική αρχή άσκησης της εξουσίας, η οποία χάρη στην ανοχή, τον φόβο και την αδιαφορία των πολιτών, τείνει σήμερα να μετατραπεί σε «φυσιολογικό» και διαρκή τρόπο διακυβέρνησης, που όλο και πιο συχνά καθορίζει τόσο την εξωτερική όσο και την εσωτερική πολιτική των κατά τα άλλα δημοκρατικών κρατών.
Αν όμως η διαχείριση μίας κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, όπως η τωρινή πανδημία του κορονοϊού, εμφανίζεται, νομιμοποιείται και τελικά επιβάλλεται ως αναπόφευκτη και σχεδόν μοιραία επιλογή, τότε υπάρχει σοβαρός κίνδυνος αυτή η υποτίθεται πρόσκαιρη κατάσταση εξαίρεσης να γίνει ένας μόνιμος τρόπος διακυβέρνησης.
Όταν τόσο οι δημοκρατικοί θεσμοί και όσο και τα ανθρώπινα δικαιώματα, που διασφαλίζονται από το Σύνταγμα, τείνουν να εφαρμόζονται επιλεκτικά και, σε ακραίες περιπτώσεις, να αναστέλλεται η συνταγματικά κατοχυρωμένη κανονιστική λειτουργία τους, τότε σε αυτές τις ακραίες περιπτώσεις το όριο που χωρίζει τη δημοκρατία από τον ολοκληρωτισμό καταλύεται.
Δεν θα έπρεπε λοιπόν να μας εκπλήσσει καθόλου το γεγονός ότι αναφορικά με την πανδημία του κορονοϊού όλοι μιλούν για «πόλεμο» με έναν αόρατο και δήθεν άγνωστο εχθρό. Το αξιοπερίεργο, όμως, με αυτή την πανδημία είναι η κήρυξη σε κατάσταση πολέμου όχι μιας χώρας αλλά ενός πλανήτη εναντίον του κορονοϊού.
Πρόκειται για γεγονός που αποτελεί αναμφίβολα μία ιστορικά καινοφανή «κατάσταση εξαίρεσης» αφού, πρώτη φορά, μία πανδημική πολιτική εφαρμόζεται σε ολόκληρο τον ανθρώπινο πληθυσμό, κατά τη διάρκεια της οποίας λαμβάνονται μια σειρά από μέτρα «έκτακτης ανάγκης» που επιτρέπουν στις κυβερνήσεις να αναστέλλουν κατά βούληση και επ’ αόριστον, δηλαδή μέχρι «την τελική νίκη» των ανθρώπων επί του ιού, διάφορα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματά των πολιτών τους, οι οποίοι εντελώς αυθαίρετα ενοχοποιούνται ως δυνητικοί «φορείς» του κορονοϊού και αντιμετωπίζονται σαν «τρομοκράτες» που απειλούν τη δημόσια υγεία.
Η επιλογή μεταξύ ανοσίας και ελευθερίας ως ψευδοδίλημμα
Όταν σε συνθήκες πανδημίας μιας ιογενούς λοιμώδους νόσου είμαστε υποχρεωμένοι να επιλέξουμε ανάμεσα σε δυο φαινομενικά εναλλακτικές λύσεις: υγεία ή ελευθερία, οφείλουμε να αναρωτηθούμε όχι μόνο για το πώς μπορούμε θα υπερβούμε την άμεση ιογενή απειλή, αλλά και για το είδος της κοινωνικής και ατομικής ζωής που θέλουμε να έχουμε μετά την υγειονομική κρίση.
Αν δηλαδή θα επιτρέψουμε στα σημερινά μέτρα εκτάκτου ανάγκης να γίνουν μόνιμα. Διότι, βέβαια, οι κυβερνήσεις και τα κέντρα πλανητικής διαχείρισης των κρίσεων δεν θα μας επιστρέψουν ποτέ οικειοθελώς τα δικαιώματα που, υπό την απειλή του κορονοϊού, τους παραχωρήσαμε αδιαμαρτύρητα.
Αρκεί να παρακολουθήσει κάποιος τις καθημερινές εξαγγελίες των κυβερνήσεων, τις τρομοκρατικές προβλέψεις και τους σχεδιασμούς των διεθνών οικονομικών οργανισμών για τα επόμενα χρόνια, για να συνειδητοποιήσει ότι το διακύβευμα σήμερα δεν είναι τόσο ή μόνο η σωτηρία των ανθρώπων από τον κορονοϊό, αλλά η ολοκληρωτική διαχείριση, μέσω επαναλαμβανόμενων κρίσεων, της κοινωνικοοικονομικής και της ψυχοσωματικής ζωής της υπερπληθούς ανθρώπινης βιομάζας.
Αυτή η βιοπολιτική διαχείριση δημιουργεί ήδη ορατά κοινωνικά, οικονομικά και ανθρωπιστικά προβλήματα, για τα οποία ουδείς μάς εγγυάται ότι δεν θα αποδειχτούν πολύ πιο καταστροφικά για τη ζωή των ανθρώπων από την τρέχουσα πανδημία του κορονοϊού, η οποία, απ’ όσο γνωρίζουμε, δεν είναι παρά μία ακόμη ιογενής πανδημία που έχει να αντιμετωπίσει το ανθρώπινο είδος. Μια πανδημία που, εξάλλου, ήταν αναμενόμενη και είχε προβλεφθεί εδώ και χρόνια από κορυφαίους επιδημιολόγους, οι οποίοι βέβαια δεν γνώριζαν ούτε ποιος θα είναι ο ιογενής φορέας της, ούτε και το πώς ή το πού θα εκδηλωθεί.
Το πρόβλημα με την τρέχουσα πανδημική κρίση είναι ότι οι ειδικοί επιστήμονες -ιολόγοι, επιδημιολόγοι, λοιμωξιολόγοι, μοριακοί βιολόγοι- μολονότι γνωρίζουν τη γενετική ταυτότητα και τη συμπεριφορά του νέου κορονοϊού δεν είναι σε θέση να προβλέψουν σχεδόν τίποτα για την εξέλιξη των παραλλαγών του ή για τη μελλοντική δυναμική της νόσου Covid-19.
Επομένως, η ιδεοληπτική εμμονή ή η οπορτουνιστική στρατηγική τού να αναβάλλουμε για μερικούς μήνες την ανάγκη εμβολιασμών για την αντιμετώπιση της επιδημικής κρίσης ενδέχεται να μας δημιουργήσει περισσότερα και πιο δυσεπίλυτα προβλήματα, διότι βέβαια το πραγματικό διακύβευμα της αναποτελεσματικής διαχείρισης της νέας πανδημίας δεν είναι αμιγώς βιοϊατρικό, αλλά οικονομικό, γεωπολιτικό και κοινωνικό, δηλαδή πρωτίστως βιοπολιτικό.
Από την άλλη πλευρά, οι οπαδοί του υποχρεωτικού εμβολιασμού αντι-Covid, ενώ επικαλούνται τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα σχετικά με τους κινδύνους που εγκυμονεί η αντιεπιστημονική διαχείριση της πανδημίας, τείνουν να λησμονούν ή, ακόμη χειρότερα, να υποτιμούν την άλλη εξίσου σημαντική και, μέχρι χθες, αυτονόητη όψη του προβλήματος: απέναντι στο ψευδοδίλημμα μεταξύ ανοσίας και ελευθερίας, οφείλουμε να θυμόμαστε ότι μόνο με ελευθερία η ζωή των ανθρώπων είναι υγιής και έχει αξία.
Στη σκοτεινή υγειονομική και ιστορική συγκυρία της πανδημικής κρίσης, όπου η επιβίωση του ανθρώπινου είδους υποτίθεται ότι απειλείται από τη θανατηφόρο νόσο Covid-19, η περιφρούρηση του δικαιώματος στην πλήρη ενημέρωση σχετικά με την αξία και τα όρια των εμβολιασμών και, ταυτοχρόνως, η προστασία των ατομικών και κοινωνικών ελευθεριών των ανεμβολίαστων αποτελούν θεμελιώδη και απαραχώρητα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία οφείλει να σέβεται κάθε επείγουσα βιοϊατρική πρακτική (π.χ. εμβολιαστική), αν θέλει να γίνει καθολικά αποδέκτη.
Η εμβολιαστική ανοσία της αγέλης
Η πολυπόθητη, στις μέρες μας, «ανοσία της αγέλης» (herd immunity) μπορεί να επιτευχθεί όταν ένας αρκετά μεγάλος αριθμός ατόμων ενός πληθυσμού, αφού μολυνθεί από τον κορονοϊό, αποκτήσει ανοσία στις λοιμώξεις, οπότε η μολυσματική νόσος δεν μεταδίδεται εύκολα στον πληθυσμό.
Η άμεση ευεργετική συνέπεια της παρουσίας αυτής της συλλογικής ή πληθυσμιακής ανοσίας (community ή population immunity) είναι ότι τα περισσότερα άτομα που ανήκουν στις πιο ευπαθείς ομάδες προστατεύονται από τις λοιμώξεις, επειδή περιβάλλονται και έρχονται σε στενή επαφή με ανθρώπους που έχουν ανοσία.
Ωστόσο, η «ανοσία της αγέλης» μπορεί να επιτευχθεί με δύο τρόπους: είτε μέσω μαζικών προληπτικών εμβολιασμών, είτε μέσω της φυσικής λοίμωξης και νόσησης μεγάλου αριθμού ατόμων, προκειμένου να αναπτύξουν εξειδικευμένα αντισώματα σε έναν λοιμωξιογόνο παράγοντα. Όσο για τις διαφορές της ανοσίας μέσω εμβολιασμού από την ανοσία μέσω νόσησης αυτές είναι, αφενός, η αποτελεσματικότητα και, αφετέρου, οι χρόνοι που απαιτούνται: ο εμβολιασμός είναι ένας σχετικά γρήγορος, τεχνητός τρόπος επίτευξης συλλογικής ανοσίας μέσω της εισόδου μιας εξασθενημένης εκδοχής ή ενός τμήματος των γονιδίων του ιού, ενώ οι φυσικές μολύνσεις είναι ένας πολύ πιο χρονοβόρος τρόπος για να αναπτύξει ανοσία ένας πληθυσμός σε μία λοιμωξιογόνο νόσο.
Πάντως, και οι δύο τρόποι επίκτητης ανοσίας προϋποθέτουν την ενεργοποίηση των ίδιων μηχανισμών του ανοσιακού συστήματος, όσο για τη χρονική διάρκεια που διατηρείται ενεργή η ανοσία, αυτή εξαρτάται τόσο από τον λοιμωξιογόνο παράγοντα και τις παραλλαγές του όσο και από την αποτελεσματικότητα των εμβολίων.
Το υψηλότατο κόστος της φυσικής ανοσίας
Ποιο είναι, όμως, το πραγματικό εμπόδιο και ο μεγαλύτερος κίνδυνος της ανοσίας της αγέλης που επιτυγχάνεται όχι μέσω εμβολιασμών, αλλά μέσω της ελεύθερης διάδοσης και της ευρύτερης δυνατής φυσικής λοίμωξης από τον νέο κορονοϊό;
Το μεγαλύτερο εμπόδιο στην υιοθέτηση της φυσικής ανοσίας της αγέλης, ως υγειονομικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση της πανδημίας της νόσου Covid-19, είναι ότι θα έπρεπε, σε κάθε χώρα, να επιτραπεί ελεύθερη διάδοση του κορονοϊού, ώστε να μολυνθεί ταχύτερα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της (ίσως πάνω από το 60%), γνωρίζοντας ότι ένας -έστω και σχετικά μικρός- αριθμός από αυτούς τους ανθρώπους θα νοσήσει σοβαρά και ενδεχομένως θα πεθάνει.
Αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί, αν καταφέρναμε να περιορίσουμε εγκαίρως τη διάδοση του κορονοϊού, μέσω της συνδυασμένης εφαρμογής καθολικών εμβολιασμών και σοβαρών μέτρων υγειονομικής προστασίας.
Εξάλλου, αυτή ήταν και είναι η συνταγή των εμβολιαστικών πρακτικών που εφαρμόζονται, όχι τόσο για να εξαλείψουν πλανητικά τον κορονοϊό -κάτι εντελώς ανέφικτο!- αλλά για να διαχειριστούν, πρόσκαιρα και τοπικά, την υγειονομική καταστροφή που προκαλεί η ανεξέλεγκτη διάδοσή του.