“17 Οκτωβρίου 1912: Η Νάουσα απελευθερώνεται από τον ελληνικό στρατό” γράφει ο Ιωάννης Ρότζιος
*Του Ρότζιου Ιωαν. Γεωργίου, Αποφοίτου του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης, του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.
Μετά από πέντε αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας, το φθινόπωρο του 1912, έμελλε να μείνει ανεξίτηλο στην ιστορική μνήμη, ως εκείνη η χρονική συγκυρία που λύτρωσε το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας, δικαιώνοντας τις ανά τους αιώνες θυσίες Μακεδόνων και υπολοίπων Ελλήνων, για να μείνει αυτή η γωνιά της βαλκανικής γης ελληνική.
Μαζί με την Μακεδονία, ο ελληνικός στρατός, υπό την καθοδήγηση του διαδόχου του βασιλικού θρόνου Κωνσταντίνου, απελευθέρωσε και μέρος της Ηπείρου, ενώ από ναυτικής πλευράς, ο ελληνικός στόλος απελευθέρωσε πολλά νησιά του Αιγαίου.
Η επανάσταση των Νεότουρκων λίγα χρόνια πριν, είχε ήδη δείξει (παρά τις αρχικές εξαγγελίες και ελπίδες για ισότητα, ανεξιθρησκία, δικαιοσύνη κ.α.), το τουρκικό εθνικιστικό καθεστώς που διαμορφωνόταν στην μέχρι τότε πολυπολιτισμική Οθωμανική Αυτοκρατορία και το μήνυμα για τους υπόλοιπους βαλκάνιους λαούς δεν ήταν καθόλου ευχάριστο.[1]
Στις αρχές του Οκτώβρη του 1912, οι πρέσβεις των συμμάχων Ελλάδος, Βουλγαρίας, Σερβίας και Μαυροβουνίου[2] στην Κωνσταντινούπολη, παρέδωσαν τελεσίγραφο προς τον Σουλτάνο, ζητώντας περισσότερα δικαιώματα για τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Η άρνηση του, ήταν και η αφορμή για το ξεκίνημα του προσχεδιασμένου από τους βαλκάνιους, Α’ Βαλκανικού Πολέμου[3], με αντίπαλους από την μια πλευρά τους συμμάχους Έλληνες, Μαυροβούνιους, Σέρβους και Βουλγάρους και από την άλλη τους Οθωμανούς.
Εκατό χιλιάδες περίπου άνδρες του ελληνικού στρατού, χωρισμένοι σε επτά μεραρχίες, ξεχύθηκαν στο μακεδονικό έδαφος, από το στρατηγείο του Τυρνάβου, με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο.
Μετά το πρώτα συνοριακά φυλάκια και την κατάληψη της Ελασσόνας, ο στρατός μας αντιμετώπισε ισχυρή αμυντική οθωμανική δύναμη στα στενά του Σαρανταπόρου.
Μετά από μια διήμερη σκληρή μάχη, ο ελληνικός στρατός βγήκε νικητής, ανοίγωντας έτσι τον δρόμο προς την πολυπόθητη, για τους μέχρι τότε υπόδουλους του βορείου ελληνισμού, απελευθέρωση της Μακεδονίας. Διαδοχικά, ο στρατός μας, άρχισε να προελαύνει και να καταλαμβάνει τις μακεδονικές πόλεις την μία μετά την άλλη: Κοζάνη, Σιάτιστα, Γρεβενά, Κατερίνη κ.α.
Κύριοι στόχοι ωστόσο για τον ελληνικό στρατό, ήταν οι δύο μεγαλουπόλεις της Μακεδονίας: η Θεσσαλονίκη και το Μοναστήρι[4] που αποτελούσαν και τις έδρες των δύο ομώνυμων βιλαετιών της οθωμανικής διοίκησης. Μετά από προβληματισμούς, αποφασίστηκε, ο ελληνικός στρατός να στραφεί πρώτα προς την Θεσσαλονίκη. Κάπως έτσι άρχισε και η προέλαση του προς τα ανατολικά με στόχο να προλάβει να μπει στην πόλη, πριν τους Βουλγάρους.[5]
Η Απελευθέρωση της Νάουσας
Στις 16 Οκτωβρίου 1912 ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε και την πόλη της Βέροιας, όπου έγινε δεκτός μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού και συγκίνησης από τους κατοίκους.[6]
Οι ανήσυχοι κάτοικοι της γειτονικής Νάουσας, μόλις πληροφορήθηκαν πως ο στρατός μας κατέλαβε την Βέροια, μη μπορώντας να τιθασεύσουν τον πατριωτικό ενθουσιασμό τους, φόρτωσαν πολλά ζώα με τρόφιμα και πολύ κρασί και έφθασαν γρήγορα στην Βέροια να καλοδεχτούν τον στρατό.[7]
Το γεγονός μας διασώζει με γλαφυρότητα ο στρατηγός Πάγκαλος (μετέπειτα δικτάτορας), στα «Απομνημονεύματα» του. Μαζί, μας διασώζει και ένα «ευτράπελο», θα λέγαμε σήμερα, των αξιωματικών του Επιτελείου του στρατού μας, που μέθυσαν με το εξαιρετικής ποιότητας κρασί που του πρόσφεραν οι Ναουσαίοι. Αξίζει να το παραθέσουμε αυτούσιο:
«Εκτός των ανωτέρω θα εκθέσω και το εξής χαρακτηριστικόν γεγονός, το οποίον είμαι βέβαιος θα ενθυμούνται οι λοχαγοί Κλάδος και Κοκκίδης, επιτελείς της VI μεραρχίας, ως και οι επιζώντες αξιωματικοί και οπλίται αυτής: Η VI μεραρχία εστάθμευσε τότε βορείως της Βεροίας, οπότε την εσπέραν ειδοποιήθημεν εκ των προφυλακών ότι έφθασαν εκεί, συν γυναιξί, ομάδες Ελλήνων κατοίκων της Ναούσης, ακολουθούμενοι από πλείστα φορτηγά κτήνη, φέροντα τρόφιμα και ότι ζητούν να ιδούν τον Μέραρχον. Έσπευσα εις τας προφυλακάς, όπου επιτροπή εκ Ναουσιωτών εζήτει να ιδή τον Πασσάν (ηννόουν τον αρχηγόν) δια να τον παρακαλέσουν να στείλη και εις Νάουσαν στρατόν κλπ. Τα φορτηγά κτήνη έφερον τρόφιμα και πολλάς εκατοντάδας άρτων, τους οποίους παρεσκεύασαν οι κλίβανοι και αι γυναίκες της Ναούσης δια τους στρατιώτας μας. Επιπλέον, περί τα δέκα φορτία με βυτία οίνου. Θεωρώ περιττόν να περιγράψω οποίος ήτο ο ενθουσιασμός των ομογενών μας εκείνων, οίτινες, μετά δουλείαν τόσων αιώνων έβλεπον εις Μακεδονίαν τον ελευθερωτήν στρατόν μας. Οι κάτοικοι της Ναούσης, άλλωστε, διεκρίθησαν πάντοτε δια τα υπέροχα πατριωτικά τους αισθήματα. Η ανωτέρω επιτροπή μου εδήλωσεν ότι εκόμιζε και δύο βυτία οίνου, πολύ παλαιού και εξαιρετικής ποιότητος δια τον αρχηγόν. Τους είπον ότι είναι αργά δια να ιδούν τον αρχηγόν, παρέλαβον τα δύο βυτία και τα μετεκόμισα εις το Στρατηγείον, όπου μετά των λοιπών συναδέλφων (Κλάδου και Κοκκίδη) εδοκιμάδαμεν τον οίνον του Πασσά και εύρομεν όντως ότι αυτός θα ήτο το νέκταρ, που προσέφερον η Ήβη και ο Γανυμίδης εις τους Θεούς του εκεί πλησίον ευρισκομένου Ολύμπου. Ενθυμούμαι ότι το περίφημον αυτό κρασί της Ναούσης, ήταν μέλαν και ερυθρόν (ανά εν βυτίον). Φαίνεται όμως ότι ήτο πολύ ισχυρόν και το αποτέλεσμα ήτο οι δοκιμάσαντες να καταλήξουν εις έντονον ευθυμίαν. Εγώ ομολογώ ότι προσήγγισα πολύ προς την μέθην. Όταν προσήλθε μετ’ ολίγον δια την σύνταξιν ο Επιτελάρχης Χατζηανέστης αντελήφθη αμέσως περί τίνος πρόκειται και έφυγε κατηγανακτισμένος φωνάζων: « Τι κατάστασις, αξιωματικοί του Επιτελείου μεθυσμένοι!…».[8] [9]
Αξιοσημείωτο είναι και το πάθημα του Τούρκου τηλεγραφητή της Νάουσας, ο οποίος αργά το βράδυ είχε φύγει από το γραφείο του, πληροφορούμενος την επικείμενη κατάληψη της Βέροιας. Το πρωί της επομένης, στέλνοντας τηλεγράφημα για να μάθει νέα, αντί του Τούρκου τηλεγραφητή, στα τηλεγραφήματα του απαντούσε Έλληνας συνάδελφος του. Αφού κατάλαβε τι είχε συμβεί, τον ευχαρίστησε και ειδοποίησε τις τουρκικές αρχές τις πόλης.[10]
Την επομένη, 17 Οκτωβρίου 1912, ήρθε η ώρα να μπει επιτέλους ο ελληνικός στρατός και στην πόλη της Νάουσας, που αποβραδίς πριν την είσοδο των Ελλήνων στρατιωτών, είχε εγκαταλειφθεί από τις τουρκικές αρχές.[11]
Η υποδοχή της αντιπροσωπίας της 4ης Μεραρχίας του ελληνικού στρατού που έφθασε στην πόλη ήταν πανηγυρική. Αργότερα, όταν όλη η μεραρχία έφθασε στον Σιδ. Σταθμό της Νάουσας από την Βέροια, ο διάδοχος Κωνσταντίνος επισκέφθηκε με όχημα την πόλη για λίγα λεπτά, όπου με συγκίνηση τον υποδέχτηκαν οι κάτοικοι. Την κατάσταση στην πόλη μεταξύ άλλων μας περιγράφει ο λογοτέχνης Σπύρος Μελάς, που υπηρέτησε στους πολέμους 1912-13, ως έφεδρος υπαξιωματικός : « Τα περισσότερα παράθυρα είχαν ανοίξει και οι νοικοκυράδες, αναμαλλιασμένες, πρόβαλλαν εδώ κι εκεί για να απλώσουν έξω και ν’ αερίσουν τα σκεπάσματα τους. Δάσος από ελληνικές σημαίες, πρόχειρα ραμμένες από γαλάζια πανιά όλων των ειδών, κρέμονταν δεξιά και αριστερά στα ξύλινα μπαλκονάκια, στολισμένα και με πλήθος γλάστρες φθινοπωρινών λουλουδιών… Εν τω μεταξύ και το Γενικό Στρατηγείο (Επιτελείο) το μεσημέρι της 18.10.1912 είχε φθάσει (σιδηροδρομικώς), από τη Βέροια, στον σιδηροδρομικό της Νάουσας, όπου παρέμεινε μέχρι την 8.30 πρωί της επομένης ημέρας, οπότε έφυγε για την Σκύδρα. Έτσι λοιπόν ελευθερώθηκε η γενναία και ιστορική πόλη της Ναούσας…». [12]
Ακόμη μια σημαντική αναφορά στην απελευθέρωση της Νάουσας, εντοπίζουμε και στο βιβλίο «Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος, μακεδονική εκστρατεία» του Στράτου Κτεναβέα : «Εις Νάουσαν οι Έλληνες ιδιοκτήται μεγάλων εργοστασίων απέκρυψαν από τους Τούρκους τα άλευρα και τα σιτηρά δια να τα διαθέσουν εις τον στρατόν μας… Προηγουμένως το όγδοον σύνταγμα είχεν ενεργήσει αποστολήν προς προμήθειαν άρτου εις την Νάουσαν υπό τον λοχίαν Βασιλ. Τζαραβέλλαν. Η δύναμις αυτή, οδηγηθείσα εις την Νάουσαν από τον πρόκριτον Βασίλ. Κόκκινον, έτυχεν των ενθουσιωδέστερων εκδηλώσεων. Οι κάτοικοι παρ’ ολίγον να πιασθούν ποιος να τους πρωτοφιλοξενήση. Ψωμί κατά ποσότητας ευρέθη αμέσως και οι περιποιήσεις εκράτησαν συγκεκινημένους τους άνδρας.»[13]
Είναι πράγματι συγκινητικές οι περιγραφές για την υποδοχή των Ελλήνων στρατιωτών στις μακεδονικές πόλεις. Ύστερα από πέντε αιώνες καρτερίας, οι Ρωμιοί Μακεδόνες είδαν τον ελληνικό στρατό, νικητή, να διώκει τις οθωμανικές αρχές και να επεκτείνει τα σύνορα της ανεξάρτητης Ελλάδας μέχρι την πάτρια γη τους.
107 χρόνια πέρασαν από τότε. Τα δεδομένα στην περιοχή άλλαξαν ριζικά, λίγα χρόνια κιόλας, μετά την απελευθέρωση της. Η Μακεδονία έγινε η νέα πατρίδα για χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες από τον Πόντο και την Μικρασία. Στο πέρασμα του χρόνου, άκμασε, παράκμασε και πέρασε από διάφορες φάσεις, για να φτάσει ως τις μέρες μας και να αποτελεί καμάρι των Ελλήνων, που δίκαια καμαρώνουν γιατί με ποτάμι αίματος την κράτησαν, ανά τους αιώνες, ελληνική.
(Σημείωση: Περισσότερες λεπτομέρειες για την απελευθέρωση της Νάουσας, μπορεί να βρει ο κάθε αναγνώστης στο εξαιρετικό περιοδικό «Νιάουστα», που εκδίδεται από την Πολιτιστική Εταιρία Νάουσας «Αναστάσιος Μιχαήλ ο Λόγιος» και μας έχει διασώσει με τα τεύχη της, χωρίς υπερβολή, όλη την ιστορία της πόλης και της περιοχής με τις γνωστές και άγνωστες πτυχές της. Δυνατότητα ηλεκτρονικής ανάγνωσης παλαιών τευχών του περιοδικού υπάρχει στο σύστημα ηλεκτρονικής αναζήτησης «Μέδουσα» της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Βέροιας.)
[1] Φωτιάδη Κων., Οι εξισλαμισμοί της Μ. Ασίας και οι κρυπτοχριστιανοί του Πόντου, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 237.
[2] Η Ελλάδα είχε μπει στην συμμαχία, ενώ αρχικά είχε απορριφθεί, διότι διέθετε αξιόμαχο στόλο και έμπειρο ναυτικό δυναμικό, που θα μπορούσε να αναχαιτίσει την όποια τουρκική προσπάθεια άμυνας από θαλάσσης. Ακόμη βλέπε: Βικιπαίδεια – λήμμα: Α’ Βαλκανικός Πόλεμος.
[3] Χιονίδη Γεωρ., Η απελευθέρωση της Νάουσας 1912, περιοδικό Νιάουστα, τεύχ. 140-141, Μάιος- Δεκέμβριος 2012, σελ.29.
[4] Ρότζιου Γεωργίου, Το ξεχασμένο, για πολλούς από εμάς, Μοναστήρι, cognoscoteam.gr/.
[5] https://www.protothema.gr/stories/article/622765/26-oktovriou-1912-i-apeleutherosi-tis-thessalonikis-kai-i-sugrousi-venizelou-konstadinou/ .
[6] Χιονίδη Γεωρ., Η απελευθέρωση της Βέροιας και της Νάουσας σύμφωνα με αφηγήσεις αυτόπτων μαρτύρων, Βέροια 1986, σελ.8.
[7] Χιονίδη Γεωρ., Η απελευθέρωση της Νάουσας 1912, περιοδικό Νιάουστα, τεύχ. 140-141, Μάιος- Δεκέμβριος 2012, σελ.29.
[8] Παγκάλου Θεοδ., Απομνημονεύματα, τόμος 1ος, εκδ. Αετός, Αθήνα 1950, σελ.240.
[9] Χιονίδη Γεωρ., Η απελευθέρωση της Νάουσας 1912, περιοδικό Νιάουστα, τεύχ. 140-141, Μάιος- Δεκέμβριος 2012, σελ.30.
[10] Μελά Σπύρου, Οι πόλεμοι 1912-13, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη, σελ.145.
[11] Μελά Σπύρου, Οι πόλεμοι 1912-13, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη, σελ.149.
[12] Χιονίδη Γεωρ., Η απελευθέρωση της Νάουσας 1912, περιοδικό Νιάουστα, τεύχ. 140-141, Μάιος- Δεκέμβριος 2012, σελ.31.
[13] Χιονίδη Γεωρ., Η απελευθέρωση της Νάουσας 1912, περιοδικό Νιάουστα, τεύχ. 140-141, Μάιος- Δεκέμβριος 2012, σελ.29.