Απόψεις Ιστορία

“Ο Μακρυγιάννης της Επανάστασης” γράφει ο Ξενοφών Μπρουντζάκης

——

Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης

Η φήμη του Μακρυγιάννη, κυρίως όμως η εθνική του πρόσληψη, παρά τα όσα του έχουν καταμαρτυρηθεί, οφείλεται σε δύο ανθρώπους. Πρώτα απ’ όλα στον Βλαχογιάννη, ο οποίος ανακάλυψε τα χειρόγραφά του, τα αποκατέστησε με πολύ κόπο και τα εξέδωσε με έναν εκτενή πρόλογο το 1907. Τη σκυτάλη από τον Βλαχογιάννη παρέλαβε ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, ο οποίος με τη σειρά του θα ανακαλύψει στα «Απομνημονεύματα» αυτού του αγράμματου αγωνιστή «μια από τις πιο μορφωμένες ψυχές του ελληνισμού» (Γιώργος Σεφέρης, «Ένας Έλληνας – ο Μακρυγιάννης»).

«Η πατρίς της γεννήσεώς µου είναι από το Λιδορίκι• χωριό του Λιδορικιού ονοµαζόµενον Αβορίτη. […] Οι γοναίγοι µου πολύ φτωχοί, και η φτώχεια αυτήνη ήρθε από την αρπαγή των ντόπιων Τούρκων και των Αρβανίτων του Αλήπασα. Πολυφαµελίτες οι γοναίγοι µου και φτωχοί, και όταν ήµουνε ακόµα στην κοιλιά της µητρός µου, µιαν ηµέρα πήγε για ξύλα στο λόγγο. Φορτώνοντας τα ξύλα στον ώµο της, φορτωµένη στο δρόµο, στην ερηµιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εµένα. Μόνη της η καηµένη κι αποσταµένη, εκιντύνεψε κι αυτήνη τότε κι εγώ. Ξελεχώνεψε µόνη της και συγυρίστη, φορτώθη λίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου στα ξύλα και από πάνου εµένα και πήγε στο χωριό» (Β’ 11-12). Με αυτό τον μοναδικό πραγματικά τρόπο ο Μακρυγιάννης περιγράφει τη γέννησή του, που την ακολούθησε ένας σκληρός αγώνας σε τρεις φάσεις. Πρώτα αυτόν της επιβίωσης, μετά της δημιουργίας περιουσίας και, τέλος, υπέρ της απελευθέρωσης της πατρίδας.

Γεννήθηκε το 1794 στον συνοικισµό Αβορίτι του Κροκυλείου Δωρίδας και όταν ήταν ακόµα βρέφος έχασε τον πατέρα του Δηµήτρη Τριανταφύλλου, ο οποίος δολοφονήθηκε από τους Τούρκους.
Το επώνυµο Μακρυγιάννης το απέκτησε αργότερα, λόγω του ύψους του. Στα εφτά του κιόλας χρόνια, έχοντας ζήσει τη µαύρη φτώχεια, δούλεψε σαν υπηρέτης· ωστόσο, ένιωθε ταπείνωση και δεν ήθελε να κάνει τις δουλειές που του ανέθεταν οι αφέντες του.

Σε ηλικία 23 ετών, τρία χρόνια πριν ξεσπάσει η Επανάσταση των Ελλήνων υπόδουλων ενάντια στον Οθωµανό δυνάστη, καταφέρνει να αποκτήσει µια σηµαντική για την εποχή περιουσία. Αυτό το διάστηµα που σχετίζεται µε τις οικονοµικές του δραστηριότητες έχει επικριθεί από πολλούς µεταγενέστερους ιστορικούς, που τον παρουσιάζουν ως έναν άνθρωπο καιροσκόπο του στενού ιδιωτικού συµφέροντος, ο οποίος, προκειµένου να πλουτίσει, δεν απέφυγε και την καταραµένη τοκογλυφία.

Ιδιαίτερα επικριτικοί είναι ο Γεράσιµος Κακλαµάνης και ο Βασίλης Ραφαηλίδης στα βιβλία τους «Η Ελλάς ως κράτος δικαίου» και «Ιστορία (κωµικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους 1830-1974» αντίστοιχα.
Ωστόσο, δίπλα στις κατεδαφιστικές και ισοπεδωτικές απόψεις υπάρχει και το αδιαμφισβήτητο γεγονός της µεγάλης του συνεισφοράς, µε λάθη και παραλείψεις, ανθρώπινες βέβαια, που τον ανέδειξε ως µια από τις σημαντικότερες µορφές της Επανάστασης.

Υπηρετώντας την Επανάσταση

Ήδη το 1820 έχει µυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και έναν χρόνο αργότερα, τον Μάρτιο του 1821, στέλνεται σε σηµαντική αποστολή στην Πάτρα για να συµµετάσχει στις προετοιµασίες της Επανάστασης που θα ξεκινούσε. Εκεί κινδύνευσε να συλληφθεί και επέστρεψε στην Άρτα. Ωστόσο, οι Τούρκοι είχαν ήδη λάβει γνώση και τον συνέλαβαν εκεί οδηγώντας τον σιδηροδέσµιο στις φυλακές. Εκεί, για 70 ηµέρες τον βασάνιζαν προκειµένου να τους µαρτυρήσει πού έκρυβε το βιός του. Κάποια στιγµή, παριστάνοντας τον ετοιµοθάνατο, κατάφερε να δραπετεύσει.

Ύστερα από µια σειρά ταλαιπωριών βρέθηκε να πολεµάει στο πλευρό του Γώγου Μπακόλα στα Τζουµέρκα Άρτας και κατόπιν στη µάχη του Πέτα (Σεπτέµβριος 1821), όπου και τραυµατίστηκε. Επίσης στη συνέχεια, τον Νοέµβριο µε Δεκέµβριο του ’21, έλαβε µέρος στην πολιορκία της Άρτας. Ήδη η υγεία του παρουσίαζε προβλήµατα από την παραµονή του στις φυλακές αλλά και τα βασανιστήρια που υπέστη εκεί. Για ένα διάστηµα αφότου αρρώστησε, έµεινε πρώτα στο Μεσολόγγι και έπειτα εµφανίστηκε ως οπλαρχηγός στα Σάλωνα. Μετά την ανάρρωσή του πήρε µέρος σε διάφορες επιχειρήσεις στην ανατολική Στερεά Ελλάδα. Έπειτα από λίγο, στο δεύτερο έτος της Επανάστασης, βρέθηκε να ακολουθεί τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Γιάννη Γκούρα στην Αθήνα. Εκεί θα γίνει για λίγο πολιτάρχης (αστυνόμος). Ωστόσο, σύντομα θα νιώσει απογοήτευση και απαξίωση από τους Ανδρούτσο – Γκούρα, έτσι που θα αναγκαστεί να τους εγκαταλείψει. Σημαντικό ρόλο σε αυτή του την απόφαση ήταν η φιλαργυρία και η πλεονεξία του Γιάννη Γκούρα, που αηδίασαν τον Μακρυγιάννη, ο οποίος κατέφυγε τελικά στον Μοριά. Αλλά κι εκεί τα καμώματα των πολιτικών και οι μεταξύ τους έριδες δεν τον έκαναν ευτυχέστερο, ιδιαίτερα δε ο Μαυροκορδάτος…

Ο Εμφύλιος

Συμμετέχει στον Εμφύλιο και ονομάζεται διαδοχικά χιλίαρχος, αντιστράτηγος και στρατηγός. Καθώς σχηματίστηκε το παράνομο εκτελεστικό στο Κρανίδι και υπήρχαν δύο κυβερνήσεις, ο Μακρυγιάννης βρέθηκε με το νέο εκτελεστικό του Κρανιδίου στο πλευρό του Γ. Κουντουριώτη, του Κωλέττη και του Μαυροκορδάτου, και πολέμησε για λογαριασμό τους εναντίον της άλλης παράταξης στη Δαλαμανάρα (9 και 10 Μαΐου 1824). Έπειτα αποστέλλεται στην Αρκαδία και τη Μεσσηνία, επειδή οι κάτοικοι αρνούνταν να πληρώνουν φόρους στην κυβέρνηση Κουντουριώτη. Επιστρέφοντας στο Ναύπλιο διηγείται τα παθήματά του, αφού λίγο έλειψε να σκοτωθεί.

Κατόπιν μεταβαίνει στην Αθήνα με σκοπό να πείσει τον Γκούρα, τον Καρατάσο, τον Γάτσο και άλλους να κατέβουν στον Μοριά, να πολεμήσουν τους «αντάρτες» της άλλης παράταξης. Η μετάβασή τους, όταν τελικά πείθονται, συνοδεύεται από ένα όργιο αρπαγών και αυθαιρεσιών. Ο Μακρυγιάννης παραπονιόταν για όλα αυτά, αλλά ο ίδιος είχε μεγάλη ευθύνη για το φούντωμα του Εμφυλίου. Ο ίδιος σημειώνει στ’ απομνημονεύματά του: «Δεν ήξερε κανείς τι να κάμει. Ήμουν άμαθος από τέτοια».

Ξανά στα όπλα της Επανάστασης

Στο Νιόκαστρο και στους Μύλους, ο Μακρυγιάννης πολέμησε στο πλευρό του Δημήτρη Υψηλάντη και του Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη τον Κιουταχή, που έβαλε πόδι στον Μοριά. Μάλιστα, υπήρξε ο βασικός συντελεστής της νίκης και τραυματίστηκε σοβαρά στο δεξί του χέρι. Κατόπιν αυτός ο ακάματος στρατιώτης παραιτήθηκε από το αξίωμα του στρατηγού για να καταταχτεί ως απλός στρατιώτης στο τακτικό σώμα του Φαβιέρου. Ως πολιτάρχης της Αθήνας, όταν ο Κιουταχής πολιορκούσε την Ακρόπολη, ο Μακρυγιάννης πολέμησε ηρωικά, ιδιαίτερα στις μάχες του Σερπετζέ (θέατρο Ηρώδου του Αττικού), όπου και τραυματίστηκε τρεις φορές σε μια νύχτα, τη μία σοβαρά στο κεφάλι. Γεμάτος τραύματα σε όλο το σώμα τερματίζει εδώ την ένοπλη θητεία του στο έθνος, αφού πρώτα έλαβε μέρος σε μερικές επικίνδυνες αποστολές σε Αθήνα και Πειραιά!

Ο πολιτικός Μακρυγιάννης

Στην περίοδο της διακυβέρνησης του Καποδίστρια (1828-1830) διετέλεσε στρατιωτικός διοικητής Πελοποννήσου. Όταν πέρασε στην αντικαποδιστριακή πτέρυγα, αντικαταστάθηκε από τον Νικηταρά. Στην περίοδο του Όθωνα έδειξε θερμό ενδιαφέρον για τους αγωνιστές του 1821 και υποστήριξε τα δίκαιά τους. Οι αντιβασιλικοί μπαινόβγαιναν στο σπίτι του στην Πλάκα. Εκεί δόθηκε και ο όρκος πριν από την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, που έκανε μαζί με τον Δημήτρη Καλλέργη: «Ορκιζόμαστε αβιάστως να φυλάξωμεν την πατρίδα μας, ότι κινδυνεύει από τους τοιούτους… Και ορκίζομαι εγώ πρώτος ο Μακρυγιάννης να φυλάξω όλα αυτά…».

Οι όρκοι δεν έμειναν στα λόγια! Έτσι, με την επανάσταση της 3ης του Σεπτέμβρη, το 1843, η χώρα αποκτά το πρώτο της σύνταγμα. Αυτή υπήρξε και η μέγιστη προσφορά του ακαταμάχητου αρχιστρατήγου στην πατρίδα κατά τη διάρκεια της οθωνικής περιόδου. Στη συνέχεια οι μαινόμενοι βασιλικοί δεν έχασαν την ευκαιρία προκειμένου να τον εκδικηθούν, να τον κατηγορήσουν για συνωμοσία και να τον φυλακίσουν το 1852. Ο Μακρυγιάννης καταδικάστηκε σε θάνατο, ωστόσο η ποινή του μετατράπηκε σε φυλάκιση. Τέλος, αποφυλακίστηκε το 1854 με εντολή τού τότε πρωθυπουργού και συναγωνιστή Δημητρίου Καλλέργη.

Ωστόσο, η κακομεταχείριση στις φυλακές τον είχε καταβάλει. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του προσευχόμενος. Πέθανε σε ηλικία 67 ετών. Ο λαός της Αθήνας τον έκλαψε και τον κήδεψε με μεγάλες τιμές στο Α’ Νεκροταφείο.

 topontiki.gr

banner-article

Ροη ειδήσεων