Είτε ως «εγκλήματα πάθους» παλαιότερα, είτε ως «γυναικοκτονίες» σήμερα οι δολοφονίες γυναικών από τον ερωτικό τους σύντροφο, αποτελούν σταθερό επαναλαμβανόμενο φαινόμενο απόλυτα ενσωματωμένο δομικά στην ελληνική, και όχι μόνο, κοινωνία, που επαναλαμβάνει μονότονα τα ίδια πατριαρχικά μοτίβα.
Ο Μενούσης, πρώτα σκοτώνει μεθυσμένος τη γυναίκα του και την άλλη ημέρα ξεμέθυστος την κλαίει ζητώντας της να σηκωθεί για να «..σε δουν τα παλικάρια και να χαίρονται». Στο βιβλίο της «Ο Μενούσης, ιστορία και παράδοση» η ιστορικός Ευτυχία Λιάτα σημειώνει ότι :«Η γυναίκα του Μενούση τιμωρείται όχι για την απιστία της, πραγματική ή φανταστική, αλλά για τον αέρα του νέου ήθους που φαίνεται να φέρνει με τη συμπεριφορά της».
Ο Μιχάλης Κακογιάννης, εμπνεόμενος από την Κάρμεν, βάζει τον Μίλτο (Φούντας) να προσπαθεί αρχικά να γλιτώσει τη Στέλλα (Μερκούρη) από το αρρωστημένο πάθος και τη ζήλεια του όταν η τελευταία αρνείται το γάμο τους και βγαίνει με τον νεαρό Αντώνη (Κακκαβάς), για να αφεθεί τελικά – αυτοτιμωρούμενη για την ανεξαρτησία της – στο μαχαίρωμα του αγαπημένου της.
Οι δολοφονίες γυναικών δεν έχουν να κάνουν ούτε με το πάθος, ούτε με συμπεριφορές και περιστατικά στη σχέση, αλλά με το πώς αντιλαμβάνεται, διαχρονικά, ο άνδρας τη θέση και το ρόλο της γυναίκας στη ζωή και την κοινωνία. Όταν η εμμονή ταυτίζεται με το ερωτικό πάθος, η παθογένεια με την αγάπη και η κτητική συμπεριφορά με το ενδιαφέρον, τότε το θύμα διολισθαίνει στην αποδοχή του χειρισμού του, στη βιαιοπραγία –που «δεν θα ξαναγίνει»-, εν συνεχεία στη θεωρία ότι εκείνη προκαλεί τη επιθετική συμπεριφορά του, και τέλος στο φόνο που χαρακτηρίζεται ως «έγκλημα πάθους», «απονευρώνοντας» έτσι τις ισορροπημένες σχέσεις ως «πλαδαρές».
Οι δολοφόνοι έχουν τις περισσότερες φορές κοινά χαρακτηριστικά. Συνήθως είναι νέοι άνδρες, μετά τον φόνο προσπαθούν να αυτοκτονήσουν – συνήθως ανεπιτυχώς-, ενώ στην επερχόμενη δίκη, δηλώνουν μετανιωμένοι και παρασυρμένοι από το πάθος τους, μεταθέτοντας την ευθύνη της πράξης στο θύμα (δεν ήθελε να παντρευτεί, απιστία, παράξενη συμπεριφορά). Παρακάτω θα παρακολουθήσουμε δύο, ενδεικτικές της επικρατούσας τότε αντίληψης, γυναικοκτονίες που συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον του κοινού τη δεκαετία του 60.
«Την αγαπούσα και την σκότωσα»
Είναι Οκτώβριος του 1966 όταν το πτώμα της 18χρονης κομμώτριας Ειρήνης Ζερβού βρίσκεται ημίγυμνο και στραγγαλισμένο στο πάτωμα του σπιτιού του συνομήλικου δολοφόνου της ηλεκτρολόγου Χριστόφορου Φαντή στο Παλαιό Φάληρο. Ο τελευταίος, αρχικά επιχειρεί να πνίξει την Ζερβού στον ύπνο της, αλλά η ζώνη ρόμπας που κρατά σπάει, και εν συνεχεία ολοκληρώνει τη μακάβρια αποστολή του με ζώνη πυτζάμας. Εν συνεχεία, ζωγραφίζει με ιώδιο στο στήθος του θύματος έναν σταυρό, αφήνει πάνω της ένα κολιέ σε σχήμα καρδιάς, φωτογραφίες και παραληρηματικό σημείωμα στη μητέρα του:«Δεν είναι ανάγκη να ψάχνετε. Θα σας φέρουν γρήγορα το πτώμα μου. Την αγαπούσα και την σκότωσα. Λυπάμαι πολύ που σκότωσα. Δεν είμαι δολοφόνος. Θα πληρώσω με τη ζωή μου. Αντίο μάνα».
Όταν όμως συλλαμβάνεται μια ημέρα μετά στις τουαλέτες του Πταισματοδικείου, ανακρινόμενος προσπαθεί να σώσει τη ζωή του ρίχνοντας την ευθύνη της πράξης του στο θύμα :λέει πως τον απατούσε, τον απέφευγε και τον υποτιμούσε, ενώ φτάνει να δηλώσει ότι ακόμα και την ώρα του στραγγαλισμού το θύμα όχι μόνο δεν κάνει καμία κίνηση να αμυνθεί, αλλά τον προκαλεί χαμογελώντας και κοροϊδεύοντας τον…: «–Την ώρα που γελούσε και με κορόιδευε έπιασα την μια άκρη και την έδεσα με την άλλη. Της τύλιξα το λαιμό με τη ζώνη της πυτζάμας, ενώ αυτή συνέχιζε να με βρίζει και να γελά. Σε αγαπώ της είπα, αλλά αυτή απάντησε δεν με ενδιαφέρει. –Εκείνη δεν έκανε καμία κίνηση να αμυνθεί;– Όχι –Πως ;Κάθε άνθρωπος στη θέση της θα αντιδρούσε. Δεν θα άφηνε να τον πνίξουν. –Σας είπα πως δεν πίστευε ότι ήταν δυνατόν να της κάμω κακό, και γι αυτό δεν έκανε την παραμικρή κίνηση».
Χρειάζεται να ολοκληρωθεί η ανάκριση και η αναπαράσταση του φόνου ώστε να τερματιστεί η «παράσταση» του Φαντή, αποκαλύπτοντας την πραγματική, και διαχρονική, αιτία της άνανδρης δολοφονίας : «Ευχαριστήθηκα έτσι, γιατί δεν θα την έπαιρνε πια κανένας άλλος»…
(Ο Χριστόφορος Φαντής σε διάλειμμα της δίκης μαζί με τον δικηγόρο του)
Αθώωση λόγω πάθους…
Πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά έχει η περίπτωση που εξελίσσεται στην πρωτεύουσα το 1963 και γνωρίζει τεράστια δημοσιότητα λόγω του κοινωνικού στάτους των εμπλεκομένων. Το θύμα είναι γόνος πασίγνωστης οικογένειας της Αθήνας, ο θύτης είναι ξένος και ευγενής, ενώ το δικαστήριο αθωώνει τον δολοφόνο θεωρώντας ότι την αγαπούσε πολύ… Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Είναι Δεκέμβριος του 1963 όταν ο 30χρονος Πέρσης πιλότος της Περσικής Πολιτικής Αεροπορίας Ρεζά Αμπάζ Μυρτολούι δολοφονεί την 30χρονη φίλη του Ιουλία (Τζούλια) Συρεγγέλα, κόρη του γνωστού βιομήχανου της εποχής Γεωργίου Συρεγγέλα.
Το ζευγάρι γνωρίζεται στην Περσία όπου η Ιουλία έχει κάνει οικογένεια με Πέρση έμπορο αποκτώντας και ένα παιδί. Τα πολλά προβλήματα στο γάμο και η απομόνωση από τους οικείους της στην Ελλάδα την στρέφουν στον ευγενικό Πέρση πιλότο. Μετά την πρώτη ειδυλλιακή περίοδο της σχέσης, η Ιουλία διαπιστώνει έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις του Μυρτολούι, ο οποίος σε σύντομο έχει πάρει διαζύγιο, συμμετέχει σε αεροπορικό ατύχημα και χάνει το παιδί του σε αυτοκινητιστικό ατύχημα μπροστά στα μάτια του.
Η τριαντάχρονη αρχικά προσπαθεί να τον βοηθήσει αλλά όταν διαπιστώνει το αδιέξοδο θέλει να χωρίσουν αποφεύγοντας όμως να του πει.
Επιστρέφοντας η ίδια στην Αθήνα ξεκινούν αλληλογραφία στην οποία αυτός της εκφράζει την αγάπη του, ενώ εκείνη, σταδιακά, κρατά αποστάσεις. Ο πιλότος φτάνει στην Αθήνα για να ξεκαθαρίσει την κατάσταση και στις 9 Δεκεμβρίου γίνεται η μοιραία συνάντηση. Το ζευγάρι διαπληκτίζεται φραστικά μέσα στο ταξί που τους μεταφέρει σε σπίτι στην οδό Κανάρη στο Κολωνάκι, η Συρεγγέλλα βγαίνει τρέχοντας από το αμάξι λέγοντας φοβισμένη στον ταξιτζή να μη φύγει, ο πιλότος την ακολουθεί στη πολυκατοικία και την πυροβολεί στο κεφάλι μπροστά στο ασανσέρ που δεν έχει ακόμα κατέβει.
Η δίκη που γίνεται τον Οκτώβριο του 1964 έχει απρόοπτη εξέλιξη. Παρότι ο θύτης έχει αναφέρει σε φίλο του την πρόθεση να δολοφονήσει την Ιουλία αν αυτή δεν τον ακολουθήσει στην Τεχεράνη και πηγαίνει στο μοιραίο ραντεβού οπλισμένος, η υπερασπιστική γραμμή στο δικαστήριο βασίζεται στην επιβαρυμένη ψυχολογική του κατάσταση, και η ότι δολοφονία γίνεται «εν θερμώ» λόγω της έντονης συναισθηματικής του έξαρσης. Η υπεράσπιση και ο θύτης υπερτονίζουν την ευγενική παρουσία και την κομψή του εμφάνιση που «αναγκάζουνι» ακόμα και τον Εισαγγελέα του Κακουργοδικείου να τον αποκαλέσει «συμπαθή», ενώ επιχειρούν να συγκινήσουν το δικαστήριο ενόρκων και τα καταφέρνουν με ιδιαίτερη επιτυχία.
Παρουσιάζονται τα πανάκριβα δώρα που της είχε φέρει στο τελευταίο ραντεβού, ενώ καθοριστική για την απόφαση του δικαστηρίου είναι η ανάγνωση της ερωτικής αλληλογραφίας του ζευγαριού. Τα λόγια αγάπης και πάθους του θύτη κάνουν ακόμα και την μεταφράστρια του δικαστηρίου και τις δύο κόρες του προέδρου που βρίσκονται στην αίθουσα να βάλουν τα κλάματα, ο κατηγορούμενος λιποθυμά και επανέρχεται στο δικαστήριο μετά από πολλές ημέρες, εξάπτοντας έτσι το ενδιαφέρον του κοινού και τη συμπάθεια προς το πρόσωπό του. Στην απολογία του λέει ότι δεν θυμάται τι έκανε και πως προσπάθησε να αυτοκτονήσει χωρίς επιτυχία :«Ζητώ να με συγχωρέσουν οι γονείς της, η αδελφή της, οι φίλες της γι αυτό που έκανα, όμως την αγαπούσα τόσο μα τόσο πολύ τη Τζούλια μου, τη δική μου Τζούλια».
Τα μεσάνυχτα της 14ης Οκτωβρίου το δικαστήριο ενόρκων αποφασίζει κατά πλειοψηφία ότι ο πιλότος έχει το ακαταλόγιστο τη στιγμή της δολοφονίας, τον καταδικάζει μόνο σε επτά μήνες φυλάκιση για παράνομη οπλοκατοχή αλλά λόγω της δεκάμηνης προφυλάκισής του αφήνεται ελεύθερος… Στο άκουσμα της αθώωσης το ακροατήριο, που έχει κατακλύσει την αίθουσα, ξεσπά σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές, κάποια κοπέλα του προσφέρει γαρδένια, ενώ άλλοι του δίνουν νερό. Την επόμενη κιόλας ημέρα ο Πέρσης πιλότος αναχωρεί εσπευσμένα για την Τεχεράνη ώστε να συνεχίσει τη ζωή του…