Απόψεις Περισσότερο διαβασμένα Πολιτισμός

Γιώργης Έξαρχος: “Σαρακατσάνοι. Η καταγωγή τους και η προέλευση του ονόματος – 110 θεωρίες και απόψεις” / Αναφορά στον Τίτο Μυλωνόπουλο

———-

Γιώργης Σ. Έξαρχος*

Σαρακατσάνοι. Η καταγωγή τους και η προέλευση του ονόματος – 110 θεωρίες και απόψεις (1825-2000). Σταμούλης Αντ. Θεσσαλονίκη, 2021 ISBN: 978-960-656-066-8, σελ. 358, σχήμα: 21 x 30 (Α 4).

Κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες στη Θεσσαλονίκη, από τις εκδόσεις Αντ. Σταμούλη, ο δεύτερος τόμος της μελέτης μου για τους Σαρακατσάνους (με τον ανωτέρω αναφερόμενο τίτλο), μελέτη η οποία θα ολοκληρωθεί με την έκδοση και τρίτου τόμου.

Απ’ αφορμή αυτή την έκδοση, ας μου επιτραπεί να πω δυο λόγια για την «ιστορία» αυτού του βιβλίου: Είχε ολοκληρωθεί η συγγραφή του στις 8 Ιανουαρίου 2005, και τα χειρόγραφά του δόθηκαν στον Τίτο Μυλωνόπουλο τον Μάρτιο του 2005, για να εκδοθούν ως δεύτερος τόμος από τις «Εκδόσεις Οδυσσέας».

Η έκδοση είχε ετοιμαστεί αλλά δεν κατέστη δυνατή η εκτύπωσή της το 2010, όπως προγραμματιζόταν, λόγω εγγενών εκδοτικών προβλημάτων. Η τελευταία διόρθωση είχε γίνει, αλλά … ο Τίτος έφυγε! Να είναι αιώνια η μνήμη του.

Το παρόν έργο εκδόθηκε με βάση τα χειρόγραφα του 2005, και όπως ετοιμαζόταν να τυπωθεί το 2010 από τις «Εκδόσεις Οδυσσέας», χωρίς άλλου είδους παρεμβάσεις στη συνέχεια. Δηλ. δεν έχει ληφθεί υπ’ όψιν η μετέπειτα βιβλιογραφία κ.λπ.

Ωστόσο, ας μου επιτραπεί να καταθέσω ένα σύντομο βιογραφικό του αείμνηστου φίλου και εκδότη μου:

Τίτος Μυλωνόπουλος

«Ο Τίτος Μυλωνόπουλος (πραγματικό όνομα: Τρύφων Μυλωνόπουλος, 27 Ιουλίου 1949, 23 Ιουλίου 2010), εκδότης βιβλίων, είχε προγονική ρίζα από το Πετρίτσι Σερρών, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε στην Αθήνα. Αρχικά εργάστηκε σε εφημερίδες ως διορθωτής και ανέπτυξε από πολύ νωρίς πολιτική δράση. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας –όντας από τα ιδρυτικά και δραστήρια μέλη της Οργάνωσης «Ρήγας Φεραίος»– συνελήφθη και βασανίστηκε. Αργότερα βρέθηκε στην Ιταλία όπου του δόθηκε η ευκαιρία να διαβάσει πολλά κείμενα για την Αριστερά και τον Κομμουνισμό. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, ίδρυσε το 1973 τις εκδόσεις «Οδυσσέας», μαζί με την Μυρσίνη Ζορμπά (μετέπειτα βουλευτή και υπουργό), από τις οποίες κυκλοφόρησαν πολιτικά κείμενα, όπως του Αντόνιο Γκράμσι, του Φραντς Βρανίτσκι, του Γκέορκ Λούκατς και άλλων. Στον τομέα της λογοτεχνίας το πρώτο βιβλίο που κυκλοφόρησε ο «Οδυσσέας» ήταν «Το ρομάντσο της πεντάρας» του Μπέρτολντ Μπρεχτ, και ακολούθησαν, πολλές φορές σε πρώτη έκδοση στα ελληνικά, κείμενα του Τσαρλς Μπουκόφσκι, του Μίλαν Κούντερα, του Πιερ Πάολο Παζολίνι, του Γκίντερ Γκρας, του Γιούκιο Μισίμα, του Τζον Ντος Πάσος, του Ρόμπερ Μούζιλ και άλλων. Ο Τίτος Μυλωνόπουλος ασχολήθηκε και με τον συνδικαλισμό στον χώρο των εκδόσεων. Διετέλεσε επί σειρά ετών πρόεδρος του Συνδέσμου Εκδοτών Βιβλίου και γενικός γραμματέας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εκδοτών Βιβλιοχαρτοπωλών

————————–

Για τους αναγνώστες της φιλόξενης «Φαρέτρας», αναδημοσιεύω στη συνέχεια από το βιβλίο μου ένα κεφάλαιο, μία από τις 110 θεωρίες και απόψεις, που περιέχονται στον συγκεκριμένο τόμο, ώστε να δοθεί μια «γεύση» από τη συνολική ύλη του.

1987 – ΨΥΧΟΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ

Στη μελέτη που έχουν εκπονήσει οι Δημήτρης Ψυχογιός, Ρωξάνη Καυταντζόγλου, Ευδοκία Μανωλόγλου, Αριάδνη Μιχαλακοπούλου, Ματίνα Ναούμη, Γιούλη Παπαπέτρου, Ο οικονομικός και κοινωνικός μετασχηματισμός αγροτικών κοινοτήτων, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα 1987, αναφέρονται εκτενώς και στους Σαρακατσάνους για τους οποίους γράφουν τα εξής:

«Ψηλά στο βουνό του Συρράκου, το Περιστέρι, σε υψόμετρο γύρω στα 1.800 μέτρα, υπάρχουν «ισάδια», καθαρισμένα μάλιστα από πέτρες, που η παρά­δοση στο χωριό τα θέλει πολύ παλιά να καλλιεργούνται -και μάλιστα να μην προλαβαίνουν οι κάτοικοι πριν πέσουν τα χιόνια να αλωνίσουν και να λιχνίζουν τον καρπό. Αυτές οι απίθανες καλλιέργειες όπως και οι πραγματικές κο­ντινότερα στο χωριό και η παρουσία των καλλιεργητών του Παλιοχωριού δεν μπορούν ν’ αλλάξουν το γεγονός ότι το Συρράκο ήταν γνωστό σ’ όλο τον 19ο αιώνα και μέχρι σήμερα για τη μεγάλη, ημινομαδικής μορφής, κτηνοτροφία του. Στις αρχές αυτού του αιώνα [του 20ού] ξεκαλοκαίριαζαν στο χωριό 25.000 πρόβατα ενώ στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα φαίνεται πως ήταν ακόμη πε­ρισσότερα. Τα λιβάδια του χωριού δεν έφταναν, πολλοί τσελιγκάδες αναγκά­ζονταν να νοικιάζουν λιβάδια στις γειτονικές Καλαρρύτες, στο Χαλίκι, στο Μέτσοβο.

Αλλά πολλοί κι από αυτούς που ανέβαιναν στο χωριό αναγκάζονταν, όταν σταματούσε το άρμεγμα των ζώων τον Ιούλιο, να αναζητούν βοσκοτόπια στα γειτονικά χωριά, να ξαναγυρίζουν στο χωριό το Σεπτέμβρη, όταν με τις πρώτες βροχές ξανάβγαζε χορτάρι, για να ξεκινήσουν όλοι οριστικά γύρω στου Αγίου Δημητρίου (με το παλιό ημερολόγιο) για τα χειμαδιά που βρίσκονταν κυρίως στην περιοχή της Πρέβεζας (στη Λάμαρη), της Άρτας, στο Άκτιο. Θα ξεχειμώνιαζαν εκεί και μετά του Αγίου Γεωργίου (με το παλιό πάντα) ξεκι­νούσαν σιγά σιγά για το χωριό. Όλες αυτές οι κινήσεις υπάκουαν σε αυστηρές προδιογραφές που δεν μπορούμε να τις αναπτύξουμε εδώ. Οι ραφτάδες είχαν κι αυτοί λίγα οικόσιτα γίδια που έμεναν χειμώνα καλοκαίρι στο χωριό.

»Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που αρκετές φάρες Σαρακατσαναίων ισχυρίζονται ότι κατάγονται από το Συρράκο. Είναι πιθανό πως η φήμη της μεγάλης κτηνο­τροφίας, η σχετική φωνητική ομοιότητα των λέξεων «Συρράκο» και «Σαρακα­τσάνος» όπως και το πραγματικό γεγονός της προέλευσης ορισμένων μεγάλων οικογενειών Σαρακατσαναίων από το Συρράκο (Μαμαλαίοι, Μαλαμούληδες) μεγέθυνε αυτό το ελευταίο γεγονός. Υπάρχει επιπλέον το Νέο Συρράκο στο νομό Κιλκίς για το οποίο οι Συρρακιώτες επιμένουν πως ιδρύθηκε από εκπα­τρισμένους κτηνοτρόφους του Συρράκου, μετά την καταστροφή του 1921 [διά­βαζε 1821].

»Στη διάρκεια του 19ου αιώνα λειτουργούσαν στο χωριό πολλοί μύλοι, νεροτριβές και μαντάνια για να ικανοποιήσουν τόσο τις βιοτικές ανάγκες των κατοίκων όσο και αυτές της οικοτεχνίας μάλλινων υφασμάτων. Πριν από λίγα χρόνια σταμάτησε να δουλεύει κι η τελευταία νεροτριβή.

»Από τον πόλεμο και μετά [μετά τη δεκαετία 1940-1950] και μέχρι το 1976 που έφτασε ο δρόμος στο χωριό (για την ακρίβεια στο καλντερίμι, που γεφυ­ρώνοντας δύο λαγκάδια οδηγεί στο χωριό) ουσιαστικά μόνο οι κτηνοτρόφοι ανέβαιναν το καλοκαίρι. Οι ραφτάδες είχαν εγκατασταθεί στη διάρκεια του μεσοπολέμου στις πόλεις και κωμοπόλεις της Ηπείρου και τους ακολούθησαν, μεταπολεμικά, κι οι περισσότερες από τις οικογένειες των κτηνοτρόφων. Από το 1924 ως το 1974 λειτουργούσε θερινό σχολείο και οικοτροφείο: οι μαθητές έμεναν στο οικοτροφείο ως του Αγίου Νικολάου, οπότε κατέβαιναν στις οικο­γένειές τους στα χειμαδιά, για να ξαναγυρίσουν μαζί με τους δασκάλους το Μάρτη και να ξαναρχίσουν τα μαθήματα με μια μικρή διακοπή τον Αύγουστο.

»[…] το φωλιασμένο στην καρδιά της Πίνδου πανέμορφο βλαχοχώρι είναι πραγματικό κειμήλιο αρχιτεκτονικό αλλά και εργαστήρι κοινωνικό και ιστο­ρικό που επιφυλάσσει συνεχώς εκπλήξεις στο μελετητή του. Η αποκρυπτογρά­φηση της κοινωνικής του ζωής, των παραγωγικών σχέσεων που το καθόριζαν και των συγκρούσεων που έφεραν, θα μας δώσει μια πλούσια εικόνα για το πώς ήταν οργανωμένα και πώς λειτουργούσαν τα «κακοτράχαλα τα βουνά» στην περίοδο του 19ου αιώνα. Και ιδιαίτερα για το Συρράκο αξίζει τον κόπο ν’ αναρωτηθεί κανείς αν απλώς αποτελεί ειρωνεία της ιστορίας το γεγονός ότι καταστράφηκε ολοσχερώς (αλλά κατάφερε να ξαναζήσει) όταν επαναστάτησε για να ελευθερωθεί, για να καταρρεύσει σιγά σιγά (και αμετάκλητα;) από τότε που ελευθερώθηκε» (σ. 23-25).

«[…] Η Ζαβέρδα [χωριό της Ακαρνανίας, δυτικά του κατακόρυφου όρους Τσερεκάς, με ύψος 1.050 μέτρα] αποτελεί παραδειγματική περίπτωση χωριού που υπήρξε μικρός οικισμός στις αρχές του 19ου αιώνα και στη συνέχεια, μέχρι σήμερα, εποικίζεται από μεταβατικούς κτηνοτρόφους (transhumants, κατοί­κους ορεινών περιοχών), από νησιώτες που εγκαταλείπουν τις άγονες πατρίδες τους κι από κατοίκους γειτονικών οικισμών που διαλύονται και συσσωματώνο­νται στη σημερινή Ζαβέρδα. Με τη σειρά της βέβαια, θα τροφοδοτήσει από τις αρχές του 20ού αιώνα την Αυστραλία και την Αθήνα, και πρόσφατα το εμπο­ρικό ναυτικό.

»Πότε και από ποιους πρωτοϊδρύθηκε στην περιοχή οικισμός με την ονο­μασία Ζαβέρδα (ή Τσαβέρδα ή και Ζαβέρτα) είναι άγνωστο. Πάντως την ονο­μασία την πρωτοσυναντάμε σ’ ένα χρυσόβουλο του Δεσπότη της Ηπείρου Σα­μουήλ που αναφέρεται στον «Παράδεισο μετά των Ζαβερδών»

»[…] Πάντως το χωριό στη σημερινή του θέση δίπλα στη θάλασσα αρχίζει να δημιουργείται γύρω στο 1830, όταν φεύγουν οι πρώτες οικογένειες από το Παλιοχώρι και χτίζουν σπίτια στην παραλία ή κοντά σ’ αυτήν.

»Ο μεγάλος κάμπος της Ζαβέρδας [νυν Πάλαιρος] φαίνεται πως είναι εντελώς ακαλλιέργητος και λογγωμένος μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. […] Στον κάμπο και τους πετρώδεις λόφους ξεχειμωνιάζουν οι νομάδες, κυρίως Σαρακατσα­ναίοι από την Ήπειρο.

»Την ιστορία του χωριού θα σημαδέψει η άφιξη, στα μέσα του 19ου αιώνα, ενός πανέξυπνου Ηπειρώτη από τα Κατσανοχώρια, του Γιάννη Ράγκου, που γρήγορα θα γίνει από μικρέμπορος ο μεγαλύτερος γαιοκτήμονας της περιοχής. Ο Ράγκος αγοράζει γη και από χωρικούς αλλά και από άλλους μεγάλους γαιο­κτήμονες, όπως τους απόγονους του διορισμένου από τον Αλήπασα αρματολού της Βόνιτσας Τσόγκα ή από τους πολύ γνωστότερους στο πανελλήνιο Γριβαίους. Η κτηματική περιουσία της οικογένειας Ράγκου στις αρχές του [20ού] αιώνα φτάνει σε χιλιάδες στρέμματα καλλιεργήσιμης γης και λιβαδιών. Το αρχοντικό της οικογένειας, που σώζεται ακόμη στο κέντρο του χωριού, χτισμένο το 1875, αποτελεί εύγλωττη μαρτυρία του πλούτου και της δύναμής της.

»Ο Ράγκος θα προσπαθήσει ν’ αξιοποιήσει τον κάμπο. Θα φέρει Αλβανούς Γκέκηδες για ν’ ανοίξει αποχετευτικά αυλάκια` θα προσπαθήσει παράλληλα να τον αρδεύσει από τη λίμνη της Βουλκαριάς, εγκαθιστώντας μια πρωτόγονη (αλλά πρωτοποριακή για την εποχή της) αντλία που δούλευε με ατμό αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Εκατοντάδες είναι οι νησιώτες που έρχονται για το θερισμό από το Θιάκι, την Κεφαλονιά, τη Λευκάδα, ακόμη και τη Ζάκυνθο. Δουλεύουν όχι μόνο στον Ράγκο και στους άλλους γαιοκτήμονες αλλά και στους νοικοκυ­ραίους μικροκαλλιεργητές που η εργατική δύναμη της οικογένειάς τους δεν επαρκεί για τη συγκομιδή» (σ. 25-27).

«[…] …σε έγγραφο του συμβολαιογραφείου Βονίτσης του 1840 (που το με­λετούσα ψάχνοντας στοιχεία για τη Ζαβέρδα) ανακάλυψα στοιχεία που αφο­ρούσαν αγωγιάτες -μακρινούς προγόνους γνωστής συρρακιώτικης οικογένειας» (σημ. 29, σ. 26-27).

«[…] Νομάδες αποκαλούμε τους Σαρακατσαναίους και Καραγκούνηδες (Αρβανιτόβλαχους) που δεν έχουν σταθερές χειμερινές ή θερινές βοσκές. Ημινομάδες, αυτούς που έχουν μόνιμες θερινές βοσκές -είναι κάτοικοι δηλαδή ορεινών χωριών. Μεταβατικούς (transhumants), όσους μετακινούνται χωρίς τις οικογένειές τους (μετακινούνται δηλαδή μόνο οι βοσκοί με τα κοπάδια), που συνήθως ασχολούνται και με τη γεωργία…» (σημ. 10, σ. 65).

«[…] …Τα διάφορα «φύλα» όμως που τους τελευταίους δύο αιώνες [19ο και 20ό] ασκούν τη νομαδική ή ημινομαδική κτηνοτροφία, μας είναι γνωστά: Οι Σαρακατσαναίοι, οι Καραγκούνηδες (Αρβανιτόβλαχοι), οι Βλάχοι (Κουτσόβλαχοι), και οι Χωρικοί (Τζουμερκιώτες, Αγραφιώτες, Κουπατσαρέοι, Βαλτε­τσιώτες κτλ.).

»Τα δύο πρώτα (Σαρακατσαναίοι-Καραγκούνηδες) θεωρούνται γνήσια νο­μαδικά φύλα χωρίς μόνιμες κατοικίες ή βοσκοτόπια. Αντίθετα, οι Βλάχοι και οι διάφοροι Χωρικοί θεωρούνται «ημινομάδες» γιατί είχαν μόνιμες εστίες στα βουνά, συνήθως και κοινοτικά βοσκοτόπια, κι αυτό που άλλαζε, ανάλογα με τα διαθέσιμα λιβάδια, ήταν ο τόπος που ξεχείμαζαν. Όμως ούτε τα θέρετρα ήσαν οπωσδήποτε σταθερά γιατί, την εποχή της ακμής των ορεινών όγκων και της νομαδικής κτηνοτροφίας, τα βοσκοτόπια των ορεινών κοινοτήτων δεν επαρκούσαν πάντα για να καλύψουν τις ανάγκες των κατοίκων τους, οι οποίοι έτσι ήσαν υποχρεωμένοι ν’ αναζητούν λιβάδια σ’ άλλα βουνά.

Αν από την άλλη μεριά λάβουμε υπ’ όψη μας ότι πολλοί από τους «γνήσιους» νομάδες (Σαρακατσαναίους-Καραγκούνηδες) είχαν για μεγάλες περιόδους σταθερούς τόπους για χειμαδιά και θέρετρα, διαπιστώνουμε πως η συνήθης διάκριση μεταξύ νο­μάδων και ημινομάδων δεν έχει, ίσως, τόσο καθοριστική σημασία. Εξ άλλου, από το 1919 και μετά, επιβάλλεται ενοικιοστάσιο στα λιβάδια. Οι όροι του ενοικιοστασίου συνεχώς τροποποιούνται αλλά, λίγο-πολύ, επιτρέπουν στους νομάδες κτηνοτρόφους να εκμεταλλεύονται συνεχώς τα ίδια λιβάδια. Από το 1938 τέλος, οπότε επιβλήθηκε η αναγκαστική εγγραφή ως δημοτών σε ορεινή ή πεδινή κοινότητα και των Καραγκούνηδων-Σαρακατσαναίων, η διαφορά αυτή έπαψε να υπάρχει και τυπικά» (σ. 96-97).

«[…] …ορισμένες φορές, ακόμη και στα χωριά τους οι «ημινομάδες» κτηνο­τρόφοι δεν είχαν σταθερές κατοικίες αλλά έμεναν σε καλύβες που έφτιαχναν γύρω από τα σπίτια των μόνιμων κατοίκων του χωριού. Στο Συρράκο λέγεται ότι μόνο από τα μέσα του 19ου αιώνα άρχισαν οι κτηνοτρόφοι να χτίζουν σπίτια» (σημ. 5, σ. 97).

«[…] Η αξιοπιστία των στοιχείων που παραθέτει η Χατζημιχάλη πρέπει να δι­αφέρει από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα με το αν την επισκέφθηκε η ίδια ή αν στηρίχθηκε σε πληροφοριοδότες. Για παράδειγμα, οι αριθμοί που δίνει για τις περιοχές Ζαγορίου και Μιτσικέλι (που τις επισκέφθηκε) βρίσκονται σε σχετικά ικανοποιητική συμφωνία με τους αριθμούς του Campbell (1964:7) που βρέθηκε σ’ αυτές την ίδια περίοδο. Η Χατζημιχάλη υπολογίζει 10% περίπου παραπάνω οικογένειες σε σχέση με τον Campbell. Λίγο παρακάτω όμως η Χατζημιχάλη (Παράρτημα σελ. 47-48) καταγράφει σαν Σαρακατσαναίους 71 οικογένειες Συρρακιωτών που ήσαν (και πολλοί απ’ αυτούς, ή μάλλον οι απόγονοί τους, εξακολουθούν να είναι) νομάδες αλλά είναι Βλάχοι και όχι Σαρακατσαναίοι.

»Αλλωστε, είναι λίγο δύσκολο να δεχθούμε πως οι οικογένειες των νομάδων Σαρακατσαναίων αυξήθηκαν μεταξύ 1920-1955 από 5.956 (Πίνακας I) σε 7.620 (Πίνακας III). Πολύ περισσότερο, που είναι αμφισβητήσιμος ο αριθμός των 1.360 οικογενειών Σαρακατσαναίων που μας δίνει ο Συράκης για την Πελοπόν­νησο (Πίνακας I), εμφανίζοντάς την ως την κατ’ εξοχήν περιοχή Σαρακατσα­ναίων, μαζί με τη Μακεδονία, και τους Σαρακατσαναίους ως και κατά πολύ πε­ρισσότερους από τους ντόπιους, Μοραΐτες, μεταβατικούς κτηνοτρόφους -όταν κανένα άλλο εθνολογικό ή λαογραφικό στοιχείο, από όσα έχουμε υπ’ όψη μας, δεν στηρίζει αυτήν την εκδοχή.

»Στοιχεία για τη νομαδική κτηνοτροφία των Βλάχων του Σμόλικα (Αβδέλλας, Περιβολιού, Σαμαρίνας και Σμίξης) και το 1967 υπάρχουν στην εργασία του Sivignon (1969). Και μια παρουσίαση των νομαδικών ή ημινομαδικών «φύλων» που ξεχειμωνιάζουν στη Θεσσαλία θα βρούμε σε έργο του ίδιου (1975:309-354). Για τα 4 χωριά που προαναφέραμε, ο Sivignon (1969:12,17) αναφέρει ότι υπήρχαν συνολικά 420 οικογένειες νομάδων κτηνοτρόφων και 77.000 γιδοπρόβατα. Οι πληροφορίες του για το σύνολο της Θεσσαλίας είναι περισσότερο ποιοτικές παρά ποσοτικές, υπάρχουν όμως χρήσιμοι χάρτες που δείχνουν τόπους εγκατάστασης των κτηνοτρόφων κι ορισμένες μετακινήσεις» (σ. 101-102).

«[…] Η υπερεκτίμηση του αριθμού των Σαρακατσαναίων από τη Χατζημιχάλη έχει, νομίζουμε, την ίδια αιτιολογία με την άποψή της ότι η τέχνη τους, με τα απλά γεωμετρικά μοτίβα, παραπέμπει στη «γεωμετρική εποχή» της αρχαιό­τητας: το πρόβλημα τον αίματος (Κυριακίδου-Νέστορος, 1977:25), της φυλε­τικής συνέχειας του ελληνισμού, δεν έχει εξαφανιστεί από την ιδεολογία και την πρακτική της ελληνικής λαογραφίας. Νομίζουμε πως στις ίδιες αιτίες οφεί­λεται και η παρατήρηση του Συράκη ότι οι Σαρακατσαναίοι «πρέπει» να ήσαν περισσότεροι» (σ. 102, σημ. 11).

«[…] Πάντως -και ανεξάρτητα από τα γεωγραφικά δεδομένα- από το Χάρτη δημιουργείται η αίσθηση ότι οι «από πάνω», οι βορειότεροι, πιέζουν τους «από κάτω», τους στέλνουν σε νοτιότερες περιοχές. Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να υποθέσει πως αυτή η από Βορρά «πίεση» αντιστοιχεί σε κάθοδο νέων, βόρειων νομαδικών φύλων που αναγκάζουν τα υπάρχοντα να αναζητούν χειμαδιά νοτι­ότερα. Πρόκειται για μιαν υπόθεση που δεν μπορεί ν’ αποκλειστεί a priori. Θα μπορούσε να γίνη δεκτή ή ν’ απορριφθεί αν από το Χάρτη προέκυπτε σε ποια κατηγορία «νομάδων» ανήκουν οι μετακινούμενοι.

Αν δηλαδή υπάρχει ένας διαχωρισμός από Βορρά προς Νότιο σε στρώματα (π.χ., Βλάχοι βόρεια, Σαρα­κατσαναίοι στο μέσον, Καραγκούνηδες νότια), θα μπορούσε κανείς πολύ βά­σιμα να υποστηρίξει ότι αυτή η διαδοχή είναι και χρονολογική (με αντίστροφη σειρά). Η διευθέτηση στο χώρο δηλαδή θ’ αντιστοιχούσε με μια διευθέτηση και στο χρόνο. Από τα στοιχεία πάντως του Συράκη (για τα οποία εκφράσαμε ήδη κάποιες επιφυλάξεις), οι Σαρακατσαναίοι εμφανίζονται εξ ίσου μοιρα­σμένοι στο Βορρά (Μακεδονία) και στο Νότο (Πελοπόννησο) δημιουργώντας ένα «δίπολο» και στο μέσο του βρίσκονται οι Βλάχοι της Θεσσαλίας, οι Κα­ραγκούνηδες της Ηπείρου και οι Χωρικοί, που εξ άλλου εμφανίζουν και τη μεγαλύτερη διασπορά» (σ. 108, σημ. 20).

«[…] …Πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Θεσπρωτία ήταν σχεδόν αποκλει­στικά χειμαδιό των Καραγκούνηδων, που είχαν προνομιούχες σχέσεις με τους Αλβανούς Τσάμηδες που είχαν τσιφλίκια στην περιοχή. Όταν οι Τσάμηδες, το 1945, μετακινήθηκαν στην Αλβανία, άρχισαν να ξεχειμωνιάζουν στη Θε­σπρωτία και Σαρακατσαναίοι από το Ζαγόρι που μέχρι τότε κατέβαιναν στα χειμαδιά της Πρέβεζας. Αξίζει να επισημάνουμε πως έτσι μεταφέρθηκαν σε βορειότερο χειμαδιό» (σ. 109, σημ. 21).

«[…] Η επίδραση των εθνικών συνόρων πάνω στη μορφή που παίρνουν οι μετακινήσεις αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η πολιτική ιστορία επιδρά πάνω στη διαμόρφωση της κατανομής των νομάδων στο χώρο. Θα ήταν δηλαδή εξαιρετικά απλοϊκό ν’ αποδώσουμε τις μετακινήσεις μόνο σε οικολογικούς παράγοντες, υιοθετώντας έτσι ένα είδος «περιβαλλοντο­λογικού ντετερμινισμού». Στα δεδομένα πλαίσια του φυσικού περιβάλλοντος, οι παραδοσιακές κοινωνίες υιοθετούν τρόπους οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης που υπακούουν σε καταναγκασμούς που προκύπτουν και από τη δική τους εσωτερική δυναμική και από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον: τους τρόπους οργάνωσης των παραγωγικών σχέσεων στον κοινωνικό σχηματισμό που ανήκουν, τη μορφή της πολιτικής εξουσίας, τον πολιτισμό.

»Ακόμη και ο οικολογικός καταναγκασμός της μεταφοράς των ζώων, στο βουνό το καλοκαίρι και στον κάμπο το χειμώνα, προκύπτει μόνο εφ’ όσον ο αριθμός τους έχει ξεπεράσει κάποιο κρίσιμο μέγεθος. Γιατί μικροί αριθμοί προβάτων ή γιδιών μπορούν να διαβιώσουν στον κάμπο το καλοκαίρι και στο βουνό το χειμώνα. Η αύξηση του αριθμού τους όμως δεν είναι «φυσικό φαινό­μενο», υπακούσει στις ανάγκες των κτηνοτρόφων. Κι οι ίδιες οι ανάγκες που τους ωθούν ν’ αυξήσουν τον αριθμό των ζώων τους ωθούν, τελικά, να γίνουν μεταβατικοί κτηνοτρόφοι.

»Τα παραπάνω δεν αναφέρθηκαν μόνο για να διασαφηνιστεί η έννοια των οικολογικών και γεωγραφικών καταναγκασμών που προαναφέραμε, αλλά και για να μας βοηθήσουν να εισχωρήσουμε, με πάρα πολλές προφυλάξεις, στο ακανθώδες πρόβλημα της προέλευσης των νομάδων του ελληνικού χώρου. Όχι με την έννοια της «φυλετικής καταγωγής» που νομίζουμε πως είναι ένα ερώτημα άλλης τάξεως, αλλά με την έννοια των αιτιών της ύπαρξης τους στον ελλαδικό χώρο.

Όπως δηλαδή αναφέραμε και στην αρχή, ανάμεσα στον απλό μεταβατικό γεωργοκτηνοτρόφο, που για ένα-δύο μήνες το χρόνο ανεβάζει τα πρόβατά του στο γειτονικό βουνό, και στο νομάδα Σαρακατσάνο υπάρχει όλη η γκάμα των ενδιάμεσων καταστάσεων. Η μετακίνηση από κάποιο σημείο της κλίμακας σε κάποιο διπλανό (ή και άλματα από τη μια άκρη στην άλλη) μπορεί να προκύψει για λόγους που σχετίζονται με την επιβίωση (ή και τη διευρυμένη αναπαραγωγή) της ομάδας.

Το καθοριστικό στοιχείο είναι ότι η παραδοσιακή κτηνοτροφία αιγοπροβάτων στην Ελλάδα, από τη στιγμή που το μέγεθος της ξεπερνά κάποιο όριο (που εξαρτάται βέβαια και από την έκταση των καλλι­εργειών) αναγκαστικά θα γίνει μεταβατική κτηνοτροφία. Η καταστροφή, π.χ., του πεδινού χωριού των μεταβατικών κτηνοτρόφων (και ο φόβος επιστροφής) τους μεταβάλλει σε νομάδες, μέχρις ότου ιδρύσουν ίσως κάποιο καινούργιο χωριό σε βουνό, οπότε γίνονται ημινομάδες.

Η πειρατεία, η ελονοσία, η κατα­πίεση, η εκμετάλλευση της περιόδου της τουρκοκρατίας, οι συνεχείς πόλεμοι κι οι εξεγέρσεις, γνωρίζουμε ότι οδήγησαν σ’ ερήμωση των κάμπων και άνθηση των ορεινών όγκων. Νομίζουμε πως σε τέτοιες διαδικασίες πρέπει ν’ αποδοθεί η άνθηση του νομαδισμού στην ίδια περίοδο -άποψη που ενισχύεται από το γεγονός ότι το 19ο αιώνα, με την απελευθέρωση, αρχίζει η αντίστροφη πορεία· από το γεγονός ότι όλα σχεδόν τα βλαχοχώρια της Πίνδου είχαν και γεωργική και βιοτεχνική παραγωγή· από το γεγονός ότι στην κοιτίδα των Καραγκού­νηδων, την Κολωνία, αναπτύχθηκε στη διάρκεια του 18ου αιώνα ένα από τα με­γαλύτερα αστικά κέντρα της Βαλκανικής, η Μοσχόπολις· από το γεγονός, τέλος, ότι οι περισσότερες από τις φάρες των Σαρακατσαναίων έχουν ν’ αναφέρουν κάποια περιοχή ως πατρίδα και τους λόγους που τους ώθησαν στο νομαδικό βίο. Νομίζουμε πως μπορεί κανείς βάσιμα να υποστηρίξει ότι ο νομαδισμός των πρόσφατων αιώνων προέκυψε από τον «οικολογικό» καταναγκασμό της με­ταβατικότητας της κτηνοτροφίας και τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες της περιόδου της τουρκοκρατίας.

«“Η Μεσόγειος, στο σύνολό της, δεν είναι κατάλληλη για νομαδικούς λαούς”, παρατηρεί ο Μ.I. Finley (1975:35). Είναι, αντίθετα, ο κατ’ εξοχήν χώρος της με­ταβατικής κτηνοτροφίας, της transhumance, που εκμεταλλεύεται το ανάγλυφο του εδάφους για να βρίσκει θερινά και χειμερινά λιβάδια. Όσοι νομαδικοί λαοί, από αρχαιοτάτων χρόνων, εισδύσανε στον ελλαδικό χώρο δεν άργησαν να γίνουν είτε εδραίοι (sedentaires), είτε ημινομάδες, είτε μεταβατικοί γεωργοκτηνοτρόφοι.

Από ‘κει και πέρα, και ανεξάρτητα από φυλετική προέλευση, δεν έλειπαν οι πολιτικές και κοινωνικές (καταστροφικές συνήθως) περιστά­σεις που ανάγκαζαν κάποιες ομάδες ν’ ακολουθήσουν τον πλάνητα, νομαδικό βίο -που μετέτρεπαν αυτούς που τους αποτελούσαν σε «φερέοικους βλαχοποιμένες»- μέχρις ότου μπορέσουν, με ευνοϊκότερες συνθήκες, να εδραιωθούν πάλι κάπου, συνήθως στα βουνά βέβαια, μια που τα πεδινά λιβάδια ανήκαν (ανάλογα με την εποχή) σε Βυζαντινούς άρχοντες, σε Φράγκους ευγενείς, σε Τούρκους μπέηδες. Στο βαθμό όμως που και οι ορεινοί όγκοι καταλαμβάνο­νταν, κάποιοι στο τέλος θα έμεναν νομάδες – όχι γιατί προέρχονταν «από νομα­δική φυλή» αλλά γιατί κάποιοι άλλοι, πριν απ’ αυτούς, ελέγχανε πια τα βουνά. Τις αιτίες λοιπόν της ύπαρξης νομάδων στον ελλαδικό χώρο πρέπει να τις ανα­ζητήσουμε (με δεδομένο τον οικολογικό παράγοντα που ευνοεί η μεταβατική κτηνοτροφία) στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ιστορία κι όχι στα γο­νίδια τους» (σ. 108-111).

«[…] Πολλοί έχουν αναζητήσει να διαπιστώσουν από κείμενα αν υπήρχαν νο­μαδικά φύλα στην αρχαία Ελλάδα (ή και τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους) και η απάντησή τους είναι αρνητική…» (σ. 110, σημ. 23).

«[…] Ο Βλάχος Συρρακιώτης Τσέλιγγας Μάμαλης μετατράπηκε σε «Σαρακατσάνο», σύμφωνα με την παράδοση του χωριού, όταν το σόι του αναγκά­στηκε τα καλοκαίρια ν’ αρχίσει ν’ ανεβαίνει στ’ Άγραφα γιατί τα λιβάδια του Συρράκου (στο Περιστέρι της Πίνδου) δεν επαρκούσαν. Διάφορες οικογένειες Συρρακιωτών, αφού περιπλανήθηκαν αρκετά χρόνια μετά την καταστροφή του χωριού το 1821, ίδρυσαν το χωριό Νέο Συρράκο στη Μακεδονία. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (και για πρώτη φορά μετά από εκατό τουλάχι­στον χρόνια), ορισμένες οικογένειες αποπειράθηκαν την καλλιέργεια δημητρι­ακών» (σ. 111, σημ. 25).

***Μπορεί κανείς να πειστεί από τα επιστημονικά επιχειρήματα των συγγραφέων το πώς και το γιατί τα νομαδικά και ημινομαδικά φύλα του ελλαδικού χώρου προέ­κυψαν κατά την τουρκοκρατία και ότι δεν υφίστανται από τα αρχαία χρόνια. Δεν απασχόλησε τους ερευνητές το πώς προήλθε το όνομα Σαρακατσάνος, εκφράζουν όμως τη βεβαιότητα –με βάση τα γραπτά τεκμήρια που κομίζουν– ότι ένα τμήμα των Σαρακατσάνων προέρχεται από αρμανόγλωσσους-βλαχόφωνους Σαρρακιώτες, ήτοι κατοίκους του βλαχοχωριού Συρράκο, οι οποίοι από Βλάχοι ημινομάδες έγιναν γραικόγλωσσοι Σαρακατσάνοι νομάδες, με γνωστότερους τους Μαμαλαίους και τους Μαλαμούληδες, ήτοι οικογένειες Μάμαλη και Μαλαμούλη.

———————-

Σημείωση Φαρέτρας: Όλα τα κείμενα / εργασίες του Γιώργη Έξαρχου μπορείτε να τα διαβάζετε κάνοντας κλικ στον σύνδεσμο ΕΔΩ

————————–

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ