Γράμματα & Τέχνες Λογοτεχνία

Γιώργος Σιώμος “μικρά πεζά”. Ψηφίδες ευαισθησίας και ώριμης στοχαστικής ματιάς

———-

Δήμητρα Σμυρνή

Πρώτο του βιβλίο «Ο κορυδαλλός» (2012), μια νοσταλγική επιστροφή στα χρόνια της νιότης της γενιάς του ’50 κι ύστερα ακολουθούν κι άλλα βιβλία, πάντα με απόσταση μεταξύ τους, πάντα έχοντας κάτι να πουν, χωρίς αναίτιο ξόδεμα και συγγραφικούς ναρκισσισμούς, οδηγώντας στο σημερινό τέταρτο βιβλίο, το βιβλίο «μικρά πεζά», Μάιος του 2021, εκδόσεις Ενύπνιο.

«Μικρά πεζά». Θαρρείς και παίζει ο Γιώργος Σιώμος ακόμη και με τα γράμματα, γράφοντας στον τίτλο του βιβλίου του το «μικρά» με μικρό μ και όχι με κεφαλαίο, στέλνοντας  ίσως ένα κρυφό μήνυμα στους αναγνώστες του, που θυμίζει τους στίχους του Σεφέρη « είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια, γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά…»

«Μικρά πεζά», που μοιάζουν τα περισσότερα με πεζογραφικά… χάικου και όχι με διηγήματα, καθώς τα χαρακτηρίζει  η αφαιρετικότητα και η λανθάνουσα ποιητική πνοή.

Ο συγγραφέας δεν θέλει να εντυπωσιάσει, δεν θέλει να πει κάτι καινούριο, ούτε όμως και πολυφορεμένο. Ξαναγυρνά στις πηγές. Αυτές που τροφοδοτούν τον ψυχισμό του καθένα μας, είτε είναι τα παιδικά μας χρόνια, είτε είναι η πορεία μας στην κατάκτηση της ζωής – νίκες και ήττες – είτε είναι το τέλος που περιμένει στο βάθος και μας τρομάζει. Παράλληλα αποτυπώνει στα κείμενά του τον σύγχρονο κόσμο μας, όπου το ψεύτικο έχει τη λάμψη του αληθινού και η αδικία κρύβεται κομψά πίσω από λέξεις και πράξεις, αλλοτριώνοντας τον πολίτη

Οι ψηφίδες της γραφής του, άλλες πολύ μικρές σαν επιγράμματα κι άλλες μεγαλύτερες, αποτελούν  ένα ψηφιδωτό που μιλά στον καθένα μας ξεχωριστά, καθώς ανασύρουμε τις δικές μας προσλαμβάνουσες παραστάσεις, χωρίς να είναι απαραίτητο να συμπίπτουν τοπικά ή χρονικά με του συγγραφέα.

Με διάθεση εξομολογητική, σαν να απευθύνεται σε μυημένους, πρόσωπο αφήγησης πρώτο ή δεύτερο, που υποκαθιστά κάποτε και πάλι το πρώτο, – χρησιμοποιεί το τρίτο, όταν η εικονοποιία του το  απαιτεί – προχωρεί σε ταξινόμηση του υλικού του, χωρίζοντάς το σε ενότητες με ένα μικρό μότο κάθε φορά.

Έτσι, παιδιά, γυναίκες, άνθρωποι, γλώσσες ξεχασμένες, δέντρα, σπίτια, ζωντανεύουν μέσα από τη συγγραφική του ματιά, όχι σαν αντικείμενα ψυχρής ανατομίας, αλλά άλλοτε σαν πινελιές ενός καμβά, όπου απλώνει τα χρώματά του ζωγραφίζοντας, και άλλοτε σαν τρυφεροί συνομιλητές του.

Η αλήθεια με την οποία αναβλύζουν τα λόγια του, η θαρραλέα του πολιτική ματιά –δίψα για δικαιοσύνη και ανθρωπιά σ’ έναν κόσμο που τα έχει ξεχάσει εδώ και πολύ καιρό – η παρατηρητικότητα, με την οποία καταγράφει λεπτομέρειες που το κοινό μάτι δεν μπορεί να συλλάβει, η ευαισθησία, που κρατά όμως μιαν αρρενωπή αξιοπρέπεια χωρίς να καταντά γλυκερή, η στοχαστική θεώρηση των πραγμάτων μέσα από τη λαϊκή σοφία, που την κατέχει ο ίδιος πολύ καλά, αφού είναι βαθιά λαϊκός, αποτελούν τα χαρακτηριστικά της γραφής του, που πείθουν και συγκινούν τον αναγνώστη.

Το παιδί για τον Σιώμο είναι η ελπίδα του αύριο αλλά και το γρανάζι στα χέρια των εκμεταλλευτών του. Γράφει:

Όταν ένα μωρό κοιμάται

Όταν ένα μωρό κοιμάται, είναι ένα άγραφο χαρτί, μια ήρεμη λίμνη, η θάλασσα λάδι και τα στάχυα χρυσίζουν στον ήλιο. Όταν ένα μωρό κοιμάται, κάποιοι ξαγρυπνούν, ο κόσμος είναι δίκαιος, όμορφος και πλασμένος για τα πιο υψηλά ιδανικά […]

Τα παιδιά με τις τσάντες

Το πρωί τα παιδιά με τις τσάντες στους ώμους πηγαίνουν σχολείο. Άλλος θα γίνει γιατρός κι άλλος ασθενής, άλλος παπάς κι άλλος ληστής, άλλος πολιτικός κι άλλος ψηφοφόρος, άλλος οραματιστής κι άλλος δε θα βλέπει πέρα από τη μύτη του, άλλος θ’ αναζητά την αλήθεια κι άλλος την ξέρει από τώρα, άλλος θα δέρνει κι άλλος θα τις τρώει…
Μα όλοι, όλοι, θα δουλεύουν για δυο τρεις που έχουν πολλά και θέλουν κι άλλα κι άλλα κι άλλα […]

Γλώσσα ξεχασμένη η βλάχικη γλώσσα έγινε τραγούδι και μουσική και τον σεργιανά μαγεμένο σ’ ένα για πάντα χαμένο παρελθόν. Γράφει ακούγοντας το cd “Ω, λε λε”:

Ξεχασμένες γλώσσες

[…] Με παίρνει με τις μελωδίες του και με πάει στις παγωμένες λίμνες της Πίνδου να δω τις νεράιδες πώς κατεβάζουν τις νύχτες το φεγγάρι , λούνα λούνα, με εκσφενδονίζει στα κατσάβραχα όπου μόνον αετοί φωλιάζουν, να ακούσω τον ψάλτη που υμνεί τα καραβάνια των Βλάχων με τα μουλάρια φορτωμένα την πραμάτεια τους, που πάνε για τη Βιέννη, τη Βουδαπέστη, το Βουκουρέστι, το Βελιγράδι σιγοτραγουδώντας αργόσυρτα των κυρατζήδων τραγούδια ατελείωτα.
Να δω την άνοιξη, που ανθίζει ο γάβρος κι η οξυά, κοπάδια αμέτρητα με γίδια, με μπροστάρηδες τα γκισέμια, θηριώδη τραγιά με τα στριφογυριστά κέρατα και στο σβέρκο τους κρεμασμένια κυπριά ή κουδούνια να ανηφορίζουν για τα θερινά τους λιβάδια […]

Αλλού συνομιλεί με δέντρα και με το πατρικό του σπίτι. Στιγμές ιδιαίτερης ευαισθησίας:

Το Δέντρο II

Μια χαρά τα κατάφερνες μόνο σου, ξεχασμένο μες στους αιώνες. Χίλια χρόνια. Δέντρο όρθιο μες στις βροχές και τους ανέμους, τα χιόνια και την κάψα του καλοκαιριού. Τι την ήθελες τη δημοσιότητα; Σε βγάζουν από την αφάνεια για να σε προστατέψουν, σε ανακηρύσσουν διατηρητέο μνημείο της φύσης. […]
Στον ίσκιο σου χίλια χρόνια ξαπόστασαν σκαφτιάδες, γεωργοί, τσοπάνηδες, παπάδες, ψάλτες, δάσκαλοι αυτοσχέδιοι… Τι έχουν δει τα μάτια σου; […]
Πριν γίνεις μνημείο, άσε με να χτυπήσω για τελευταία φορά την καμπάνα σου, πριν σου την αφαιρέσουν.

Τα δέντρα των πόλεων

[…] Τα δέντρα των πόλεων είναι φυλακισμένα σκυλιά σε σαλόνια. Τα δέντρα των πόλεων είναι οι φυγάδες των δασών, οι μετανάστες χωρικοί του ’50 και του’60, είναι πουλιά σε κλουβιά […]

Το σπίτι με τα κεραμίδια II

[…] Το σπίτι μ’ έβλεπε συλλογισμένο. Όταν έκλεισα την εξώπορτα και μπήκα στο αυτοκίνητο να φύγω, δε βάσταξε κι άρχισε να κλαίει.
Μην κλαις, του λέω, την άνοιξη πάλι εδώ θα είμαι.
Ναι, αλλά πώς μόνο μου θα βγάλω το χειμώνα;
Κατέβηκα, έβγαλα μια κουβέρτα από τη μισάντρα και το σκέπασα. Μόλις αποκοιμήθηκε, μπήκα στις μύτες των ποδιών πατώντας στο αυτοκίνητο, έβαλα μπρος προσεκτικά και έφυγα.

Και η γραφή; Η έμπνευση; Η αγωνιώδης πορεία εκείνου που θέλει να εκφραστεί μέσα από τη γραφή; Ο Σιώμος δίνει ανάγλυφα κι αυτήν την οδυνηρή για τον συγγραφέα πραγματικότητα:

Όπως το φίδι

Όπως το φίδι ξεγελιέται απ’ τον καιρό και πάει να ξεπαγώσει […] έτσι σαλεύει αργοκίνητο, δυσκίνητο, ανάπηρο, βουβό, στων λέξεων τα σπλάχνα, στο αχανές των λέξεων, το άγνωστο εκείνο κι ακαθόριστο, που στα τυφλά γυρεύει να ειπωθεί […]

Το βιβλίο

Να κάνεις έναν κόπο να το γράψεις, να καταπιείς νύξεις, υπονοούμενα, αλλά και ανοιχτές προσβολές από φίλους που είδαν τα χειρόγραφά σου, παρά τις αναστολές και τις επιφυλάξεις να προχωρήσεις, να ψάξεις κάνα χρόνο να βρεις εκδότη, καθώς άλλος σου τα επιστρέφει χωρίς καν να τα δει, άλλος δεν απαντά καθόλου κι ο καλύτερος σου απαντάει σε δυο τρεις μήνες, ενώ εσύ τσιρτσιρίζεις στο τηγάνι, άλλος ζητάει παράδες, καθότι έχουμε κρίση, κι εσείς κύριε, είσαστε άγνωστος, άσημος, δεν σας γνωρίζει ούτε η μάνα σας, βρίσκεστε μακριά από την πρωτεύουσα, έχετε και μια ηλικία, τι καινούριο να κομίσετε[…]

Όμως η γραφή είναι πια ανάγκη για όσους πιάστηκαν στα δίχτυα της κι αφού η Τέχνη, και φυσικά και η Λογοτεχνία, δεν υφίσταται χωρίς τους αποδέκτες της, ο συγγραφέας δίνει στο τέλος του βιβλίου του τη γεμάτη συγκίνηση επιθυμία του να επικοινωνήσει με κείνους που θα τον καταλάβουν, που θα τον νιώσουν, γράφοντας:

Κιρμπάνια

[…] Θα βρεθεί μια αδελφή ψυχή, μπορεί και δύο και τρεις, που θα βρουν το βιβλίο μου στο σκονισμένο ράφι ενός βιβλιοπωλείου που ετοιμάζεται να κλείσει, θα το ανοίξουν, θα νιώσουν το ανατρίχιασμα που προκαλεί το πάθος των ψυχών που μοιάζουν μεταξύ τους […]

Δεν είναι δυο-τρεις οι αναγνώστες, δεν θα είναι δυο- τρεις. Υπάρχουν αναγνώστες που μπορούν να ξεχωρίσουν το αληθινό από το ψεύτικο, το “αλαλάζον” από τη χαμηλή και ουσιαστική φωνή. Αυτοί θα διαβάσουν σίγουρα το βιβλίο, κατάθεση ψυχής και ώριμης ματιάς.

Καλοτάξιδο!

………………………

 

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ