Απόψεις Πολιτισμός

Ελένη Μηλιαρονικολάκη: “Ποιος είναι ο βούρκος;”

.

Mίλησε, κλαις;
Οχι δε λες.
Μήπως πεινάς;
Και τι να φας!

(«Ο ηθοποιός», Μάνος Χατζιδάκις)

Η αποκάλυψη από την Σοφία Μπεκατώρου της σεξουαλικής κακοποίησής της προκάλεσε ένα ντόμινο καταγγελιών στο χώρο του θεάτρου, που ανεξάρτητα από τον όποιο προβληματισμό για το βαθμό στοιχειοθέτησής τους ή τον τρόπο και το χρόνο δημοσιοποίησής τους, μπορούν να λειτουργήσουν θετικά. Μπορούν δηλαδή να συμβάλουν στο να καταπολεμηθούν συντηρητικά, πουριτανικά, ρατσιστικά αντανακλαστικά, που ενοχοποιούν τη γυναίκα για τη σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική κακοποίησή της, στο να περιοριστεί ίσως σε κάποιο βαθμό η αναπαραγωγή τέτοιων αντιδραστικών και επικίνδυνων φαινομένων. Θα είναι μάλιστα ευχής έργο να βοηθήσουν το πλήθος των εργαζομένων στο θέατρο, και σε κάθε κλάδο και εργασιακό χώρο, όλους αυτούς που δεν έχουν την ευκολία και τα προνόμια των διασημοτήτων του θεάματος, να βρουν τη δύναμη και την τόλμη για να προσπεράσουν τους εκβιασμούς και τον εκφοβισμό της εργοδοσίας και να αντιπαλέψουν αγωνιστικά και συλλογικά, μέσα από τους μαζικούς φορείς τους, κάθε μορφή βίας και καταναγκασμού, που γεννά αναπόφευκτα η εκμεταλλευτική κοινωνία.

Γιατί, χωρίς αμφιβολία, το έδαφος για την ανάπτυξη και την ανοχή φαινομένων κακοποιητικής συμπεριφοράς το λιπαίνει ο φόβος μπροστά στην ανεργία, στην εργασιακή και οικονομική ανασφάλεια, στον κίνδυνο για αποκλεισμό από την εργασία, στην ανέχεια, στην πείνα, ο οποίος ενισχύεται από την απουσία εργασιακών δικαιωμάτων, μετατρέποντας τους εργαζόμενους σε εύκολα θύματα. Για μια κατηγορία εργαζομένων βέβαια η πηγή παρόμοιων προβλημάτων βρίσκεται στο κυνήγι της καριέρας, της κοινωνικής ανέλιξης, στον αριβισμό και στον μεταξύ τους ανταγωνισμό, σε μια κοινωνία που τον καλλιεργεί και τον αποθεώνει, γιατί ο ανταγωνισμός αποτελεί την πεμπτουσία της.

Η ρευστότητα στην έννοια της κακοποίησης
.

Διευρύνοντας τον προβληματισμό για τα γεγονότα των ημερών στο χώρο του θεάτρου, δεν μπορεί κανείς να μη σταθεί στην εύλογη ανησυχία που προκαλείται, μήπως όλη αυτή η καταγγελτική καταιγίδα οδηγήσει σε νέα δεινά. Μήπως δηλαδή νομιμοποιήσει τη δίκη προθέσεων και ενεργοποιήσει καταστάσεις όπου η αυστηρότητα και η απαιτητικότητα στην εργασία θα μπορεί να εκληφθούν και να καταγγελθούν ως κακοποιητικές. Σε τελευταία ανάλυση, ποια είναι τα όρια στην έννοια της κακοποίησης;

Το θέατρο για παράδειγμα είναι ένας χώρος όπου – όπως τούτες τις μέρες έγινε ευρύτερα γνωστό από τις δηλώσεις καταξιωμένων ανθρώπων του – ο έντονα επικριτικός λόγος, το βλοσυρό και με νόημα βλέμμα, ο εξαναγκασμός σε σκληρή λεκτική και σωματική άσκηση αποτελούν καθιερωμένα μέσα διαπαιδαγώγησης και αποδεκτή γενικά προϋπόθεση για την απελευθέρωση των σωματικών, ψυχικών και διανοητικών δυνατοτήτων του ηθοποιού. Μπορούν αυτές οι μέθοδοι διδασκαλίας να θεωρηθούν καταχρηστικές; Και ακόμα, επιτρέπεται να ταυτίζονται με τη σεξουαλική παρενόχληση και βία προς γυναίκες και άντρες οι καταστάσεις που ανακύπτουν μέσα στην ένταση μιας ιδιαίτερα απαιτητικής και σκληρής δουλειάς, όπως του ηθοποιού; Είναι το ίδιο η ασέλγεια κατά του κοινωνικά και οικονομικά αδύναμου εργαζόμενου με το θυμό, τις λογομαχίες ή την απότομη, τη σκαιή αν θέλετε συμπεριφορά, που μπορεί να οφείλεται και σε ιδιορρυθμίες χαρακτήρων αναμενόμενες σε ανθρώπους της τέχνης, που μαζί με το ταλέντο και τις ικανότητές τους φέρουν μια ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση;

Το πρώτο ερώτημα χρειάζεται συζήτηση. Για τα επόμενα όμως η απάντηση είναι κατηγορηματική. Η εξομοίωση της δυστροπίας και της ανάρμοστης συμπεριφοράς με τη σεξουαλική παρενόχληση, το βιασμό, την παιδοφιλία, είναι απαράδεκτη. Αντικειμενικά οδηγεί στο να συγκαλυφθούν βαριά, κολάσιμα αδικήματα, μαζί και η κοινωνική – ταξική πηγή τους. Μια συγκάλυψη που ήδη συντελείται, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές.

Ανεξάρτητα πάντως από την κατεύθυνση που δίνεται στην όλη υπόθεση, φαίνεται πως για τις νεότερες γενιές των ηθοποιών, όχι μόνο η σεξουαλική βία και παρενόχληση, αλλά και οι παιδαγωγικές μέθοδοι που εφαρμόστηκαν στις προηγούμενες γενιές είναι καταδικαστέες. Και είναι γεγονός ότι τα όρια στην έννοια της κακοποίησης μεταβάλλονται στο χρόνο, ακολουθώντας την ανάπτυξη της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Με λίγα λόγια, οι καιροί αλλάζουν και όπως η παλιά παιδαγωγική της βέργας στο σχολείο δικαιολογημένα θεωρείται στις μέρες μας αποτροπιαστική, κάτι παρόμοιο ισχύει και για την τραχιά παιδαγωγική του θεάτρου. Αλλωστε η νέα γενιά των ηθοποιών, διαθέτοντας ένα καλύτερο μορφωτικό επίπεδο και την αυτοπεποίθηση που του αναλογεί, δύσκολα μπορεί να ανεχτεί αυταρχικές, εξουσιαστικές συμπεριφορές.

Η ιμπεριαλιστική εκστρατεία κατά της βίας!
.

Το αντιφατικό στοιχείο της υπόθεσης είναι ότι μια τόσο πλατιά μετατόπιση στην κοινωνική συνείδηση δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν δεν ξεκινούσε από το ίδιο το αστικό κράτος, αν δεν καλλιεργούνταν συστηματικά μέσα από το σχολείο, τα πανεπιστήμια και τους άλλους ιδεολογικούς μηχανισμούς, πάνω απ’ όλα αν δεν ήταν αναγκαία για την ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας και τη συνολική αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Γι’ αυτόν το λόγο, αυτοί που πρωτοστατούν και καθοδηγούν την αλλαγή στην κοινωνική συνείδηση, αυτοί που πρώτοι κόπτονται για «την ισότητα ανδρών και γυναικών, τον πλουραλισμό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή στη διαφορετικότητα, τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, των μειονοτήτων κ.λπ.» είναι τα ισχυρά κέντρα του καπιταλισμού, όπως οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ενωση με τα κράτη – μέλη της, μαζί και την Ελλάδα!

Οι «πολέμιοι» δηλαδή της κοινωνικής αδικίας και «υπερασπιστές» των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι οι ίδιοι που προωθούν νόμους για την ολοένα και πιο στυγνή εκμετάλλευση των εργαζομένων, καταργούν το 8ωρο και συντρίβουν κάθε δικαίωμα στην εργασία. Οι υποτιθέμενοι «εχθροί της βίας» κατά των γυναικών, των ατόμων με ιδιαιτερότητες, είναι αυτοί που χρησιμοποιούν την πιο άγρια βία και καταστολή για να θωρακίσουν την κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρηματικών ομίλων, που φέρνουν τα ΜΑΤ στο πανεπιστήμιο, στέλνουν στρατό χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα και έχουν μετατρέψει τη χώρα σε πολεμικό ορμητήριο ενάντια στους λαούς της περιοχής.

Η εξήγηση αυτής της φαινομενικής αντίφασης έχει δύο πλευρές. Η πρώτη είναι ιδεολογική. Η μετατόπιση της προσοχής από την ταξική αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας, αξιοποιώντας π.χ. άλλου είδους, υπαρκτές αντιθέσεις (φύλου, χρώματος, σεξουαλικού προσανατολισμού, φυλής, εθνικότητας κ.λπ.), αποτελεί έναν πρόσφορο τρόπο για να απομακρύνεται ο όποιος προβληματισμός από την κατανόηση των κοινών ταξικών συμφερόντων όλων των μισθωτών ανεξαρτήτως φύλου, έθνους ή σεξουαλικού προσανατολισμού, ενώ ταυτόχρονα προωθεί τη διαμόρφωση «ταυτότητας» αποκλειστικά και μόνο με βάση επιμέρους αλλά κοινά χαρακτηριστικά. Είναι μια τακτική που διασφαλίζει την «κοινωνική συνοχή», την ταξική συμφιλίωση.

Η δεύτερη πλευρά είναι η οικονομική. Η ενσωμάτωση της αποκαλούμενης «διαφορετικότητας» στην οικονομική δραστηριότητα «φέρνει κέρδος», «δημιουργεί μακροπρόθεσμα προστιθέμενη αξία», «αποτελεί αναπτυξιακό εργαλείο», όπως δηλώνεται από τα αστικά οικονομικά επιτελεία. Οι όμιλοι – αλλά και κάθε οργανισμός, όπως και οι κυβερνήσεις – διαφημίζοντας τον πλουραλισμό τους εμφανίζουν ένα «πολιτισμένο», «δημοκρατικό» και γι’ αυτό ελκυστικό προφίλ, διευρύνουν την πελατεία ή την απήχησή τους σε νέες ομάδες του πληθυσμού, ενώ η ποικιλομορφία στα κέντρα διοίκησης συμβάλλει στην εισαγωγή νέου πνεύματος και καινοτόμων ιδεών για την ανάπτυξη της αποδοτικότητας και της κερδοφορίας τους. Δεν είναι τυχαίο ότι στη χώρα μας εξελέγη γυναίκα Πρόεδρος της Δημοκρατίας και στην κυβέρνηση συμμετέχουν άτομα με ανοιχτά δηλωμένο τον διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό τους. Μάλιστα η σύμβαση 190 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για την εξάλειψη της βίας και παρενόχλησης στους χώρους εργασίας, που η κυβέρνηση προωθεί στη Βουλή, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η βία και η παρενόχληση είναι ασυμβίβαστη με την προώθηση των βιώσιμων επιχειρήσεων και επηρεάζει αρνητικά την οργάνωση της εργασίας, τις εργασιακές σχέσεις, την αφοσίωση των εργαζομένων, τη φήμη των επιχειρήσεων και την παραγωγικότητα».

Αυτό που τους ενδιαφέρει δηλαδή είναι να χρησιμοποιήσουν τις γυναίκες και τα ευάλωτα κοινωνικά άτομα ως βιτρίνα του συστήματος και μία ακόμα προϋπόθεση για τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας, και όχι η αναγκαία υπεράσπισή τους από κάθε μορφή κοινωνικής αποξένωσης, βίας, ρατσισμού.

Για να καθαρίσει η ατμόσφαιρα
.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι όσα μέτρα κι αν ληφθούν για την αντιμετώπιση του προβλήματος, όπως ο κώδικας δεοντολογίας που η κυβέρνηση εισηγείται για τα θέατρα, δεν θα το εξαλείψουν. Το πιθανότερο μάλιστα είναι ότι θα αξιοποιηθούν ως ένα ακόμα εργαλείο χειραγώγησης και ελέγχου των εργαζομένων. Με ή χωρίς κώδικα δεοντολογίας, το σύστημα θέτει ορισμένα άτομα στο απυρόβλητο, έχει τους τρόπους να προστατεύει όσους του είναι χρήσιμοι, ακόμα κι αν διαπράττουν εγκλήματα. Το έχουμε ζήσει σε πολλές περιπτώσεις. Πρόκειται μάλιστα για υπέρτατη υποκρισία να εισάγονται στα θέατρα κώδικες προστασίας των εργαζομένων από τη βία, και την ίδια στιγμή η αστυνομία και οι δυνάμεις της κρατικής καταστολής να οργιάζουν σε βιαιοπραγίες. Αλλωστε στις ΗΠΑ, όπου εφαρμόζονται εδώ και χρόνια κώδικες και συστήματα εξάλειψης της βίας, οι κακοποιητικές συμπεριφορές πολλαπλασιάζονται αντί να μειώνονται.

Βούρκος με άλλα λόγια δεν είναι το θέατρο. Πίσω από τις φωταψίες και τα υποβλητικά σκηνικά του κρύβεται η κοπιαστική δουλειά των ηθοποιών – όποτε και αν υπάρχει – που τους υποχρεώνει να βρίσκονται στη σκηνή χωρίς να λογαριάζει αν πονούν, αν υποφέρουν, αν είναι άρρωστοι, αν χρειάζονται ανάπαυση, και που το μεγαλύτερο μέρος της είναι για τους περισσότερους απ’ αυτούς απλήρωτο. «Ηθοποιός, ό,τι κι αν πεις, είναι καημός πολύ πικρός», όπως το τραγουδούσε ο Χορν, και γι’ αυτό δίκαια οι ηθοποιοί και γενικότερα οι καλλιτέχνες και οι εργαζόμενοι στον Πολιτισμό κέρδισαν με τους αγώνες τους το προηγούμενο διάστημα τη συμπάθεια και τη συμπαράσταση του λαϊκού κόσμου, για το συντριπτικό πλήγμα που δέχονται αυτήν την περίοδο. Και δίκαια θα πρέπει να συνεχίσουν να την έχουν.

Γιατί ο πραγματικός βούρκος είναι το καπιταλιστικό σύστημα, που απλώνει με ολοένα μεγαλύτερους κύκλους τα μολυσμένα νερά του σε όλους τους τομείς, σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις. Ας μη γελιόμαστε λοιπόν. Το πρόβλημα δεν θα λυθεί με το να πάψει κανείς να πατάει το πόδι του στο θέατρο, ούτε πολύ περισσότερο με το φόβο των κωδίκων, των διεθνών συμβάσεων και των κανονισμών. Το κακό θα εκλείψει όταν θα στερέψει η πηγή του, η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Αυτό που μπορεί να ξεκινήσει άμεσα είναι να ενεργοποιηθούν τα σωματεία των εργαζομένων για να καταπολεμήσουν με τις εσωτερικές συλλογικές διαδικασίες τους το πρόβλημα, προλαβαίνοντας με έγκαιρη συναδελφική κριτική και υποδείξεις την επανάληψη ή τη διόγκωσή του. Οι ποινές και η δημόσια καταγγελία είναι η ύστατη ενέργεια. Στο κάτω – κάτω, για ποινικά κολάσιμα αδικήματα υπάρχουν τα δικαστήρια. Καθήκον δηλαδή των συλλογικών φορέων δεν είναι να καλλιεργούν το φόβο των ανθρώπων για τις συνέπειες των πράξεών τους, αλλά τη συνείδηση της ανθρωπιάς τους. Κι αυτό στη βαθύτερη ουσία του σημαίνει τη συνείδηση ότι μπορούν, έχουν τη συλλογική δύναμη να πετάξουν τα βρωμόνερα της εκμετάλλευσης και να απαλλάξουν οριστικά τη ζωή από τη δυσωδία.

Ελένη Μηλιαρονικολάκη
.
Μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνη του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ
   katiousa.gr
banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ