Τα Δεκεμβριανά μέσα από τον φακό του Ουκρανού Dmitri Kessel, ανταποκριτή του αμερικάνικου περιοδικού Life
Η 3η Δεκεμβρίου του 1944 σηματοδότησε την έναρξη των Δεκεμβριανών και έριξε ουσιαστικά τον σπόρο της εμφύλιας σύγκρουσης που σημάδεψε την Ελλάδα τα επόμενα χρόνια. Την ημέρα αυτή οργανώθηκε από το ΕΑΜ πορεία διαμαρτυρίας στην πλατεία Συντάγματος με αφορμή τη διαταγή μονομερούς αφοπλισμού των δυνάμεων του ΕΛΑΣ. Οι άοπλοι διαδηλωτές δέχτηκαν καταιγισμό πυρών, έπειτα από διαταγή του διευθυντή της αστυνομίας Άγγελου Έβερτ, με αποτέλεσμα να πέσουν νεκροί 23 άνθρωποι και άλλοι 140 να τραυματιστούν. Οι διαδηλώσεις εκείνης και της επόμενης ημέρας πνίγηκαν στο αίμα και ήταν η αρχή της μάχης της Αθήνας, που κράτησε περισσότερο από έναν μήνα και στοίχισε τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων.
Ο Ουκρανός φωτογράφος Dmitri Kessel αποτύπωσε με τον φακό του τα αιματηρά γεγονότα εκείνων την ημερών. Η ανταπόκρισή του στο αμερικανικό περιοδικό Life αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο τη δραματικότητα των ημερών μέσα από χαρακτηριστικές εικόνες: τα ματωμένα πανό, η αστυνομία που πυροβολεί το άοπλο πλήθος, οι νεκροί, τα βρετανικά άρματα μάχης στους δρόμους της Αθήνας, οι οδομαχίες, τα οδοφράγματα, ο βομβαρδισμός της πόλης από τους Άγγλους, οι Βρετανοί στρατιώτες ακροβολισμένοι στην Παρθενώνα.
Ο Dmitri Kessel γεννήθηκε στην Ουκρανία το 1902. Μετανάστευσε στην Αμερική το 1923 και εργάστηκε ως φωτογράφος στο περιοδικό Life. Οι φωτογραφίες και η μαρτυρία του από τα Δεκεμβριανά δημοσιεύτηκαν στο λεύκωμα Dmitri Kessel: Ελλάδα του ’44 (εκδόσεις Άμμος, 1994).
Ο ίδιος περιγράφει πώς ξεκίνησαν τα γεγονότα της «ματωμένης Κυριακής»:
«Την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου βρισκόμουν στην Αθήνα, στην Πλατεία Συντάγματος, μαζί με έναν Αμερικανό ρεπόρτερ, τον Κόνι Πούλος. Είχε ξεκινήσει μια μεγάλη διαδήλωση. Οι οπαδοί του ΕΑΜ διαμαρτύρονταν για τον αφοπλισμό των δυνάμεων του ΕΛΑΣ. Η αστυνομία είχε διαταχθεί να σταματήσει τη διαδήλωση και είχε σχηματίσει έναν κλοιό στο δρόμο. Την προηγούμενη μέρα η Κυβέρνηση είχε δώσει την άδειά της αλλά αργά τη νύχτα η άδεια ανακλήθηκε. Οι αξιωματούχοι του ΕΑΜ δήλωσαν πως ήταν αδύνατο να ματαιώσουν τη διαδήλωση σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και αποφάσισαν να προχωρήσουν.
Ένα τεράστιο πλήθος γέμιζε το δρόμο μπροστά από τον αστυνομικό κλοιό. Ξαφνικά ακούστηκαν πυροβολισμοί κι ακολούθησε μια ριπή. Βρισκόμαστε με τον Κόνι έξω από τα Παλαιά Ανάκτορα, απέναντι από τον κλοιό της αστυνομίας. Όταν άρχισαν οι πυροβολισμοί, εγκλωβιστήκαμε ανάμεσα στις πρώτες γραμμές των διαδηλωτών και τους αστυνομικούς. Καλυφτήκαμε πίσω από το τοιχαλάκι του δρόμου που οδηγεί στα ανάκτορα.
Με τους πρώτους πυροβολισμούς οι διαδηλωτές έπεσαν κάτω.
“Πυροβολούν άοπλους”, είπε ο Κόνι. “Ναι” , του απάντησα, “κοίτα αυτόν αριστερά”.
Σχεδόν 15 πόδια μακριά μας, ένας άνδρας με πρόσωπο γεμάτο αίματα προσπαθούσε να σηκωθεί από το έδαφος. Κρατούσε το στομάχι του κι αίματα ανάβλυζαν μέσα απ’ τα δάκτυλά του. Οι σποραδικοί πυροβολισμοί σταμάτησαν μερικά δευτερόλεπτα. Οι διαδηλωτές σηκώθηκαν και άρχισαν να διαλύονται. Μερικά σώματα έμεναν ακίνητα στο δρόμο. Κάποιος ζητούσε βοήθεια. Όσοι τραυματίες μπορούσαν να περπατήσουν υποβαστάζονταν από τους συντρόφους τους. Μετά από μια μικρή διακοπή η αστυνομία πυροβόλησε ξανά. Όταν φάνηκε πως οι πυροβολισμοί σταματούν οριστικά, μερικοί διαδηλωτές εμφανίστηκαν στην Πλατεία Συντάγματος για να μαζέψουν τους νεκρούς και τους βαριά τραυματισμένους. Η αστυνομία πυροβόλησε και τους απώθησε.
Συνολικά η αστυνομία σκότωσε 23 και τραυμάτισε 140, ανάμεσά τους και πολλές γυναίκες. Αυτό, όμως, δε σταμάτησε τους διαδηλωτές που άρχισαν να κατευθύνονται προς τον αστυνομικό σταθμό, απ’ όπου αναχαιτίστηκαν με νέα πυρά.
Την ίδια στιγμή τα βρετανικά τεθωρακισμένα που είχαν σταθμεύσει κατά μήκος της Πανεπιστημίου κινήθηκαν και εμφανίστηκαν στο δρόμο οι άντρες της βρετανικής στρατιωτικής αστυνομίας. Οι διαδηλωτές τούς υποδέχτηκαν με ανακούφιση κι έτρεξαν στην Πλατεία Συντάγματος να τους αγκαλιάσουν και να τους φιλήσουν.
Ένας Βρετανός αξιωματικός φώναξε στο διευθυντή της αστυνομίας Άγγελο Έβερτ που στεκόταν στον εξώστη του αστυνομικού αρχηγείου.
“Σταματήστε αμέσως να πυροβολείτε”.
Ο Έβερτ απάντησε με αθωότητα “Ποιος πυροβολεί;” […]
Οι διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν ξανά. Αυτή τη φορά κρατούσαν μια πελώρια αμερικάνικη σημαία και κατέβαιναν αργά το δρόμο φωνάζοντας ρυθμικά: “Ρούζσβελτ, Ρούζσβελτ”. Δεν επιχείρησαν να επιτεθούν στον αστυνομικό σταθμό. Μετά από λίγο οι δρόμοι έμειναν έρημοι. Μερικοί άνδρες και γυναίκες άφηναν πρόχειρους ξύλινους σταυρούς στα σημεία που είχε χυθεί το αίμα των θυμάτων. Άλλες γυναίκες μάζευαν το αίμα σε χαρτοσακούλες και παλιές κονσέρβες. Την επόμενη μέρα στην κηδεία των 23 θυμάτων καταλάβαμε γιατί.
Η νεκρώσιμη ακολουθία έγινε στη Μητρόπολη κι ένα μεγάλο πλήθος προσευχόταν στη μικρή πλατεία. Από κει η νεκρική πομπή κατευθύνθηκε στο Σύνταγμα. Τα φέρετρα παρατάχθηκαν σε μια γραμμή, εκεί όπου τα θύματα των πυροβολισμών της Κυριακής είχαν πέσει. Όλοι γονάτισαν σε σιωπηλή προσευχή. Μερικοί κρατούσαν πανώ γραμμένα με το αίμα των θανόντων.
Ένα που βρισκόταν στην κορυφή της πομπής, έγραφε: “όταν ο λαός είναι αντιμέτωπος με τον κίνδυνο της τυραννίας πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στις αλυσίδες και τα όπλα”. Ήταν πιτσιλισμένο με αίμα. Στους δρόμους, χιλιάδες Αθηναίοι περίμεναν την πομπή να περάσει. […] Από τους λόφους κοντά στην Ακρόπολη και από την κατεύθυνση του Πειραιά ακούγονταν σποραδικοί πυροβολισμοί και ριπές αυτομάτων. Ο ΕΛΑΣ έλυνε τους λογαριασμούς του με τη νεοφασιστική φιλομοναρχική ομάδα Χ και είχε επιτεθεί στον αστυνομικό σταθμό του Πειραιά. Ο εμφύλιος πόλεμος είχε αρχίσει. […]
Ολόκληρη τη νύχτα της Δευτέρας και την ημέρα της Τρίτης ακούγαμε πυροβολισμούς και ριπές. Την Τετάρτη οι βρετανικές δυνάμεις ανέλαβαν δράση. Βρετανοί αλεξιπτωτιστές κατέλαβαν τα κεντρικά γραφεία του κομμουνιστικού κόμματος. Εκείνο το πρωί οι δρόμοι της Αθήνας ήταν έρημοι και ένα γκριζογάλανο πέπλο καπνού απλωνόταν σε όλη την πόλη. Οι εκρήξεις των οβίδων και των όλμων ενώνονταν με τους ήχους των ντουφεκιών και των αυτομάτων. Τα πυρά ήταν πυκνά.
Το μεγαλύτερο μέρος της πόλης βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο του ΕΛΑΣ. Το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετάνιας έγινε το κέντρο απ’ όπου ο στρατηγός Σκόμπι, διοικητής των βρετανικών δυνάμεων, διεύθυνε τις επιχειρήσεις. Πολλά μέλη της ελληνικής κυβέρνησης, μερικοί με τις οικογένειές τους, έμεναν στο ξενοδοχείο. Η “πρώτη γραμμή” ήταν λίγα τετράγωνα πιο κάτω, στην πλατεία Ομονοίας. Από την άλλη πλευρά της πόλης, η περιοχή που ελεγχόταν από τους Βρετανούς και τους δεξιούς Έλληνες τέλειωνε στην Ακρόπολη».
Πηγή: newsproject.gr