Απόψεις Κοινωνία

Ασκούμενοι δικηγόροι: Εκεί που η επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα δεν περίμενε τη δικαιολογία του κορονοϊού…

Γράφουν οι Στέφανος Λυκίδης και  Δημήτρης  Νταφόπουλος*

Με αφορμή τη συζήτηση για την ένταξη των δικηγόρων στο περιβόητο επίδομα των 800 ευρώ, ως αντιστάθμισμα στο δραματικό περιορισμό του κύκλου των εργασιών τους από την αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων και μετά, λίγα έχουν ειπωθεί για τα «παιδιά για όλες τις δουλειές», τους ασκούμενους και τις ασκούμενες συναδέλφους.

Πέρα από τη γενική παραδοχή ότι οι ασκούμενοι είμαστε αντικείμενα εκμετάλλευσης, λίγα είναι γνωστά για το καθεστώς της άσκησης, η οποία στην εποχή του κορονοϊού προσιδιάζει, χωρίς υπερβολές, στην αγριότητα μιας «εργασιακής ζούγκλας». Κι όλα αυτά σε συσκευασία ταγιέρ, γραβάτας και ψηλοτάκουνου…

«Παιδιά για όλες τις δουλειές», χωρίς καμία κατοχύρωση
Τι ακριβώς όμως είναι η άσκηση;

Ο πτυχιούχος της Νομικής, για να μπορέσει να εργαστεί κανονικά ως δικηγόρος, θα πρέπει να δώσει εξετάσεις για να πάρει την άδεια, αφού προηγηθεί ένα διάστημα 18 μηνών (κατ’ ελάχιστο), στο οποίο θα «εκπαιδευτεί» στη δουλειά του δικηγόρου. Η κυρίαρχη αφήγηση θέλει την άσκηση να μην αποτελεί μισθωτή (εξαρτημένη) εργασία, αλλά «μαθητεία». Η δικηγορική άσκηση αποτελεί σήμερα τη μοναδική μορφή «πρακτικής» η οποία τοποθετείται μετά τη λήψη του πτυχίου. Το βάρος της εποπτείας για το τι γνώσεις θα αποκομίσει ο ασκούμενος δεν ανήκει στο πανεπιστήμιο, αλλά στους δικηγορικούς συλλόγους. Ουσιαστικά, η πλειοψηφία των ασκούμενων δικηγόρων απομένουμε εκτεθειμένοι στην «ατομική διαπραγμάτευση» με τον εργοδότη μας.

Η συνέχεια είναι λίγο – πολύ αναμενόμενη… Το «αόρατο χέρι της αγοράς» οδηγεί τον ασκούμενο δικηγόρο στην καλύτερη περίπτωση να «βγάζει όλη τη λάντζα», να συντάσσει δικόγραφα, να τρέχει για εξωτερικές δουλειές, να βγάζει φωτοτυπίες, να σηκώνει τηλέφωνα και να κάνει «προσωπικές εκδουλεύσεις» στον ασκούντα δικηγόρο του, ο οποίος προτιμά έναν «φτηνό» ασκούμενο αντί για έναν γραμματέα με πλήρη εργασιακά δικαιώματα. Το ίδιο συμβαίνει και στις περιπτώσεις που οι ασκούμενοι απασχολούμαστε σε δημόσιους φορείς (Επιμελητήρια, Κτηματολογικά Γραφεία, Δικαστήρια κ.τ.λ.), όπου καταλήγουμε να ασκούμε καθήκοντα συχνά άσχετα με οποιαδήποτε έννοια δικηγορικής εργασίας.

Σύμφωνα με τον ισχύοντα Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), οι αποδοχές των ασκουμένων ρυθμίζονται από διάταξη τυπικού νόμου, στην οποία καμία κυβέρνηση δεν προχώρησε, ούτε η σημερινή της ΝΔ, ούτε αυτή του ΣΥΡΙΖΑ. Παράλληλα, όμως, ο ίδιος Κώδικας Δικηγόρων απαγορεύει στον ασκούμενο να ασκήσει οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα εργατικής, υπαλληλικής ή εμπορικής φύσης, με αποτέλεσμα το μόνο επιτρεπόμενο εισόδημά του να αφορά αυτή την ακατοχύρωτη αμοιβή. Οι σημερινές αμοιβές διαμορφώνονται στην πράξη σε 400 – 500 ευρώ στην Αθήνα, 100 – 200 ευρώ στη Θεσσαλονίκη και στην επαρχία, ενώ δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που δεν καταβάλλεται καμία αμοιβή (έχουν παρατηρηθεί ακόμη και αγγελίες δικηγόρων που ζητούν από τους ασκούμενους να τους πληρώσουν για να τους προσλάβουν!). Το τραγελαφικό είναι ότι, ενώ από τη μία οι ασκούμενοι δικηγόροι δεν έχουμε κατοχυρωμένη αμοιβή και συνεπώς η πληρωμή μας εναπόκειται στην καλή θέληση του εργοδότη, οι ασφαλιστικές μας εισφορές για τον κλάδο Υγείας υπολογίζονταν μέχρι πρότινος επί τη βάσει του κατώτατου μισθού.

Ωστόσο, η έλλειψη κατοχύρωσης αφορά και όλους τους άλλους όρους παροχής της εργασίας. Το σπαστό ωράριο, τα εξαντλητικά 10ωρα και 12ωρα, αλλά και η εργασία και τα Σαββατοκύριακα και στο γραφείο αλλά και στο σπίτι, η απουσία πρόβλεψης για Δώρα και άδειες αποτελούν μόνιμη κατάσταση για πολλούς συναδέλφους. Καμία προστασία δεν υπάρχει και έναντι των απολύσεων, ούτε επίσης οποιαδήποτε πρόνοια για αποζημίωση απόλυσης.

Εκμετάλλευση ντυμένη με απαράδεκτο ιδεολογικό μανδύα

Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: Γιατί οι ασκούμενοι δικηγόροι να αποτελέσουμε ιδιαίτερο αντικείμενο αναφοράς; Το ιδιαίτερο με τους ασκούμενους (και τραγικό ταυτόχρονα, αν αναλογιστεί κανείς τη συνάφεια της εργασίας μας με το χώρο της Δικαιοσύνης) είναι ότι επειδή δεν θεωρούμαστε εργαζόμενοι με κατοχυρωμένα δικαιώματα, το παραπάνω «ξεζούμισμά» μας δεν μπορεί να θεωρηθεί καταπάτηση δικαιωμάτων, καθώς δεν μπορεί να καταπατηθεί, κάτι που δεν υπάρχει (!), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα περιορισμένα όρια της συνδικαλιστικής διεκδίκησης και την τυχόν δικαστική διεκδίκηση δεδουλευμένων.

Τι συμβαίνει, δηλαδή, στην πράξη; Οι κυβερνήσεις συμπράττουν αντικειμενικά σε ένα μεγάλο «ρουσφέτι» με τα ισχυρότερα επιχειρηματικά συμφέροντα του κλάδου. Πάνω στο υπαρκτό κενό που αφήνει η διάσταση των προγραμμάτων σπουδών των νομικών σχολών με τη δικηγορική πρακτική, δημιουργείται ένα μεταβατικό στάδιο «μαθητείας», το οποίο δεν εντάσσεται στο πτυχίο, όπως συμβαίνει σε άλλες σχολές, ούτε όμως θεωρείται και εργασία, για να μπορεί να γίνει λόγος για κατώτατο μισθό, Ασφάλιση, Δώρα, άδειες, σωματειακή οργάνωση, συνδικαλιστικά δικαιώματα κ.λπ. Και όλα αυτά φυσικά με τον ιδεολογικό μανδύα τού «ο δικηγόρος είναι ελεύθερο επάγγελμα», «έτσι ξεκίνησα κι εγώ και είδες πού έφτασα» και άλλα τέτοια ωραία…

Μόνο τυχαία δεν μπορεί να θεωρηθεί η αλλεργική αντίδραση του προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, όταν πέρσι σε παράσταση διαμαρτυρίας της Επιτροπής Αγώνα Μισθωτών Δικηγόρων ξεδιάντροπα δήλωνε ότι οι ασκούμενοι δεν είμαστε εργαζόμενοι, αλλά μαθητές. Αυτή όμως είναι η αναγκαία συνέπεια της λειτουργίας ενός συνδικαλιστικού φορέα, ο οποίος υπερασπίζεται θεωρητικά ταυτόχρονα τα συμφέροντα των ασκουμένων και των de facto εργοδοτών μας. Είναι προφανές όμως ότι αυτά τα δύο έρχονται σε μια σχετική τουλάχιστον αντίθεση. Αφήνουμε έξω τις περιπτώσεις «μεγαλοδικηγόρων» που πετάνε στα κεφάλια των ασκουμένων τούς Κώδικες, τις καταγγελίες συναδελφισσών για σεξουαλική παρενόχληση κ.τ.λ… Η ίδια η δομή των Δικηγορικών Συλλόγων αποτελεί εμπόδιο για τις διεκδικήσεις των ασκουμένων.

Σημειωτέον ότι έχει ήδη ανοίξει η συζήτηση για αλλαγές στην άσκηση, στην κατεύθυνση – με φροντίδα των Δικηγορικών Συλλόγων και του προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών – υποχρεωτικών παρακολουθήσεων σε σεμινάρια, αυστηροποίησης των εξετάσεων για την άδεια και πιστοποίησης δικηγόρων, για ένα δεύτερο πτυχίο μετά το πτυχίο δηλαδή.

Όξυνση των προβλημάτων στο φόντο της πανδημίας

Και όλα αυτά στην προ κορονοϊού εποχή…

Ήδη, η μέχρι στιγμής εικόνα που έρχεται από το κλείσιμο των δικαστηρίων και μετά είναι αποκαρδιωτική. Πολλοί μαζικοί χώροι εργασίας δεν έχουν λάβει τα αναγκαία μέτρα προφύλαξης και ατομικής υγιεινής, ενώ η επιβαλλόμενη απουσία ασκουμένων (που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες ή έχουν συγγενείς σε ευπαθείς ομάδες) εναπόκειται στην καλή θέληση του αφεντικού. Στη φάση των περιορισμών μετακίνησης, υπήρχαν ακόμη και εργοδότες που αρνήθηκαν να υπογράψουν βεβαίωση μετακίνησης, με τη δικαιολογία ότι «δεν υπάρχει σχέση εξαρτημένης εργασίας μεταξύ μας», με αποτέλεσμα να μεταθέτουν την ευθύνη της μετακίνησης και του σχετικού προστίμου σε εμάς! Για όσα γραφεία δεν λειτουργούν κανονικά, οι «τυχεροί» είναι αυτοί που απασχολούμαστε με την ανέλεγκτη ως προς την τήρηση ωραρίων τηλεργασία, ενώ για το μεγαλύτερο κομμάτι των συναδέλφων ασκούμενων και μισθωτών στα δικηγορικά γραφεία, το κλείσιμο των γραφείων σήμανε την προσωρινή (;) απόσυρση. Η αναστολή καταβολής αμοιβής μέχρι νεωτέρας ανακοινώνεται με μια ισοδύναμη διατύπωση του… «τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται» ή αποσιωπάται, σαν… «φυσικό φαινόμενο»!

Ιδιαίτερο ζήτημα ανέκυψε με τα μέτρα οικονομικής ενίσχυσης των ασκουμένων. Το αρρύθμιστο πλαίσιο είχε ως συνέπεια η συντριπτική πλειοψηφία των ασκουμένων να μην εντάσσεται ούτε στα μέτρα οικονομικής στήριξης των μισθωτών ούτε των αυτοαπασχολουμένων. Οι ασκούμενοι δικηγόροι, ουσιαστικά απροστάτευτοι μισθωτοί δικηγόροι, κινδυνεύαμε να μείνουμε χωρίς καμία οικονομική στήριξη.

Μετά την αρχική εξαίρεση του συνόλου των δικηγόρων από τους δικαιούχους του «ιλιγγιώδους» επιδόματος των 800 ευρώ, ακολούθησε η «ντρίπλα» της κυβέρνησης με τα vouchers και την παροχή επιταγής για την «κατάρτιση» των δικηγόρων. Στο σημείο εκείνο οι εξαγγελίες του υπουργού για συμπερίληψη των ασκουμένων οδήγησε κάποιους να βιαστούν να πανηγυρίσουν για μια συνδικαλιστική νίκη των Ενώσεων Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων, ενώ υπήρξε και ανταγωνισμός για το ποιος θα καρπωθεί πολιτικά ως δική του κατάκτηση την ένταξη των ασκούμενων δικηγόρων στο πρόγραμμα κατάρτισης, σε σημείο να βλέπουμε ακόμη ακόμη και ανακοινώσεις «αυτοσυγχαρητηρίων»…

Οι ασκούμενοι δικηγόροι, όπως άλλωστε και πολλοί συνάδελφοί μας μισθωτοί δικηγόροι, μη έχοντας άλλη επιλογή, χωρίς κανένα προστατευτικό πλαίσιο για τα δικαιώματά μας, με μια συνδικαλιστική ηγεσία που με τα κυβερνητικά «κολλητιλίκια» της έχει διασύρει κυριολεκτικά τον κλάδο, συμμετείχαμε στο πρόγραμμα των vouchers, μπας και καλυφθούν, έστω διά της πλαγίας, κάποιες από τις ανάγκες μας. Αυτό δεν αναιρεί βέβαια το γεγονός ότι στις πλάτες της δικής μας αναγκαίας οικονομικής στήριξης επιχειρήθηκε, πριν τελικά την απόσυρσή του, να στηθεί ένας μηχανισμός «αεριτζίδικων» χρημάτων προς τα ΚΕΚ και λοιπούς μεσάζοντες, οι οποίοι θα έπαιρναν 470 ευρώ ανά επιμορφούμενο για υπηρεσίες επιπέδου «σκόιλ ελικικού», απαξιώνοντας τις επιστημονικές γνώσεις μας.

Όσο για τα πανηγύρια για την ένταξη των ασκουμένων στα vouchers, αυτά καλό θα ήταν να έχουν γίνει με κάποια φειδώ. Χαρακτηριστικές είναι οι καταγγελίες εργαζομένων σε δικηγορικές εταιρείες, ότι η εργοδοσία τούς πλήρωσε για τον Απρίλη 600 ευρώ λιγότερα, παρακρατώντας ουσιαστικά την ενίσχυση που έλαβαν, με την Επιτροπή Αγώνα Μισθωτών Δικηγόρων Αθήνας να οργανώνει σχετικές κινητοποιήσεις. Σημειωτέον ότι για όλο τον Απρίλη, οι εν λόγω συνάδελφοι εργάζονταν κανονικά και η εργοδοσία επέλεξε την «κουτοπόνηρη» τακτική να μην προειδοποιήσει κανέναν.

Στο πλαίσιο αυτό, ως Επιτροπή Αγώνα Μισθωτών και Αυτοαπασχολούμενων Δικηγόρων Θεσσαλονίκης προσπαθήσαμε να επιτείνουμε τον αγώνα των ασκούμενων δικηγόρων ενάντια σε αυτή την κατάσταση, με δεδομένες τις ιδιαίτερες συνθήκες που επέβαλε η κρίση του κορονοϊού. Πήραμε πρωτοβουλίες τόσο για τη λήψη προληπτικών μέτρων υγιεινής στους εργασιακούς χώρους, όσο και για την ανάδειξη καταγγελιών των ασκουμένων και την οργάνωση δικτύου κοινωνικής αλληλεγγύης. Τώρα και όχι αύριο πρέπει να προστατευτούν οι ασκούμενοι και όλοι οι δικηγόροι με μικρά και μεσαία εισοδήματα, τώρα και όχι αύριο πρέπει να ανοίξει η συζήτηση για τα δικαιώματα των ασκούμενων δικηγόρων, γιατί ο τρόπος που ζούμε τη ζωή μας τώρα και τα δικαιώματα που έχουμε, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό το πώς θα ζούμε αύριο!

*Στέφανος ΛΥΚΙΔΗΣ – Δημήτρης ΝΤΑΦΟΠΟΥΛΟΣ
Ασκούμενος δικηγόρος, μέλος της Επιτροπής Ασκουμένων της Ενωσης Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων Θεσσαλονίκης (ΕΑΝΔιΘ) – Δικηγόρος, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ενωσης Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων Θεσσαλονίκης (ΕΑΝΔιΘ)
banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας