Την καραντίνα μπορεί κάποιος να την προσεγγίσει με δύο τρόπους, ανάλογα με το αν βρίσκεται μέσα ή έξω απ’ αυτήν…
Κατά κανόνα – μέχρι τώρα – οι περισσότεροι ήμασταν έξω. Ή, για την ακρίβεια, αφήναμε έξω από τον κόσμο μας, όπως αυτός ήταν διαμορφωμένος στο μυαλό μας, κάθε έναν και κάθε τι που δεν χωρούσε. Πόσοι από εμάς σκεφτήκαμε για μια στιγμή έστω ανθρώπους αποκλεισμένους (για οποιονδήποτε λόγο) έξω από τον κόσμο μας; Ανθρώπους σε hotspot, σε φυλακές, σε άσυλα σωματικά και ψυχικά ανιάτων; Μήπως δεν ήταν ο κανόνας να αποστρέφουμε τη ματιά μας από τη μιζέρια, τη δυστυχία, την ανέχεια και τον πόνο των άλλων; Δεν είναι άραγε αυτή μια λογική καραντίνας που επιχειρεί να κρατήσει το «κακό» έξω και μακριά από εμάς;
Από εδώ και πέρα όμως έχουμε μια ευκαιρία να δούμε την καραντίνα και από μέσα. Είμαστε πια μέσα στην καραντίνα ή, για την ακρίβεια, είμαστε σε μια κατάσταση που μας επιτρέπει να συνειδητοποιήσουμε πόσο εύκολα από τη μια στιγμή στην άλλη ο κόσμος μας (αυτός που αντιλαμβάνεται το μυαλό μας) είναι δυνατόν να τεμαχιστεί, να περιχαρακωθεί και να τιναχτεί στον αέρα…
Είμαστε σε μια κατάσταση όπου στοιχειώδεις κοινωνικές ανάγκες και συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν την ύπαρξή μας αναστέλλονται, αμφισβητούνται, υπονομεύονται…
Βρισκόμαστε σε μια γενικευμένη κατάσταση κατά την οποία όλοι μας έχουμε την ευκαιρία να αισθανθούμε τι ακριβώς σημαίνουν οι αποκλεισμοί (οι καραντίνες) που μέχρι πρόσφατα οι ίδιοι δημιουργούσαμε, κρατώντας μακριά από εμάς όσους και ό,τι θεωρούσαμε πως απειλεί την ηρεμία, την ευημερία και το βόλεμα των υπάρξεών μας.
Μέσα στην καραντίνα, λοιπόν, είναι ίσως μια θέση πιο κατάλληλη για να δει κανείς τον εαυτό του σε σχέση με τους άλλους, να αντιληφθεί το σημαντικό, τους σημαντικούς και τα ασήμαντα. Να μάθει να ανέχεται το ανυπόφορο, τους ανυπόφορους και να συμβιβαστεί με τα «μαύρα φεγγάρια» και της δικής του ύπαρξης, η οποία ουδέποτε υπήρξε το κέντρο του κόσμου, όπως οι περισσότεροι πιστεύουμε…