“Ο δεύτερος του χορού είναι και κείνος πρώτος” γράφει η Τζωρζίνα Αθανασίου
Τζωρτζίνα Αθανασίου
Δόξα, τιμή και καμάρι, οι Χορεύουν πιασμένες σταθερά χέρι με χέρι, να ακούνε το νταούλι και να αφουγκράζονται τον πρώτο που θα σύρει τον χορό. Οι Μπούλες ξέρουν ποιος είναι, εσύ όμως το αγνοείς. Αρκείσαι στο να μετράς τα βήματα, και να παρακολουθείς κινήσεις. Οι μουσικοί στη μέση και οι Μπούλες γύρω. Νομίζεις πως δεν μπορούν, κοιτιούνται όμως στα μάτια και έτσι συνεννοούνται χρόνια τώρα. Εσύ μπερδεύεσαι. Μα ποιος να δίνει άραγε ρυθμό; Ο πρώτος ορίζει τον χτύπο του νταουλιού και τον αναστεναγμό του ζουρνά ή μην είναι η μουσική που υπαγορεύει τα βήματα; Βήματα γρήγορα μα και βαριά. Από τα δύσκολα, σαν της ζωής. Από αυτά πρέπει να ναι ακριβή, σταθερά και μέσα στον χρόνο. Το χέρι του πρώτου σαν του μαέστρου την μπαγκέτα υπαγορεύει τη μουσική και κινείται ρυθμικά υπογράφοντας νοερά την μέθεξη στην οποία όλοι είναι μάρτυρες
Ο πρώτος τραβά τα βλέμματα, τα πόδια του τρέχουν. Οι Μπούλες τον ακολουθούν με σοβαρότητα και προσήλωση στη μουσική. Δίπλα του, ο δεύτερος χορευτής, το ζευγάρι του! Το δικό του χέρι κρατά και σφίγγει. Από το δικό του χέρι κρατιέται στη γη, ενώ το άλλο δείχνει τον ουρανό. Είναι το χέρι στο οποίο στηρίζεται για τις περίτεχνες στροφές. Ο δεύτερος, που τείνει το δικό του περιμένοντας ακριβώς στο σημείο που θα φτάσει το χέρι του μπροστάρη για να κουμπώσει και να συνεχίσει ο χορός. Ο δεύτερος, που θέλει να προλάβει τις κινήσεις του πρώτου… πού θα πατήσει…. πού θα προσγειωθεί… πώς θα ισορροπήσει… πώς θα προλάβει το πάθος του ζουρνά και πώς θα κρατήσει τον φίλο του; Αυτός ο δεύτερος που καμαρώνει τον πρώτο, και κάνει ό,τι μπορεί για να τον αναδείξει ώστε κάθε του κίνηση να έχει το μεγαλύτερό της εύρος, και να φέρει την υπέρτατη αρχοντιά και λεβεντιά. Ο δεύτερος που επιλέγει συνειδητά την θέση του μόλις δει ποιος θα προπορευτεί. Ο δεύτερος που κάποια στιγμή θα είναι και εκείνος πρώτος και θα φυλάξουν και τα δικά του νώτα. Αυτοί οι δεύτεροι, που είναι και πρώτοι!
Αυτοί οι δεύτεροι! Αυτοί που χωρίς την φερεγγυότητά τους, την σταθερότητά τους, την εμπιστοσύνη και την παρουσία τους, κανένας πρώτος δεν θα φάνταζε τόσο όσο φαντάζει τώρα. Πώς να το κάνουμε, δεν θα υψωνόταν τόσο ψηλά όσο του ήτανε ταγμένο. Οι Μπούλες δένονται με δεσμά γερά που σφυρηλατούνται με τα χρόνια.
Γνωρίζονται και αφουγκράζονται. Πετούν, χτυπούν και πάλλονται για να διαστείλουν τη στιγμή, και να διαρκέσει ο ρυθμός. Εσύ τους βλέπεις και ανατριχιάζεις, ενώ αυτοί χορεύουν και ψηλώνουν.
Υ.Γ Το κείμενο αυτό γεννήθηκε καθώς παρακολουθούσα να χορεύουν. Πρώτος χόρευε ο γιος και δεύτερος ο πατέρας. Δεν φορούσαν θώρακα, μα θαρρώ πως άκουγα τον μεταλλικό του ήχο. Δυο μέρες μετά, ο γιος έγινε Μπούλα κι ψήλωσε πιότερο. Και του χρόνου!