Άγιον Όρος: “Από τα 2.033 μέτρα της κορυφής του Άθω στην Ι. Μ. Αγίου Διονυσίου” (Μέρος Β΄)
Περιγραφή: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Αθανάσιος Συργιάννης
( Συνέχεια του προηγούμενου [Μέρος Α΄] )
Βραδάκι της Παρασκευής, 09 Αυγούστου 2019, βρεθήκαμε στην κορυφή του Άθω, μετά από μία πολύωρη και πολύ απαιτητική ημερήσια ανάβαση, που ξεκίνησε από τον Αρσανά Αγ. Άννας. Σε όλη τη διαδρομή κάναμε τις απαραίτητες στάσεις μας: στο Κυριακό της Σκήτης Αγ. Άννας (υψ. 350 μ), στη θέση «Σταυρός» (υψ. 760 μ.) και στη θέση «Παναγία» (υψ. 1.500 μ.) πριν καταλήξαμε στο ψηλότερο σημείο του ορεινού όγκου της Αθωνικής χερσονήσου.
Στα 2.033 μέτρα υψόμετρο ήμασταν: εγώ με το φίλο μου τον Θανάση, ένας Ελβετός ορειβάτης, τον είχαμε συναντήσει ανηφορίζοντας, και 4 μοναχοί, που είχαν ανέβει στην κορυφή, πολύ νωρίτερα από εμάς, καβάλα στα μουλάρια.
Οι μοναχοί βρέθηκαν εκεί, προκειμένου να προετοιμάσουν τον χώρο για τη μεγάλη γιορτή της «Μεταμόρφωσης του Σωτήρος».
Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος, στις 18 Αυγούστου η περιοχή, από την «Παναγία» μέχρι και την κορυφή, θα «πλημμυρίσει» από εκατοντάδες και πλέον προσκυνητές, προερχόμενους από διάφορες περιοχές της Ελλάδος και του εξωτερικού, που θα μαζευτούν εδώ, στην Αλπική ζώνη, για να παρακολουθήσουν τη θεία λειτουργία και να συμμετάσχουν στη λιτανεία της εικόνας.
Μόλις σκοτείνιασε, μπήκαμε στα αντίσκηνά μας, για ύπνο, «συντροφιά» με τις όμορφες εικόνες: του σχηματισμού της «πυραμίδας», της σκιάς δηλαδή της κορυφής του Άθωνα, στην επιφάνεια της θάλασσας, καθώς και της δύσης του ήλιου, που είχαμε αντικρίσει από τα 2.033 μέτρα υψόμετρο και είχαν «αποτυπωθεί» σε μια γωνίτσα του μυαλού μας (φωτ. 1, 2, 3).
Ο Μορφέας δεν «άργησε» να μας «πάρει» στο…ταξίδι Του, μετά την κούραση της μέρας με τις πάμπολλες δραστηριότητες.
Μιας μέρας που ξεκίνησε με λιγότερες ώρες ύπνου και συνεχίστηκε με πολύωρα οδικά και θαλάσσια ταξίδια (από Βέροια προς Ουρανούπολη και από Ουρανούπολη προς Δάφνη), με 9ωρη (συνολικός χρόνος ) απαιτητική ανάβαση από τον Αρσανά της Αγ. Άννας μέχρι την κορυφή, με τα 15κιλα σακίδια στην πλάτη μας και με πορεία σε μια από τις πιο ζεστές μέρες του καλοκαιριού με τον ήλιο να καίει από πάνω μας, ειδικά στα κομμάτια εκείνα της διαδρομής που είχαν χαμηλή βλάστηση.
Το βραδυνό «ταξίδι» μας με τον…Μορφέα, στο φανταστικό κόσμο των ονείρων, είχε πάρα πολλές διακοπές. Ο ήχος από τα τινάγματα του πανιού των αντίσκηνών μας, στο πέρασμα των αέρηδων, αντί να μας «νανουρίζει» μάς ξυπνούσε ολοένα. Κι όμως, το ξύπνημά μας, εκεί ψηλά στα 2.033 μέτρα υψόμετρο, ήταν ευχάριστο.
Με το που ανοίξαμε τα μάτια μας, αισθανόμασταν ότι είχαμε χορτάσει τον ύπνο. Ξεκουραστήκαμε. Σηκωθήκαμε με πολύ καλή διάθεση και ήμασταν έτοιμοι για τη συνέχεια των δραστηριοτήτων της δεύτερης μέρας μας στον Αγιορείτικο τόπο (φωτ. 4).
Τα ρολόγια εκείνη τη στιγμή έδειχναν 05.30΄ π.μ. Ξεκινούσε μια καινούργια μέρα στο «Περιβόλι της Παναγίας».
Ήταν η 10η Αυγούστου, μέρα Σάββατο. Πριν αρχίσουμε να μαζεύουμε τα αντίσκηνά μας, ξεκινήσαμε το «κυνήγι» των στιγμών της ανατολής του ήλιου από την κορυφή του Άθω.
Το ίδιο κάνανε και κάποιοι αλλοδαποί νεαροί, που ανηφόρησαν με το σκοτάδι από την «Παναγία» για να φωτογραφίσουν όλο αυτό το όμορφο που θα αντίκριζαν τα μάτια τους. Τα «κλικ» των κλείστρων ήταν ασταμάτητα και οι ψηφιακές μας μηχανές είχαν «πάρει φωτιά».
Το κάθε δευτερόλεπτο με τη δική του ξεχωριστή ομορφιά, το κάθε λεπτό με το δικό του απερίγραπτο χρωματισμό στο βάθος του ορίζοντα.
Το σκηνικό, πέρα στο Αιγαίο, άλλαζε από τη μια στιγμή στην άλλη. Οι ακτίνες του ανατέλλοντα ήλιου ζωγράφιζαν στον ουρανό. Και όσο αυτός ανέβαινε ψηλά, τόσο χρωμάτιζε τα πάντα στην πορεία του.
Το κάθε τι έπαιρνε το σχήμα του και άρχιζε να ξεχωρίζει μέσα από το σκούρο πέπλο της νύχτας, που, από λεπτό σε λεπτό, παραχωρούσε τη θέση του στο φώς της μέρας (φωτ. 5, 6, 7, 8).
Έφτασε η στιγμή να «ξεκουράσουμε» τις φωτογραφικές και να αρχίσουμε το συμμάζεμα των πραγμάτων μας. Δεν καθυστερήσαμε, ο χρόνος για μας ήταν πολύτιμος. Μας περίμενε μια μεγάλη πορεία, μία προγραμματισμένη δραστηριότητα της 2ης μέρας στο Όρος, που περιελάμβανε: επιστροφή από την Κορυφή του Άθω στη Σκήτη της Αγ. Άννας και από εκεί θα συνεχίζαμε προς → τη Σκήτη Θεοτόκου (Νέα Σκήτη) → την Ι.Μ. Αγ. Παύλου και τέλος θα καταλήγαμε στην Ι.Μ. Αγίου Διονυσίο, όπου και θα διανυκτερεύαμε.
Η πορεία όλης της πιο πάνω διαδρομής θα γίνει σε κατηφορικό μονοπάτι με εναλλασσόμενες γεωμορφολογίες, σε ένα μικρό κομμάτι χωματόδρομου και θα ολοκληρωθεί στο πιο απαιτητικό και πολύ ανηφορικό βραχώδες μονοπάτι.
Ετοιμαστήκαμε.
Πήραμε το πρωϊνό μας. Το menu περιελάμβανε: το τελευταίο σάντουϊτς από την προηγούμενη μέρα, λίγα μπισκότα, 2-3 μπάρες δημητριακών, πολλά υγρά με διάλυμα σκόνης ηλεκτρολυτών, που τα είχαμε «βαπτίσει» σε…καφέ και γάλα.
Τελειώνοντας, ρίξαμε μια τελευταία ματιά στη γύρω θέα. Η Αθωνική χερσόνησος φαινόταν πλέον καθαρά. Μπορέσαμε να δούμε, από ψηλά, το ανάγλυφό της και να διακρίνουμε μέσα στο καταπράσινο ορεινό τοπίο της κάποιες Μονές, τις αμέτρητες διάσπαρτες καλύβες-κελιά μοναχών και την πρωτεύουσα της Αγιορείτικης πολιτείας.
Φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας. Μία αναμνηστική φωτογραφία με τα μουλάρια που μετέφεραν τους μοναχούς στην κορυφή και άλλη μία με τον συνοδοιπόρο μου, τον Θανάση, στη βάση του βράχου με το μεταλλικό σταυρό, σήμα κατατεθέν στο σημείο και ξεκινήσαμε. (φωτ. 9, 10, 11).
Περάσαμε το χαρακτηριστικό βράχινο στένωμα «εισόδου-εξόδου», που βρίσκεται λίγο πιο κάτω από την κορυφή, και πήραμε το πετρώδες κατηφορικό, αυτή τη φορά, μονοπάτι με τα πολλά «ζιγκ-ζάγκ». Παντού βράχια και όλο το τοπίο Αλπικό. Δένδρα και θάμνοι απουσίαζαν.
Προχωρούσαμε με πολύ προσοχή, για να αποφύγουμε τον ανεπιθύμητο τραυματισμό. Πίσω μας ορθωνόταν η πλαγιά, που κατηφορίζαμε, και μπροστά μας, χαμηλά, η «Παναγία», ένα τμήμα της «Ερήμου», η κορυφή του «Καρμύλιου Όρους» και ακόμη πιο χαμηλά το γαλάζιο του Αιγαίου.
Κοντεύοντας στην «Παναγία» άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και τα πρώτα κωνοφόρα. Φτάσαμε. Χρειαστήκαμε 50 λεπτά κατηφορικής πορείας, για να βρεθούμε στο πέτρινο κτίσμα με την εκκλησούλα και το πηγάδι στο εσωτερικό του.
Το μοναδικό δωμάτιο με κρεβάτια, στρατιωτικού τύπου, ήταν γεμάτο από αλλοδαπούς ιερείς και προσκυνητές. Ήταν ρώσοι απ’ ότι κατάλαβα, ακούγοντάς τους να συζητούν μεταξύ τους. Κάποιους άλλους προσκυνητές τους είδαμε να κοιμούνται, ακόμη, έξω, στο πετρόχτιστο και όμορφα διαμορφωμένο μπαλκονάκι, «χουχουλιασμένους» μέσα στους ζεστούς τους υπνόσακους.
Περάσαμε ανάμεσά τους και μπήκαμε στο εσωτερικό του κτίσματος για να γεμίσουμε τα παγούρια μας με δροσερό νερό, «ψαρεύοντάς» το με τον κουβά στον πυθμένα του πέτρινου πηγαδιού (φωτ. απο 12 έως και 20).
Στα 1.500 μέτρα υψόμετρο δεν καθυστερήσαμε καθόλου.Είχαμε πολύ δρόμο, ακόμη, μπροστά μας μέχρι να φτάσουμε στον τελικό μας προορισμό. Φορτωθήκαμε τα βαριά σακίδιά μας και ξεκινήσαμε. Το μονοπάτι κατηφορικό, τα περάσματα γνώριμα. Τα είχαμε περάσει την προηγούμενη μέρα. Οι εικόνες τοπίων γνωστές, αλλά με διαφορετική, αυτή τη φορά, γωνία φωτισμού. Τις είδαμε ανηφορίζοντας.
Η γεωμορφολογία του μονοπατιού εναλλασσόταν. Περπατούσαμε σε τμήματα πετρώδη και σε κομμάτια με σάρα. Περνούσαμε ανάμεσα από ογκόλιθους και πάνω από τις ακανόνιστες πέτρες διάφορων μεγεθών Δεν έλειψαν και τα μονοπάτια-αυλάκι. Είχαμε περάσματα μέσα από θάμνους και άλλα μέσα απο δάση, μέχρι να φτάσουμε στα 760 μέτρα (φωτ. από 21 έως και 26).
Σε κάποιο σημείο της διαδρομής συναντήσαμε τον Ελβετό ορειβάτη που διανυκτέρευσε μαζί μας στα 2.033 μέτρα υψόμετρο της κορυφής του Άθω. Κοντεύαμε στη θέση «Σταυρός». Το «μαρτυρούσε» ο γυμνός, από βλάστηση, γκριζωπός πέτρινος όγκος της κορυφής του «Καρμύλιου Όρους», που ολοένα ορθωνόταν μπροστά μας.
Χρειαστήκαμε μία ώρα και 10 λεπτά κατηφορικής πορείας για να φτάσουμε από την «Παναγία» στη θέση «Σταυρός». Να βρεθούμε, δηλαδή, στη διασταύρωση πολλών μονοπατιών με την μοναδική πηγή νερού στα 760 μέτρα υψόμετρο.
Απελευθερωθήκαμε από τα βαριά σακίδιά μας και καθίσαμε να ξαποστάσουμε. Μαζί μας ο Ελβετός και το χαδιάρικο κατάμαυρο γατουλίνι, που το είχαμε συναντήσει στο ίδιο σημείο και την προηγούμενη μέρα (φωτ. 27).
Φωτογραφίες. Γεμίσαμε τα παγούρια μας, ρίξαμε μια τελευταία ματιά, ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ήμασταν έτοιμοι για τη συνέχεια. Ο ορειβάτης από το εξωτερικό προτίμησε, μετά από δική μας πρόταση και αφού είχε αρκετό χρόνο στη διάθεσή του, να ακολουθήσει το μονοπάτι που οδηγούσε στη Σκήτη Αγ. Βασιλείου. Από εκεί θα συνέχιζε για τα «Καρούλια» → τη Μικρή Αγία Άννα → τη Σκήτη της Αγ. Άννας και να καταλήξει στον Αρσανά της προκειμένου να πάρει το καραβάκι για τη συνέχεια.
Ανταλλάξαμε τις διαδικτυακές μας διευθύνσεις και αφού αποχαιρετιστήκαμε, ξεκινήσαμε. Εγώ με τον συνοδοιπόρο μου, τον Θανάση, ακολουθήσαμε το κλασικό μονοπάτι, που οδηγούσε στη Σκήτη της Αγίας Άννας. Και στο κομμάτι αυτό της διαδρομής, τα περάσματα μάς ήταν γνώριμα και οι εικόνες τοπίων γνωστές, από την προηγούμενη μέρα που ανηφορίζαμε.
Και εδώ, το μονοπάτι με εναλλασσόμενη γεωμορφολογία και κάλυψη χλωρίδας, που διέφερε από κομμάτι σε κομμάτι της διαδρομής. Κατηφορίζοντας, περάσαμε δίπλα από τον χαρακτηριστικό ψηλό ξύλινο σταυρό. Άρχισε να φαίνεται ο Σιγγιτικός Κόλπος, στα αριστερά μας, και στο βάθος του γαλάζιου της θάλασσας το μεσαίο πόδι της Χαλκιδική, η σκουρόχρωμη λωρίδα της χερσονήσου της Σιθωνίας.
Προσπεράσαμε το δευτερεύον μονοπάτι, στα δεξιά μας αυτή τη φορά, που οδηγούσε σε αγίασμα. Το αγίασμα απείχε 150 μόλις μέτρα από το σημείο με τον σταυρό στο κορμό του δένδρου. Το είχαμε επισκεφτεί πολλά χρόνια πριν.
Περάσαμε δίπλα από το μικρό τσιμεντοπέτρινο κτίσμα με ξύλινους πάγκους και ένα πέτρινο πηγάδι στο εσωτερικό του, που δεν είχε νερό. Το μονοπάτι που κατηφορίζαμε είχε σε κάποια τμήματά του διάσπαρτες πέτρες, σε κάποια άλλα σάρα και κάποιες φορές συναντούσαμε ακανόνιστες κοτρώνες.
Είχε πολλά δύσκολα κομμάτια στο κατέβασμα και ήθελε γερά γόνατα στο πέρασμά του. Είναι ένα από τα πιο απαιτητικά μονοπάτια στο ανέβασμα, που απαιτεί αρκετό σωματικό κουράγιο και πολύ δύναμη στα πόδια.
Μετά από κάποια ώρα φτάσαμε στα τσιμεντένια σκαλοπάτια. Είχαμε, ήδη, βγει μέσα από το μεικτό δάσος.
Άρχισαν να διακρίνονται, χαμηλά, κάποιες καλύβες της Σκήτης Αγίας Άννας. Στη συνέχεια, περάσαμε την χαρακτηριστική σάρα με πέτρες και βράχους διάφορων μεγεθών. Συνεχίζοντας ξαναπατήσαμε σκαλοπάτια. Η πορεία μας «ζιγκ-ζαγκ» μέχρι την τσιμεντένια δεξαμενή νερού.
Κοντεύαμε στις πρώτες καλύβες της Σκήτης. Συναντήσαμε το καλντερίμι, που περπατώντας το σε κάποια σημεία του γινόταν χωμάτινο και στο μεγαλύτερο τμήμα του τσιμεντοστρωμένο μονοπάτι. Φτάναμε στο Κυριακό. Αριστερά και δεξιά μας καλύβες και κελλιά μοναχών.
Χρειαστήκαμε μία ώρα χαλαρής κατηφορικής πορείας για να φτάσουμε απο τη θέση «Σταυρός» στο Κυριακό της Αγίας Άννας ( υψ. 300 μ.) (φωτ. από 28 έως και 35).
Μπήκαμε στην αυλή του Κυριακού. Είχε πολλούς προσκυνητές που μας κοιτούσαν με απορία, έτσι όπως ήμασταν ιδρωμένοι και με τα βαριά σακίδια στην πλάτη. Μόλις μας είδε ο Αρχοντάρης μάς ρώτησε πώς τα πήγαμε, πως κοιμηθήκαμε στην κορυφή κι άν συναντήσαμε και άλλους στα 2.033 μέτρα υψόμετρο.
Ήξερε από την προηγούμενη, όταν ανηφορίζοντας περάσαμε από τη Σκήτη και κάναμε συζήτηση μαζί του, πριν μάς πάει στο Ναό για προσκύνημα. Του απαντήσαμε και πάνω στη συζήτηση λύθηκε η απορία και των άλλων επισκεπτών, που βρέθηκαν στο ίδιο τραπέζι με μας.
Ο Αρχοντάρης μάς πρόσφερε δροσερό νερό, λουκούμι και λίγο τσίπουρο (φωτ. 36, 37).
Ξεκουραστήκαμε, γεμίσαμε τα παγούρια μας με νερό. Βάλαμε στο στόμα μας λίγα μπισκότα με γέμιση σοκολάτας. Εκείνη την ώρα απαραίτητες ήταν και οι μπάρες δημητριακών. Ήπιαμε τα διαλύματα ηλεκτρολυτών, που είχαμε ετοιμάσει νωρίτερα και ήμασταν, πλέον, έτοιμοι για τη συνέχεια.
Φορτωθήκαμε τα βαριά σακίδιά μας και αφού χαιρετήσαμε τον Αρχοντάρη και τους επισκέπτες-προσκυνητές, φύγαμε. Βγήκαμε από την πύλη του Κυριακού της Αγίας Άννας και στρίψαμε αμέσως αριστερά, ακολουθώντας την ένδειξη της μπλέ μεταλλικής πινακιδούλας-βέλος: «← Νέα Σκήτη, Ι.Μ. Αγ. Παύλου».
Στα δεξιά μας, είχαμε το καμπαναριό και τα πέτρινα σκαλοπάτια που κατεβήκαμε λίγη ώρα νωρίτερα επιστρέφοντας από την κορυφή (φωτ. 38).
Η πορεία μας, αρχικά, πάνω σε τσιμεντοστρωμένο στενό δρόμο. Στη συνέχεια περπατήσαμε πάνω σε ένα λιθόστρωτο ανηφορικό δρόμο και συνεχίζοντας την πορεία μας ακολουθήσαμε ένα άλλο τσιμεντένιο δρομάκι-μονοπάτι.
Περάσαμε δίπλα από ένα μικρό ελικοδρόμιο και συνεχίσαμε ευθεία, προσπερνώντας τα δευτερεύοντα μονοπάτια, που τα συναντούσαμε στα δεξιά και στα αριστερά μας. Τα μονοπάτια αυτά οδηγούσαν προς τα διάφορα κελλιά και προς κάποιες καλύβες μοναχών.
Προσκυνήσαμε την εικόνα στο εικονοστάσι που συναντήσαμε, πριν ανηφορίσουμε τα σκαλοπάτια, που βλέπαμε μπροστά και δεξιά μας. Από το σημείο αυτό μπορούσαμε να δούμε τις καλύβες, τα κελλιά, το Κυριακό και τα διάφορα κτίσματα της Σκήτης της Αγίας Άννας. Φαίνονταν σαν να ήταν «γαντζωμένα» στην πλαγιά, που κατέληγε στη θάλασσα.
Φωτογραφίες και συνεχίσαμε.
Το μονοπάτι που ακολουθούσαμε κτιστό και με αμέτρητα σκαλοπάτια. Είναι καλά δουλεμένο και έχει πολύ καλή σήμανση. Η πορεία μας, και στο κομμάτι αυτό της διαδρομής, «ζιγκ-ζαγκ».
Σε κάποια από τις πολλές στροφές του, μπορέσαμε να δούμε τις καλύβες, τα κελλιά και το Κυριακό της Νέας Σκήτης (Θεοτόκου ) και να θαυμάσουμε, από ψηλά, όλο το σκηνικό που αντικρίζαμε κάτω από τα…πόδια μας (φωτ. από 39 έως και 45).
Είχαμε αφήσει πίσω μας τις τελευταίες καλύβες της Σκήτης Αγία Άννας και όσο προχωρούσαμε μπαίναμε μέσα σε ένα βραχώδες τοπίο με χαμηλή αραιή βλάστηση. Κυριαρχούσε το γκριζωπό των βράχων.
Στα δεξιά μας, όπως κατεβαίναμε, η πλαγιά του ορεινού όγκου, που κατέληγε στη θάλασσα και στα αριστερά μας, η θέα του γαλάζιου του Σιγγιτικού Κόλπου και πιο πέρα, στο βάθος, η σκουρόχρωμη λωρίδα του μεσαίου ποδιού της Χαλκιδικής.
Κοιτάζοντας χαμηλά, βλέπαμε τα καραβάκια που πηγαινοέρχονταν, κατά διαστήματα, μεταφέροντας προσκυνητές προς και από το «Περιβόλι της Παναγίας». Κάποια στιγμή φτάσαμε στην χαρακτηριστική πέτρινη καμάρα, που είχε σημάδια ανθρώπινης παρέμβασης.
Βρισκόμασταν στα σύνορα, τη νοητή γραμμή, που χώριζε την περιοχή διοικητικής διαχείρισης της Ι.Μ. Μεγίστης Λαύρας από εκείνη της Ι.Μ. Αγίου Παύλου (φωτ. 46, 47, 48).
Περάσαμε τα σύνορα χωρίς κανέναν…έλεγχο…και χωρίς να δώσουμε αναφορά σε κανέναν. Μπήκαμε στις περιοχές που ανήκανε διοικητικά στην Ι.Μ. Αγίου Παύλου. Συνεχίζαμε την κατηφορική πορεία μας.
«Θανάση, κάνε στην άκρη. Φάνηκε ο συρμός!!!(;;;)» φώναξα κάποια στιγμή στον συνοδοιπόρο μου, που με ακολουθούσε και με κοίταξε κάπως παράξενα.
Μπροστά μου, καμιά δεκαριά μουλάρια ανηφόριζαν το στενό μονοπάτι φορτωμένα με κορμούς δένδρων στα σαμάρια τους. Πήγαιναν το ένα πίσω από το άλλο, όπως το τρένο με τα βαγόνια του, και ο…«μηχανοδηγός»…καθισμένος σε ένα από αυτά τα παρακολουθούσε σε όλη τη διαδρομή τους.
Κάναμε, όσο μπορέσαμε, στην άκρη. Πέρασαν από δίπλα μας σιωπηλά, ομορφούλικα, αδιάφορα από την παρουσία μας και υπακούοντας μόνο στις προσταγές του «μηχανοδηγού».
Αυτό το μεταφορικό μέσον χρησιμοποιούσαν οι μοναχοί εδώ, στο Αγιορείτικο τόπο, προτού κάποια καλντερίμια και πολλά μονοπάτια, που συνέδεαν τις Μονές-τις Σκήτες-τις καλύβες-τα κελλιά μεταξύ τους, μετατραπούν σε χωματόδρομους (φωτ. 49, 50).
Συνεχίσαμε την κατηφορική πορεία μας. Κοντεύαμε στη Νέα Σκήτη. Οι πρώτες καλύβες κάνανε την εμφάνισή τους. Προχωρούσαμε ανάμεσα στα κελιά και τις καλύβες των μοναχών. Απόλυτη ησυχία, η μυστηριώδης σιωπή του Αγιορείτικου τόπου.
Χρειαστήκαμε μία ώρα χαλαρής πορείας, με στάσεις, για να φτάσουμε από τη Σκήτη της Αγίας Άννας στη διασταύρωση μονοπατιών που συναντήσαμε στη Νέα Σκήτη (Θεοτόκου).
Το χωμάτινο, στα δεξιά μας όπως κατηφορίζαμε, οδηγούσε στην Ι.Μ. Αγ. Παύλου και το άλλο, στα αριστερά μας, που στη συνέχειά του γινόταν τσιμεντοστρωμένο με σκαλοπάτια, οδηγούσε στο Κυριακό της Νέας Σκήτης.
Σταματήσαμε στο σημείο για να το εντοπίσει ο Θανάσης στο GPS του. Αφού το «κατέγραψε» στο ορειβατικό του πλοηγό και ολοκλήρωσε όλη τη διαδικασία, συνεχίσαμε. Αφήσαμε το κύριο μονοπάτι και ακολουθήσαμε εκείνο, το στενό χωμάτινο, στα δεξιά μας (φωτ. 51, 52, 53).
Η πορεία μας με περάσματα μέσα από τα φυτικά τούνελ, υπό σκιάν.Κάποια στιγμή βγήκαμε από τα σκιερά σημεία της διαδρομής και βρεθήκαμε σε ένα τοπίο με χαμηλή βλάστηση. Η μέρα ηλιόλουστη και ο ήλιο να καίει από πάνω μας αλύπητα. Ήταν μία από τις ζεστότερες μέρες της εποχής.
Προχωρούσαμε. Τα μπλουζάκια μας μούσκεμα από ιδρώτα και ο οργανισμός «ζητούσε» επιτακτικά την αναπλήρωση. Η κίνηση των παγουριών προς το στόμα συχνή. Έπρεπε, όμως, να συνεχίσουμε για να φτάσουμε έγκαιρα στον προορισμό μας και να μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε τον Εσπερινό.
Το μονοπάτι παράλληλο προς την ακτή και με χαμηλή βλάστηση, μάς προσέφερε υπέροχη θέα προς τη δυτική πλευρά της Αθωνικής χερσονήσου. Μια θέα που θα μπορούσε να τη χαρεί κανείς καλύτερα καθισμένος στο παγκάκι, κοντά στο εικονοστάσι με λευκό και γαλάζιο χρωματισμό, που προσπεράσαμε στα δεξιά μας (φωτ. 54).
Στη διαδρομή μας, συναντήσαμε ομάδες-ομάδες προσκυνητών που, μαζί με ιερείς και κάποιους μοναχούς, ανηφόριζαν για τη Νέα Σκήτη. Ρωτώντας, μάθαμε ότι έρχονταν από την Ι.Μ. Αγίου Παύλου, που πανηγύριζε αυτές τις μέρες.
Περάσαμε δίπλα από μαύρα μεταλλικά κιγκλιδώματα, στα αριστερά μας και συνεχίσαμε. Από κάποιο σημείο του μονοπατιού, είδαμε το διαμορφωμένο κομμάτι της παραλίας της Ι.Μ. Αγίου Παύλου.
Το αμμώδες τμήμα της παραλίας, χρόνο με το χρόνο, διαμορφώνεται και με την προσθήκη χωμάτων «μεταμορφώνεται» σε ένα καταπράσινο κήπο με μπαχτσέδες και οπωροφόρες καλλιέργειες.
Κοιτάζοντας αριστερότερα, βλέπαμε τα καραβάκια να πηγαινοέρχονται σχηματίζοντας, στο πέρασμά τους, λευκά «μονοπάτια» πάνω στην ήρεμη γαλάζια επιφάνεια της θάλασσας (φωτ. 55) .
Κάποια στιγμή, φτάσαμε στη μαύρη καγκελόπορτα με τον σταυρό στη μέση του. Την περάσαμε και συνεχίσαμε στο τσιμεντοστρωμένο κατηφορικό δρόμο. Μπροστά μας η Ι.Μ. Αγίου Παύλου, που είναι κτισμένη στα 140 μέτρα υψόμετρο από τη θάλασσα. Και πίσω της, βλέπαμε να ορθώνεται ο επιβλητικός ορεινός όγκος του Άθωνα.
Το Μοναστήρι, όσο προχωρούσαμε, άρχιζε σιγά-σιγά να «ξεδιπλώνει» και να μας «δείχνει» όλη την κατασκευαστική του ομορφιά. Όλο το σκηνικό μία μαγεία και στο αντίκρισμά του ο θαυμασμός (φωτ. 56, 57, 58).
Ο τσιμεντένιος δρόμος που κατηφορίσαμε κατέληξε σε χωματόδρομο. Εάν τον ακολουθούσαμε στα δεξιά του, θα μας οδηγούσε στο Μοναστήρι. Εμείς συνεχίσαμε στα αριστερά του χωματόδρομου, που τερμάτιζε στον Αρσανά της Μονής.
Η διαδρομή χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Απουσίαζαν όλες εκείνες οι όμορφες εικόνες που αντικρίζαμε περπατώντας στο μονοπάτι. Ο ήλιο από πάνω μας να καίει, τα ορειβατικά μας άρβυλα να σκονίζονται και εμείς να ιδρώνουμε. Έπρεπε όμως να προχωρήσουμε και να περάσουμε αυτό το άχαρο κομμάτι.
Φτάνοντας στη διασταύρωση δρόμων, κοντά στον Αρσανά της Μονής, ακολουθήσαμε εκείνον, στα δεξιά μας, που ήταν παράλληλος με την ακτή. Διασχίσαμε τη κοίτη ενός ρέματος, που δεν είχε νερό, περνώντας πάνω από το γεφυράκι με τα ξύλινα παραπέτα. Έτσι, για να βγάλουμε καμιά φωτογραφία.
Συνεχίσαμε ευθεία, στο μικρό κομμάτι του τσιμεντένιου δρόμου, που τερμάτιζε κοντά στην είσοδο του μονοπατιού του προορισμού μας. Προσπεράσαμε τον πρόσφατα ανακαινισμένο πύργο, στα δεξιά μας, καθώς και τους κήπους με τις καλλιέργειες κηπευτικών της Μονής και φτάσαμε στο μονοπάτι που οδηγούσε στην Ι.Μ. Αγίου Διονυσίου.
Χρειαστήκαμε 50 λεπτά πορείας για να φτάσουμε από τη Νέα Σκήτη στην είσοδο του μονοπατιού ( φωτ. 59, 60, 61).
Στα αριστερά μας η θάλασσα, που στη θέα της μας «καλούσε» κοντά της να δροσιστούμε.
«Τέτοιος πειρασμός, μετά την πολύωρη πορεία μας, από τα 2.033 μέτρα υψόμετρο μέχρι το «μηδέν» του σημείου και μάλιστα σε μία τόσο ζεστή μέρα ;;!!!». Δεν ήθελε δεύτερη σκέψη.
Απαλλάξαμε τις πλάτες μας από τα βαριά σακίδια, βγάλαμε τα ορειβατικά άρβυλα, ελευθερώσαμε τα πόδια από τις κάλτσες, σηκώσαμε τα μπατζάκια και «βούρ» για τη θάλασσα να δροσίσουμε, επιτέλους, τα πόδια μας.
Επιφωνήματα ανακούφισης και βαθιές εισπνοές για να γεμίσουν οι πνεύμονές μας με το ιώδιο της θάλασσας (φωτ. 62).
Η ξεκούρασή μας 45πεντάλεπτη. Ήταν, όμως, αρκετή να δροσίσουμε τα πόδια μας και να «γεμίσουμε» τις…μπαταρίες… μας για το πιο απαιτητικό κομμάτι της διαδρομής. Ήπιαμε πολλά νερά και διαλύματα των απαραίτητων ηλεκτρολυτών. Απαραίτητες και οι μπάρες δημητριακών για ενέργεια.
Ετοιμαστήκαμε, ξαναφορτωθήκαμε τα βαριά σακίδιά μας και με το επιφώνημα: «καλό κουράγιο!!!», ξεκινήσαμε. Το μονοπάτι από τα πιο απαιτητικά, με απότομη μεγάλου μήκους κλίση. Τα βράχια και οι ογκόλιθοι, στο μεγαλύτερο κομμάτι της διαδρομής του, μας δυσκόλευαν στο πέρασμά τους.
Σε κάποια σημεία αναγκαστήκαμε να χρησιμοποιήσουμε και τα χέρια για να μπορέσουμε να τα περάσουμε. Το ανηφορίζαμε και το πρόσωπό μας απείχε ελάχιστα, μόλις, εκατοστά από τα σκουρόχρωμα βράχια, που έκαιγαν «κτυπημένα» από τις ακτίνες του καυτού ήλιου. Αισθανόμασταν τη ζεστασιά τους και αυτό μας δυσκόλευε στην αναπνοή.
Από πάνω ο ήλιος, από κάτω η κάψα της πέτρας και εμείς να προσπαθούμε με όλες τις δυνάμεις μας να προχωρήσουμε..
Δύσκολα λεπτά, που ευχόμασταν να κυλήσουν γρήγορα και να μπορέσουμε να αναπνεύσουμε. Στιγμές, που άλλο είναι να τις περιγράφει κανείς με λόγια και άλλο να τις βιώνει στην πραγματικότητα (φωτ. από 63 έως και 67).
Περάσαμε από το σημείο με τον σταυρό, στα αριστερά μας. Πλησιάζαμε. Επιτέλους, από κάποιο σημείο φάνηκε το Μοναστήρι. «Ούφ!!!» το επιφώνημα που ακούστηκε από τα χείλη μας.Προχωρούσαμε με άλλη, πλέον, διάθεση.
Κοντεύαμε (φωτ. 68, 69).
Πατήσαμε σε πλακόστρωτο καλντερίμι και το ακολουθήσαμε.Η πορεία μας ανηφορική και «ζιγκ-ζάγκ». Περάσαμε δίπλα από το οστεοφυλάκιο και πλησιάζαμε στην κεντρική πύλη της Μονής.
Χρειαστήκαμε 45 λεπτά πορείας για να «τελειώσει» το μαρτύριο της πιο απαιτητικής ανάβασης και να βρεθούμε από την είσοδο του μονοπατιού στην είσοδο της Ι.Μ. Αγίου Διονυσίου (φωτ. 70, 71).
Κατευθυνθήκαμε προς το Αρχονταρίκι. Εκεί μας υποδέχτηκε ο π. Γεώργιος.Μας πρόσφεραν δροσερό νερό, λουκούμια και τσιπουράκι. Πριν μας υποδείξει το δωμάτιό μας, συμπληρώσαμε το βιβλίο επισκεπτών. Τακτοποιηθήκαμε και περιμέναμε την ώρα του Εσπερινού. Στις 16.30΄ πήγαμε να παρακολουθήσουμε τον Εσπερινό, που άρχιζε εκείνη ακριβώς την ώρα.
Τελειώνοντας πήγαμε όλοι μαζί στη τράπεζα. Το menu είχε: κριθαράκι σούπα, ψωμί, ελιές, νεκταρίνια. Μετά τη τράπεζα πήγαμε στο Ναό για προσκύνημα των Αγίων λειψάνων. Στις 18.20΄ ήμασταν ελεύθεροι μέχρι να κλείσει η κεντρική πύλη της Μονής.
Είχαμε χρόνο να περιηγηθούμε στη Μονή, να συζητήσουμε με προσκυνητές και να βγάλουμε κάποιες φωτογραφίες.
Φωτογραφίσαμε το ρέμα «Αεροποτάμου», που θα το ανηφορίζαμε την επόμενη μέρα μέχρι τον Αντιάθωνα και «αιχμαλωτίσαμε» στις μνήμες των ψηφιακών μας τη δύση του ήλιου (φωτ. από 72 μέχρι και 76).
Για ύπνο πήγαμε νωρίς, μετά από μια κουραστική μέρα. Την επόμενη μέρα έπρεπε να ξυπνήσουμε στις 02.00΄ τα ξημερώματα, για να μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε τη Θεία λειτουργία, που ξεκινούσε στις 02.30΄ π.μ.
Αμέσως μετά τη θεία λειτουργία θα είχαμε μια δύσκολη μέρα με μια πολύωρη πορεία σε άγνωστα, για μας, κομμάτια του Αγιορείτικου τοπίου.
Το πρόγραμμά μας της επόμενης μέρας, της 3ης, στο «Περιβόλι της Παναγίας» περιελάμβανε:
Ξεκίνημα από την Ι.Μ Αγ. Διονυσίου → ρέμα «Αεροπόταμος» → αυχένας μεταξύ Αντιάθωνα και Άθωνα (υψ. 950μ.) → Ι. Κελί «Αγ. Αρτεμίου» (Προβάτα) που βρίσκεται στην περιοχή της Ι. Μ. Καρακάλου. Εκεί είχαμε προγραμματίσει να διανυκτερεύσουμε. Όλη η πορεία μας θα γίνεται σε ρέμα, σε μονοπάτια και σε δασικούς δρόμους.
Στο σημείο αυτό είχε φτάσει στο τέλος της και η 2η μέρα μας στο «περιβόλι της Παναγίας».
Απολογισμός δραστηριοτήτων 2ης μέρας.
Διαδρομή: Κορυφή του Άθωνα → επιστροφή στη Σκήτη Αγ. Άννας → Σκήτη Θεοτόκου (Νέα Σκήτη) → Ι.Μ. Αγ. Παύλου → Ι.Μ. Αγίου Διονυσίου. [Η πορεία έγινε σε μονοπάτια και σε ένα μικρό κομμάτι χωματόδρομου].
Συνολική κάθοδος (αρνητικό υψόμετρο): 2.112 μέτρα (ένδειξη GPS)
Διάρκεια πορείας: 7 ώρες και 10 λεπτά (συνολικός χρόνος με στάσεις, ένδειξη GPS).
Απόσταση: 14,9 χλμ. (ένδειξη GPS)
Η πορεία μας «αποτυπώθηκε» στον χάρτη ως εξής (φωτ 77):
( Συνέχεια στο Γ΄ μέρος )