Απόψεις

“Ανεκαλύφθησαν αρχαιότητες εις τον Όλυμπον ή πρόκειται περί ματσαράγκας” γράφει ο Σωτήρης Μασταγκάς

Η σπείρα των απατεώνων – Διαδόσεις και γεγονό­τα – Το παραμύθι των Δώδεκα Θεών – Γελούσαν τους αφε­λείς και τους μαδούσαν – Εκστρατεία εις τον Όλυ­μπον – Πώς δεν ανευρέθησαν τα αγάλματα των Ολυ­μπίων

Σωτήρης Μασταγκάς

Την κοινότητα του δροσοστολούστου και μπουζά­του Λιτοχώρου και τους εν αυτή παραθερίζοντας συ­γκινεί από καιρού η διάδοσις ότι σπουδαία αρχαιο­λο­γικά  αντικείμενα ανεκαλύφθησαν εις τον υπερκεί­με­νον Όλυμπον. Κατά τας τελευταίας ταύτας ημέρας ανε­κα­λύφθη σπείρα απατεώνων η οποία εξεμεταλλεύετο κα­τά τρόπον θρασύτατον τους … Δώδεκα Θεούς της αρχ­αιό­τητος.

Η σπείρα αποτελουμένη από τους αυτοκαλουμέ­νους οπλαρχηγούς Σωτήριον Φρέντζον, φέροντα πατρι­αρ­χικήν γενειάδα, και τον Κωνσταντίνον Καραντάναν, εσο­­φίσθη το εξής τέχνασμα δια να εξαπατά τους απλο­ϊ­κούς, θί­γουσα την ευαίσθητον χορδήν της ανθρω­πί­­νης φιλο­χρη­ματίας: Οι δύο καπεταναίοι έλεγον ότι, πλη­­ροφο­ρη­θέντες προ ετών από τους ληστάς, οι οποίοι ηχμα­λώ­τι­σαν τον Γερμανόν αρχαιολόγον Edwart Richter, ότι εις μίαν χαράδραν του Ολύμπου και εις μέγα βάθος υπάρ­χει ο ναός του Ολυμπίου Διός, προέβησαν εις μακράς και κοπιώδεις ερεύνας και κατώρθωσαν ν’ ανακα­λύ­ψουν την χαράδραν ταύτην και τας εν αυτή αρχαιό­τη­τας. Εις άλλους αφελείς οι δύο παλαιοί οπλαρχηγοί διέ­διδον ότι κατά τους ευκλεείς χρόνους, κατά τους οποί­ους ήσαν εις το κλαρί και διωκόμενοι από τα τουρ­κικά στρατεύματα κατέφυγον εις τον Όλυμπον, ανε­κάλυψαν εκεί εις έν σπήλαιον, όπου τυχαίως ελημέ­ριασαν, κάτω από την υψηλοτέραν κορυφήν του όρους, τα αγάλματα των Δώδεκα Θεών, κατασκευασμένα εις φυ­σικόν μέ­γε­θος από χρυσόν, άργυρον και ελεφαντόδοντα.

Τα αγάλματα ταύτα ήσαν ανεκτιμήτου αξίας και εάν τα απεικόμιζον εκείθεν και τα επώλουν, θα εκέρ­δι­ζον τα εκατομμύρια του Ζωραμύ.

Η διάδοσις αύτη έφθασε και μέχρις Αικατερίνης, ο δε βουλευτής της περιφερείας Πιερίας κ. Γεώργιος Πα­πα­παράσχος έσπευσεν αμέσως εις το Λιτόχωρον και πα­ραλαβών τρεις Λιτοχωρινούς γνωρίζοντας τα μονο­πά­τια και τας διαβάσεις του Ολύμπου, ανήλθεν εις αυτά και ηρεύνησεν επί 24 ώρας, χωρίς ουδέν ν’ ανα­κα­λύψη. Ο κ. Παπαπαράσχος δικαιολογών την εκδρο­μήν του ταύτην εδήλωσεν ότι εξήλθε διά να κυνηγήση.

Επειδή διά την επιχείρησιν εχρειάζετο εν πρώτοις άδεια του Κράτους, το οποίον ώφειλε να την χορηγήση λαμ­βάνον 50% επί της αξίας των ευρημάτων, και επει­δή η άδεια απήτει αρκετά έξοδα (μετάβασις εις Αθή­νας, σύνταξις συμβολαίου κλπ), όπως επίσης απήτει πε­ρισ­σότερα ακόμη έξοδα η ανέλκυσις και η μεταφορά των αγαλμάτων τούτων από το βάθος του σπηλαίου, οι δε καπεταναίοι ήσαν πτωχοί, εχρειάζετο ένας χρημα­το­δότης, ο οποίος φυσικώ τω λόγω θα μετείχε των κερ­δών. Και οι δύο τέως οπλαρχηγοί από ενός και πλέον έτους τώρα δεν έκαμναν άλλο τίποτε παρά να ευρί­σκουν χρηματοδότας, να τους παίρνουν όσον το δυνα­τόν περισσότερα χρήματα και … να το σκάζουν.

Παρουσιασθέντες εις διάφορα άτομα ευκατάστατα, τα έπειθαν ότι γνωρίζουν επί του Ολύμπου σπήλαιον εντός του οποίου ευρίσκονται τα αγάλματα των Δώ­δεκα Θεών ανυπολογίστου αξίας, προς ανεύρεσιν όμως των οποίων χρειάζεται η καταβολή μικρών κεφαλαίων. Ούτω εκμεταλλευόμενοι την ευπιστίαν πολλών εξ αυ­τών, απέσπων χρηματικά ποσά ανερχόμενα εις αρ­κε­τάς χιλιάδας δραχμών, αίτινες διετέθησαν εις ανα­σκα­φάς, ουχί όμως … επί του Ολύμπου.

Οι δύο απατεώνες καπεταναίοι αφίκοντο και εις το Λι­τό­χωρον, διά να εύρουν συνεταίρον ο οποίος να κα­τα­βάλη τα χρήματα, τα οποία απαιτούνται διά να συ­νε­χισθούν αι έρευναι και να εξαχθούν εκ του βάθους της χαράδρας τα αρχαία ευρήματα. Ούτοι απετάθησαν εις διαφόρους Λιτοχωριανούς, ζητούντες από άλλον πέ­ντε και άλλον δέκα χιλιάδας δραχμών διά να τον προ­σλά­βουν ως συνεταίρον και να του δώσουν κέρδη εκα­τομ­μυρίων. Διηγούνταν δε τερατώδη πράγματα, ότι δη­λαδή εντός της χαράδρας και εις μέγα βάθος υπάρχει μία απέραντος μαρμαρίνη αίθουσα, εντός της οποίας υπάρ­χουν τα αγάλματα των Δώδεκα Θεών καθημένων, εις το μέσον δε υπάρχει ο Παν όρθιος. Φαίνεται ότι ο ζη­τούμενος συνεταίρος ευρέθη και εις το Λιτόχωρον διό­τι, κατά τας αυτάς πληροφορίας, οι δύο οπλαρχηγοί εθεά­θησαν εις την κώμην αγοράζοντες σχοινιά, μακα­ρά­δες, γρύλλους, ηλεκτρικούς φανούς, σκαπάνας, πτυ­ά­ρια και άλλα είδη χρήσιμα δι’ ανασκαφάς και ανελ­κύσεις βαρέων αντικειμένων.

Θύματα του παραμυθιού αυτού υπήρξαν δεκάδες πο­λι­τών, μεταξύ των οποίων είναι και επιστήμονες, αξι­ω­ματικοί, δημόσιοι υπάλληλοι και εν γένει άνθρω­ποι διανοούμενοι, παρά των οποίων οι απατεώνες έλα­βον από άλλον 15 και από άλλον 25 χιλιάδας δραχμών.

Οι δύο απατεώνες πρώην οπλαρχηγοί άφηναν το ένα θύμα και έπιαναν το άλλο, συνεχίζοντες το παρα­μύ­θι των χρυσών αγαλμάτων των θεών του Ολύμπου που ήξιζαν δισεκατομμύρια. Είχον και φωτογραφίας αρ­χαίων αγαλμάτων, τας οποίας επεδείκνυον ως δήθεν εικό­νας του θησαυρού που ανεκάλυψαν, περιέγραφαν δε με την γλώσσα της λαϊκής υπερβολής τα ευρήματά των. Ήταν – που λέτε – δώδεκα αγάλματα γύρω γύρω σαν να συνεδριάζουν και στην άκρη παραπέρα ένα άγαλ­μα με τραγίσια πόδια (ήθελαν να παραστήσουν τον Πάνα). Όλα ήσαν χρυσά και ασημένια και κοκκα­λέ­νια (ήθελαν να παραστήσουν τον ελεφαντόδοντα). Και μόλις έμπαινε κανένας στη σπηλιά εθαμβώνετο και τον ήρχετο ζάλη!!!

Αυτά διηγούντο οι δύο παραμυθάδες και αυτά ήκου­σαν τα θύματά των. Αλλ’ ας αναφέρωμεν τα πα­θή­ματα μερικών εκ των θυμάτων.

Πρώτος χρηματοδότης, όστις επείσθη ότι κάτι το αλη­­θινόν θα υπάρχη εις την ιστορίαν αυτήν, ήτο ο Θεο­φά­νης Ρόσσης, μηχανικός της Δημαρχίας Θεσσαλονίκης εις τους υπονόμους. Ο Ρόσσης συνηντήθη με τους Φρέ­ν­τζον και Καραντάναν και κατέβαλε το ποσόν των 25 χι­λι­ά­δων δραχμών. Συνετάχθη επίσημον συμβόλαιον διά του οποίου κατηρτίζετο εταιρεία, κατά τους όρους της οποίας εκ των κερδών τα 50% θα εδίδοντο εις το Κρά­τος, τα 10% εις τον Ρόσσην και τα υπόλοιπα 40% θα διε­νέ­μοντο οι άλλοι συνεταίροι. Οι απατεώνες Φρέντζος και Καρα­ντάνας ενθυλακώσαντες τας 25 χιλιάδας εξηφανί­σθη­σαν, μεταβάντες δήθεν εις το Λιτόχωρον διά τας προ­καταρκτικάς εργασίας, εν τω μεταξύ δε δι’ απε­σταλ­­μένων των και δι’ επιστολών των επληροφόρουν τον Ρόσσην ότι η δουλειά εις τον Όλυμπον πηγαίνει κα­­λά και εζήτουν διάφορα χρηματικά ποσά. Ούτω δι­έρ­ρευ­σαν τέσσαρες μήνες χωρίς ο χρηματοδότης να ίδη τί­ποτε το συγκεκριμμένον. Τότε ο Ρόσσης διά να βε­βαιω­θή αν πρόκειται περί απάτης ή περί αληθούς υπο­θέ­σεως, απεφάσισε να στείλη επί τόπου ανθρώπους της εμπι­στοσύνης του. Ούτοι μεταβάντες εις το Λιτόχ­ωρον και ταλαιπωρηθέντες επί ημέρας, φθάσαντες δε εις το σπή­λαιον του Ολύμπου όπου δήθεν υπήρχον τα αγάλ­ματα, διεπίστωσαν ότι πρόκειται περί παραμυθιού. Ο Ρόσσης πεισθείς ότι έχει να κάμη με απατεώνας, απε­χώρησεν της εταιρείας, εντραπείς να καταγγείλη εις τας αρχάς το πάθημά του.

Δεύτερον θύμα ο Γεώργιος Καρανταής, καφεπώλης επί της Λεωφόρου Νίκης εις Θεσσαλονίκην, όστις έσπευ­σεν να επωφεληθή της ευκαιρίας και μετάσχη της εται­ρείας των δύο οπλαρχηγών, που θα τον έκαμνεν εκα­τομμυριούχον. Πρέπει να προστεθή ότι ο Καρα­νταής ηναγκάσθη να πωλήση το κατάστημά του διά να τρέ­χη επί εβδομάδας εις τον Όλυμπον και να εξοδεύη συ­νεχώς διά τα ναύλα και τα φαγοπότια των καπε­τα­ναίων. Ας αφήσωμεν τον ίδιον να διηγηθή το πάθημά του: «Είχα πράγματι ετοιμάση τα χρήματα τα οποία υπε­σχέθην και απεφασίσθη ν’ αναχωρήσωμεν και οι τρεις, ήτοι εγώ και οι δύο οπλαρχηγοί. Και ανεχωρή­σαμεν την επομένην διά το Λιτόχωρον. Εκείθεν επή­γα­μεν εις ένα μοναστήρι και απ’ εκεί εξεκινήσαμεν διά τον Όλυμπον. Αφού εταλαιπωρήθημεν αρκετά εις τα κατ­σάβραχα εκεί επάνω και ωδοιπορήσαμεν επί μα­κρόν, εφθάσαμεν  επί τέλους εις το μέρος όπου υπήρχε δήθεν η σπηλιά με τα αγάλματα. Αλλά τότε οι δύο κα­πε­ταναίοι είπαν ότι είνε αδύνατον να ανέλ­θωμεν εις το ύψος όπου ήτο το σπήλαιον, διότι έπνεε σφοδρός άνε­μος, ο οποίος θα μας παρέσυρε και θα μας κατεκρή­μνι­ζεν εις την άβυσσον. Αφού επερι­μέναμεν αρκετά διά να παύση ο άνεμος και οι καπε­ταναίοι εύρισκαν ότι πο­τέ δεν έπαυεν ούτος, εφύ­γαμεν άπρακτοι. Πέντε φο­ρές επήγαμεν εις τον Όλυ­μπον αλλά και τες πέντε φυ­σι­κά εγυρίσαμεν άπρα­κτοι. Διότι οι καπεταναίοι έλε­γαν ότι άλλοτε έχει αέρα και άλλοτε χιόνια. Μια, δυο φο­ρές όταν εφθά­σαμεν κοντά και δεν μπορούσαν να ισχυ­ρισθούν ούτε ότι έχει αέρα, ούτε ότι έχει χιόνια, διότι δεν είχε τίποτε από αυτά, οι δύο καπεταναίοι ήρχι­σαν να μαλ­λώνουν ψεύτικα μεταξύ των. Όλα αυτά μ’ έδω­καν να καταλάβω επί τέλους ότι έμπλεξα με απα­τεώνας και απεχώρησα από την εταιρείαν με ζη­μίαν άνω των 15 χιλιάδων δραχμών».

Τρίτος αφελής ήτο ο πλούσιος χρηματιστής Πει­ραιώς Πέτρος  Ομηρίδης Σκυλίτσης, υιός του άλλοτε Δη­μάρχου της πόλεως εκείνης. Οι δύο παραμυθάδες οπλαρχηγοί Φρέντζος και Καραντάνας περιέπλεξαν εις τας πλεκτάνας της απάτης των τον Σκυλίτση, από τον οποίον ήλπιζαν να καρπωθούν πολύ περισσότερα χρή­μα­τα. Οι καπεταναίοι επήγαν εις τον Πειραιά, από όπου, αφού έκαμαν τας συμφωνίας, ανεχώρησαν σιδη­ρο­δρομικώς ‒ δαπάναις του Σκυλίτση εννοείται ‒ και έφθασαν εις τον σταθμόν Λιτοχώρου, οπόθεν δι’ υποζυ­γίων εξεκίνησαν διά τον τόπον των αρχαιολογικών θυ­σαυ­ρών. Όταν έφθασαν παρά την κορυφήν του όρους, όπου κατά το παραμύθι ευρίσκετο ο θησαυρός, έδειξαν εις τον Σκυλίτσην το στόμιον ενός σπηλαίου, κειμένου εις μίαν απόκρημνον κλιτύν. Διεπίστωσαν ότι πράγματι ήτο αδύνατος η είσοδος εις το σπήλαιον άνευ σχοινίων, βα­ρούλ­κων και λοιπών παρομοίων εργαλείων. Επιστρέ­ψα­ντες εις την Θεσσαλονίκην οι δύο καπεταναίοι ήρ­χι­σαν να ζητούν χρήματα διά την αγοράν των εργαλείων και επήραν από τον Σκυλίτση 17 χιλιάδας δραχμών.  Επει­δή δε εχρειάζετο και μία καλή φωτογραφική μη­χανή διά να φωτογραφήσουν τα αγάλματα και επί τη βά­ση των φωτογραφιών να λάβουν την άδειαν της απο­κομίσεως αυτών, ο Σκυλίτσης μετέβη εις το κατάστημα Κούνιο και ηγόρασε μίαν μηχανήν πρώτης ποιότητος με δυνατούς φακούς. Και επειδή θα κατέβαινεν εις το σπήλαιον ο Φρέντζος, ως περισσότερον ευκίνητος και ρι­ψο­κίνδυνος, ο Σκυλίτσης ήρχισε να τον εκγυμνάζη εις τον χειρισμόν της μηχανής διά μαγνησίου, διότι εις το σπή­λαιον του Ολύμπου είχε σκότος πολύ. Εις την Θεσ­σα­λονίκην ο χρηματοδότης επέμεινε να συναφθή επίσημον εταιρικόν συμβόλαιον διά να εξασφαλισθή. Όμως ο συμβολαιογράφος και ο δικηγόρος υποπτεύ­θη­σαν ότι πρόκειτο περί παραμυθιού και απάτης κι έτσι εσώθη ο Σκυλίτσης με ζημίαν μόνον μερικών δεκάδων χιλιάδων δραχμών.

Τέταρτο θύμα ένας αστυνομικός, ο σταθμάρχης του Λι­τοχώρου ενωματάρχης Βασιλόπουλος. Ο υπαξιωμα­τι­κός ούτος, ως φρουρός της ασφαλείας, βλέπων τους δύο καπεταναίους να εμφανίζωνται συχνά εις την κω­μό­πολιν, ήρχισε να υποπτεύεται ότι κάτι συμβαίνει. Και τότε ούτοι του έστησαν την πλεκτάνην. Εις τον ενω­ματάρχην οι καπεταναίοι δεν είπαν τίποτε περί των αγαλμάτων, είπαν ότι είναι μεταλλειολόγοι και ότι ανε­κάλυψαν ένα μεταλλείον χρυσού εις τον Όλυμπον και φέρνουν κάθε τόσο μεταλλειολόγους μεταξύ των διά να εξετάσουν το μεταλλείον. Ο ενωματάρχης εσκέ­φθη ότι του παρουσιάζεται μια ευκαιρία διά να πλου­τί­ση και προσέφερε την συνδρομήν του ως αρχής και εξου­σίας εις τους δύο απατεώνας. Αλλ’ οι καπεταναίοι δεν ήθελαν υποστήριξιν, ήθελαν παράν, διά να κινή­σουν την «εργασίαν» εις τον Όλυμπον, ως έλεγαν. Και ο λιγούρης ενωματάρχης του Λιτοχώρου προ του πει­ρα­σμού του χρυσού απεφάσισε να καταθέση ό,τι είχε και δεν είχε. Επειδή δε δεν είχε, ήρχισε να χρησιμοποιή τα χρήματα τα οποία εισέπραττε με τα εντάλματα του Δη­μοσίου. Οι παραμυθάδες λοιπόν εστρώθησαν εις το Λιτό­χωρον, τρώγοντες και πίνοντες εις βάρος του ενω­ματάρχου. Του έπαιρναν και τον παράν. Μίαν καλήν πρωΐαν έφυγαν και ο ατυχής ενωματάρχης, αποκαλυ­φθείς ως καταχραστής του δημοσίου χρήματος, συνε­λή­φθη και ωδηγήθη εις τας φυλακάς.

Πέμπτο μαδημένο θύμα ο Χρήστος Λαμπίρης, εις το κα­φε­νείον του οποίου «Πανελλήνιον» εν Βαρδαρίω, εσύ­­χναζον πάντοτε οι δύο παραμυθάδες ψευδοκαπε­τα­ναίοι όταν ευρίσκοντο εις την Θεσσαλονίκην. Το πα­ραμύθι ανέλαβε να το σκάση ο Φρέντζος, καθ’ ό ευ­γλωτ­τότερος και επιτηδειότερος. Εχρειάζετο άλλωστε προ­σοχή μεγάλη, διότι ο Λαμπίρης δεν ήταν από εκεί­νους οι οποίοι τρώγουν εύκολα μπάμιες. Και όμως το έξυ­πνο πουλί πιάνεται και από τα πόδια. Ο Φρέντζος, λοι­πόν, ανέλαβεν να πείση τον νέον χρηματοδότην ότι αυ­τ­ός και ο Καραντάνας, από τον καιρό που ήταν στο κλα­ρί, ανεκάλυψαν εκεί επάνω εις μίαν σπηλιάν του Ολύ­μπου τα αγάλματα των Δώδεκα Θεών, που αξίζουν όσα εκατομμύρια και αν πης, διακόσια, τριακόσια και βά­λε. Ότι εκράτησαν καλά το μυστικόν και οι δύο επί χρόνια όσο να εύρουν την περίστασιν και τα μέσα διά να τα πάρουν, και ότι η περίστασις ήλθεν αλλά τα μέ­σα λείπουν.

Μετ’ ολίγας ημέρας, αφού οι οπλαρχηγοί έθι­ξαν την σχετικήν προκαταβολήν, επήραν τον Λα­μπί­ρην και εξεκίνησαν διά τον Όλυμπον. Και οι τρεις συ­νε­ταίροι Φρέντζος, Καραντάνας και Λαμπίρης έφθασαν εν πρώτοις εις Λιτόχωρον και κατόπιν εις την μονήν του Αγίου Διονυσίου όπου διενυκτέρευσαν και έστησαν το λημέρι τους. Από εκεί εξεκίνησαν διά τας κορυφάς του Ολύμπου, την σπηλιάν, τους αρχαίους θεούς, τον θη­σαυρόν και τα εκατομμύρια. Κατόπιν μακρών περι­πλα­­νήσεων, προφασισθέντων των δύο «αρχαιολόγων» ότι υπάρχει κίνδυνος να καταληφθούν υπό χιονοθυέλ­λης, απήλθον άπρακτοι και μετέβησαν εις το Λιτόχω­ρον αναμένοντες βελτίωσιν του καιρού διά να επιχειρή­σουν την ανάβασιν. Εν τω μεταξύ δαπάναις του Λα­μπί­ρη υπήρχε κότα, πίτα. Οι καπεταναίοι, τρώγοντες και πίνοντες γενναία, έκαμναν και τους μετεωρολό­γους, αποφαινόμενοι πότε ότι έρχεται βροχή, πότε ότι επί­κειται αέρας και πότε ότι ενσκύπτει χιών. Ο Λα­μπί­ρης, γενομένης πλέον καταφανούς της απάτης, και πει­σθείς ότι την έπαθε, δεν είπε τίποτε εις τους καπε­τα­ναίους, αλλ’ έσπευσε να φύγη διά να μη υποστή και άλλας αφαιμάξεις εις μετρητά και έξοδα φαγοποτίου των καπεταναίων. Και έλειψεν 20 ολοκλήρους ημέρας, χωρίς να δώση κανέν σημείον ζωής εις τους οικείους του, οι οποίοι, ως ήτο επόμενον, απετάνθησαν εις την Αστυ­νομίαν, η οποία ετηλεγράφησε δεξιά και αρι­στερά.

Κατόπιν αθρόων μηνύσεων υποβληθεισών κατά των τέως ψευδο-οπλαρχηγών Σωτηρίου Φρέντζου και Κων­σταντίνου Καραντάνα, διετάχθη η άμεσος σύλληψις αυτών, ούτω δε αστυνομικά όργανα της καταδιώξεως συνέ­λαβον τον πρώτον, του δευτέρου μη ανακα­λυφθέ­ντος εισέτι διά τον απλούστατον λόγον ότι εξηφανίσθη τρα­πείς εις άγνωστον διεύθυνσιν. Άμα ως ο Φρέντζος συνελήφθη, ήρχισαν καταφθάνοντες εις την καταδίωξιν και άλλοι παθόντες, υποβάλλοντες μηνύσεις επί απάτη.

Δεν είναι μόνον οι αναφερθέντες οι οποίοι την έπα­θαν με το παραμύθι των Δώδεκα χρυσών  Θεών του Ολύ­μπου. Είναι και πολλοί άλλοι, ανάμεσά τους και Λι­το­χω­ριανοί, οι οποίοι εντρέπονται να ομολογήσουν το πάθημά των. Διότι η φάμπρικα αυτή εκαλλιεργείτο συ­νεχώς επί δύο χειμώνας. Η σπείρα έδρα τον χειμώνα διά να υπάρχη κακοκαιρία και να μη είναι δυνατή η εξε­ρεύνησις του περίφημου σπηλαίου.

Αύτη είναι η ιστορία του παραμυθιού του Δω­δε­κάθεου. Υπό τας συνθήκας αυτάς δεν αποκλείεται η τα­­κτική ανάκρισις, η οποία ήρχισεν, να αποκαλύψη ότι έχουν ανακαλυφθή αρχαιότητες εις τον Όλυμπον. Ανα­μφιβόλως, ένιοι κάτοικοι του Λιτοχώρου δεν επείσθη­σαν ότι πρόκειται περί προσοδοφόρου ματσαράγκας.

ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ

Η έδρα των Δώδεκα Θεών των Ελλήνων, ο Όλυ­μπος, στάθηκε πάντα ένας πόλος έλξης προς εξιχνίαση των μυστηρίων που τον καλύπτει. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας εξερευνητές και αναρριχητές επι­χεί­ρησαν να ανακαλύψουν αρχαιολογικά ευρήματα, όμως η προσπάθειά τους εμποδιζόταν από τις προκα­τα­λήψεις των κατοίκων, την παρουσία ληστών αλλά και την Τουρκική κατοχή. Μετά την απελευθέρωση της Μα­κεδονίας το 1912, ο Όλυμπος άρχισε να γίνεται προσιτός.

Διήγημα και περιπέτεια μαζί. Έτσι μπορούμε να χα­ρακτηρίσουμε το παραπάνω αφηγηματικό κείμενο. Τα γεγονότα, τα πρόσωπα και οι καταστάσεις είναι εξ ολο­κλήρου αληθινά που διαδραματίσθηκαν στον Όλυ­μπο και το Λιτόχωρο τα έτη 1927 και 1928. Οι δύο απα­τεώνες χρησιμοποιώντας τον μύθο του Ολύμπου, πέ­ρασαν στην πράξη και τη δράση με επεισόδια, γε­γονότα, περιστατικά, συγκρούσεις μεταξύ προσώπων κλπ. Κατά τη δεκαετία του 1920 το αναγνωστικό κοινό ζη­­τούσε επίμονα στις εφημερίδες τη δημοσίευση τέ­τοιων αφηγήσεων με επεισόδια από τη ζωή των πρω­τα­γωνιστών.

Προσπάθησα να αναβιώσω τη γραφή και το ύφος της γλώσσας της εποχής εκείνης, αποδίδοντας έτσι κα­λύ­τερα το ήθος και την ψυχολογία των ανθρώπων της.

 

banner-article

Ροη ειδήσεων

τίΠοτα