“Ανεκαλύφθησαν αρχαιότητες εις τον Όλυμπον ή πρόκειται περί ματσαράγκας” γράφει ο Σωτήρης Μασταγκάς
Η σπείρα των απατεώνων – Διαδόσεις και γεγονότα – Το παραμύθι των Δώδεκα Θεών – Γελούσαν τους αφελείς και τους μαδούσαν – Εκστρατεία εις τον Όλυμπον – Πώς δεν ανευρέθησαν τα αγάλματα των Ολυμπίων
Την κοινότητα του δροσοστολούστου και μπουζάτου Λιτοχώρου και τους εν αυτή παραθερίζοντας συγκινεί από καιρού η διάδοσις ότι σπουδαία αρχαιολογικά αντικείμενα ανεκαλύφθησαν εις τον υπερκείμενον Όλυμπον. Κατά τας τελευταίας ταύτας ημέρας ανεκαλύφθη σπείρα απατεώνων η οποία εξεμεταλλεύετο κατά τρόπον θρασύτατον τους … Δώδεκα Θεούς της αρχαιότητος.
Η σπείρα αποτελουμένη από τους αυτοκαλουμένους οπλαρχηγούς Σωτήριον Φρέντζον, φέροντα πατριαρχικήν γενειάδα, και τον Κωνσταντίνον Καραντάναν, εσοφίσθη το εξής τέχνασμα δια να εξαπατά τους απλοϊκούς, θίγουσα την ευαίσθητον χορδήν της ανθρωπίνης φιλοχρηματίας: Οι δύο καπεταναίοι έλεγον ότι, πληροφορηθέντες προ ετών από τους ληστάς, οι οποίοι ηχμαλώτισαν τον Γερμανόν αρχαιολόγον Edwart Richter, ότι εις μίαν χαράδραν του Ολύμπου και εις μέγα βάθος υπάρχει ο ναός του Ολυμπίου Διός, προέβησαν εις μακράς και κοπιώδεις ερεύνας και κατώρθωσαν ν’ ανακαλύψουν την χαράδραν ταύτην και τας εν αυτή αρχαιότητας. Εις άλλους αφελείς οι δύο παλαιοί οπλαρχηγοί διέδιδον ότι κατά τους ευκλεείς χρόνους, κατά τους οποίους ήσαν εις το κλαρί και διωκόμενοι από τα τουρκικά στρατεύματα κατέφυγον εις τον Όλυμπον, ανεκάλυψαν εκεί εις έν σπήλαιον, όπου τυχαίως ελημέριασαν, κάτω από την υψηλοτέραν κορυφήν του όρους, τα αγάλματα των Δώδεκα Θεών, κατασκευασμένα εις φυσικόν μέγεθος από χρυσόν, άργυρον και ελεφαντόδοντα.
Τα αγάλματα ταύτα ήσαν ανεκτιμήτου αξίας και εάν τα απεικόμιζον εκείθεν και τα επώλουν, θα εκέρδιζον τα εκατομμύρια του Ζωραμύ.
Η διάδοσις αύτη έφθασε και μέχρις Αικατερίνης, ο δε βουλευτής της περιφερείας Πιερίας κ. Γεώργιος Παπαπαράσχος έσπευσεν αμέσως εις το Λιτόχωρον και παραλαβών τρεις Λιτοχωρινούς γνωρίζοντας τα μονοπάτια και τας διαβάσεις του Ολύμπου, ανήλθεν εις αυτά και ηρεύνησεν επί 24 ώρας, χωρίς ουδέν ν’ ανακαλύψη. Ο κ. Παπαπαράσχος δικαιολογών την εκδρομήν του ταύτην εδήλωσεν ότι εξήλθε διά να κυνηγήση.
Επειδή διά την επιχείρησιν εχρειάζετο εν πρώτοις άδεια του Κράτους, το οποίον ώφειλε να την χορηγήση λαμβάνον 50% επί της αξίας των ευρημάτων, και επειδή η άδεια απήτει αρκετά έξοδα (μετάβασις εις Αθήνας, σύνταξις συμβολαίου κλπ), όπως επίσης απήτει περισσότερα ακόμη έξοδα η ανέλκυσις και η μεταφορά των αγαλμάτων τούτων από το βάθος του σπηλαίου, οι δε καπεταναίοι ήσαν πτωχοί, εχρειάζετο ένας χρηματοδότης, ο οποίος φυσικώ τω λόγω θα μετείχε των κερδών. Και οι δύο τέως οπλαρχηγοί από ενός και πλέον έτους τώρα δεν έκαμναν άλλο τίποτε παρά να ευρίσκουν χρηματοδότας, να τους παίρνουν όσον το δυνατόν περισσότερα χρήματα και … να το σκάζουν.
Παρουσιασθέντες εις διάφορα άτομα ευκατάστατα, τα έπειθαν ότι γνωρίζουν επί του Ολύμπου σπήλαιον εντός του οποίου ευρίσκονται τα αγάλματα των Δώδεκα Θεών ανυπολογίστου αξίας, προς ανεύρεσιν όμως των οποίων χρειάζεται η καταβολή μικρών κεφαλαίων. Ούτω εκμεταλλευόμενοι την ευπιστίαν πολλών εξ αυτών, απέσπων χρηματικά ποσά ανερχόμενα εις αρκετάς χιλιάδας δραχμών, αίτινες διετέθησαν εις ανασκαφάς, ουχί όμως … επί του Ολύμπου.
Οι δύο απατεώνες καπεταναίοι αφίκοντο και εις το Λιτόχωρον, διά να εύρουν συνεταίρον ο οποίος να καταβάλη τα χρήματα, τα οποία απαιτούνται διά να συνεχισθούν αι έρευναι και να εξαχθούν εκ του βάθους της χαράδρας τα αρχαία ευρήματα. Ούτοι απετάθησαν εις διαφόρους Λιτοχωριανούς, ζητούντες από άλλον πέντε και άλλον δέκα χιλιάδας δραχμών διά να τον προσλάβουν ως συνεταίρον και να του δώσουν κέρδη εκατομμυρίων. Διηγούνταν δε τερατώδη πράγματα, ότι δηλαδή εντός της χαράδρας και εις μέγα βάθος υπάρχει μία απέραντος μαρμαρίνη αίθουσα, εντός της οποίας υπάρχουν τα αγάλματα των Δώδεκα Θεών καθημένων, εις το μέσον δε υπάρχει ο Παν όρθιος. Φαίνεται ότι ο ζητούμενος συνεταίρος ευρέθη και εις το Λιτόχωρον διότι, κατά τας αυτάς πληροφορίας, οι δύο οπλαρχηγοί εθεάθησαν εις την κώμην αγοράζοντες σχοινιά, μακαράδες, γρύλλους, ηλεκτρικούς φανούς, σκαπάνας, πτυάρια και άλλα είδη χρήσιμα δι’ ανασκαφάς και ανελκύσεις βαρέων αντικειμένων.
Θύματα του παραμυθιού αυτού υπήρξαν δεκάδες πολιτών, μεταξύ των οποίων είναι και επιστήμονες, αξιωματικοί, δημόσιοι υπάλληλοι και εν γένει άνθρωποι διανοούμενοι, παρά των οποίων οι απατεώνες έλαβον από άλλον 15 και από άλλον 25 χιλιάδας δραχμών.
Οι δύο απατεώνες πρώην οπλαρχηγοί άφηναν το ένα θύμα και έπιαναν το άλλο, συνεχίζοντες το παραμύθι των χρυσών αγαλμάτων των θεών του Ολύμπου που ήξιζαν δισεκατομμύρια. Είχον και φωτογραφίας αρχαίων αγαλμάτων, τας οποίας επεδείκνυον ως δήθεν εικόνας του θησαυρού που ανεκάλυψαν, περιέγραφαν δε με την γλώσσα της λαϊκής υπερβολής τα ευρήματά των. Ήταν – που λέτε – δώδεκα αγάλματα γύρω γύρω σαν να συνεδριάζουν και στην άκρη παραπέρα ένα άγαλμα με τραγίσια πόδια (ήθελαν να παραστήσουν τον Πάνα). Όλα ήσαν χρυσά και ασημένια και κοκκαλένια (ήθελαν να παραστήσουν τον ελεφαντόδοντα). Και μόλις έμπαινε κανένας στη σπηλιά εθαμβώνετο και τον ήρχετο ζάλη!!!
Αυτά διηγούντο οι δύο παραμυθάδες και αυτά ήκουσαν τα θύματά των. Αλλ’ ας αναφέρωμεν τα παθήματα μερικών εκ των θυμάτων.
Πρώτος χρηματοδότης, όστις επείσθη ότι κάτι το αληθινόν θα υπάρχη εις την ιστορίαν αυτήν, ήτο ο Θεοφάνης Ρόσσης, μηχανικός της Δημαρχίας Θεσσαλονίκης εις τους υπονόμους. Ο Ρόσσης συνηντήθη με τους Φρέντζον και Καραντάναν και κατέβαλε το ποσόν των 25 χιλιάδων δραχμών. Συνετάχθη επίσημον συμβόλαιον διά του οποίου κατηρτίζετο εταιρεία, κατά τους όρους της οποίας εκ των κερδών τα 50% θα εδίδοντο εις το Κράτος, τα 10% εις τον Ρόσσην και τα υπόλοιπα 40% θα διενέμοντο οι άλλοι συνεταίροι. Οι απατεώνες Φρέντζος και Καραντάνας ενθυλακώσαντες τας 25 χιλιάδας εξηφανίσθησαν, μεταβάντες δήθεν εις το Λιτόχωρον διά τας προκαταρκτικάς εργασίας, εν τω μεταξύ δε δι’ απεσταλμένων των και δι’ επιστολών των επληροφόρουν τον Ρόσσην ότι η δουλειά εις τον Όλυμπον πηγαίνει καλά και εζήτουν διάφορα χρηματικά ποσά. Ούτω διέρρευσαν τέσσαρες μήνες χωρίς ο χρηματοδότης να ίδη τίποτε το συγκεκριμμένον. Τότε ο Ρόσσης διά να βεβαιωθή αν πρόκειται περί απάτης ή περί αληθούς υποθέσεως, απεφάσισε να στείλη επί τόπου ανθρώπους της εμπιστοσύνης του. Ούτοι μεταβάντες εις το Λιτόχωρον και ταλαιπωρηθέντες επί ημέρας, φθάσαντες δε εις το σπήλαιον του Ολύμπου όπου δήθεν υπήρχον τα αγάλματα, διεπίστωσαν ότι πρόκειται περί παραμυθιού. Ο Ρόσσης πεισθείς ότι έχει να κάμη με απατεώνας, απεχώρησεν της εταιρείας, εντραπείς να καταγγείλη εις τας αρχάς το πάθημά του.
Δεύτερον θύμα ο Γεώργιος Καρανταής, καφεπώλης επί της Λεωφόρου Νίκης εις Θεσσαλονίκην, όστις έσπευσεν να επωφεληθή της ευκαιρίας και μετάσχη της εταιρείας των δύο οπλαρχηγών, που θα τον έκαμνεν εκατομμυριούχον. Πρέπει να προστεθή ότι ο Καρανταής ηναγκάσθη να πωλήση το κατάστημά του διά να τρέχη επί εβδομάδας εις τον Όλυμπον και να εξοδεύη συνεχώς διά τα ναύλα και τα φαγοπότια των καπεταναίων. Ας αφήσωμεν τον ίδιον να διηγηθή το πάθημά του: «Είχα πράγματι ετοιμάση τα χρήματα τα οποία υπεσχέθην και απεφασίσθη ν’ αναχωρήσωμεν και οι τρεις, ήτοι εγώ και οι δύο οπλαρχηγοί. Και ανεχωρήσαμεν την επομένην διά το Λιτόχωρον. Εκείθεν επήγαμεν εις ένα μοναστήρι και απ’ εκεί εξεκινήσαμεν διά τον Όλυμπον. Αφού εταλαιπωρήθημεν αρκετά εις τα κατσάβραχα εκεί επάνω και ωδοιπορήσαμεν επί μακρόν, εφθάσαμεν επί τέλους εις το μέρος όπου υπήρχε δήθεν η σπηλιά με τα αγάλματα. Αλλά τότε οι δύο καπεταναίοι είπαν ότι είνε αδύνατον να ανέλθωμεν εις το ύψος όπου ήτο το σπήλαιον, διότι έπνεε σφοδρός άνεμος, ο οποίος θα μας παρέσυρε και θα μας κατεκρήμνιζεν εις την άβυσσον. Αφού επεριμέναμεν αρκετά διά να παύση ο άνεμος και οι καπεταναίοι εύρισκαν ότι ποτέ δεν έπαυεν ούτος, εφύγαμεν άπρακτοι. Πέντε φορές επήγαμεν εις τον Όλυμπον αλλά και τες πέντε φυσικά εγυρίσαμεν άπρακτοι. Διότι οι καπεταναίοι έλεγαν ότι άλλοτε έχει αέρα και άλλοτε χιόνια. Μια, δυο φορές όταν εφθάσαμεν κοντά και δεν μπορούσαν να ισχυρισθούν ούτε ότι έχει αέρα, ούτε ότι έχει χιόνια, διότι δεν είχε τίποτε από αυτά, οι δύο καπεταναίοι ήρχισαν να μαλλώνουν ψεύτικα μεταξύ των. Όλα αυτά μ’ έδωκαν να καταλάβω επί τέλους ότι έμπλεξα με απατεώνας και απεχώρησα από την εταιρείαν με ζημίαν άνω των 15 χιλιάδων δραχμών».
Τρίτος αφελής ήτο ο πλούσιος χρηματιστής Πειραιώς Πέτρος Ομηρίδης Σκυλίτσης, υιός του άλλοτε Δημάρχου της πόλεως εκείνης. Οι δύο παραμυθάδες οπλαρχηγοί Φρέντζος και Καραντάνας περιέπλεξαν εις τας πλεκτάνας της απάτης των τον Σκυλίτση, από τον οποίον ήλπιζαν να καρπωθούν πολύ περισσότερα χρήματα. Οι καπεταναίοι επήγαν εις τον Πειραιά, από όπου, αφού έκαμαν τας συμφωνίας, ανεχώρησαν σιδηροδρομικώς ‒ δαπάναις του Σκυλίτση εννοείται ‒ και έφθασαν εις τον σταθμόν Λιτοχώρου, οπόθεν δι’ υποζυγίων εξεκίνησαν διά τον τόπον των αρχαιολογικών θυσαυρών. Όταν έφθασαν παρά την κορυφήν του όρους, όπου κατά το παραμύθι ευρίσκετο ο θησαυρός, έδειξαν εις τον Σκυλίτσην το στόμιον ενός σπηλαίου, κειμένου εις μίαν απόκρημνον κλιτύν. Διεπίστωσαν ότι πράγματι ήτο αδύνατος η είσοδος εις το σπήλαιον άνευ σχοινίων, βαρούλκων και λοιπών παρομοίων εργαλείων. Επιστρέψαντες εις την Θεσσαλονίκην οι δύο καπεταναίοι ήρχισαν να ζητούν χρήματα διά την αγοράν των εργαλείων και επήραν από τον Σκυλίτση 17 χιλιάδας δραχμών. Επειδή δε εχρειάζετο και μία καλή φωτογραφική μηχανή διά να φωτογραφήσουν τα αγάλματα και επί τη βάση των φωτογραφιών να λάβουν την άδειαν της αποκομίσεως αυτών, ο Σκυλίτσης μετέβη εις το κατάστημα Κούνιο και ηγόρασε μίαν μηχανήν πρώτης ποιότητος με δυνατούς φακούς. Και επειδή θα κατέβαινεν εις το σπήλαιον ο Φρέντζος, ως περισσότερον ευκίνητος και ριψοκίνδυνος, ο Σκυλίτσης ήρχισε να τον εκγυμνάζη εις τον χειρισμόν της μηχανής διά μαγνησίου, διότι εις το σπήλαιον του Ολύμπου είχε σκότος πολύ. Εις την Θεσσαλονίκην ο χρηματοδότης επέμεινε να συναφθή επίσημον εταιρικόν συμβόλαιον διά να εξασφαλισθή. Όμως ο συμβολαιογράφος και ο δικηγόρος υποπτεύθησαν ότι πρόκειτο περί παραμυθιού και απάτης κι έτσι εσώθη ο Σκυλίτσης με ζημίαν μόνον μερικών δεκάδων χιλιάδων δραχμών.
Τέταρτο θύμα ένας αστυνομικός, ο σταθμάρχης του Λιτοχώρου ενωματάρχης Βασιλόπουλος. Ο υπαξιωματικός ούτος, ως φρουρός της ασφαλείας, βλέπων τους δύο καπεταναίους να εμφανίζωνται συχνά εις την κωμόπολιν, ήρχισε να υποπτεύεται ότι κάτι συμβαίνει. Και τότε ούτοι του έστησαν την πλεκτάνην. Εις τον ενωματάρχην οι καπεταναίοι δεν είπαν τίποτε περί των αγαλμάτων, είπαν ότι είναι μεταλλειολόγοι και ότι ανεκάλυψαν ένα μεταλλείον χρυσού εις τον Όλυμπον και φέρνουν κάθε τόσο μεταλλειολόγους μεταξύ των διά να εξετάσουν το μεταλλείον. Ο ενωματάρχης εσκέφθη ότι του παρουσιάζεται μια ευκαιρία διά να πλουτίση και προσέφερε την συνδρομήν του ως αρχής και εξουσίας εις τους δύο απατεώνας. Αλλ’ οι καπεταναίοι δεν ήθελαν υποστήριξιν, ήθελαν παράν, διά να κινήσουν την «εργασίαν» εις τον Όλυμπον, ως έλεγαν. Και ο λιγούρης ενωματάρχης του Λιτοχώρου προ του πειρασμού του χρυσού απεφάσισε να καταθέση ό,τι είχε και δεν είχε. Επειδή δε δεν είχε, ήρχισε να χρησιμοποιή τα χρήματα τα οποία εισέπραττε με τα εντάλματα του Δημοσίου. Οι παραμυθάδες λοιπόν εστρώθησαν εις το Λιτόχωρον, τρώγοντες και πίνοντες εις βάρος του ενωματάρχου. Του έπαιρναν και τον παράν. Μίαν καλήν πρωΐαν έφυγαν και ο ατυχής ενωματάρχης, αποκαλυφθείς ως καταχραστής του δημοσίου χρήματος, συνελήφθη και ωδηγήθη εις τας φυλακάς.
Πέμπτο μαδημένο θύμα ο Χρήστος Λαμπίρης, εις το καφενείον του οποίου «Πανελλήνιον» εν Βαρδαρίω, εσύχναζον πάντοτε οι δύο παραμυθάδες ψευδοκαπεταναίοι όταν ευρίσκοντο εις την Θεσσαλονίκην. Το παραμύθι ανέλαβε να το σκάση ο Φρέντζος, καθ’ ό ευγλωττότερος και επιτηδειότερος. Εχρειάζετο άλλωστε προσοχή μεγάλη, διότι ο Λαμπίρης δεν ήταν από εκείνους οι οποίοι τρώγουν εύκολα μπάμιες. Και όμως το έξυπνο πουλί πιάνεται και από τα πόδια. Ο Φρέντζος, λοιπόν, ανέλαβεν να πείση τον νέον χρηματοδότην ότι αυτός και ο Καραντάνας, από τον καιρό που ήταν στο κλαρί, ανεκάλυψαν εκεί επάνω εις μίαν σπηλιάν του Ολύμπου τα αγάλματα των Δώδεκα Θεών, που αξίζουν όσα εκατομμύρια και αν πης, διακόσια, τριακόσια και βάλε. Ότι εκράτησαν καλά το μυστικόν και οι δύο επί χρόνια όσο να εύρουν την περίστασιν και τα μέσα διά να τα πάρουν, και ότι η περίστασις ήλθεν αλλά τα μέσα λείπουν.
Μετ’ ολίγας ημέρας, αφού οι οπλαρχηγοί έθιξαν την σχετικήν προκαταβολήν, επήραν τον Λαμπίρην και εξεκίνησαν διά τον Όλυμπον. Και οι τρεις συνεταίροι Φρέντζος, Καραντάνας και Λαμπίρης έφθασαν εν πρώτοις εις Λιτόχωρον και κατόπιν εις την μονήν του Αγίου Διονυσίου όπου διενυκτέρευσαν και έστησαν το λημέρι τους. Από εκεί εξεκίνησαν διά τας κορυφάς του Ολύμπου, την σπηλιάν, τους αρχαίους θεούς, τον θησαυρόν και τα εκατομμύρια. Κατόπιν μακρών περιπλανήσεων, προφασισθέντων των δύο «αρχαιολόγων» ότι υπάρχει κίνδυνος να καταληφθούν υπό χιονοθυέλλης, απήλθον άπρακτοι και μετέβησαν εις το Λιτόχωρον αναμένοντες βελτίωσιν του καιρού διά να επιχειρήσουν την ανάβασιν. Εν τω μεταξύ δαπάναις του Λαμπίρη υπήρχε κότα, πίτα. Οι καπεταναίοι, τρώγοντες και πίνοντες γενναία, έκαμναν και τους μετεωρολόγους, αποφαινόμενοι πότε ότι έρχεται βροχή, πότε ότι επίκειται αέρας και πότε ότι ενσκύπτει χιών. Ο Λαμπίρης, γενομένης πλέον καταφανούς της απάτης, και πεισθείς ότι την έπαθε, δεν είπε τίποτε εις τους καπεταναίους, αλλ’ έσπευσε να φύγη διά να μη υποστή και άλλας αφαιμάξεις εις μετρητά και έξοδα φαγοποτίου των καπεταναίων. Και έλειψεν 20 ολοκλήρους ημέρας, χωρίς να δώση κανέν σημείον ζωής εις τους οικείους του, οι οποίοι, ως ήτο επόμενον, απετάνθησαν εις την Αστυνομίαν, η οποία ετηλεγράφησε δεξιά και αριστερά.
Κατόπιν αθρόων μηνύσεων υποβληθεισών κατά των τέως ψευδο-οπλαρχηγών Σωτηρίου Φρέντζου και Κωνσταντίνου Καραντάνα, διετάχθη η άμεσος σύλληψις αυτών, ούτω δε αστυνομικά όργανα της καταδιώξεως συνέλαβον τον πρώτον, του δευτέρου μη ανακαλυφθέντος εισέτι διά τον απλούστατον λόγον ότι εξηφανίσθη τραπείς εις άγνωστον διεύθυνσιν. Άμα ως ο Φρέντζος συνελήφθη, ήρχισαν καταφθάνοντες εις την καταδίωξιν και άλλοι παθόντες, υποβάλλοντες μηνύσεις επί απάτη.
Δεν είναι μόνον οι αναφερθέντες οι οποίοι την έπαθαν με το παραμύθι των Δώδεκα χρυσών Θεών του Ολύμπου. Είναι και πολλοί άλλοι, ανάμεσά τους και Λιτοχωριανοί, οι οποίοι εντρέπονται να ομολογήσουν το πάθημά των. Διότι η φάμπρικα αυτή εκαλλιεργείτο συνεχώς επί δύο χειμώνας. Η σπείρα έδρα τον χειμώνα διά να υπάρχη κακοκαιρία και να μη είναι δυνατή η εξερεύνησις του περίφημου σπηλαίου.
Αύτη είναι η ιστορία του παραμυθιού του Δωδεκάθεου. Υπό τας συνθήκας αυτάς δεν αποκλείεται η τακτική ανάκρισις, η οποία ήρχισεν, να αποκαλύψη ότι έχουν ανακαλυφθή αρχαιότητες εις τον Όλυμπον. Αναμφιβόλως, ένιοι κάτοικοι του Λιτοχώρου δεν επείσθησαν ότι πρόκειται περί προσοδοφόρου ματσαράγκας.
ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ
Η έδρα των Δώδεκα Θεών των Ελλήνων, ο Όλυμπος, στάθηκε πάντα ένας πόλος έλξης προς εξιχνίαση των μυστηρίων που τον καλύπτει. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας εξερευνητές και αναρριχητές επιχείρησαν να ανακαλύψουν αρχαιολογικά ευρήματα, όμως η προσπάθειά τους εμποδιζόταν από τις προκαταλήψεις των κατοίκων, την παρουσία ληστών αλλά και την Τουρκική κατοχή. Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας το 1912, ο Όλυμπος άρχισε να γίνεται προσιτός.
Διήγημα και περιπέτεια μαζί. Έτσι μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το παραπάνω αφηγηματικό κείμενο. Τα γεγονότα, τα πρόσωπα και οι καταστάσεις είναι εξ ολοκλήρου αληθινά που διαδραματίσθηκαν στον Όλυμπο και το Λιτόχωρο τα έτη 1927 και 1928. Οι δύο απατεώνες χρησιμοποιώντας τον μύθο του Ολύμπου, πέρασαν στην πράξη και τη δράση με επεισόδια, γεγονότα, περιστατικά, συγκρούσεις μεταξύ προσώπων κλπ. Κατά τη δεκαετία του 1920 το αναγνωστικό κοινό ζητούσε επίμονα στις εφημερίδες τη δημοσίευση τέτοιων αφηγήσεων με επεισόδια από τη ζωή των πρωταγωνιστών.
Προσπάθησα να αναβιώσω τη γραφή και το ύφος της γλώσσας της εποχής εκείνης, αποδίδοντας έτσι καλύτερα το ήθος και την ψυχολογία των ανθρώπων της.