“Πεισμώνουν οι χώροι της μνήμης μας, σαν τους εγκαταλείπεις…” γράφει ο Δημήτρης Κατσαβός
Άνοιξα τη μισάνοιχτη πόρτα και μπήκα.
Η καρδιά μου, άξαφνα, άρχισε να καμπανοχτυπά τα παιδικά μου χρόνια, τα χρόνια της νιότης μου, της εφηβείας μου… η ματιά μου άρχισε να ξεπλένει σκιές και να αναδύει μνήμες και ρίζες χθεσινών αγαπημένων στιγμών και μορφών. Αυτών που φύτεψαν τον φουσκωμένο με το δάκρυ και τον ιδρώτα τους σπόρο του αύριο. Του αύριο που ήμασταν εμείς, εγώ, οι συνομίληκοί μου, η γενιά μου, που γίναμε τώρα, που γίναμε παρόν και σήμερα φροντίζουμε, χωρίς να το καταφέρνουμε, είναι η αλήθεια, και πολύ, το καινούριο αύριο, το αύριο των παιδιών μας.
Άνοιξα τη μισάνοιχτη πόρτα και μπήκα…
και να!… τα πρόσωπα της Απουσίας, οι δικοί μου Άγιοι, -άνθρωποι… «που δώσανε τη χαρά που ‘φτασε και σε μένα, άνθρωποι που πέσανε στη φωτιά για να ‘χει τ’ όνειρο φωλιά για να κουρνιάζει…», το σοβαρό πρόσωπο του πατέρα, στητός στο στασίδι, να ελέγχει μη τυχόν κάνω “παλαβάδες” εντός του ιερού χώρου και τον εκθέσω, η σκυμμένη μορφή της μητέρας μου να ανοιγοκλείνει ευλαβικά, τα χείλη της, ψιθυρίζοντας το «Πάτερ ημών» συνοδεύοντας τα σαρκώδη χείλη του Παπα-Θωμά (του Πιστεύου, ρα πιδίμ, είνι τρανό κι δίσκουλου), τα γεμάτα “αθώα πονηριά” πρόσωπα των συμμαθητών και φίλων μου, με το, όλο διαβολικές υποσχέσεις, βλέμμα τους, κάτω από τους αυστηρούς και συνοφρυωμένους, συνήθως, συνοδούς-δασκάλους κατά τη διάρκεια του κυριακάτικου, αναγκαστικού, σχολικού εκκλησιασμού, το απρόσμενο κι αναπάντεχο φιλί της Ανάστασης απ΄ την κρυφή πεθυμιά μου, και να… οι στιγμές που παλεύουν να κρατηθούν, μην ξεκολλήσουν απ’ τα τοιχώματα της Μνήμης και παρασυρθούν απ’ τα ορμητικά νερά της λήθης και της φθοράς. Άλλωστε ο συγκεκριμένος χώρος ξέρει να σώζει ανθρώπους και να αποτελεί καταφύγιο από παντός είδους πλημμύρες (για την ιστορία: πλημμύρα του ’35).
Άνοιξα τη μισάνοιχτη πόρτα και μπήκα.
Πώς να διαλέξεις λέξεις και να μιλήσεις για όλα αυτά που πλημμυρίζουν την ψυχή σου, να μεταλάβεις τον άρτο και τον οίνο της συγχώρεσης και της συγγνώμης όλων αυτών που έγιναν ή δεν έγιναν και κλείδωσαν για πάντα οι τάφοι των αγαπημένων κεκοιμημένων, που στέκονται λίγα μέτρα πιο πέρα και, είμαι σίγουρος, αφουγκράζονται τούτες τις σκέψεις μου.
Πώς να περισώσεις και να περιθάλψεις με λέξεις-ασθενοφόρα τα αμέτρητα επείγοντα περιστατικά της Θύμησης που συσσωρεύονται στις διαβάσεις του μυαλού και προπαντός της καρδιάς. Στο “ιερό” , ντυμένοι παπαδοπαίδια, με το κλεμμένο αντίδωρο πριν το αγίασμά του, για το ξεγέλασμα της πείνας μας, στον κυρίως ναό και τα στασίδια –θυσιαστήρια κρυφών ελπίδων και αφορισμένων “θέλω”. Στον εξωνάρθηκα της διαφυγής, με τις τυχαίες συναντήσεις, τα πνιγμένα λόγια της συστολής και τις, βουτηγμένες στο κόκκινο της ντροπής, λέξεις, που μαρτυρούσε πάνω και πέρα από κάθε γραμματική και συντακτικό, τ’ ανομολόγητα. Τότε που χαράσσαμε μ΄ ανείπωτη σιγουριά για τη νίκη μας, πάνω στη φλούδα του δέντρου την αιωνιότητα των ονομάτων μας. Ονομάτων που είχαν όλα βουτήξει και αναδυθεί μέσα σ’ αυτόν το χώρο, στην διατηρημένη, ευτυχώς, ακόμη και σήμερα κολυμβήθρα.
Άνοιξα τη μισάνοιχτη πόρτα του Αι Γιώργη και μπήκα.
Όχι, όχι δεν με κυρίευσε καμιά θρησκευτική κατάνυξη, κανένα ιερό δέος, παρόλα αυτά αισθάνθηκα την ανάγκη να γονατίσω, να προσκυνήσω. Με σεβασμό κι ευγνωμοσύνη. Τι; Ποιον;
Άνοιξα τη μισάνοιχτη πόρτα του Αι Γιώργη και μπήκα.
Να αναζητήσω, να ανιχνεύσω και να ανασύρω όλα εκείνα που η ανθρώπινη, άλλοτε καλοκάγαθη, άλλοτε ανόητη παρέμβαση εξαφάνισε. Όλα εκείνα τα πολύτιμα και τιμαλφή (άυλα και υλικά) που κρατάει πεισματικά στους κουρασμένους από τη φθορά, την εγκατάλειψη και την αδιαφορία, τοίχους του.
Άνοιξα τη μισάνοιχτη πόρτα του Αι Γιώργη και μπήκα.
Του Αι Γιώργη του μέχρι χθες εγκαταλελειμμένου, σχεδόν λεηλατημένου ναού της Κουλούρας, του χωριού μου. Και χόρτασα εικόνες, ελπίδα, φως. Φως, ελπίδα και εικόνες που ξεχείλιζαν στην προσπάθειά μου να τα τις τιθασεύσω μέσα σε άλικα γράμματα και λέξεις λυτρωτικών συναισθημάτων. Λέξεων και γραμμάτων αχθοφόρων, που κουβαλούν τα τιμαλφή και τα ανέσπερα του προσωπικού μας παρελθόντος, τα βιώματα και τα φθαρτά του παρόντος και παλεύουν μ’ αυτά να χτίσουν ένα πλαίσιο αξιών, ένα αύριο για τα δικά μας βλαστάρια, μετακομίζοντας ο καθένας μας, στην πιο ωραία μετακόμιση της ζωής του, από το μοναχικό και αυτόνομο εγώ στο γεμάτο τρυφερότητα, αγάπη και εξάρτηση, εμείς.
Κρατιέμαι με κόπο φτάνοντας προς την προσφώνηση μην τυχόν γλιστρήσω στων δακρύων την αδυσώπητη ¨έκθεση¨ και φανερώσω τη σημερινή παιδική μου ηλικία.
Χαίρε, λοιπόν, Άκαυτη Ψυχή, άκαυτη παιδική ψυχή μου, στις φλόγες των κεριών του Αι Γιώργη, μπροστά στην καπνισμένη εικόνα του, από χρόνων, λόγων και έργων, πυρκαγιές.
Χαίρε Άκαυτη Μνήμη… σωσμένη από το ολοκαύτωμα της ενηλικίωσης …
Για το παραπάνω κείμενο συναισθηματικής εξομολόγησης, αφορμή υπήρξε η επίσκεψή μου, τυχαία, στον παλιό ναό του Αγίου Γεωργίου της Κουλούρας, του χωριού μου, ο οποίος πριν αρκετά χρόνια εγκαταλείφθηκε στην τύχη του ή την ατυχία του, καθώς η ματαιοδοξία της ανθρώπινης φύσης επέλεξε το μεγάλο και επιβλητικό: Μια καινούρια εκκλησία πολύ πέρα από τις δυνατότητες και τις ανάγκες των κατοίκων του χωριού.
Σήμερα, η παλιά αυτή εκκλησία, κιβωτός για όλους μας, των παιδικών μας χρόνων και αναμνήσεων, έτυχε του ευεργετικού ενδιαφέροντος και χρηματοδότησης “ανωνύμου του Έλληνος” και συντηρείται. Συντηρώντας ταυτόχρονα και τη δική μας Μνήμη.
Ήδη, φυσάει αλλιώς… Άνεμος Μνήμης… λυτρώνοντας καρδιές από παλίρροιες λησμονιάς και ξεχασμένων ονείρων.
Υψώνοντας το δισκοπότηρο της δικής μας μεταλαβιάς…
Γιατί, παραφράζοντας το μεγάλο μας ποιητή, Γ. Σεφέρη, πεισμώνουν (τα σπίτια και …οι εκκλησίες μας, οι χώροι της μνήμης μας) σαν τα εγκαταλείπεις…
Δημήτρης Στ. Κατσαβός
Διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Κουλούρας