Life Περιβάλλον

Ο “Τοτός” στον Όλυμπο. Οροπέδιο Μουσών από Πριόνια και Γομαρόσταλο

Περιγραφή:  Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος

Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Αθανάσιος Συργιάννης, Αντώνιος Τολιόπουλος

Κυριακή 07-10-2018.

Έξω ακόμη σκοτάδι. Τα αστέρια στον ουρανό άρχιζαν να «ξεθωριάζουν», παραχωρώντας την ομορφιά της λάμψης τους στο φως της αυγής που ξεκινούσε.

Ξεκινούσαμε και εμείς, τα μέλη της Ορειβατικής Ομάδας Βέροιας «Τοτός», για το ραντεβού μας με τη Φύση. Για ένα ακόμη δικό μας κυριακάτικο τόλμημα.

Το κυριακάτικο πρόγραμμά μας περιελάμβανε: «Ανάβαση στο ‘‘Οροπέδιο των Μουσών’’ από  ‘‘Γομαροστάλο’’ και επιστροφή στα ‘‘Πριόνια’’ από το μονοπάτι ‘‘Ε4’’».

Τα ρολόγια δείχνανε 06.00΄ π.μ. Ήταν η ώρα που φεύγαμε από την Βέροια με προορισμό το Λιτόχωρο, για να παραβγούμε με το βουνό των θεών και να δοκιμάσουμε τα όριά μας.

Αφήσαμε πίσω μας την πρωτεύουσα του Νομού Ημαθίας, που ακόμη κοιμόταν, και μπήκαμε στην Εγνατία Οδό με κατεύθυνση προς Θεσσαλονίκη. Η Εθνική «Θεσσαλονίκη-Αθήνα» ήταν η συνέχεια της οδικής πορείας μας, μέχρι την έξοδο για Λιτόχωρο.

Ανηφορίζοντας τον ασφαλτόδρομο με κατεύθυνση προς την κωμόπολη της Πιερίας, που απλώνεται στους πρόποδες του βουνού των θεών, ένα γιγάντιο σκουρόχρωμο τοίχος άρχιζε να ορθώνεται άγριο μπροστά μας, όσο το πλησιάζαμε.

Το βλέπαμε αλλά δεν μπορούσαμε, μέσα στις πρώτες πρωινές ώρες της μέρας,  να ξεχωρίσουμε τις ρεματιές, τα δάση και τις βραχώδεις πλαγιές του. Το μόνο που βλέπαμε μπροστά μας ήταν ένας μαύρος όγκος γιγαντιαίων διαστάσεων που στη θέα του θα φόβιζε εκείνον που το αντίκριζε για πρώτη φορά και δεν γνώριζε τις μαγευτικές ομορφιές του Ολύμπου.

Μετά από μία ώρα χαλαρής οδήγησης ο πρωινός καφές ήταν πλέον απαραίτητος. Περιμένοντας και τους υπόλοιπους που ακολουθούσαν, σταματήσαμε στο πρώτο café που συναντήσαμε ανοικτό και παραγγείλαμε τους καφέδες (φωτ. 1).

Οι συνοδοιπόροι μας δεν άργησαν πολύ. Πήραμε τα καφεδάκια μας στο χέρι και φύγαμε όλοι μαζί, παίρνοντας τον ανηφορικό με στροφιλίκια ασφαλτόδρομο για τα «Πριόνια». Όσο ανηφορίζαμε για τον προορισμό μας, τόσο βλέπαμε το τοπίο να αρχίζει σιγά-σιγά να παίρνει χρώματα. Η Φύση άρχιζε από λεπτό σε λεπτό να δείχνει την πολυχρωμία της.

Σε μια από τις πάμπολλες στροφές τού δρόμου, καταφέραμε να αντικρίσουμε το όμορφο θέαμα της ανατολής του ήλου. Μια πολύχρωμη ζωγραφιά στον ουρανό. Ο Θερμαϊκός στο βάθος και χαμηλά το Λιτόχωρο με τα φώτα στους δρόμους ακόμη αναμμένα (φωτ. 2).

Φωτογραφίες και συνεχίσαμε. Χρειαστήκαμε να διανύσουμε μία απόσταση 18 χλμ από το Λιτόχωρο και να περάσουμε μέσα από εναλλασσόμενα πανέμορφα τοπία της διαδρομής, για να φτάσουμε στα 1.100 μέτρα υψόμετρο, στα «Πριόνια». Στο parking εκατοντάδες αυτοκίνητα, αλλά η ανθρώπινη παρουσία απούσα.

Κάποιοι από τους επισκέπτες θα ήταν στα καταφύγια και κάποιοι άλλοι… περιπλανώμενοι στα δεκάδες και πλέον μονοπάτια του βουνού (φωτ. 3).

Με αυτή την πρωινή εικόνα αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την κυριακάτική μας δραστηριότητα. Στα 1.100 μέτρα ψυχρούλα. Ο ουρανός καθαρός από σύννεφα και η μέρα έδειχνε πως θα ήτα ηλιόλουστη σε όλη τη διάρκειά της.

Προορισμός μας το «Οροπέδιο των Μουσών» ακολουθώντας το μονοπάτι «Γομαροστάλος». Ονομάστηκε έτσι, επειδή η διαδρομή του περνά από τα τρία ορεινά λιβάδια (παλιά γουμαροστάλια). Τη διαδρομή δεν τη βρίσκει κανείς χαραγμένη σε κάποιον χάρτη.

Έχει δημιουργηθεί-διανοιχτεί από Θεσσαλονικείς ορειβάτες-αναρριχητές το 2007, σύμφωνα από κάποιες πληροφορίες. Στα σακίδιά μας τα πιο απαραίτητα για τις ανάγκες μιας πολύωρης και πολύ απαιτητικής πορείας.

Στο parking, μας περίμεναν δύο διαφορετικές είσοδοι στα μονοπάτια που οδηγούν στο τελευταίο τμήμα του μονοπατιού «Γομαροστάλος», που βρίσκεται στη γυμνή από βλάστηση πετρώδη ράχη με την πολύ μεγάλη κλίση.

Η χαρακτηριστική αυτή ράχη, που εύκολα μπορεί να τη ξεχωρίσει κανείς κοιτώντας τον Όλυμπο από το Λιτόχωρο, οδηγεί κατευθείαν στην… καρδιά του «Οροπεδίου των Μουσών».

Η πρώτη είσοδος βρίσκεται ακριβώς πίσω από την καλύβα του αγωγιάτη που φροντίζει για την τροφοδοσία του Καταφυγίου «Σπήλιο Αγαπητός» και την συναντά κανείς μπαίνοντας στο Ευρωπαϊκό μονοπάτι «Ε4» με προορισμό τις κορυφές και πριν φτάσει στο γεφυράκι (φωτ. 4 παλαιότερη).

Και η δεύτερη, η εναλλακτική με την απευθείας είσοδο στην απότομη και με πυκνή βλάστηση πλαγιά, βρίσκεται στη δεξιά μεριά του parking, όπως ανεβαίνουμε, και απέναντι από το μονοπάτι: «Πριόνια»-«Ενιπέας»-«Λιτόχωρο» ( φωτ. 5).

Για να βρεί κάποιος το μονοπάτι αυτό, θα πρέπει να ψάξει, μέσα στην πυκνή βλάστηση της πλαγιάς, το δένδρο με το μεταλλικό βέλος στον κορμό του και την ένδειξη: «Γομαρόσταλος» (φωτ. 6).

Το συγκεκριμένο μονοπάτι κάποιος ορειβάτης το χαρακτήρισε: «…‘‘ασανσέρ’’, που σε ‘‘ανεβάζει’’ σχεδόν κατακόρυφα από τα 1.100 στα 2.600 μέτρα υψόμετρο με τη μία.» Δεν έχει άδικο.

Εάν το χρησιμοποιήσει κάποιος θα διαπιστώσει ότι όλη η πορεία γίνεται σε μια απαιτητική πλαγιά με πολύ μεγάλη κλίση. Τα οριζόντια «ξεκούραστα»  τμήματα αριθμούν μόλις 2 σε όλη τη διαδρομή και αυτά μικρού σχετικά μήκους.

Εγώ με τη σειρά μου συμπληρώνω τον εφευρετικό άγνωστο ορειβάτη: «Όταν χρησιμοποιεί κάποιος το παραπάνω ‘‘ασανσέρ’’ περνά, ξεκινώντας από κάτω προς τα πάνω, από τα  επίπεδα: 1. ‘‘προσωπική αποφασιστικότητα’’, 2. ‘‘φυσική κατάσταση’’,  3. ‘‘σωματική αντοχή’’,  4. ‘‘επιμονή’’,  5.  ‘‘κουράγιο’’, 6. ‘‘τόλμη’’ και τελευταίο «ανταμοιβή του τολμήματος».

Ενεργοποιήσαμε τα GPS και συντονίσαμε τους ασυρμάτους. Αφού ετοιμαστήκαμε, κατευθυνθήκαμε προς το σημείο της εναλλακτικής εισόδου. «Πατήσαμε» το… κουμπί «προσωπική αποφασιστικότητα» και μπήκαμε σε μονοπάτι με τη μπλέ σήμανση.

Η πορεία μας σε πλαγιά με σχετικά μεγάλη κλίση. Το μονοπάτι απαιτεί φυσική κατάσταση και σωματική αντοχή. Το πέρασμά του άλλοτε σε δάση οξυάς, άλλοτε σε πευκοδάση και άλλοτε σε δάση μεικτής πυκνής βλάστης.

Όσο ανεβαίναμε, αντικρίζαμε εικόνες που η μία ανταγωνιζόταν την άλλη σε ομορφιά. Εδώ δεν ήθελες να μιλάς, αλλά μόνο να κοιτάς. Παντού σιωπή και ποικιλομορφία φθινοπωρινών χρωμάτων. Ανάμεικτα συναισθήματα.(φωτ. από 7 έως και 12).

Πρώτη ολιγόλεπτη στάση (φωτ. 13).

Ομαδική φωτογραφία και συνεχίσαμε. Φτάσαμε στο σημείο που συναντήσαμε ένα άλλο μονοπάτι, που ανηφόριζε στα αριστερά μας, σε μια απότομη και χορταριασμένη πλαγιά. Για να φτάσουμε στο σημείο αυτό χρειαστήκαμε μία ώρα συνεχούς ανηφορικής πορείας από το parking.

Το μεταλλικό βέλος στον κορμό ενός μαυρόπευκου, στο σημείο εκείνο, είχε την ένδειξη: «Κοφτό» (φωτ. 14).

Εάν συνεχίζαμε το μονοπάτι που ακολουθούσαμε από την αρχή, θα προχωρούσαμε ακόμη δεξιότερα, κάνοντας μία κοιλιά, μέχρι το σημείο που το μονοπάτι μας θα συναντούσε ένα άλλο. Αυτό που ξεκινά από τη θέση «Μαγαλιά» και καταλήγει στο «Στράγγο».

Στο σημείο εκείνο, της διασταύρωσης των μονοπατιών, θα στρίβαμε 180 μοίρες αριστερά και αφού περπατούσαμε ένα οριζόντιο τμήμα μήκους ενός περίπου χιλιομέτρου θα φτάναμε στο πρώτο λιβαδάκι (γουμαροστάλι).

Ακολουθώντας, όμως, το «Κοφτό» θα μειώναμε την απόσταση της διαδρομής και θα κερδίζαμε χρόνο. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να μην ακολουθήσουμε τον κανόνα: « ‘‘Κόβεις’’ βουνό…σε ‘‘κόβει’’ το βουνό» και να μπούμε στο απότομο μονοπάτι, στα αριστερά μας, έχοντας εμπιστοσύνη στη σωματική μας αντοχή και την επιμονή.

Η ανηφορική πορεία μας πάνω στην χορταριασμένη απότομη πλαγιά γινόταν σε μορφή «ζιγκ-ζαγκ». Το πρόσωπό μας στο μεγαλύτερο κομμάτι της διαδρομής επείχε, κυριολεκτικά, ένα μόλις μέτρο από το έδαφος (φωτ. 15, 16).

Τα βήματά μας αργά και οι ανάσες μας πιο συχνές και βαθιές. Το πέρασμά μας από το «Κοφτό» είχε διάρκεια 20 λεπά. Βγαίνοντας από το απότομο εκείνο κομμάτι, συναντήσαμε το μονοπάτι: «Μαγαλιά»-«Στράγγο» και στρίψαμε αριστερά (φωτ. 17).

Βρισκόμασταν πολύ κοντά στο πρώτο λιβαδάκι (γουμαροστάλι). Φτάνοντας στο ξέφωτο εάν συνεχίζαμε το μονοπάτι στα αριστερά μας, θα καταλήγαμε στο Ευρωπαϊκό «Ε4» και στο σημείο κοντά στη τοπωνυμία «Μαγαλιά», που απέχει 1,5 μόλις χλμ από το Καταφύγιο «Σπήλιος Αγαπητός».

Εμείς ακολουθήσαμε εκείνο, το ανηφορικό στα δεξιά μας, με κατεύθυνση προς το δεύτερο λιβαδάκι (γουμαροστάλι). Μέχρι το σημείο αυτό κάναμε μία ώρα και 25 λεπτά ανηφορικής πορείας από το parking (φωτ. 18).

Το χορταράκι, μετά τις τελευταίες βροχές, πυκνό και ψηλό. Σημάδια μονοπατιού δεν βλέπαμε, ακολουθούσαμε τους πέτρινους «κούκους» (άλλος ένας τρόπος σήμανσης μονοπατιών). Στα 1.830 μέτρα υψόμετρο (ένδειξη GPS), στο λιβαδάκι, ο ορεινός όγκος του βουνού των θεών άρχισε να «ξεδιπλώνει».

Στα αριστερά μας η κορυφογραμμή με τις κορυφές: «Καλόγερος 2», «Καλόγερος», «Πάγος», «Σημαιοφόρος» και χαμηλά το ρέμα «Μαυρόλογγος». Μπροστά μας κοιτάζοντας ψηλά, ο «Μύτικας»,η ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου και δίπλα του ένα τμήμα του «θρόνου του Δία», το «Στεφάνι». Το υπόλοιπο το «έκρυβε» η ράχη που θα ανηφορίζαμε.

Δεξιά μας, το δάσος κωνοφόρων δένδρων. Με όλη αυτή την πανέμορφη θέα γύρω μας, αποφασίσαμε να κάνουμε την ολιγόλεπτη στάση (φωτ.  από 19 έως και 22).

Φωτογραφίες, υγρά και συνεχίσαμε. Στη διαδρομή μας μέχρι το δεύτερο ορεινό λιβάδι (γουμαροστάλι) αντικρίσαμε διάφορους σχηματισμούς από κορμούς βιολογικά νεκρών κωνοφόρων δένδρων (φωτ. 23, 24, 25).

Φτάσαμε στο δεύτερο παλιό γουμαροστάλι. Βρισκόμασταν στα 2.100 μέτρα υψόμετρο. Χρειαστήκαμε  30 λεπτά πορείας για να φτάσουμε εδώ, ξεκινώντας από το πρώτο. Η μέρα ηλιόλουστη. Το γύρω τοπίο καταπληκτικό.

Στάση για να απολαύσουμε την πανέμορφη θέα. Από το σημείο αυτό βλέπαμε, επιπλέον, τη συνέχεια της χαράδρας του «Ενιπέα»,  το Λιτόχωρου κάτω από τα σύννεφα και ένα τμήμα του Θερμαϊκού Κόλπου (φωτ.  26, 27, 28, 29).

Ολιγόλεπτη «ηλιοθεραπεία» και συνεχίσαμε. Όσο ανηφορίζαμε τα δένδρα αραίωναν και χαμήλωναν σε ύψος. Φτάναμε στο 3ο ορεινό λιβάδι.

Κοντεύαμε στο τελευταίο κομμάτι του μονοπατιού «Γομαροστάλος», στην χαρακτηριστική δηλαδή βραχώδη ράχη που οδηγεί κατευθείαν στο «Οροπέδιο των Μουσών» (φωτ. 30, 31, 32).

Μετά τα τελευταία δένδρα ένα τοπίο…σεληνιακό. Πήραμε βαθιές ανάσες, «πατήσαμε» το κουμπί «επιμονή» και μπήκαμε στο σαθρό τμήμα της διαδρομής  (φωτ. 33, 34).

Παντού βράχια και γιγάντιοι βραχώδεις όγκοι. Το πέρασμά μας από την κόψη και σε σαθρό πεδίο. Από τη μια η κορυφογραμμή του «Καλόγερου» και χαμηλά το ρέμα «Μαυρόλογγος».

Σε κάποιο σημείο της απέναντι πλαγιάς αντικρίσαμε και το καταφύγιο «Σπήλιος Αγαπητός», περιτριγυρισμένο από κωνοφόρα στα 2.100 μέτρα υψόμετρο. Από την άλλη ο «Λαιμός» με τη «Σκούρτα» και χαμηλά το ρέμα «Γκαβού» (φωτ. 35, 36).

Συνεχίζαμε την ανηφορική πορεία μας, στην κόψη του σεληνιακού τοπίου, μέχρι να φτάσουμε στη βάση της ορθοπλαγιάς, ύψους 100 περίπου μέτρων, που βρίσκεται στα 2.500 μέτρα υψόμετρο.

Φτάσαμε στο πιο τεχνικό τμήμα της διαδρομής.

Στο σημείο, κάναμε την απαραίτητη στάση πριν ξεκινήσουμε για την σχεδόν κάθετη ανάβαση του πιο δύσκολου και του πολύ απαιτητικού τελευταίου κομματιού, που χωρίζεται σε δύο επίπεδα με μόνιμα τριπλά βοηθητικά σχοινιά. Η δυσκολία στο τμήμα αυτό της διαδρομής είναι ανάλογη εκείνης που χαρακτηρίζει το «Λούκι» του «Μύτικα» (φωτ. 37).

Αφού ξεκουραστήκαμε, ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και προχωρήσαμε στην είσοδο του…«ασανσέρ» (για τον χαρακτηρισμό του μονοπατιού: «ασανσέρ» μίλησα σε κάποιο σημείο στην αρχή του κειμένου). «Πατήσαμε» το κουμπί: «τόλμη» και ξεκινήσαμε με προορισμό το «Οροπέδιο των Μουσών» (φωτ. 38).

Για το τόλμημά μας θα «μιλήσουν» καλύτερα οι φωτογραφίες. Φωτογραφίες από το πρώτο πεδίο (φωτ. από 39 έως και 45).

Όσο ανεβαίναμε η αδρεναλίνη στο…φουλ. Ήθελε πολύ προσοχή σε κάθε πάτημα, σε κάθε πιάσιμο από βράχο ή από σχοινί, για την αποφυγή κάποιου ανεπιθύμητου τραυματισμού. Φωτογραφίες από το δεύτερο πεδίο (φωτ. από 46 έως και 50).

Η σχεδόν κάθετη ανάβασή μας κράτησε 25 λεπτά. Και να !!! Μετά από 4 ώρες και 25 λεπτά απαιτητικής ανάβασης βρεθήκαμε στο «Οροπέδιο των Μουσών», στα 2.600 μέτρα υψόμετρο.

Θαυμασμός, ικανοποίηση.

Οι πανέμορφες εικόνες που αντικρίζαμε ήταν η επιβράβευση της προσπάθειάς μας. Μπροστά μας ένα τοπίο με ένα σκηνικό που μάγευε. Οι κορυφές: «Σκολιό», «Μύτικας», «Στεφάνι», «Τούμπα», «Πρ. Ηλίας» μαζί με τα «Ζωνάρια» και τα δύο καταφύγια: «Γ. Αποστολίδη», «Χ. Κάκκαλου», συνέθεταν όλο αυτό το υπέροχο σκηνικό.

Λίγο πιο πέρα, η κορυφή «Αγ. Αντώνιος» μαζί με τις υπόλοιπες της ΝΑ πλευράς του Ολύμπου και αριστερότερα η κορυφογραμμή του «Καλόγερου» με τις κορυφές: «Καλόγερος»,  «Πάγος», «Σημαιοφόρος», να ξεχωρίζουν..

Πίσω μας, η «Σκούρτα» με το «Λαιμό» και κοιτάζοντας χαμηλότερα στο βάθος, ο κάμπος της Κατερίνης. Όλος ο ορεινός όγκος του βουνού των θεών «ξεδιπλώθηκε» γύρω μας. Όπου και να ταξιδεύαμε το βλέμμα μας: θαυμασμός-θαυμασμός-θαυμασμός (φωτ. 51, 52, 53).

Αυτό, όμως, που μας έκανε να μείνουμε με το…στόμα μας ανοικτό ήταν, η παρουσία των… Μουσών, που είχαν «μεταμορφωθεί» σε πανέμορφα…αγριοκάτσικα. 25 μετρημένα δίπλα μας, χωρίς να αιφνιδιάζονται από την παρουσία μας. Και ακόμη πιο πέρα, αμέτρητες κινούμενες κουκίδες σε ολόκληρο το «Οροπέδιο».

Έβοσκαν αμέριμνα μαζί με τα μικρά τους συνηθισμένα πλέον στην ανθρώπινη παρουσία (φωτ. 54, 55).

Με αυτή την όμορφη «υποδοχή» κατευθυνθήκαμε προς το καταφύγιο «Γ. Αποστολίδη» που είχε κόσμο. Φτάσαμε στο καταφύγιο. Ένα γκρούπ αλλοδαπών μαθητών ή φοιτητών ετοιμαζόταν για κάποια εξόρμηση (φωτ. 56).

Κοιτάζοντας προς τον «Θρόνο του Δία», το «Στεφάνι», τον είδαμε…άδειο. Ο «κάτοχός» του, ο Δίας, «απουσίαζε». Μόνο η «αποτυπωμένη» στον βράχο επιβλητική μορφή του…«επόπτευε»…ολόκληρη την περιοχή (φωτ. 57, 58).

Στο καταφύγιο ζεστασιά. Απαλλαγήκαμε από τα σακίδιά μας και παραγγείλαμε στον Λάζαρο να μας ετοιμάσει μακαρονάδες (φωτ. 59).

Φάγαμε και ήπιαμε το ζεστό τσαϊ βουνού.

Αφού ξεκουραστήκαμε, βγάλαμε την τελευταία αναμνηστική φωτογραφία με φόντο τον «Θρόνο του Δία» και στη συνέχεια φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας για την επιστροφή (φωτ. 60).

Αποφασίσαμε να επιστρέψουμε από άλλο μονοπάτι κάνοντας τη διαδρομή: «Οροπέδιο»-«Κοφτό»-Καταφύγιο «Σπήλιος Αγαπητός»-«Ε4»-«Πηγαδούλι»-«Πριόνια». Περνώντας από το καταφύγιο «Χ. Κάκκαλος» δεν συναντήσαμε κόσμο, μόνο πολύχρωμα αντίσκηνα (φωτ. 61).

Χρειαστήκαμε μία ώρα και 10 λεπτά για να φτάσουμε από το «Οροπέδιο των Μουσών» στο καταφύγιο «Σπήλιος Αγαπητός» περνώντας από το «Κοφτό» (φωτ. από 62 έως και 68).

Στο καταφύγιο κάναμε μια ολιγόλεπτη στάση (φωτ. 69, 70, 71, 72).

Όσο ξεκουραζόμασταν, ο Τοτός, ο ακούραστος αρχηγός μας, έκοβε ξύλα για να περάσει την ώρα του (φωτ. 73).

Έφτασε η ώρα για αναχώρηση. Φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε. Ακολουθήσαμε το μονοπάτι «Ε4». Το κλασικό, το πολύ περπατημένο. Συναντήσαμε πολύ κόσμο που κατηφόριζε για τα «Πριόνια» και ελάχιστους που ανηφόριζαν για το καταφύγιο (φωτ. από 74 μέχρι και 85).

Φτάνοντας στο parkig, έφτανε στο τέλος της άλλη μία κυριακάτικη δραστηριότητά μας.

Γεμάτοι εμπειρίες και με αμέτρητες εικόνες να «φωλιάζουν» στην άκρη του μυαλού μας, αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας στην Βέροια.

Απολογισμός :

Διαδρομή: «Πριόνια» (υψ. 1.100 μ.) – «Γομαροστάλος»+«Κοφτό» –«Οροπέδιο των Μουσών»-

Καταφύγιο «Γ. Αποστολίδης» (υψ. 2.760 μ.)-«Κοφτό»-καταφύγιο «Σπ. Αγαπητός»

(υψ. 2.100 μ.)-«Πηγαδούλι»-«Πριόνια»

Υψομετρική  διαφορά : 1.750 μέτρα  (GPS.)

Απόσταση : 21 χλμ.  (GPS)

Χρόνος :      9 ώρες και 30 λεπτά (συνολικός χρόνος)

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ