Life Περιβάλλον

Στο χιονισμένο Σινιάτσικο ο “Τοτός”, πάνω από τα σύννεφα και με δυνατούς ανέμους

Περιγραφή, φωτογραφίες   Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος 

«Η επιτυχία δεν μετριέται από αυτό που έχεις κατορθώσει, αλλά από την αντίσταση που συνάντησες και από το κουράγιο που έδειξες στη μάχη απέναντι σε αμέτρητες αντιξοότητες.»

(Orison Swet Marden, Αμερικανός συγγραφέας )

Εμείς, τα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός», επιλέξαμε για την κυριακάτική μας εξόρμηση μια περιοχή, στην οποία το φαινόμενο της πάλης για την επικράτηση των στοιχείων της Φύσης έχει σαν αποτέλεσμα να προκαλεί στον επισκέπτη-ορειβάτη τη διάθεση να τολμήσει, να συναγωνιστεί μαζί Της, να Της παραβγεί.

Η περιοχή αυτή με το πιο πάνω χαρακτηριστικό δεν είναι άλλη από τον ορεινό όγκο Σινιάτσικο ή Άσκιο του Νομού Κοζάνης (φωτ 1).

Ένα βουνό με δύο άκρως αντίθετες όψεις που η ονομασία του, Άσκιο=χωρίς ίσκιο, οφείλεται πιθανότατα στην απουσία, στο μεγαλύτερο τμήμα του, της ψηλής βλάστησης. Την περίοδο του χειμώνα, το βουνό αυτό το συμπεριλαμβάνουμε σε κάθε μας ετήσιο πρόγραμμα ορειβατικών εξορμήσεων.

Αποφασίσαμε, λοιπόν και φέτος, να τον ανηφορίσουμε με χιόνια, πριν αυτά λιώσουν, τώρα που ο χειμώνας έφτασε στο τέλος του. Έτσι, την Κυριακή 04-03-2018 πρωϊ, φύγαμε από την Βέροια με προορισμό το χωριό Νάματα Ν. Κοζάνης. Έξω σκοτάδι, ο ουρανός καθαρός και ξάστερος.

Το οδικό ταξίδι μας δεν κράτησε πολύ. Μόλις μία ώρα και 20 λεπτά. Χρειάστηκε να διανύσουμε μια απόσταση 110 περίπου χιλιομέτρων για να φτάσουμε στο ορεινό χωριό του Νομού Κοζάνης που είναι κτισμένο αμφιθεατρικά στα 1.250 μέτρα υψόμετρο.

Μετά την τελευταία στροφή πριν τα Νάματα η πινακίδα μαρτυρούσε την ύπαρξή του. Από το δρόμο, με δυσκολία καταφέραμε, τις πρώτες πρωϊνές ώρες, να ξεχωρίσουμε τα σπίτια του χωριού από το σκουρόχρωμο τοπίο που το περιέβαλε.

Και λίγα, μόλις, μέτρα πιο πάνω από τα τελευταία σπίταια, το χιόνι άρχιζε να κάνει την δική του εμφάνιση καλύπτοντας όλη την πλαγιά του ορεινού όγκου, που εμείς είχαμε σκοπό να ανηφορίσουμε (φωτ. 2).

Περάσαμε την κεντρική πλατεία που βρίσκεται κοντά στην είσοδο του χωριού και συνεχίσαμε μπαίνοντας μέσα στα πέτρινα στενά δρομάκια του (φωτ. 3).

Στο πέρασμά μας, ψάχνοντας χώρο να σταθμεύσουμε το αυτοκίνητο, βρήκαμε τα σπίτια ερμητικά κλειστά. Σπίτια χωρίς κανένα φως στα παραθύρια τους, χωρίς καμιά κουρτίνα να κουνηθεί από περιέργεια. Δεν είδαμε καπνοδόχο να καπνίζει.

Δεν υπήρχε ψυχή, απουσίαζε παντελώς η ανθρώπινη παρουσία. Η μόνη «ζεστή» υποδοχή ήταν το «καλωσόρισμα» της πινακίδας που συναντήσαμε πριν μπούμε στο χωριό. Σε κάποιο πλάτωμα, αμέσως μετά την πλατεία, αποφασίσαμε να μη προχωρήσουμε άλλο και να σταθμεύσουμε το αυτοκίνητό μας στο σημείο εκείνο.

Βρισκόμασταν πάνω ακριβώς από την πέτρινη βρύση με το νερό της να τρέχει αδιάκοπα, περνώντας με πίεση μέσα από τους τρείς τσιμεντοσωλήνες (φωτ. 4).

Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την κυριακάτική μας δραστηριότητα. Παντού σιωπή, απόλυτη ησυχία. Μόνο οι φωνές μας ακούγονταν κάπου-κάπου. Κρίμα που ένα τόσο μεγάλο χωριό έδειχνε εγκαταλειμμένο.

Η θερμοκρασία στα 1.260 μέτρα υψόμετρο στους 4ο C. Βλέποντας τις συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή φορτώναμε ανάλογα και τα σακίδιά μας. Αφού ετοιμαστήκαμε, ξεκινήσαμε την πορεία μας περπατώντας, αρχικά, στους στενούς δρόμους του χωριού (φωτ. 5).

Ακολουθούσαμε τα σημάδια της σήμανσης του μονοπατιού, που περνούσε δίπλα από τα έρημα από κόσμο σπίτια (φωτ. 6).

Οι πέτρινες πλάκες του οδοστρώματος υγρές. Παντού τρέχανε νερά, που άλλα ήταν πηγαία και κάποια άλλα προέρχονταν από τα λιωμένα χιόνια  (φωτ. 7, 8).

Η παρουσία άφθονων πηγαίων νερών ήταν και ο λόγος που δόθηκε στο χωριό το όνομα «Νάματα», που αρχικά ονομαζόταν «Πιπιλίτσα». Δεν κάναμε πολύ ώρα στα δρομάκια του χωριού και φτάσαμε στα τσιμεντένια σκαλοπάτια, στα αριστερά μας, που οδηγούσαν σε ένα δασικό δρόμο.

Τα ακολουθήσαμε μέχρι να φτάσουμε στα τελευταία σπίτια (φωτ. 9).

Βρεθήκαμε στο δασικό δρόμο που περνάει πάνω από το χωριό. Στο σημείο εκείνο, αποφασίσαμε να μην ακολουθήσουμε τα σημάδια του μονοπατιού που συνέχιζαν προς τα δεξιά, αλλά να κάνουμε μια δική μας διαδρομή παίρνοντας την πλαγιά που βλέπαμε ακριβώς μπροστά μας.

Ξέραμε πολύ καλά πως, από ένα σημείο και μετά, η κλίση της θα ήταν πολύ μεγάλη και πως το απότομο σε συνδυασμό με το χιόνι, που δεν γνωρίζαμε την ποσότητα και την ποιότητά του, θα μας δυσκόλευαν πολύ.

Γνωρίζοντας, όμως, τη δυνατότητα της ομάδας και έχοντας εμπιστοσύνη στην ικανότητα του καθένα μας πήραμε αυτήν την απόφαση. Να την ανηφορήσουμε, δηλαδή, «κόβοντας βουνό». Ο καιρός μέχρι εκείνη τη στιγμή καλός. Ο ουρανός με λιγοστά σύννεφα.

Χιόνια ακόμη δεν πατήσαμε, το έδαφος ήταν υγρό και λασπώδες. Περάσαμε δίπλα από ένα τμήμα πευκοδάσους, που η συνέχειά του απλωνόταν μετά το ρέμα, στα αριστερά μας, καλύπτοντας όλη την απέναντι πλαγιά. Στην πλαγιά εκείνη και πριν την είσοδο στο δάσος βρίσκεται ο Χώρος Αναψυχής με το κιόσκι και τις διάφορες πέτρινες κατασκευές (φωτ. 10).

Όσο ανηφορίζαμε, μας συντρόφευε ο ήχος, κάτω από τα πόδια, του νερού που περνούσε με δύναμη μέσα από σωληνώσεις. Στη διαδρομή μας συναντήσαμε πολλά φρεάτια. Περάσαμε δίπλα από μια τσιμεντένια ποτίστρα.

Στα 1.400 περίπου μέτρα υψόμετρο συναντήσαμε τα πρώτα χιόνια, τα οποία όσο ανεβαίναμε περίσσευαν  (φωτ. 11).

Η ποιότητα του χιονιού μέτρια. Ήταν υγρό και σε κάποια σημεία τα πόδια μας βυθίζονταν μέχρι το γόνατο.

Όσο ανεβαίναμε, τόσο το χωριό χανόταν κάτω χαμηλά (φωτ. 12).

Στα δεξιά μας μετά το ρέμα, σε ένα ύψωμα της πλαγιάς, διακρίναμε το κιόσκι και τους βράχους με τη  στάνη που βρίσκεται ακριβώς δίπλα τους, που τα συναντά κανείς εάν ακολουθήσει τα σημάδια της σήμανσης του κλασικού μονοπατιού. Του μονοπατιού, δηλαδή, που ξεκινά από το χωριό και καταλήγει στην κορυφή. Εμείς δεν το ακολουθήσαμε κάνοντας «δική» μας διαδρομή (φωτ 13).

Η κλίση της πλαγιάς που ανηφορίζαμε γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη. Το χιόνι πολύ, αλλά κάπως καλύτερο ποιοτικά. Τα πόδια μας δεν βούλιαζαν. Δεν χρειάστηκε, όμως, να φορέσουμε κραμπόν. Στα 1.650 μέτρα υψόμετρο τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν. Φυσούσαν δυνατοί άνεμοι και έκανε ψυχρούλα.

Σταματήσαμε να φορέσουμε τα αντιανεμικά μας (φωτ. 14).

Μια ολιγόλεπτη στάση και συνεχίσαμε την ανάβαση της πλαγιάς με τη μεγάλη κλίση (φωτ. 15, 16).

Ο καιρός εξακολουθούσε να είναι καλός. Τα σύννεφα στον ουρανό λιγοστά. Ο ήλιος έκανε την εμφάνισή του, δίνοντας λάμψη και χρώματα σε όλο το γύρω τοπίο, που αντίκριζαν τα μάτια μας. Εικόνες φανταστικές, απερίγραπτες.

Συνεχίζαμε. Βρισκόμασταν στην Αλπική ζώνη, που στο βουνό αυτό αρχίζει από πολύ χαμηλά. Δένδρα και θάμνους δεν συναντούσαμε πουθενά. Όλο το κομμάτι ήταν γυμνό από βλάστηση.

Πριν την κορυφογραμμή οι δυνατοί άνεμοι κάνανε το παιχνίδι τους. Το χιονάκι που «κουβαλούσαν» στο πέρασμά τους κτυπούσε με δύναμη στα μάγουλά μας.

Το σκηνικό άλλαζε σε κάθε μας βήμα. Τη μια η καθαρή ατμόσφαιρα, την άλλη η ομίχλη και τα ανεμοσούρια  (φωτ. 17, 18).

Προχωρούσαμε. Χρειαστήκαμε 2 ώρες και 50 λεπτά δύσκολης ανηφορικής πορείας, απο το χωριό, για να βρεθούμε στην κορυφογραμμή. Μπροστά μας ο ήλιος, που με τη λάμψη του από ψηλά έκανε όλο το γύρω τοπίο να φαίνεται φανταστικό. Χαμηλά τα σύννεφα που πηγαινοέρχονταν.

Επιφωνήματα θαυμασμού, εικόνες απερίγραπτες.

Βλέπαμε όλη την βουνοκορυφή και πιο πέρα την ψηλότερη κορυφή του ορεινού όγκου, το «Άσκιο», που ήταν και ο προορισμός μας. Όλο το τοπίο ολόλευκο και εμείς να «περπατάμε» πάνω από…τα σύννεφα (φωτ. 19, 20).

Ταξιδεύοντας το βλέμμα μας γύρω-γύρω, αντικρίζαμε κάτι παράξενο. Χαμηλά οι περιοχές των Νομών Κοζάνης, Γρεβενών, Καστοριάς. Στη μέση του ορίζοντα μια λευκόγκριζη λωρίδα από σύννεφα και ψηλότερα το γαλάζιο του ουρανού (φωτ. από 21 έως και 24).

Φωτογραφίες και συνέχεια για τον προορισμό. Ακολουθήσαμε την κορυφογραμμή (φωτ. 25)

Το χιόνι παγωμένο, δεν μας δυσκόλεψε πολύ. Ήταν ελάχιστα τα σημεία  που το πόδι μας βούλιαζε μέσα. Στο πέρασμά μας αντικρίσαμε τις δημιουργίες, πάνω στο χιόνι, της θαυματουργού Φύσης (φωτ. 26).

Μετά από 3 ώρες και 15 λεπτά πορείας, από το χωριό,  φτάσαμε στην ψηλότερη κορυφή του όρους Σινιάτσικο, το «Άσκιο» (φωτ. 27)

Την κορυφή αυτή οι ντόπιοι την αποκαλούν «Σημείο», σύμφωνα με την Βικιπαίδεια. Αυτό που την κάνει να ξεχωρίζει από όλες τις άλλες είναι: πρώτον, η τοποθετημένη μεταλλική ελληνική σημαία που στέκεται όρθια στα 2.111 μέτρα υψόμετρο αντιστεκόμενη στους δυνατούς ανέμους που φυσούν στο σημείο και αντέχοντας στο βάρος του χιονιού. Και δεύτερον, το μικρό εκκλησάκι με το μεταλλικό σταυρό που όλα μαζί βρίσκονται κοντά στο τριγωνομετρικό κολωνάκι της ΓΥΣ ( Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού) (φωτ. 28, 29).

Επιφωνήματα χαράς, της επιτυχίας του τολμήματος. Τα καταφέραμε.

Στα 2.111 μέτρα υψόμετρο φυσούσε πολύ, τα μποφόρ πολλά. Δεν μπορούσαμε να σταθούμε. Ο δυνατός αέρας μας πήγαινε πέρα-δώθε (φωτ. 30, 31).

Κατεβήκαμε λίγο πιο κάτω από την κορυφή για να προφυλαχτούμε (φωτ. 32).

Στο σημείο εκείνο δεν καθίσαμε πολύ. Η ομίχλη παρασυρμένη από τους ανέμους κάλυψε όλο το τοπίο και από λεπτό σε λεπτό όλο πύκνωνε. Αποφασίσαμε να μη καθίσουμε να ξαποστάσουμε, αλλά να πάρουμε το μονοπάτι της επιστροφής ( φωτ. 33).

Η επιστροφή μας από την ίδια διαδρομή. Ακολουθούσαμε τα πατήματά μας. Όσο κατηφορίζαμε, τόσο το σκηνικό άλλαζε. Η ομίχλη αραίωνε. Οι αέρηδες κάλμαραν, τα μποφόρ ελάχιστα. Άρχιζε να εμφανίζεται όλο το τοπίο της περιοχής (φωτ. 34)..

Βλέπαμε χαμηλά μπροστά μας το χωριό Νάματα. Κοιτάζοντας ψηλότερα και δεξιά διακρίναμε το άλλο ορεινό χωριό του Νομού Κοζάνης, τη Βλάστη (φωτ. 35, 36, 37).

Σε κάποιο σημείο της διαδρομής, εκεί που δεν φύσαγε, αποφασίσαμε να καθίσουμε. Επιτέλους, ήταν η ώρα του κολατσιού, της ξεκούρασης (φωτ. 38).

Απολαμβάναμε τα σάντουϊτς μας χαζεύοντας όλη τη γύρω θέα και ακούγοντας μουσική μέσω ασυρμάτου. Ήταν οι στιγμές που αφεθήκαμε να τα ξεχάσουμε όλα. Ξεχάσαμε τη δυσκολία της διαδρομής, τις καιρικές συνθήκες που αντιμετωπίσαμε κατά τη διάρκεια της πορείας.

Όλα αυτά μπήκαν στο περιθώριο και αυτό που μας αποζημίωνε εκείνη τη στιγμή ήταν η ομορφιά του τοπίου και η θέα από τα 1.600 περίπου μέτρα. Χρόνος ξεκούρασης 20 λεπτά. Αφού βγάλαμε και την απαραίτητη αναμνηστική φωτογραφία, αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στο χωριό.

Οι εικόνες γνώριμες, με διαφορετικό όμως φωτισμό ( φωτ. από 39 έως και 42)

Στο αντίκρισμα του χωριού, ψάξαμε να δούμε κάποια καπνοδόχο να καπνίζει. Ψάξαμε για κάποιο σημείο ζωής, μιας ανθρώπινης παρουσίας. Τίποτα (φωτ. 43).

Φτάσαμε στο χωριό. Έδειχνε διαφορετικό. Ο ήλιος με τη μεσημεριανή λάμψη του το χρωμάτιζε με χρώματα ομορφιάς (φωτ. από 44 έως και  47).

Κοιτάζοντας προς τα πίσω χαζέψαμε όλη τη πλαγιά που κάποιες ώρες πριν ανηφορίσαμε (φωτ. 48).

Χρειαστήκαμε 2 ώρες και 20 λεπτά, από την κορυφή, για να φτάσουμε στο αυτοκίνητό μας (φωτ 49).

Ήταν η στιγμή που νιώθαμε ευγνώμονες απέναντι στον εαυτό μας, για την απόφασή μας να φτάσουμε ως εδώ και να το τολμήσουμε. Να τολμήσουμε να ανεβούμε στην ψηλότερη κορυφή αδιαφορώντας για τις αντίξοες συνθήκες που θα συναντούσαμε.

Αφού ετοιμαστήκαμε, πήραμε το δρόμο της επιστροφής για την Βέροια (φωτ. 50, 51, 52)

Στο σημείο αυτό έφτασε στο τέλος της άλλη μια ορειβατική μας εξόρμηση στις πλαγιές του ορεινού όγκου Σινιάτσικο, με αμέτρητες εικόνες που «αποτυπωμένες» σε μια γωνιά του μυαλού μας θα μας συντροφεύουν πλέον από δω και πέρα.

 Απολογισμός :

Διαδρομή :  Χωριό Νάματα ( υψ. 1.287 μ.) – διαδρομή εκτός

μονοπατιού – κορυφή «Άσκιο ή 2.111» – Επιστροφή.

Υψομετρική διαφορά: 1.000 περίπου μέτρα. ( με τα

ανεβοκατεβάσματα ).

Χρόνος:       6 ώρες   ( συνολικός χρόνος)

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας