“Ποια είναι η κουλτούρα της διδασκαλίας;” γράφει ο Νίκος Τσούλιας
Μπορεί ένας εκπαιδευτικός να λειτουργήσει σωστά αν δεν αγαπά τα παιδιά και τη διδασκαλία και αν δεν έχει πάθος με την αγωγή των νέων;
Η διδασκαλία δεν είναι μια επαγγελματική δραστηριότητα, την οποία ασκείς με ένα προσδιορισμένο πλαίσιο ευθύνης στο χώρο εργασίας και μετά απ’ εκεί λειτουργείς με μια άλλη αντίληψη και πρακτική, με το δικό σου αυθεντικό τρόπο ζωής. Ισχυρίζομαι ότι ο εκπαιδευτικός που διδάσκει, για να έχει νόημα και αξία η διδασκαλία του πρέπει να του διαμορφώνει και μια κουλτούρα που θα τον χαρακτηρίζει στην καθημερινότητά του και στη ζωή του.
Η διδασκαλία δεν είναι μια «στολή» που τη φοράει ο εκπαιδευτικός στο σχολείο και μετά τη βγάζει για να λειτουργήσει ελεύθερα και ανεξάρτητα. Αν νιώθει έτσι, είναι προφανές ότι έχει μια σκληρή επαγγελματική σχέση με το σχολείο, η οποία αφενός τον περιορίζει στην ανάπτυξη των δημιουργικών δυνάμεών του (και έτσι δεν απολαμβάνει και τη μοναδική αίσθηση χαράς της διδασκαλίας και της παιδαγωγικής) και αφετέρου αποστερεί από το σχολείο και από τους μαθητές ένα φωτεινό πεδίο της μάθησης και της αγωγής που συνδέεται κυρίως με το συναισθηματικό και τον ψυχικό κόσμο εκπαιδευομένων και εκπαιδευτικών αλλά και με το πολιτισμικό σκηνικό του σχολείου.
Η διδασκαλία ή θα τροποποιεί την αρχική συμπεριφορά του αδιόριστου εκπαιδευτικού επιδρώντας ακόμα και στο αξιακό στερέωμά του και στον χαρακτήρα του, στο ήθος και στη συμπεριφορά του ή θα παραμείνει μια τυπική άσκηση υπαλληλικών καθηκόντων που δεν θα αφήνει «τίποτα και σε κανέναν». Ουσιαστικά η διδασκαλία γίνεται παιδαγωγός στον εκπαιδευτικό και στη συνέχεια μετασχηματίζει τον ίδιο τον εκπαιδευτικό σε μορφή παιδαγωγού. Γεννιέται δε η διδασκαλία από τις πολλαπλές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς και στο σχολείο, στους μαθητές, στους γονείς, στην πολιτεία αλλά και στην κοινωνία. Γιατί ο εκπαιδευτικός γνωρίζει πολύ καλά ότι όλοι αυτοί οι συντελεστές έχουν συγκεκριμένες απαιτήσεις και προσδοκίες απ’ αυτόν. Μπορεί να μην είναι όλες απόλυτα συγκεκριμένες και τυποποιημένες αλλά αντίθετα είναι πολύ ισχυρές γιατί λειτουργούν στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Και μόνο η βαριά κληρονομιά που έχει ο εκπαιδευτικός απέναντι στο μέλλον των μαθητών δημιουργεί ένα σκηνικό μεγάλης ευθύνης αλλά και μεγάλης ελευθερίας, γιατί κάθε μορφή ελευθερίας έχει πηγή στην ευθύνη και στη συνείδηση που αυτή προκαλεί.
Ας θέσουμε και κάποια ερωτήματα, τα οποία θα μας διευκολύνουν στην ανάλυση του θέματός μας. Μπορεί ένας εκπαιδευτικός να λειτουργήσει σωστά αν δεν αγαπά τα παιδιά και τη διδασκαλία και αν δεν έχει πάθος με την αγωγή των νέων; Μπορεί να μην έχει κατακτήσει σε σημαντικό βαθμό τον ορθολογισμό και την κουλτούρα του διαλόγου, να είναι αυταρχικός και δεσποτικός και να μη διαπνέεται από ευαισθησία και από δημοκρατικές αντιλήψεις; Μπορεί να διαπαιδαγωγεί, αν ο ίδιος δεν έχει καλλιεργήσει στον εαυτό του την ανάλογη μορφή διαγωγής; Αν ένας εκπαιδευτικός είναι αγενής ή βίαιος ή αδιάλλακτος ή ερειστικός κλπ, στην εξωσχολική του ζωή, μπορεί μέσα στην αίθουσα να υφίσταται πλήρη μετάλλαξη και να είναι κάποιος άλλος; Και αν στην τοπική κοινωνία του σχολείου αντιλαμβάνονται οι γονείς και οι μαθητές και οι πολίτες μια σκαιά συμπεριφορά του, δεν θα έχουν διαμορφώσει πλέον τη γνώμη τους γι’ αυτόν και δεν θα θεωρούν στην καλύτερη περίπτωση ότι η υποκρισία του στην αίθουσα δεν έχει καμιά αξία; (Μια φορά εκστόμισα σε έναν οδηγό ταξί μια άσχημη λέξη, γιατί με είχε κλείσει απότομα και επικίνδυνα και όταν αυτός μου είπε με ηρεμία «μπράβο σου, είσαι και καθηγητής», όχι μόνο έχασα το δίκιο μου αλλά ένιωσα ντροπή και κάπως την απάλυνα ζητώντας του απολογητικά συγγνώμη).
Φυσικά δεν ισχυρίζομαι ότι ο εκπαιδευτικός θα είναι ένας άγιος ή έστω ένας άμεμπτος και υποδειγματικός πολίτης. Θα έχει αδυναμίες και ελαττώματα, θα κάνει λάθη και θα έχει «κακές στιγμές» – και αλλοίμονο αν δεν συνέβαιναν αυτά -, αλλά έχει σημασία στο πώς τα διαχειρίζεται, στο αν κάνει αυτοκριτική και το σπουδαιότερο στο αν προσπαθεί να τα υπερβεί. Εδώ άλλωστε είναι και η πιο ζωντανή αφήγηση της παιδαγωγικής, στον ίδιο τον τρόπο ζωής του παιδαγωγού.
Συχνά ακόμα και μια αποστροφή του λόγου του εκπαιδευτικού είτε σε γενικό επίπεδο της αίθουσας είτε στο προσωπικό επίπεδο ενός μαθητή μπορεί να επηρεάσει τη νοοτροπία κάποιων μαθητών στη μελλοντική τους ζωή. Γιατί ένα από τα πιο σημαντικά πρόσωπα που εμπιστεύεται ο μαθητής είναι ο εκπαιδευτικός και αυτό απορρέει και από τη θεσμική του ιδιότητα αλλά και κυρίως από την ίδια τη συμπεριφορά του εκπαιδευτικού. Επομένως όχι μόνο δεν μπορεί να προδοθεί μια τέτοια μορφή εμπιστοσύνης αλλά έτι περαιτέρω πρέπει να μετασχηματιστεί σε αγάπη ή σε συμπάθεια του μαθητή προς τον εκπαιδευτικό.
Εδώ ακριβώς είναι η ψυχή της διδασκαλίας, να έχει ο εκπαιδευτικός τέτοια ειλικρινή και αυθεντική συμπεριφορά και λειτουργία και όχι φτιασιδωμένη, έτσι ώστε να κερδίζει την εμπιστοσύνη και την αγάπη των μαθητών του. Μετά τα πάντα γίνονται πιο φωτεινά…