“Γκόλφω Project”. Ένα ευρηματικό και τολμηρό παιχνίδι αντιθέσεων από τους “Ονειροπόλους” του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας
Δήμητρα Σμυρνή
Το κυρίαρχο συναίσθημα για οποιονδήποτε καλείται να δει τη «Γκόλφω», το βουκολικό δράμα του Σπυρίδωνα Περεσιάση, που γράφτηκε το 1893, είναι η επιφυλακτικότητα και σε δεύτερη φάση η απορία. Μα τι έχει να πει στο σημερινό θεατή, αποδέκτη τόσων πολλών δραματουργικών καινοτομιών, ένα έργο τόσο παλιό και συνάμα απλοϊκό;
Η «Γκόλφω» όμως δεν είναι απλά ένα έργο του παρελθόντος, είναι ένα έργο σταθμός, που στο δεκαπεντασύλλαβό του κλείνει το χαρακτήρα του Έλληνα, όπως διαγράφεται μέσα από την ιστορική και κοινωνική πορεία του μετά την Επανάσταση.
Συνόδεψε τις περιπέτειες του Ελληνισμού – Δικτατορία του Μεταξά, Εθνική Αντίσταση, Εμφύλιος – μετατρέποντας την παράσταση κάθε φορά σε συμβολική πράξη αντίστασης, κάτι που αποδεικνύεται και από την καλύτερη ταινία του Αγγελόπουλου, το «Θίασο», που χρησιμοποιεί τη «Γκόλφω» εμβληματικά, για να σκιαγραφήσει τα μπουλούκια της εποχής.
Και τώρα, εδώ στη Βέροια,«Γκόλφω» για δεύτερη φορά, μετά το καλοκαίρι του ’17, και πάλι στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Οι «Ονειροπόλοι» του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας, Ομάδα Έκφρασης των Εργαστηρίων του, τόλμησαν να την ανεβάσουν, κόντρα σε οποιαδήποτε επιφύλαξη!
Αποτέλεσμα; Πρώτο συναίσθημα, πριν καν αρχίσει η χθεσινή παράσταση, η έκπληξη! Οι «Ονειροπόλοι», μαθητές του Λυκείου στο σύνολό τους, είναι παραταγμένοι κάτω από τη σκηνή, αριστερά και δεξιά των θεατών, με κοστούμια και θεατρική έκφραση στα πρόσωπά τους που γεννά προσδοκίες για κάτι διαφορετικό. Ακίνητοι, κυοφορούν ένα δρώμενο που τουλάχιστον, σκέφτεσαι, θα ξεφεύγει από το τυπικό.
Η παράσταση αρχίζει και εκείνο που τη σφραγίζει ήδη από τα πρώτα δευτερόλεπτα είναι η δράση. Όχι μια δράση ανούσια, χαρακτηριστικό των τελευταίων αμερικάνικων ταινιών που καταντά αυτοσκοπός, δράση ουσίας, που δίνει έναν διονυσιακό ρυθμό, που θα συνοδέψει την παράσταση στο μεγαλύτερο μέρος της.
Ήχος και κίνηση διαχέονται στη σκηνή, που από το σκοτάδι περνάει στο φως, αναδεικνύοντας το εξαιρετικά αφαιρετικό και ατμοσφαιρικό σκηνικό και τα πρώτα κοστούμια. Ο Τάσος και η Γκόλφω, βγαλμένοι θαρρείς από ένα παρελθόν, που δεν παύει όμως να είναι και παρόν, με τις αποχρώσεις του μαύρου στο ντύσιμό τους, παιδιά της υπαίθρου του 19ου αιώνα αλλά και των πόλεων του 21ου, σε ξαφνιάζουν καθώς ανταλλάσσουν όρκους αγάπης με τον ίδιο τρόπο που ο έρωτας πορεύεται μέσα στην αιωνιότητα.
Και γύρω τους η κλειστή κοινωνία του χωριού, συγγενείς με κυρίαρχη τη μορφή της μάνας, ο πλούτος με τη μορφή των τσελιγκάτων της εποχής, αποτελώντας τον καθοριστικό μοχλό εξουσίας στις ανθρώπινες σχέσεις, και οι ανώνυμοι με τη μορφή του χορού της Αρχαίας Τραγωδίας, που σχολιάζει χωρίς όμως να δρα.
Η αγάπη συγκρούεται με τον πλούτο, η εντιμότητα με το συμφέρον, η αγνότητα με τη διαφθορά. Νικητής τελικά, μετά από προσωρινή ήτα της, η αγάπη, που περνά όμως μέσα από το θάνατο. «Κραταιά ως θάνατος αγάπη»!
Απλοϊκός μύθος. Καθόλου όμως απλοϊκή παράσταση. Ο Πέτρος Μαλιάρας που την σκηνοθέτησε κατάφερε να πλάσει με τους «Ονειροπόλους» του μια παράσταση υψηλών προδιαγραφών, που αντέχει σε κάθε κριτική, γιατί διαθέτει πάθος, φαντασία, τόλμη, ευρηματικότητα και εξαντλητική δουλειά.
Κατόρθωσε να κινήσει όλους τους μαθητές του πάνω στη σκηνή, αναδεικνύοντας τις δυνατότητες όλων, πολυδιασπώντας τους ρόλους και βάζοντας το θεατή σ’ ένα αδιάκοπο παιχνίδι εντυπώσεων, όπου κυριολεκτικά ακροβατούσε ο ίδιος ο σκηνοθέτης και τα παιδιά του σ’ ένα τεντωμένο σχοινί ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό, ανάμεσα στο κλασικό και το μοντέρνο. Και τα κατάφερε!
Κορυφαίες σκηνές ο ύμνος της αγάπης από τη Γκόλφω, η κατάρα της, και η πολλαπλότητα του ειδώλου του ζευγαριού στο τέλος, χωρίς να αδικούνται στο ελάχιστο οι πολυπληθείς σκηνές δράσης ή βουβής κατάθεσης συναισθημάτων.
Λαμπροί όλοι οι νεαροί μαθητές του αγαπημένου τους σκηνοθέτη, γιατί μόνο μια σχέση αγάπης μπορεί να βγάλει –πέρα από το ταλέντο και τη σκληρή δουλειά του ίδιου- αυτό το αποτέλεσμα, με μόνη παρατήρηση την πιο αργή εκφορά στο λόγο τους, ώστε ο θεατής να αντιλαμβάνεται καλύτερα το κείμενο.
Τους ρόλους ερμήνευσαν (αλφαβητικά) οι:
Βατμανίδου Ειρήνη, Γιομπλιάκης Ερμής, Γκαμεζανταρσβίλι Άννα, Δασκάλου Χρύσα, Ζαφείρης Νικόλαος, Θεοδοσίου Άννα, Θεοδωρίδης Βασίλης, Καλλιαρίδου Όλγα, Κεφάλα Μαρία, Κετίκογλου Ελπίδα, Κρεμλίδου Τατιάνα, Κωφίδου Αργυρώ, Κωφίδης Ιωάννης, Λεκός Παναγιώτης, Λεονταράκης Γεώργιος, Μπούσουλας Χάρης, Παπαδόπουλος Πολύταρχος, Παπαλάμπρου Λυδία, Σαράντη Δήμητρα, Τριανταφυλλίδου Μαρία, Σέφερ Γεώργιος.
Η σκηνογραφική και ενδυματολογική θεώρηση του έργου από την ταλαντούχα Χριστίνα Αβραμίδου εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και πραγματικά εντυπωσιακή.
Η μουσική, άκρως υποστηρικτική δύναμη στο δρώμενο, επιλογές του Πέτρου Μαλιάρα και του Αλέξανδρου Καροτσέρη, συνδυάζοντας υποβλητικά ηπειρώτικα μοτίβα με ροκ πινελιές, καθόρισε την παράσταση κυριαρχικά.
Οι φωτισμοί του Γιώργου Βέγκου με τις πολλαπλές εναλλαγές τους, η ηχοληψία του Αλέξανδρου Καροτσέρη, η γραφιστική επιμέλεια και η φωτογραφία του Τάσου Θώμογλου με την οργάνωση της παραγωγής και την προβολή της παράστασης από την Κατερίνα Γρηγοριάδου, καθόρισαν την ολοκληρωτική εικόνα της.
Μια παράσταση που θα παιχτεί για τελευταία φορά, εκτός προγράμματος – μετά από απαίτηση των θεατών που παρακολούθησαν όρθιοι τις παραστάσεις του Σαββάτου και της Κυριακής- και απόψε Δευτέρα, 8 Ιανουαρίου 2018, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών της Βέροιας, στις 8 το βράδυ.
Το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας βρίσκεται αυτήν τη στιγμή σε εποχή μεγάλης άνθισης, όχι μόνο με τους πάνω από 300 μαθητές των εργαστηρίων του, αλλά και με τις παραγωγές του, που αποπνέουν ποιότητα και πολλή δουλειά. Πρέπει, λοιπόν, οι αποδέκτες αυτής της πολιτιστικής δημιουργίας να γίνουν όσο το δυνατόν περισσότεροι. Μια ακόμη παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ που δεν πρέπει να μείνει στα στενά όρια του Νομού.
Φωτογραφίες: faretra.info