Απόψεις Πολιτισμός

Έθιμα γέννησης βλαχόφωνων Ανατολικού Βερμίου (2) γράφει ο Γιάννης Τσιαμήτρος

Οικογένεια Τίκα, Βέροια 10ετία του ’30

 Γιάννης Τσιαμήτρος

     Στο προηγούμενο σημείωμα γράψαμε γενικά στοιχεία για τη γέννηση και  κατόπιν επικεντρωθήκαμε στην εγκυμοσύνη. Σήμερα ασχολούμαστε με τον τοκετό και τη λοχεία.

      Τοκετός (βιάστα αμιντέ, λισουρέ = η νύφη γέννησε, ξαλάφρωσε)

Όταν οι πόνοι έπιαναν την έγκυο γυναίκα,  και αυτή αλλά και το άμεσο περιβάλλον της προσεύχονταν  ή  πήγαιναν στην εκκλησία να ανάψουν κερί για να πάνε όλα καλά. Όταν – μετά την εκκλησία – η γυναίκα γύριζε στο σπίτι, έπρεπε να περάσει γέφυρα τρεις φορές για να φύγει το παιδί από την κοιλιά της, όπως φεύγει το νερό κάτω από τη γέφυρα.

Μόλις την έπιαναν οι δυνατοί  και συχνοί πόνοι, τότε έριχναν  από το πουκάμισο της  ένα αυγό να γλυστρίσει και να πέσει το παιδί, όπως γλυστράει το αυγό από το πουκάμισο.

Κατά τη γέννα φώναζαν στο σπίτι τη μαμή. Αυτή, όταν έρχονταν, δεν μιλούσε καθόλου στην έγκυο, αν πρώτα δεν της έριχνε νερό στο κεφάλι. Το νερό το έριχνε τρεις φορές  με τα χέρια της λέγοντας  ταυτόχρονα ψιθυριστά και τα λόγια: Κουμ βιάρσ. άπα, αξί  σ’φούγκ. σι νίκλου (όπως χύνεται το νερό, έτσι να φύγει και το παιδί). Επίσης η μαμή για να μετριάσει τον πόνο, άλειφε την κοιλιά με λάδι, την έδινε να πιει χαμομήλι με λάδι και την γυρνούσε με τη μέση στη φωτιά  για να πυρωθεί. Της έδινε επίσης ένα φλιτζάνι κρασί με ζεστό λάδι  για να ‘καθαριστούν τα αίματα’. Ποτέ δεν της έδινε να πιει νερό.

Βλάχικη οικογένεια Νάματα 1930, αρχ ΛΣΒΒ

Στο στάδιο της εξώθησης, συνήθως έδεναν μια τριχιά από τις γριντιές  κι έκαναν μια κούνια, στην οποία η έγκυος ακουμπούσε το στήθος, ενώ τα χέρια της και τα γόνατά της τα στερέωνε στο πάτωμα και το κεφάλι της ήταν αγκαλιά σε μια γυναίκα. Επίσης  ξεκάρφωναν όλα τα μπηγμένα καρφιά, που ήταν στο δωμάτιό της, για να ξεκαρφωθεί και το παιδί. Της έδιναν ακόμη να δαγκώσει τις κοτσίδες της, ώστε να αναγουλιάσει. Ετσι έβαζε δύναμη κι έβγαινε το παιδί ευκολότερα.

Αφού γεννιόταν το παιδί, η μαμή του έδενε τον αφαλό και έκοβε το κομμάτι που περίσσευε Μετά έκαιγε μαλλί και τη στάχτη του την έβαζε πάνω στον αφαλό για να κλείσει η πληγή και να μη μολυνθεί. Για να πέσει καλά το μπουρίκλου –  ‘ύστερο’ (πλακούντας – υμένας) πιο εύκολα και γρήγορα, πατούσε τη κοιλιά της. Μετά  παράχωναν το ύστερο μέσα στη στάχτη του τζακιού, όπου χώνευε και χανόταν. Πολλά παιδιά γεννιόταν με σκέπη (λεπτή μεμβράνη). Αυτήν την έβαζαν  στα κεραμίδια να στεγνώσει και μετά την έφτιαχναν γιατρικό (ιλιάτσι). Λέγανε πως τα παιδιά που γεννιόντουσαν με σκέπη, ήταν τυχερά.

Στο τέλος η μαμή  έπαιρνε τη ρόκα, στην οποία περνούσε ένα κρεμμύδι κομμένο και μιτάρια του αργαλειού που τα έβαζε στο προσκέφαλο της λεχώνας για να διώξουν τα κακά πνεύματα.

Οι σπιτικοί επίσης ‘έπαιρναν σχαρίκια’ (νι λουάρ. σιχ.ρίκι), δηλαδή ανάγγελναν  με ένα παιδί του σπιτιού τη γέννηση  στους συγγενείς, οι οποίοι  το έδιναν φιλοδώρημα.

Λοχεία – λεχώνα (λιχουάν.) – βρέφος

Το παιδί το αλάτιζαν καλά για να μη συγκαεί και το τύλιγαν με φασκιές και μάλλινα σπάργανα. Βέβαια πρόσεχαν και τη λεχώνα να μην κρυώσει, ιδιαίτερα σε κρύα περίοδο. Έβαζαν το παιδί  δίπλα από τη μητέρα του και περνούσαν οι συγγενείς – και ο πατέρας του βέβαια που περίμενε από έξω –  για να το  δουν και να το ασημώσουν.  Όταν το κερνούσαν έλεγαν: «Ντι λα ιό ψ΄.νι, ντι λα Ντουμνιτζέλου μούλτι = Από μένα λίγα, από το Θεό πολλά» ή «άϊντι σ’πάππου = άϊντε και παππούς», αν ήταν αγόρι και «άϊντι σ’μάϊα = άϊντε και γιαγιά», αν ήταν κορίτσι. Το ξετύλιγαν και του έκαμαν μπάνιο μετά από τρεις μέρες, όπως επίσης άλλαζαν και τη λεχώνα και καθάριζαν το πάτωμα κάτω από το στρώμα. Στις τρεις μέρες ακόμα η λεχώνα άρχιζε να κυκλοφορεί μέσα στο σπίτι και φορούσε μια κόκκινη κορδέλα στο κεφάλι. Την τρίτη ημέρα καλούσαν τον παπά να διαβάσει  ευχές. Αυτήν ακριβώς την ημέρα, καλούσαν όλους τους συγγενείς και τους φίλους και  βάζανε ‘το τραπέζι της Παναγίας’ (μπ.γκά μάσιλι αλ Στ.μ.ρίι). Έβαζαν και μια σουπιέρα με νερό κι εκεί μέσα έριχναν χρήματα για το μωρό (το ασήμωναν). Οι συγγενείς εύχονταν: «Χαϊρλίτικο και με άλλο» (Χαϊρλίτκου, σ’κου αλλάντου).

Οικογένειες Μ. Βέρου και Δ. Φιτίκα 1935 ,αρχ ΛΣΒΒ

Και τις άλλες ημέρες μετά από μια εβδομάδα από τη γέννα έρχονταν η νουνά,  γνωστές και συγγενείς γυναίκες για να δούνε το νεογέννητο και τη λεχώνα, δηλ. να πάνε το ‘λιχουνιάτκο’ (σ’ατσέμ λιχουνιάτκου – να πάμε το λιχουνιάτκο). Ηταν συνήθως   ‘τούρτα’ = ψωμί στο ταψί (κουλάκλου) με μια σουπιέρα πιλάφι ρύζι καθώς επίσης και τηγανίτες, λαγγίτες, γλυκίσματα κλπ.

Όταν έβλεπαν το βρέφος φτύνανε τρεις φορές στο κόρφο του για να μη το ματιάσουν κι έβαζαν το κέρασμά  κάτω από το μαξιλάρι του στη σαρμανίτσα (ξύλινη κούνια). Η σαρμανίτσα ήταν συνήθως δώρο του παππού ή της γιαγιάς από τη μεριά του πατέρα του μωρού. Η για πρώτη φορά εναπόθεση του βρέφους στη σαρμανίτσα ήταν αυστηρά τελετουργική: Το ‘σταύρωναν’, δηλαδή, έκαναν τρεις φορές το σημάδι του σταυρού επάνω του και στο μαξιλάρι. Εάν βασίλευε ο ήλιος, και οι επισκέπτες έπρεπε να φύγουν, έβγαζαν μια κλωστή από τα ρούχα τους, έφτυναν το μωρό  τρεις φορές  και έβαζαν επάνω του την κλωστή.

Μωρό στη σαρμανίτσα

Ένα ολόκληρο 24ωρο μετά τη γέννα δεν άφηναν τη λεχώνα να κοιμηθεί γιατί πίστευαν ότι, αν λιποθυμούσε στον ύπνο, θα πέθαινε. Μόλις την έπαιρνε ο ύπνος, την κτυπούσαν για να ξυπνήσει. Εάν αυτή ζαλιζόταν,  έκαιγαν ένα μαύρο πανί για να το μυρίσει. Δεν την άφηναν μόνη για τρεις ολόκληρες μέρες. Αν κατά ανάγκη έμενε μόνη, τοποθετούσαν ανάποδα τη σκούπα ή τη μασιά του τζακιού πίσω από τη πόρτα. Η σκούπα μέχρι τα σαράντα πίστευαν ότι ‘σκουπίζει’ όλα τα κακά από το σπίτι.

Τα τρία πρώτα βράδια μετά τη γέννα πίστευαν ότι  οι Μοίρες έρχονταν για να ‘μοιράνουν’ το παιδί κι έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι του  χρήματα και θυμίαμα και δίπλα από την σαρμανίτσα μια σκούπα. Η πίστη στη δύναμη της Μοίρας και γενικά η Μοιρολατρία ήταν γνωρίσματα όλων των παραδοσιακών κοινωνιών. Γνωστή είναι η παροιμία: «Ότι γράφουν οι μοίρες, δεν ξεγράφεται». (συνεχίζεται)

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ‘Ημερήσια’ Βέροιας στις 19-9-2015)

Την ερχόμενη Κυριακή  3 Δεκεμβρίου  θα δημοσιευθεί το 3ο μέρος της εργασίας.

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ