Η κυρία Δάφνη κοίταζε περίεργα τις δύο μεγάλες τσάντες που κουβαλούσε η κόρη της, η Ελπίδα. «Τι μπορεί να έχουν;» αναρωτήθηκε.
Έκπληξη ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της, όταν είδε την Ελπίδα να βγάζει, με μεγάλη προσοχή, από τις τσάντες , μικρά και μεγαλύτερα κουτιά και να τα αφήνει στο πάτωμα. Η έκπληξή της έγινε ακόμα μεγαλύτερη, όταν παρατήρησε ότι όλα είχαν γύρω γύρω τρύπες! Ύστερα, η Ελπίδα, άρχισε να βγάζει στρογγυλά κυπελάκια, μπουκαλάκια και άσπρα μικρά ρολά από ύφασμα. Η έκπληξη έγινε περιέργεια μεγάλη, ώσπου δεν άντεξε και ρώτησε.
«Ελπίδα, τι είναι όλα αυτά; Τι έχουν μέσα τα κουτιά;»
«Όπως ξέρεις , μαμά, είμαι εθελόντρια σε μια ομάδα προστασίας άγριων ζώων και πτηνών. Εδώ μέσα λοιπόν, είναι πουλιά που χρειάζονται φροντίδα, και αφού θα έλειπα κάποιες μέρες, τα πήρα μαζί μου».
Κόκκαλο η κυρία Δάφνη. Λέξη δεν βγήκε από το στόμα της.
Τα κουτιά μεταφέρθηκαν στο δωμάτιο που είχαν για πολλές χρήσεις. Τα χάρτινα «σπιτάκια» των πουλιών, αραδιάστηκαν προσεκτικά στο πάτωμα και κουτάκια, μπουκαλάκια και τα ρολά από ύφασμα- επίδεσμοι ήταν- τοποθετήθηκαν στο τραπεζάκι στη γωνία. Όλα με τάξη και προσοχή.
Η Ελπίδα άρχισε να ανοίγει ένα ένα τα κουτιά. « Έλα μαμά, να δεις. Εδώ είναι ένα μωρό Σταχτάρα˙ κοίτα εδώ, ένα Βαρβαράκι κι εδώ ένας Συκοφάγος, και εδώ…!!!»
Η κυρία Δάφνη κοίταζε χωρίς να μιλάει άκουγε προσεκτικά την Ελπίδα να της εξηγεί τι είχε συμβεί στο καθένα.
Όταν τελείωσε, κάθισε στο πάτωμα, έβαλε ένα καθαρό πανί στην ποδιά της, πήρε ένα από τα κυπελάκια δίπλα της , λίγο νερό και με τα δυο της χέρια έβγαλε από το «σπιτάκι» ένα μικρό πλασματάκι και το έβαλε στα πόδια της. Ύστερα άρχισε, με τρόπο μοναδικό, να το ταΐζει. Το ίδιο έγινε και με τα υπόλοιπα. Κάποια από αυτά έδειχναν πεινασμένα, άνοιγαν ανυπόμονα το στόμα τους, κάποια άλλα όμως ήταν ανήμπορα να το κάνουν και χρειάζονταν μεγαλύτερη προσπάθεια και βοήθεια. Σ’ όλο αυτό το διάστημα η κυρία Δάφνη, σκεπτική και προβληματισμένη, άκουγε την κόρη της να τους μιλάει με υπομονή και τρυφερότητα.
Για το τέλος άφησε εκείνο, που το φτερό του ήταν σπασμένο από χτύπημα σε τζάμι, όπως της εξήγησε η Ελπίδα. Έβγαλε προσεκτικά τον επίδεσμο που ήταν δεμένο, πήρε έναν καθαρό κι άρχισε πάλι να το δένει. «Σα να άρχισε να γίνεται καλά το φτερό σου», την άκουσε να μουρμουρίζει.
Την άλλη μέρα το πρωί, ξεκίνησαν για μια βόλτα στην κοντινή λίμνη. Είδαν τις Φαλαρίδες να κολυμπούν στα ήρεμα νερά, αφήνοντας πίσω τους υπέροχα συμμετρικά σχήματα. Έπειτα περπάτησαν στα μονοπάτια του διπλανού δάσους, τα σκεπασμένα από μεγάλα πλατάνια, και βελανιδιές. Πλήθος πουλιών ήταν κρυμμένα στις φυλλωσιές τους, ξεσηκώνοντας τον κόσμο με τα τσιρίγματα και τα κελαηδίσματά τους. Ξαφνικά ένα φτερούγισμα έκανε την Ελπίδα να φωνάξει. «Κοίτα, κοίτα μαμά έναν Καλόγερο, τον είδες μαμά;» Η κυρία Δάφνη, μη θέλοντας να την κακοκαρδίσει, της απάντησε καταφατικά. Κι ας μην τον είχε δει.
Οι μέρες κυλούσαν ήρεμα. Η Ελπίδα φρόντιζε τους προστατευόμενους φίλους της και η κυρία Δάφνη σκεπτική, αλλά και με κρυφό θαυμασμό και περηφάνια, την παρατηρούσε. Δεν είπε όμως, ποτέ, τίποτα στην Ελπίδα. Ώσπου το τελευταίο βράδυ την άκουσε να λέει ότι το πληγωμένο πουλί, η μεγαλύτερη Σταχτάρα, ήταν καλά και ότι έπρεπε να το αφήσει, να φύγει.
Πριν καλά καλά ξημερώσει, ξεκίνησαν για το ξέφωτο που ήταν κοντά στην εκκλησία, στην άκρη της πόλης. Εκεί με προσοχή την πήρε , της ψιθύρισε κάτι και μετά σήκωσε τα χέρια της ψηλά και την «πέταξε» στον αέρα. Αυτή, αφού έκανε έναν δύο κύκλους πάνω τους, πέταξε ψηλά, πολύ ψηλά, στον καθαρό πρωινό αέρα, λευτερωμένη πια.
Η χαρά και η συγκίνηση ήταν φανερή στο πρόσωπο της Ελπίδας, καθώς της φώναζε, «φύγε, πέτα όσο πιο ψηλά μπορείς». Ένα χαμόγελο μεγάλο φώτισε το πρόσωπο της μητέρας της.
Αγκάλιασε την κόρη της τρυφερά και τη ρώτησε. «Τι είναι αυτό που σε κάνει να αφιερώνεις τόσο χρόνο στη φροντίδα των πουλιών και των άγριων ζώων;»
Η Ελπίδα την κοίταξε και με φωνή ζεστή της είπε, «Αγάπη είναι μαμά, αγάπη είναι…»
—————————
Οι φωτογραφίες από το αρχείο του σωματείου «Δράση για την Άγρια Ζωή».