Α. Εισαγωγή
Στο παρόν σημείωμα θα μιλήσουμε περισσότερο για τους χορούς του βλαχόφωνου ελληνισμού. Θα εξεταστούν, όμως, σε σχέση με τη μουσική τους και τα τραγούδια τους γιατί θεωρούμε ότι το τρίπτυχο μέλος-λόγος-κίνηση είναι αλληλένδετα μεταξύ τους. Άλλωστε, ο παραδοσιακός χορός χωρίς την ύπαρξη μουσικών οργάνων – όπως θα δούμε παρακάτω – είχε αυτά τα τρία αναπόσπαστα μεταξύ τους στοιχεία.
Το θέμα είναι τεράστιο και μέσα σε λίγες γραμμές είναι σίγουρο ότι δεν μπορεί να εξαντληθεί. Απλά, από την εμπειρία μας, αλλά και από την άντληση τεκμηριωμένων στοιχείων από συστηματικούς επιστήμονες και ερευνητές θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε το θέμα, με έναν κατανοητό τρόπο και λόγο.
Καταρχάς πρέπει να τονιστεί ότι ο παραδοσιακός χορός σήμερα μέσα στο αστικό περιβάλλον που ζούμε, είτε το θέλουμε είτε όχι, έχει αλλάξει, γιατί ακριβώς δεν ζούμε σε παραδοσιακή κοινωνία. Σήμερα ο χορός αυτός έχει περισσότερο ψυχαγωγικό και όχι εθιμικό και κοινωνικό χαρακτήρα, έχει ομογενοποιηθεί, έχουν δημιουργηθεί σύλλογοι και γενικά υπάρχει μια διαφορετική εξέλιξη.
Παρόλα αυτά, η χορευτική πρακτική στην κοινωνία που ζούμε περιέχει στοιχεία και των δύο κόσμων (παραδοσιακού-αστικού), πράγμα που συμβαίνει και στους Αρμάνους. Τα βλάχικα γλωσσικά ιδιώματα και ο αρνητικά φορτισμένος όρος ‘βλάχος’, σε συνάρτηση με τις επιδράσεις της ρουμάνικης προπαγάνδας σήμερα δεν τους αποτρέπει να εκδηλώνουν τη μουσικοχορευτική τους ταυτότητα και δεν υπάρχει πλέον λόγος για μεμψιμοιρία και αίσθηση απομόνωσης.
Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι στο παρελθόν ο χορός ξεκίνησε σαν ενιαία έκφραση με το τραγούδι και παραχώρησε αργότερα μια θέση και στα όργανα, και όλα μαζί απετέλεσαν τη σημερινή τελική σύνθεση που είναι: χορός – τραγούδι – μουσικά όργανα. Ωστόσο, η πρωταρχική μορφή χορός – τραγούδι (λόγος-μέλος) χωρίς την ύπαρξη οργάνων διατηρείται ζωντανά και όχι με αναβίωση ακόμα και σήμερα στους Βλάχους, πράγμα που αποδεικνύει, έτσι απλά, ότι αυτοί έχουν διατηρήσει αρχέγονες παραδόσεις αιώνων. Δεν έχει κανείς παρά να ανηφορίσει τα καλοκαίρια στα βλαχοχώρια της Πίνδου στους τρανούς χορούς για να το διαπιστώσει.
Β. Χαρακτηριστικά του μουσικοχορευτικού ύφους των βλαχοφώνων
Πρώτα από όλα, πρέπει να αναφερθεί ότι το μουσικοχορευτικό ύφος των βλαχοφώνων έχει την αφετηρία του στην οροσειρά της Πίνδου και αποτελεί μέρος του αντίστοιχου ύφους της Ηπείρου και μάλιστα την καρδιά του.
Αυτοί έχουν πρώτον, ιδιαίτερα κοινά χαρακτηριστικά στο μουσικοχορευτικό τους ύφος ως κλειστή πληθυσμιακή ομάδα και δεύτερον, υπάρχει μια διαφοροποίηση από τόπο σε τόπο λόγω της Διασποράς τους και των αναπόφευκτων παραλλαγών που αυτή δημιούργησε, ή επιρροών, πράγμα που είναι φυσιολογικό.
Για την πρώτη περίπτωση αναφέρουμε το βαρύ, αδρό, μεγαλοπρεπές, αρχέγονο και δωρικό χαρακτηριστικό, όσον αφορά στον χορό, στον ρυθμό και στην μελωδία. Πιο συγκεκριμένα, τα Μπεράτια και τα Συγκαθιστά τους σε 7 χρόνους με γυρίσματα σε 2 χρόνους είναι πιο αργά από αυτά των ελληνοφώνων της Θεσσαλίας. Το ίδιο συμβαίνει και στα βαριά τσάμικα, όπως τα λένε οι παλιοί, δηλαδή τα Ζαγορίσια των 5 χρόνων (Λεωνίδας, Καραπατάκι, Αλεξάνδρα κλπ).
Στην δεύτερη περίπτωση και ιδιαίτερα στον χορό, αναφέρουμε τον χορό ‘Ζαχαρούλα’ του Αν. Βερμίου, ο οποίος έχει σαφή επιρροή στην κίνηση από Μακεδονικούς χορούς, όπως ο Νιζάμικος και το Παιτούσκινο, αλλά και οι χοροί ‘Χατζηστέργιος’ και ‘Βλαχούλα’ των Βλάχων της Ανατολικής Μακεδονίας, που μοιάζουν με τους χορούς των Ντοπίων των Σερρών.
Οι χοροί τους είναι οι χοροί ‘στα δύο’ και ‘στα τρία’, τα τσάμικα, όπου διαπιστώνεται ξεκάθαρα η ελληνικότητά τους και το αδιαίρετο του πολιτισμού της στεργιανής Ελλάδας και ακολουθούν οι κύριοι χοροί τους, που είναι τα Συγκαθιστά με τα γυρίσματά τους. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στους χορούς από το Συράκο ‘Γιάννη Κώστα’ και ‘Μπαλατσό’, στο ‘Βωβουσιώτικο’ από την Βωβούσα, στο ‘Μετσοβίτικο’ ή ‘Κεφάλι’ από τη Χώρα Μετσόβου κλπ, στο ‘Λα πάτρου τσίντζι μάρμαρι’ από τα βλαχοχώρια του Ασπροποτάμου, στην ‘Φραγκίτσα’ από τα Μεγάλα Λιβάδια του όρους Πάϊκου, στο ‘Μπαϊράτσε’ από την Κλεισούρα Καστοριάς, που έχει τον ρυθμό του χορού ‘Πουστσένο’ της Φλώρινας, στο ‘Βαρύ Μπεράτι’ από το Κεφαλόβρυσο και βέβαια στην ‘Ζαχαρούλα’ και στον ‘Χατζηστέργιο’ που ήδη αναφέραμε.
Εδώ, οφείλουμε να τονίσουμε ότι στον πυρήνα των βλάχικων μητροπολιτικών εστιών (χώρα Μετσόβου, χωριά Ασπροποτάμου, βλαχοχώρια Γρεβενών) κυριαρχούν οι χοροί σε οκτώ ή δώδεκα χρόνους (κύρια μελωδία), που μπορεί να είναι συρτοί (π.χ. ‘Λα πάτρου τσίντζι μάρμαρι’, ‘Νάπαρτι ντι μάρεα λάϊ’, ‘Χανιώτικο’ κ.ά.) ή Συγκαθιστοί (π.χ. ‘Άιντε μωρ μηλιά’, ‘Πάρε τα γκιούμια’, ‘Αηδόνι’, ‘Λεβέντης είσαι μάτια μου’ ‘Βιργινάδα’, ‘Πράσινο μαντήλι’). Αυτοί παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για επιστημονική έρευνα, καθώς και δυσκολία στη μάθησή τους από τις υπόλοιπες πληθυσμιακές ελληνικές ομάδες.
Γενικά οι ρυθμοί είναι: 2/4, 3/4, 4/4, 5/4, 7/4, 8/4, 12/4 και τους συναντάμε από την ελληνική αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Σπουδαίοι μουσικολόγοι, όπως ο Ελβετός Samuel Baud Bovy και o Brailoiu, μας επισημαίνουν με επιστημονικά στοιχεία ότι η αρχαία μετρική με τους πυρρίχιους, ίαμβους, τροχαίους, σπονδείους, ανάπαιστους, δάκτυλους κλπ, ρυθμούς-που συναντιούνται και στους βλαχόφωνους-πέρασε ομαλά στην στιχουργία του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού και κατ’επέκταση και στην μουσική του. Άλλωστε, και ο αείμνηστος Σίμων Καράς μίλησε για την συνέχεια της αρχαίας μετρικής στην βυζαντινή και παραδοσιακή ελληνική μουσική.
Τα τραγούδια τους είναι και στα βλάχικα ιδιώματα και στα ελληνικά και συναντούμε ακόμα Πολυφωνικό βλαχόφωνο τραγούδι στους ‘Αρβανιτόβλαχους’, όπως ακριβώς συμβαίνει στους Ηπειρώτες Έλληνες της περιοχής Πωγωνίου.
Σχετικά με τη μουσική τους, αξιόλογη είναι η άποψη της εθνομουσικολόγου Αθηνάς Κατσανεβάκη, η οποία κατέληξε στο εξής:
«…μετά από έρευνα δέκα χρόνων στην φωνητική μουσική των βλαχοφώνων στα Δυτικά Βαλκάνια και περισσότερο στην Πίνδο, επιβεβαιώνεται ένας ισχυρός δεσμός και μια παλιά ρίζα της περιοχής για το συντριπτικό ποσοστό των βλαχόφωνων και σλαβόφωνων της περιοχής μαζί με τούς ελληνόφωνους Ηπειρώτες και Μακεδόνες στην Δυτική Ελλάδα, καθώς και με τους αλβανόφωνους της ευρύτερης περιοχής της Βορείου Ηπείρου στη νότια σημερινή Αλβανία…».
Επίσης ο μουσικολόγος Παντελής Καβακόπουλος σε ανακοίνωσή του το 1979 στο ‘4ο Συμπόσιο Λαογραφίας του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου’ μας επισημαίνει την αρχαϊκότητα του Συγκαθιστού χορού των βλαχοφώνων, όπου τον αναλύει. Για τον απλό αναγνώστη, σχετικά με τον Συγκαθιστό χορό, αναφέρουμε περιληπτικά ότι υπάρχει: το κυρίως θέμα του χορού, δηλαδή η κύρια μελωδία, που είναι σε 8 ή 12 χρόνους, και κατόπιν τα γυρίσματα του που είναι σε 7 χρόνους και 2 χρόνους. Με άλλα λόγια, έτσι να το πούμε απλά, η χορευτική και μουσική διαδικασία δεν αποτελείται από έναν μόνο χορό και μια μόνο μελωδία, αλλά από σύνθεση, πολλών χορών, μελωδιών και ρυθμών μαζί (το ένα πίσω από τον άλλο, χωρίς σταμάτημα).
Τέλος, όσον αφορά στα μουσικά όργανα, αυτά στην αρχή ήταν πενιχρά γιατί το τραγούδι. είχε τον πρώτο λόγο. Αυτά ήταν η γκάιντα, η φλογέρα και ο ταμπουράς. Αργότερα και στα τέλη του 19ου αιώνα με αρχές 20ου, έχουμε βαθμιαία την είσοδο ορχήστρας η οποία αποτελείται από κλαρίνο, βιολί, λαούτο και ντέφι. Στις περιοχές δε της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας με πρώτη την Σαμαρίνα επικρατούν οι ορχήστρες χάλκινων πνευστών των οικείων περιοχών.
Σημείωση Φαρέτρας: Το 2ο από τα πέντε μέρη της εργασίας θα αναρτηθεί την ερχόμενη Κυριακή 13 Αυγούστου.