Κοινωνία

Έρη Ρίτσου: “Αν ζούσε ο Ρίτσος και έβλεπε όσα γίνονται στη χώρα, θα ήταν πάρα πολύ θλιβερή κατάσταση και για τον ίδιο”

Συνέντευξη: Σοφία Γκαγκούση

 Δηλώνει χομπίστας και όχι συγγραφέας και γράφει όταν η ίδια νοιώθει την ανάγκη να διασκεδάσει. Αν αυτά που γράφει αρέσουν και στον κόσμο, τότε είναι ιδιαίτερα χαρούμενη. Πρόκειται για την Έρη Ρίτσου , συγγραφέα και όχι μόνο… Συνταξιούχος, τραπεζικός έχει πολλά ενδιαφέροντα στην καθημερινότητα της, ασχολείται με τα κοινά και την πολιτική, ενώ  υπήρξε υποψήφια του ΚΚΕ το 2014 . Ζει πλέον στο πατρικό της στο Καρλόβασι της Σάμου, στο σπίτι του ποιητή Γιάννη Ρίτσου και της γιατρού Γαρυφαλιώς Γεωργιάδου-Pίτσου και στην αυλή της φιλοξενεί δεκάδες γάτες και σκυλιά που δεν της αφήνουν και πολύ ελεύθερο χρόνο.  Αγαπάει  το διάβασμα, δεν ανοίγει τηλεόραση (δεν έχει εξάλλου στο σπίτι της ), παρακολουθεί τις εξελίξεις μέσα από τα social media και νοιώθει όμορφα με αυτό.

Με την Έρη Ρίτσου, κόρη του ποιητή της ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου, συναντηθήκαμε στην πλατεία του Καρλοβασίου και την επόμενη, μας δέχθηκε  στο πατρικό της και μας «ξενάγησε» στο δωμάτιο-γραφείο του μεγάλου ποιητή όπου παραμένουν τα προσωπικά του αντικείμενα όπως τα άφησε…

Τα τελευταία 2 χρόνια μένετε μόνιμα στη Σάμο. Τι σας κρατάει εδώ;

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Σάμο, εδώ  τελείωσα το εξατάξιο τότε γυμνάσιο και εδώ  πέρασα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Ότι συναισθηματικό δέσιμο έχει κανείς σε ένα τόπο ως παιδί και ως έφηβος, το έχω με το Καρλόβασι. Ήταν λοιπόν μεγάλη μου επιθυμία κάποια στιγμή να επιστρέψω στη γενέθλια γη και τώρα που είμαι συνταξιούχος τα κατάφερα και είμαι εδώ. Έχει μια ηρεμία η ζωή εδώ πέρα… Ειδικά τώρα μέσα στην περίοδο της κρίσης, στην Αθήνα υπάρχει μια εικόνα μαυρίλας, με τον κόσμο να κοιμάται στους δρόμους, στις εισόδους των τραπεζών, με τους χιλιάδες ζητιάνους , με τους ανθρώπους που πεινάνε και που δεν έχεις την δυνατότητα να βοηθήσεις. Να κάνεις τι; Εδώ πέρα, δεν υπάρχει σε τέτοιο βαθμό βεβαίως το πρόβλημα, υπάρχουν όμως άνθρωποι φτωχοί που τους γνωρίζεις και μπορείς  πρακτικά να κάνεις κάτι για να βοηθήσεις. Κι αυτό σε κάνει να αισθάνεσαι, ότι η όποια προσφορά έχει αντίκρισμα. Καλά για τα υπόλοιπα δεν το συζητάω, για την ομορφιά της φύσης , για τη θάλασσα , για τα φοβερά ηλιοβασιλέματα, για την ομορφιά της εξοχής και του βουνού, πράγματα που σε μια μεγάλη πόλη λείπουν.

Δεν νοιώθετε ότι όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος, έχει  βαθύτερη ανάγκη γι αυτό; Στην επιστροφή στις ρίζες, στην ανοιχτωσιά της θάλασσας, στην γαλήνη και την ηρεμία της φύσης που είναι εξαιρετική εδώ;

Ναι, γιατί όταν δουλεύεις, όσο περνάνε τα χρόνια συσσωρεύεται η κούραση και κάποια στιγμή θες πραγματικά ανοιχτούς ορίζοντες. Το να είσαι στην Αθήνα και να βλέπεις τον τοίχο της απέναντι πολυκατοικίας είναι κάτι που από ανάγκη το κάνεις. Όταν όμως σου δοθεί η ευκαιρία να μην το κάνεις, πας τρέχοντας εκεί που το μάτι φεύγει στον ουρανό στον ορίζοντα, στην θάλασσα.

Νοιώθετε τυχερή γι αυτό; Σας εμπνέει και ως συγγραφέα;

Ναι, πραγματικά είναι μεγάλη τύχη,  πολλοί άνθρωποι θέλουν να το κάνουν αλλά δεν έχουν όλοι την δυνατότητα να το κάνουν. Εγώ έχω ευτυχώς εδώ το πατρικό μου σπίτι,  έχω μια δυνατότητα ακόμη με την σύνταξη  μου να επιβιώνω, οπότε θεωρώ τον εαυτό μου εξαιρετικά τυχερό και ευτυχή.

Πως αισθάνεστε στο πατρικό σπίτι, στο σπίτι του Γιάννη Ρίτσου, τον νοιώθετε  κοντά σας; 

Ναι…, αισθάνεσαι, ότι ρε παιδί μου θα ανοίξεις την πόρτα και θα βρεθείς ξαφνικά στην τραπεζαρία να τρως με όλη την οικογένεια. Βέβαια ανοίγεις την πόρτα και δεν βλέπεις κανέναν, οπότε κάπως σου ρχεται, αλλά έχεις την αίσθηση ότι υπάρχει εκεί μέσα στην ατμόσφαιρα, ότι υπάρχει κάτι που σε δένει με το παρελθόν. Επειδή έζησα πάρα πολύ ευτυχισμένα χρόνια σε αυτό το σπίτι, πραγματικά αισθανόμουν την ανάγκη να επιστρέψω και νομίζω ότι βρίσκω τους γονιούς μου. Ας πούμε, το δωμάτιο του πατέρα μου δεν το έχω πειράξει καθόλου, είναι ακριβώς όπως το είχε αφήσει το τελευταίο καλοκαίρι που ήταν εκείνος στη Σάμο. Βγαίνω στο κήπο βλέπω τριανταφυλλιές που είχε φυτέψει η μητέρα μου… υπάρχει η παρουσία τους.

Τι είναι  αυτό που μένει στο τέλος;

Είχα δύο εξαιρετικά καλούς ανθρώπους για γονείς, γιατί για ένα παιδί είναι αυτό που μετράει. Μπορεί ο γονιός σου να έχει κάνει σπουδαίο έργο, σπουδαία δουλειά, να είναι διάσημος, να είναι τεράστιο όνομα, να αφήσει πίσω του εκπληκτικό έργο. Όλα αυτά όμως για ένα παιδί δεν λένε τίποτα . Γιατί είτε ο πατέρας σου και η μάνα σου είναι καλλιτέχνε,ς είτε είναι υπάλληλοι, είτε είναι λογοτέχνες,  είτε είναι τσαγκάρηδες είτε είναι υπάλληλοι,  όταν είσαι παιδί δεν σε νοιάζει τι δουλειά κάνουν. Σε νοιάζει πόσο κοντά σου είναι, πόσο αυτό που λέμε ποιοτικό χρόνο περνάνε μαζί σου. Από αυτή την άποψη ήμουν πολύ τυχερός άνθρωπος  ανεξάρτητα απ’τη δουλειά που έκαναν και οι δύο, που την έκαναν εξαιρετικά.

Η μητέρα μου ήταν γιατρός , παθολόγος ,πήρε σύνταξη το 86’. Πέθανε το 2002 κι ακόμα και τώρα βρίσκω ανθρώπους που λένε «α! εμένα η μάνα σου με έσωσε, εμένα η μάνα σου ερχόταν σπίτι και δεν μας έπαιρνε χρήματα επειδή ήμασταν φτωχοί, ή, αν δεν ήταν η μάνα σου θα είχα χάσει το παιδί μου» και πάει λέγοντας. Όλα αυτά μετράνε πολύ αργότερα. Δηλαδή τώρα πια, όταν τα ακούω λέω «ρε παιδί μου τι εξαιρετικοί άνθρωποι ήταν οι γονείς μου!».

Όταν διαβάζω τώρα τα ποιήματα του πατέρα μου, που όσο περνάνε τα χρόνια μπορώ να τα κατανοώ και εγώ η ίδια λέω τι καταπληκτικά πράγματα που έγραφε. Όταν όμως ήμουν παιδί αυτά μου ήταν αδιάφορα. Και ευτυχώς και οι δύο μου γονείς πραγματικά μου έδωσαν πάρα πολλή αγάπη, δηλαδή μέχρι που να εκχυλίζω. Κι αυτό είναι κάτι που σε θωρακίζει και που δεν σου αφήνει να σου δημιουργηθούν προβλήματα αργότερα, με ανασφάλειες ή προβλήματα ψυχολογικά, όταν  ψάχνεις να μορφώσεις προσωπικότητα, ας πούμε στη διάρκεια της εφηβείας. Ήμουν πάρα πολύ τυχερή!

Πώς  βλέπετε την εποχή που ζούμε, το γενικότερο κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό  περιβάλλον;

Κοιτάξτε ,ζούμε σε μια πάρα πολύ δύσκολη εποχή, παγκοσμίως, όχι μόνο στη χώρα μας. Και πολύ περισσότερο στη χώρα μας γιατί είμαστε στο μάτι του Κυκλώνα. Τι γίνεται στη Μέση Ανατολή; τι γίνεται στη Παλαιστίνη; Τι γίνεται στη Συρία; Τι συμβαίνει στη Τουρκία; Τι συμβαίνει στα Βαλκάνια; Το γεγονός ότι είμαστε μια χώρα προσδεμένη στο άρμα του ΝΑΤΟ,  που με αφορμή υποτίθεται τους πρόσφυγες ουσιαστικά το βάλαμε  στο Αιγαίο – μια πολεμική μηχανή που δεν ξέρεις ποτέ πως θα εξελιχθεί,   είναι κάτι πάρα πολύ ανησυχητικό. Βλέπεις ότι ο πόλεμος εξαπλώνεται από την μια χώρα στην άλλη, σαν να είναι ντόμινο. Και δεν ξέρεις πότε τα συμφέροντα των μεγάλων θα κορεστούν και θα σταματήσουν. Νομίζω είναι ακόρεστα και δεν σταματάνε ποτέ. Άρα πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να βρεθούμε σε πολύ χειρότερες καταστάσεις από ότι είμαστε τώρα,  όμως έχοντας πλήρη συνείδηση αυτού του κινδύνου δεν μπορείς να ζεις μονίμως υπό το κράτος του φόβου, γιατί δεν ζεις πια.

Άρα οι άνθρωποι προσπαθούν να κάνουν το καλύτερο που μπορούν, ο καθένας για τον εαυτό του, για τους γύρω του, για την κοινωνία του. Για την Ελλάδα, η κατάσταση είναι πραγματικά τραγική…  Όλα αυτά τα χρόνια , έλεγε ο κόσμος  «εντάξει να σφίξουμε το ζωνάρι για 2 χρόνια, για 3 χρόνια, για 4, για 5… αλλά να έχουμε κάποια προοπτική μπροστά μας. Δεν έχουμε καμιά προοπτική μπροστά μας.

Κι αυτό είναι πραγματικά εξωφρενικό και βλέπεις ότι δεν γίνεται καμία απολύτως προσπάθεια για να βγούμε από αυτό, τίποτα. Δηλαδή μιλάμε για μια κυβέρνηση, η οποία με άλλες εξαγγελίες ήρθε και άλλα κάνει. Άλλα βλέπεις ότι εκτός από το να πετάει διάφορα λεκτικά πυροτεχνήματα, υπογράφει συνεχώς και πιο δυσβάσταχτα πράγματα και δεν ξέρεις που θα καταλήξει αυτό πράγμα πια.

Πως θα αντιδρούσε, πως θα σχολίαζε ο Γιάννης Ρίτσος όλη αυτή τη κατάσταση σήμερα;

Ο Ρίτσος, τα πάντα, μα τα πάντα και τις πιο δύσκολες καταστάσεις της ζωής του που είχε ζήσει, τις σχολίαζε μέσω της ποίησης του. Φαντάζομαι ότι αυτό θα έκανε και τώρα. Θα έγραφε ποιήματα που θα αντανακλούσαν αυτό που αισθανόταν. Όμως, μπορώ να πω ότι είμαι ευτυχής που δεν ζει και δεν βλέπει όλα αυτά τα πράγματα… γιατί οι άνθρωποι που πάλεψαν, που αφιέρωσαν τη ζωή τους σε ένα όραμα και σε ένα ιδανικό για ένα κόσμο πιο δίκαιο, για μια κοινωνία ισότητας,  ευημερίας και χαράς, πραγματικά δεν ξέρω πως θα αντιμετώπιζαν όλο αυτό το ξεπάτωμα του κάθε σπόρου που είχαν φυτέψει και πραγματικά μάλλον είμαι ευτυχής που δεν ζει να τα δει όλα αυτά. Παράλληλα, εντάξει, δεν μπορεί να κάνει και κανείς επιστημονική φαντασία και να πει τι θα έκανε ο άλλος αν υπήρχε, αλλά φαντάζομαι θα ήταν μια κατάσταση πάρα πολύ θλιβερή και για τον ίδιο.

Σήμερα, οι πνευματικοί άνθρωποι, έχουν ευθύνη στο να αντιδράσουν, να βγουν μπροστά, να ξεσηκώσουν ίσως τον κόσμο, να κρατήσουν τα νέα παιδιά σε αυτή τη χώρα, να δώσουν μια άλλη ελπίδα και προοπτική;

Νομίζω ότι είναι και η εποχή που φτιάχνει τους ανθρώπους. Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν σήμερα πνευματικοί άνθρωποι. Υπάρχουν. Απλώς είναι τέτοιες οι καταστάσεις που ίσως και οι ίδιοι αισθάνονται εγκλωβισμένοι. Ακριβώς γιατί δεν υπάρχει κάποια προοπτική. Όταν οι άνθρωποι ,από τη γενιά του 30’ και μετέπειτα, περνούσαν τη ζωή τους σε εξορίες, με διώξεις, με βασανιστήρια, με εικονικούς θανάτους,  τα περνάγανε γιατί είχαν ακριβώς μπροστά τους την προοπτική ενός δίκαιου κόσμου, άρα παλεύανε μέσα σε συνθήκες μαύρες, παίζανε τις ζωές τους κορόνες – γράμματα, γιατί είχαν ελπίδα και αυτό που ελπίζανε θεωρούσαν ότι είναι εφικτό να γίνει. Σήμερα δεν υπάρχει αυτή η προοπτική, τουλάχιστον άμεσα. Κι έτσι φαντάζομαι ότι αυτό είναι κάτι που κολοβώνει κατά κάποιο τρόπο τον πραγματικό κόσμο και τον κάνει να αποσύρεται στα ενδότερα.

Υπάρχει κάποιο έργο του πατέρα σας που το διαβάζετε και το ξαναδιαβάζετε;

Μ’ αρέσουν πάρα πολύ οι δραματικοί του μονόλογοι, η «Τέταρτη Διάσταση», που και ο ίδιος θεωρούσε ότι περιείχε τα πιο σημαντικά του ποιήματα. Ο Ρίτσος μιλούσε συνήθως για την τέταρτη διάσταση και για τους «γίγνεσθαι». Το αγαπημένο μου είναι « η Σονάτα του Σεληνόφωτος», που το πρωτοδιάβασα ως έφηβη και με είχε εντυπωσιάσει. Μ’ αρέσουν οι «μαρτυρίες», γιατί είναι πολύ μικρά ποιήματα που είχε αφιερώσει στην μητέρα μου και όταν τα διαβάζω μου έρχονται στο νου εικόνες από τη δεκαετία του 1960 όταν περνούσαμε από τα αμπέλια για να πάμε στη θάλασσα, οι βαρκούλες που έβγαιναν για ψάρεμα, ο ήλιος που βουτούσε στη θάλασσα, οι φορτωμένοι αραμπάδες στο λιμάνι… Όσο περισσότερο διαβάζω τόσα περισσότερα πράγματα βρίσκω στην ποίηση του Ρίτσου, γιατί μίλησε για τα πάντα!

——————————————————-

Η Έρη Ρίτσου με τη συγγραφή ασχολήθηκε από το 2001, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Οι τρεις βασιλοπούλες», το οποίο το προόριζε για την κόρη της. Από τότε εκδόθηκαν στον «Κέδρο» πάντα, τα βιβλία της για μεγάλους: Γιατρός επαρχίας- 2004, Μυστικά και αποκαλύψεις- 2006, Ο νεκρός δολοφονήθηκε- 2016 και τα βιβλία της για παιδιά: Η καλή μεγάλη καφετιά αρκούδα βρήκε την ευτυχία,-2002, Η μικρή καμηλοπάρδαλη που δεν έτρωγε το φαγητό της,  Η μαύρη πεταλούδα- 2015, Μπαλού, Γκαλού, Νταλού τρεις φίλοι παχουλοί που αλλάξανε βιολί

Το διήγημά της «Μυστικά και αποκαλύψεις» , μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας μεγαλοβυρσοδεψών παρακολουθεί παράλληλα την πορεία και την τύχη του νησιού από το 1900 έως το 1974. Το αστυνομικό της μυθιστόρημα (Ο νεκρός δολοφονήθηκε) που εκδόθηκε πρόσφατα, έχει ένα πολιτικοκοινωνικό background, ενώ τα 5 παιδικά της βιβλία έχουν πάντα ένα κεντρικό θέμα, όπως η μεγάλη καφετιά αρκούδα που ήταν ίσως η πρώτη απόπειρα να δειχθεί το θέμα της υιοθεσίας ή «Η μαύρη πεταλούδα» που εστιάζει στην διαφορετικότητα. 

laosnews.gr

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ