Άγγελος Αντωνόπουλος. Μια άλλη εικαστική θέαση του ανθρώπου και του κόσμου / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
Παραμονή των εγκαινίων της έκθεσης στη Βέροια, όπου ο Άγγελος Αντωνόπουλος, Καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, συνεκθέτει με το Γιάννη Ζιώγα, Καθηγητή στη Σχολή Καλών Τεχνών της Φλώρινας, στη «Γκαλερί Παπατζίκου».
Η έκθεση δεν έχει ακόμα στηθεί. Ο χώρος είναι ελεύθερος από πίνακες. Την ετοιμάζουν με πολλή προσοχή, με στόχο το καλυτερο δυνατό αισθητικό αποτέλεσμα. Κλέβουμε από το χρόνο του, για να μιλήσουμε για τον ίδιο και κυρίως για το έργο του.
Παρά τον βαρύ τίτλο που τον χαρακτηρίζει, τον διακρίνει η απλότητα και η αμεσότητα στην επικοινωνία, επικοινωνία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, αφού ο Άγγελος Αντωνόπουλος έχει κατακτήσει εδώ και χρόνια όχι μόνο μια σημαντική θέση στα καλλιτεχνικά πράγματα, αλλά και βιώνει το ρόλου του δασκάλου νέων καλλιτεχνών.
Μιλά στη faretra για τις πηγές της έμπνευσής του, για τη συνύπαρξη στη δουλειά του ζωγραφικής, γλυπτικής και εγκαταστάσεων, που τον καθιστούν πολυπρισματικό, για τα στοιχεία-σύμβολα που υιοθετεί, για το σύγχρονο κόσμο της τεχνολογίας που αντανακλάται καθοριστικά στο έργο του, για τη σχέση του με τους μαθητές του, αλλά και για το ρόλο της Τέχνης στην εποχή μας.
Διδάσκετε ως Καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Ποιος άνεμος σάς έφερε στη Βέροια;
Σ’ έναν τόπο συνήθως σε φέρνουν οι άνθρωποι. Ο πρώτος άνθρωπος στη συγκεκριμένη περίπτωση, λοιπόν, είναι η Βίκυ η Παπατζίκου, που τη γνώρισα στην Αθήνα, και συμφωνήσαμε πως κάποια στιγμή θα κάναμε κάτι μαζί, στη γκαλερί της στη Βέροια.
Ο άλλος άνθρωπος είναι ο Γιάννης ο Ζιώγας, με τον οποίο συνεκθέτουμε στη «Γκαλερί Παπατζίκου», και με τον οποίο αποφασίσαμε να μοιραστούμε την έκθεση. Τα όσα μας συνδέουν με το Ζιώγα είναι, πέρα από τη φιλία, και το ότι αντιπροσωπεύει μια άλλη πανεπιστημιακή σχολή. Άρα είναι μια άτυπη συνάντηση δύο σχολών, ανάμεσα στην πιο παλιά σχολή που έχει ιδρυθεί στην Ελλάδα, την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, και στην νεότερη σχολή, που ιδρύθηκε πριν δέκα χρόνια στη Βόρεια Ελλάδα, αυτήν της Σχολής Καλών Τεχνών της Φλώρινας. Άρα, η γκαλερί είναι ο κοινός τόπος, το «Σημείον Συνάντησης», όπως ονομάζεται και η έκθεσή μας.
Υπήρξατε μαθητής του Μυταρά και συνεχιστής στο καλλιτεχνικό του εργαστήρι στο Πανεπιστήμιο. Πόσο σας επηρέασε ο συγκεκριμένος δάσκαλος;
Πέρα από το Μυταρά, δάσκαλο είχα και τον Δημοσθένη τον Κοκκινίδη. Τον Μυταρά τον είχα στο προκαταρκτικό εργαστήρι, και στη συνέχεια επιλέγαμε εργαστήρι. Μπορούσες να πας στον Μυταρά, στον Μόραλη, στον Κοκκινίδη, στον Τέτση.
Επέλεξα τότε τον Κοκκινίδη όχι γιατί ήταν πιο κοντά σ’ αυτά που έκανα – αυτά ήταν πιο κοντά στο Μόραλη- αλλά γιατί αυτό το εργαστήριο ανανέωνε περισσότερο τον τρόπο με τον οποίο οι δάσκαλοι βλέπανε τη διδασκαλία. Ήταν ένας από τους ανανεωτές, όπως συνέβη και με τον Μυταρά, όταν ανέλαβε το εργαστήρι του Μόραλη.
Γεννηθήκατε στα Τρόπαια Αρκαδίας. Πόσο νωρίς ανακαλύπτετε πως ο μοναδικός σας προορισμός είναι η Τέχνη;
Γεννήθηκα στην Αρκαδία αλλά πολύ μικρός βρίσκομαι στη Θράκη, όπου μετακομίζουμε. Αρχικά σ’ ένα μικρό χωριό, το Φανάρι, και μετά στην Κομοτηνή. Στα δεκαπέντε μου ερχόμαστε στην Αθήνα, μ’ ένα μικρό διάλειμμα στα Μέγαρα. Περνώ, λοιπόν, από διάφορους τόπους που με καθορίζουν σε μια πολύ ευαίσθητη ηλικία. Είχα την τύχη να κάνω αυτήν τη διαδρομή σε τόπους που με γέμισαν εικόνες, πλουτίζοντας τις αποσκευές μου με πολύτιμες εμπειρίες. Φύση, άνθρωποι, τοπία… Πολύ σημαντικά πράγματα. Εφόδια για αργότερα…
Στην Αθήνα ως μαθητής, όπως συνήθως συμβαίνει, ανακαλύπτω ότι μ’ ενδιαφέρει η ζωγραφική.
Ζωγραφική αλλά και εγκαταστάσεις συνυπάρχουν στο έργο σας σε απόλυτη αρμονία. Θα μπορούσατε να επιλέξετε αυστηρά μία από τις δύο καλλιτεχνικές αυτές εκφράσεις ή τις θεωρείτε αναπόσπαστες τη μία από την άλλη;
Είναι δύο σχέσεις, όσον αφορά τη δημιουργία ενός έργου, που αλληλοσυμπληρώνονται, προβάλλοντας μια συνολική εικόνα.
Στις μέρες μας ένας καλλιτέχνης μπορεί να εκφράζεται με πράγματα που έχουν διαφορετικές καταγωγές, αλλά να οδηγούν σ’ ένα κοινό αποτέλεσμα. Αυτή η ανάγκη, λοιπόν, από την καθαρή ζωγραφική να περάσω στη γλυπτική –έκανα και καθαρή γλυπτική, τρισδιάστατα αντικείμενα και κάνω και τώρα- και στη συνέχεια στις εγκαταστάσεις, είναι όλα μαζί τα εργαλεία μου, μου δίνουν τη δυνατότητα να εκφραστώ πολύ περισσότερο πλούσια, και τελικά όλες αυτές οι εκφράσεις να αποτελέσουν ένα αρμονικό σύνολο.
Το βλέπω, λοιπόν, σαν ανάγκη, την οποία, βέβαια, κάποιος άλλος καλλιτέχνης να μην την έχει. Την έχει όμως και ο Γιάννης ο Ζιώγας, με τον οποίο συνεκθέτουμε αυτήν τη φορά.
Το έργο σας είναι σαφώς ανθρωποκεντρικό, αλλά η θέαση του ανθρώπου και του κόσμου του είναι αποτυπωμένα μ’ έναν τρόπο που ξαφνιάζει. Κυριαρχεί ο ορθός λόγος και η τεχνολογία. Το συναίσθημα; Υπάρχει συναισθηματική πηγή έμπνευσης;
Το συναίσθημα υπάρχει από τη στιγμή που η δουλειά μου βγαίνει μέσα από τα χέρια μου. Από τη στιγμή που αγγίζεις ένα έργο, μοιραία μεταφέρεται το συναίσθημα από το δημιουργό στο έργο κι από το έργο στο θεατή, από τον πομπό στο δέκτη. Πιστεύω στην επικοινωνία του θεατή με το έργο, στο άγγιγμα πάνω στο υλικό και στην επιφάνεια. Η επαφή με το έργο, κυριολεκτικά και όχι μεταφορικά, είναι σημαντική και τη χάνουμε σιγά-σιγά σαν πολιτισμός. Υπάρχει λοιπόν συναίσθημα, το οποίο μεταφέρεται στο θεατή από τη χειρονομία του ίδιου του καλλιτέχνη. Βέβαια, εξαρτάται και από την ικανότητα πρόσληψης του θεατή.
‘Όταν κατασκευάζεις πράγματα με τα χέρια σου, θέλεις δε θέλεις, θα περάσεις από το συναίσθημα. Η θέση μου πάντως είναι πως, αν και το έργο μου έχει εγκεφαλικά στοιχεία, δηλώνει ταυτόχρονα τη συναισθηματική σχέση του δημιουργού με το δημιούργημα.
Εμμένετε -σε μια περίοδο πολύ έντονα- στην αποτύπωση των κάτω άκρων του σώματος. Πού στοχεύει αυτή η εμμονή;
Πραγματικά, για 6-7 χρόνια το πόδι ήταν κυρίαρχο στοιχείο στη δουλειά μου. Σ’ αυτήν την εικόνα, σ’ αυτό το μέλος, συσσώρευσα την προσωπική μου άποψη για την ερμηνεία του ανθρώπου ως «δοχείου» γνώσεων και εμπειριών. Άνοιγε σε χοάνη στο πάνω μέρος, δείχνοντας τον άνθρωπο που από τη μια μεριά στέκεται πάνω στη γη, γειώνεται, κι από τη άλλη μεριά έχει την τάση προς τα πάνω, να δεχτεί πράγματα κι αφού τα δεχτεί να τα αφομοιώσει και να τα μεταφέρει.
Πάνω σ΄ αυτήν τη σκέψη, λοιπόν, έγινε όλη αυτή η σειρά, που είχε ζωγραφική, είχε ανάγλυφα, γλυπτά, εγκαταστάσεις με γλυπτά. Ήταν μια μεγάλη περίοδος που με απασχόλησε έντονα η συγκεκριμένη ιδέα.
Συχνά στο έργο σας το ανθρώπινο σώμα, άκρα κυρίως ή κεφάλι, συνοδεύεται από την αποτύπωση ταυτόχρονα ενός δέντρου. Ποιος συμβολισμός υποκρύπτεται;
Το δέντρο, αλλά και η πυραμίδα, η σπείρα, το φίδι, ήταν στοιχεία που τα χρησιμοποίησα σε μια εποχή που με ενδιάφερε να ανασύρω σύμβολα που είχε υιοθετήσει ο άνθρωπος στην ιστορική του διαδρομή. Τα σύμβολα αυτά προϋπάρχουν του ποδιού ως συμβόλου.
Το δέντρο συμβολίζει τη ζωντανή σχέση με το περιβάλλον, με το οποίο συνδέεσαι αναπόσπαστα, εισπράττοντας και βιώνοντας ταυτόχρονα.
Χρησιμοποιείτε και στοιχεία της καθημερινότητας, όπως παράδειγμα κούκλες. Πόσο η καθημερινότητα αποτελεί πηγή έμπνευσης και πόσο η παραμόρφωση αυτής της καθημερινότητας αποτελεί μονοπάτι, για να περάσουν τα μηνύματα που η τέχνη σας επιλέγει να δώσει;
Την καθημερινότητα τη βιώνουμε όλοι μας λεπτό το λεπτό. Ζεις με ανθρώπους, με αντικείμενα, με χώρους… Όλ’ αυτά είναι στοιχεία που σε επηρεάζουν, και συχνά αποτελούν την πρώτη ύλη για να φτιάξεις έργα, σχολιάζοντας την ίδια τη σχέση σου μαζί της.
Το σήμερα είναι το σημαντικότερο στη ζωή μας. Το σήμερα δε θα ξαναέρθει. Πολλές φορές κυνηγάμε στόχους χάνοντας την πολύτιμη καθημερινότητα. Για μένα, λοιπόν, αυτή η καθημερινότητα αποτελεί πηγή έμπνευσης. Οι κούκλες για παράδειγμα ήταν μια έντονη παρουσία στο σπίτι, που οφείλονταν στις δυο μου κόρες.
Όσο για την παραμόρφωση, είναι από τη μεριά μου ένα σχόλιο απέναντι στα πρότυπα ομορφιάς, τα οποία κατασκευάζουν οι μεγάλοι για τα παιδιά, υποχρεώνοντάς τα να ζουν μ’ αυτά τα πρότυπα. Θέλοντας να σχολιάσω πως η Μπάρμπι δεν μπορεί να αποτελεί πρότυπο ομορφιάς, καταλήγω σε δύσμορφες παρεμβάσεις, επιδιώκοντας να δείξω πως η ομορφιά αυτή δεν είναι πραγματική ομορφιά. Φυσικά δεν απευθύνομαι στα παιδιά αλλά στους μεγάλους, γιατί για τα παιδιά ευθυνόμαστε αποκλειστικά εμείς οι μεγάλοι.
Επιλέγετε το κοντράστ μαύρου-άσπρου, το γκρίζο και σπάνια κάποια γήινα χρώματα. Γιατί απουσιάζει το χρώμα από το έργο σας;
Η επιλογή αυτής της χρωματικής γκάμας ξεκίνησε πολύ παλιά και με συνοδεύει από τα φοιτητικά μου χρόνια, γιατί τότε με απασχολούσε πάρα πολύ το άσπρο σαν φως. Ήθελα να δείξω στο θεατή πως το άσπρο κάποια στιγμή παύει να είναι χρώμα και μετατρέπεται σε φως, παίρνοντας μια μεταφυσική διάσταση. Και φυσικά κανένα άλλο χρώμα δεν αναδεικνύει το άσπρο όσο η αντίθεσή του με το μαύρο. Θεωρώ ότι το να βάλεις χρώμα εξυπηρετεί κάποιο σκοπό. Για μένα ο σκοπός ήταν η ανάδειξη του άσπρου και την πέτυχα με τη χρήση του μαύρου.
Στη συγκεκριμένη έκθεση της Βέροιας, στο «Σημείον Συνάντησης», που τη μοιράζεστε με το Γιάννη Ζιώγα, ποια είναι τα χαρακτηριστικά των έργων σας που φιλοξενούνται στη γκαλερί;
Εδώ προσεγγίζω την ανθρώπινη φιγούρα αλλά και την προσωπογραφία, το πορτρέτο, μέσα από το προφίλ. Δίνω την ευκαιρία στο θεατή να μπει στο εσωτερικό του ανθρώπου, να ανακαλύψει αυτό που κρύβεται βαθύτερα, και όχι αυτό που φαίνεται επιφανειακά. Ενώ υπάρχουν τα εξωτερικά χαρακτηριστικά στο προφίλ, αποκαλύπτω τον εσωτερικό άνθρωπο με στοιχεία καθοριστικά που κουβαλάει από το παρόν του αλλά και από το παρελθόν, και τα οποία τον διαπλάθουν.
Ο κόσμος, όπως αποτυπώνεται στο έργο σας, είναι ένας κόσμος, όπου ο άνθρωπος απορροφάται από τις ίδιες τις τεχνολογικές κατακτήσεις του. Υπάρχει ελπίδα γι αυτόν τον άνθρωπο να ξαναβρεί τις πρωταρχικές ζωογόνες πηγές του;
Αν προσεγγίσουμε φιλοσοφικά το θέμα, θεωρώ ότι ο σύγχρονος άνθρωπος χάνει άλλα πράγματα και κερδίζει άλλα. Υπάρχει σίγουρα μια πάλη και μέσα απ’ αυτήν την πάλη βρίσκει την ισορροπία του. Έχει αντικαταστήσει πολλά από τα παλιά πράγματα με καινούργια. Δεν μπαίνω ποτέ στη λογική αν παλιά ήταν καλύτερα ή τώρα. Ο καθένας βιώνει την εποχή του. Αν έλεγα ότι παλιά τα πράγματα ήταν καλύτερα, το ίδιο ίσως θα έλεγαν, αν είχαν σηκωθεί από τον τάφο, και οι παππούδες μας! Άρα, ο καθένας βλέπει την εποχή του συναισθηματικά και μέσα από πράγματα τα οποία έχει βιώσει, από τα οποία δεν μπορεί να απομακρυνθεί και να τα δει σαν ένας ψυχρός παρατηρητής σε σχέση με το πού πάει η κοινωνία, πού πάει ο πολιτισμός μας, πού πάει γενικά η ανθρωπότητα.
Χάνουμε πολλά αλλά και κερδίζουμε πολλά. Αν αναλογιστούμε τα θετικά που έχει παράξει αυτός ο πολιτισμός μέσα από τα τεχνολογικά του επιτεύγματα, δε μπορεί παρά να νιώσει δέος! Αν μπορούσαν να δουν άνθρωποι, που φύγαν από τη ζωή πριν πενήντα χρόνια, πού έχουμε φτάσει, πώς επικοινωνούμε, πώς συζητάμε, πώς εκμεταλλευόμαστε την καθημερινότητά μας μέσα από την τεχνολογία, θα κατανοούσαν καλύτερα από μας τα πραγματικά μεγέθη!
Εγώ δεν είμαι επικριτικός. Προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει και προς τα πού θα πάω. Γιατί είναι πολύ εύκολό να πεις ότι παλιά ήταν πιο ωραία. Επικρίνουμε το face book ή την τηλεόραση. Μα, η τηλεόραση είναι από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις του ανθρώπου! Το θέμα είναι τι σου δίνουν μέσα από την τηλεόραση και τι επιλέγεις εσύ ο ίδιος.
Έμπνευση ή δουλειά; Ποιο αποδείχτηκε σημαντικότερο στην πορεία του έργου σας;
Σίγουρα και τα δύο. Πιστεύω όμως πως το δεύτερο είναι απόλυτα απαραίτητο. Αυτό λέω και στους φοιτητές μου. « Μην περιμένετε την… επιφοίτηση! Αυτό που έχετε μέσα σας πρέπει να βγει και να εκφραστεί μέσα από την πολλή δουλειά!»
Μέσα από την πολλή δουλειά έρχεται και η έμπνευση. Όταν ασχολείσαι με το αντικείμενό σου ταυτόχρονα σκέφτεσαι. Η ιδέα και η λύση ενός προβλήματος μπορεί να έρθει κάθε στιγμή.
Έχετε στο ενεργητικό σας πολλές εκθέσεις ατομικές και ομαδικές στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό. Πώς προσλαμβάνει ο επισκέπτης των εκθέσεών σας το έργο σας και πόσο σας επηρεάζει;
Μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ η άποψη του θεατή, γιατί αποτελεί για μένα αφορμή για σκέψη. Δεν πετώ τις παρατηρήσεις, τις κρατώ. Το σημαντικότερο είναι πως μέσα από τις παρατηρήσεις του κοινού αρχίζω και καταλαβαίνω κάποια πράγματα για τον εαυτό μου.
Δε σημαίνει ότι ένας καλλιτέχνης αυτό που κάνει μπορεί και να το κατανοήσει πάντα και να το αναλύσει απόλυτα. Μπορεί και ο ίδιος να έχει την αγωνία να καταλάβει βαθύτερα αυτό που έχει κάνει. Αυτό που κάνεις είναι μια άλλη γλώσσα και πρέπει αυτήν τη γλώσσα να την κατανοήσεις. Μπορεί να τη χειρίζεσαι, αλλά να μην καταλαβαίνεις προς τα πού πάει. Πόσοι μεγάλοι δημιουργοί δε σκίσανε αριστουργήματα πιστεύοντας ότι η δουλειά τους δεν αξίζει. Μουσικοί τις παρτιτούρες τους, ποιητές τα ποιήματά τους!
Ο δημιουργός κάποια φορά δεν έχει τη συναίσθηση αυτού που κάνει, και έρχεται ο θεατής και κάνει μια προβολή του έργου του καλλιτέχνη μέσα από τα δικά του μάτια. Ο διάλογος, λοιπόν, ανάμεσα στο έργο μου και στο θεατή είναι στοιχείο πολύτιμο. Και δε σας κρύβω ότι εδώ και αρκετά χρόνια έδειχνα τη δουλειά μου, ενώ ήμουν εκατό τις εκατό έτοιμος, αναζητώντας αυτήν την επαφή. Και πολλές φορές ένα έργο θα το έπαιρνα, θα το ξαναδούλευα, ακόμη και θα το πέταγα, ενώ θα το είχα εκθέσει πολλές φορές. Η σχέση επομένως με το θεατή για μένα ήταν και είναι ένα εργαλείο, για να προχωρήσω.
Είστε καθηγητής στη Σχολή και δάσκαλος μαθητών ή σωστότερα καλλιτεχνών. Πόσο αυτή η σχέση μαζί τους σας επηρεάζει συναισθηματικά αλλά και καλλιτεχνικά;
Είναι μια επαφή, μια δραστηριότητα, στην οποία σημαντικό είναι το να κρατάς ισορροπίες. Ισορροπίες σε σχέση με σένα, με τους φοιτητές σου, αλλά και με την ενέργεια που δίνεις και που παίρνεις.
Έρχεσαι σε επαφή με νέα παιδιά, ζεις μαζί τους. Αυτό είναι ευεργετικό για το δάσκαλο. Αισθάνεσαι ότι είσαι κοντά στην ηλικία τους, δέχεσαι αναμφισβήτητα την ενέργεια που διαθέτουν, και αν τη χρησιμοποιήσεις σωστά, την εκμεταλλεύεσαι. Είναι μια αμφίδρομη σχέση στην οποία δίνεις και παίρνεις!
Μην ξεχνάμε όμως ότι εμείς οι δάσκαλοι είμαστε και καλλιτέχνες και έχουμε να κάνουμε με καλλιτέχνες, γεγονός που κάνει τα πράγματα πιο σύνθετα, γι αυτό μιλώ για τις απαραίτητες ισορροπίες.
Ξέρετε υπάρχουν σπουδαίοι καλλιτέχνες, που όμως δεν μπορούν να είναι δάσκαλοι, όπως και το αντίστροφο. Το ένα δεν προϋποθέτει το άλλο. Εγώ προσπαθώ να είμαι ένα ενεργός καλλιτέχνης και παράλληλα επαρκής δάσκαλος. Δεν είναι εύκολο.
Και κλείνοντας, ποια είναι η δύναμη που ασκεί η Τέχνη στο σύγχρονο κόσμο; Πιστεύετε πως μπορεί να αποτελέσει μοχλό ανατροπών και αλλαγών;
Αυτό ήταν το μεγάλο διακύβευμα του Μοντερνισμού. Θεωρούσαν τότε ότι η Τέχνη θα μπορούσε να πολεμήσει, για να αλλάξει τις κοινωνίες. Εγώ δε θεωρώ ότι μπορεί να το κάνει. Μπορεί όμως να δώσει ένα όραμα και μια ελπίδα στον άνθρωπο.
Θεωρώ ότι πολύ περισσότερο στις μέρες μας, τις μέρες της κρίσης που ζούμε, η Τέχνη, όλες οι μορφές της Τέχνης, μπορούν να κάνουν τον άνθρωπο να σκεφτεί μ’ έναν διαφορετικό τρόπο. Και επειδή αυτός ο τρόπος, αν είναι πετυχημένος, είναι και ανατρεπτικός, είναι απέναντι στο Σύστημα, η Τέχνη γίνεται επικίνδυνη για το ίδιο το Σύστημα. Γιατί η Τέχνη, η Μεγάλη Τέχνη, κάνει τον άνθρωπο να σκέφτεται, και η σκέψη είναι πάντα επικίνδυνη…
Φωτογραφίες: faretra.info