Πολιτισμός

Θα έχουμε πάντα… τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ

Ένας ηθοποιός που ταύτισε την είκονά του με μία σειρά αστυνομικών ταινιών μυστηρίου κατά την χρυσή εποχή του Χόλιγουντ. Ένας καλλιτέχνης που με τις ερμηνείες του δημιούργησε έναν αρχετυπικό χαρακτήρα που έμελλε να επηρεάσει την έβδομη Τέχνη, όσο λίγοι.

Ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ ή Bogey (25 Δεκεμβρίου 1899 – 14 Ιανουαρίου 1957), όπως συνήθιζαν να τον λένε οι φίλοι του, (παρατσούκλι που του είχε κολλήσει ο φίλος του ηθοποιός Σπένσερ Τρέισι), γεννήθηκε το 1899 στη Νέα Υόρκη. Ήταν ένα κράμα ευσυνειδησίας, καλοσύνης, ταλέντου αλλά και μεγάλος φαν της οινοποσίας, του καπνίσματος, αλλά και της άστατης ζωής.

Ο Μπόγκαρτ, αγαπούσε πολύ το διάβασμα, το σκάκι και την κλασική μουσική. Είχε πολλούς φίλους ηθοποιούς που τον βοήθησαν να παίξει μικρούς ρόλους στο Broadway. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 υπογράφει συμβόλαιο με τη Fox, αλλά επειδή δεν έρχεται η πολυπόθητη επιτυχία, η συμφωνία διακόπτεται.

Απτόητος ο Βogey, το 1936, θα παίξει στην κινηματογραφική μεταφορά της θεατρικής επιτυχίας του Ρόμπερτ Σέργουντ “Το Απολιθωμένο Δάσος“. Εκεί θα υποδυθεί τον φονιά Ντιούκ Μάντι, μετά από επίμονη προτροπή του σπουδαίου ηθοποιού Λέσλι Χάουαρντ.

Μετά από αυτό, υπογράφει συμβόλαιο με την Warner, παίζοντας σε δεύτερους ρόλους κατά το διάστημα 1936 – 1940, μέχρι που πρωταγωνιστεί στο “Γεράκι της Μάλτας” το 1941. Όλο αυτόν τον καιρό, έχει αρχίσει και καταξιώνεται και ως ηθοποιός, υποδυόμενος συνήθως τον γκάνγκστερ ή τον μαφιόζο. Παράλληλα ταυτίζεται με τον αυτοδημιούργητο άνθρωπο, που μάχεται για έναν δίκαιο κόσμο μέσα στη διεφθαρμένη κοινωνία εκείνης της εποχής. Δε διστάζει μάλιστα να εκφράσει έντονα την αντίθεσή του για τον Μακάρθι.

Στο “Γεράκι της Μάλτας”, του Χιούστον, υποδύεται τον χαρακτήρα που έγινε το σήμα κατατεθέν του, αυτό του κυνικού αλλά και συνάμα έξυπνου και ευαίσθητου ιδιωτικού ντετέκτιβ. Ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία και διεθνής αναγνώρισή έρχεται όμως με τη γνωστή σε όλους μας και κλασσική πια, «Καζαμπλάνκα», στην οποία συνεργάστηκαν ιερά τέρατα, όπως οι ηθοποιοί: Μαξ Στάινερ, Ίνγκριντ Μπέργκμαν και ο σκηνοθέτης Μάικλ Κερτίζ.

“Θα έχουμε πάντα το Παρίσι…”
«Καζαμπλάνκα» του Μάικλ Κερτίζ (1942)

Στη δίνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η εξωτική Καζαμπλάνκα στο Μαρόκο, αποτελεί σταυροδρόμι των λαών που ψάχνουν μια διέξοδο από τα δεινά της Ευρώπης κι ένα εισιτήριο, προς την ελεύθερη Αμερική. Εδώ βρίσκουν καταφύγιο πολιτικοί πρόσφυγες, τυχοδιώκτες, απατεώνες, καταζητούμενοι, καιροσκόποι, αντιστασιακοί, ένα σωρό διαφορετικοί άνθρωποι, που όλοι τους αναζητούν μια ελπίδα για επιβίωση. Εδώ βρίσκεται κι ο Ρικ (Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ), ένας Αμερικανός ιδιοκτήτης νυχτερινού κλαμπ.

Ο Ρικ είναι κυνικός, απόμακρος και επιφανειακά σκληρός. Μια μέρα όμως, εμφανίζεται στο κλαμπ του, η πρώην αγαπημένη του, Ίλσα (Ίνγκριντ Μπέργκμαν), με την οποία έζησε έναν μεγάλο έρωτα στο Παρίσι, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Η Ίλσα τότε τον είχε εγκαταλείψει ανεξήγητα. Τώρα, η ξαφνική της επανεμφάνιση, τον αναστατώνει, καθώς ο έρωτας ανάμεσά τους ξαναφουντώνει. Ο Ρικ σύντομα καταλαβαίνει ότι η Ίλσα τον άφησε τότε από υποχρέωση στο σύζυγό της, Βίκτωρ Λάζλο, έναν θρυλικό αντιστασιακό, που καταζητείται από τους ναζί.

Ο Ρικ θα αντιμετωπίσει έτσι ένα ηθικό δίλημμα, να διεκδικήσει ξανά τον μεγάλο του έρωτα ή να θυσιαστεί για χάρη ενός ανώτερου σκοπού, όπως είναι ο παγκόσμιος αγώνας ενάντια στον ναζισμό και να βοηθήσει τον Βίκτωρ και την Ίλσα να δραπετεύσουν στην Αμερική;

Αλήθεια, τι μπορεί να πει κανείς για αυτήν την ταινία; Ό,τι και να ειπωθεί, είναι ελάχιστο μπροστά σε αυτό το μνημειώδες φιλμ. Μια ταινία που καταλαμβάνει, δικαίως, περίοπτη θέση στην ανθολογία του παγκόσμιου σινεμά, διδάσκεται σε κινηματογραφικές σχολές και επηρέασε όσο λίγες, εκατοντάδες δημιουργούς.

Μια ταινία σεναρίου, με απογειωτική αρχή που κορυφώνεται σ’ ένα από τα καλύτερα, φινάλε στην ιστορία της 7ης Τέχνης. Υπέροχη μουσική (υποψήφια για το αντίστοιχο Όσκαρ), μαγικά σκηνικά και κοστούμια, ενώ η ασπρόμαυρη φωτογραφία (υποψήφια επίσης για Όσκαρ), προκαλεί απλά δέος. Με το μοντάζ (και αυτό υποψήφιο για Όσκαρ), να είναι θέμα σεμιναρίου, αφήσαμε επίτηδες για το τέλος τις απαράμιλλες ερμηνείες, του Χάμφρει, της Ίνγκριντ αλλά και όλου του υπόλοιπου καστ.

Πρόκειται παράλληλα για ένα από τα καλύτερα καστ που συνεργάστηκαν στη μεγάλη οθόνη. Κατά ειρωνικό τρόπο όμως δεν κέρδισαν Όσκαρ, παρόλο που οι Μπόγκι και Κλοντ Ρέινς είχαν προταθεί.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το Αμερικανικό Συνδικάτο Σεναριογράφων, την έχει βραβεύσει ως το «καλύτερο σενάριο όλων των εποχών», ενώ το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την έχει αναδείξει ως την τρίτη καλύτερη αμερικανική ταινία όλων των εποχών, πίσω μόνο από τα φιλμ: «Πολίτης Κέιν» και «Ο Νονός»!

Η «Καζαμπλάνκα» είναι μία ταινία μύθος, μία μοναδική ερωτική ιστορία, που συνεχίζει να συγκινεί γενιές και γενιές. Σ’ ένα ονειρικό, κοσμοπολίτικο φόντο, στην εξωτική Αφρική, με διεθνείς ίντριγκες, αντιστασιακούς αλλά και αδίστακτους ναζί.

Μια περίπλοκη, συναρπαστική ιστορία με έντονο πολιτικό, αλλά και πατριωτικό παρασκήνιο, που περιγράφεται αριστοτεχνικά μέσα από τη λιτή αφήγηση του σκηνοθέτη Μάικλ Κερτίζ. Παράλληλα έχουμε κι ένα πρωταγωνιστικό δίδυμο φωτιά, αυτό των Χάμφρει Μπόγκαρτ και Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Ένα ζευγάρι, που η κινηματογραφική τους χημεία, ζωντάνεψε στην μεγάλη οθόνη έναν έρωτα που ήταν γραφτό να μη σβήσει ποτέ…

Ο ικανότατος σκηνοθέτης Μάικλ Κερτίζ, συνταίριαξε σε σωστές δόσεις, το δράμα, το μελόδραμα, την κωμωδία και την ίντριγκα, δημιουργώντας ένα σφιχτοδεμένο σύνολο. Όλα τα στοιχεία στην «Καζαμπλάνκα», το σενάριο, η ηθοποιία, η φωτογραφία, η σκηνοθεσία, αλλά και η μουσική, βρίσκονται μεταξύ τους σε υπέροχη αρμονία, χωρίς κανένα να επικρατεί και να υπερτερεί του άλλου, δημιουργώντας ένα εκπληκτικό σύνολο.

Η ταινία βασίστηκε στο θεατρικό των Μάρεϊ Μπάρνετ και Τζόαν Άλισον, «Everybody comes to Rick’s». Αρχικά το φιλμ ξεκίνησε σαν ένα συνηθισμένο φιλμ προπαγάνδας αλλά τελικά έγινε μία από τις πιο ρομαντικές ταινίες όλων των εποχών. Παρά την αρχική φήμη ότι τον πρωταγωνιστικό ρόλο θα είχε ο Ρόναλντ Ρίγκαν, ο παραγωγός της ταινίας, Χαλ Ουόλις, είχε τον Μπόγκαρτ στο μυαλό του από την πρώτη στιγμή. Επίσης, οι παραγωγοί είχαν σκεφτεί αρχικά στο ρόλο της Ίλσα, τη Γαλλίδα σταρ, Μισέλ Μοργκάν. Επέλεξαν όμως τελικά την Ίνγκριντ Μπέργκμαν και αυτή ήταν μια απόφαση που δεν θα τη μετάνιωναν ποτέ, όπως απέδειξε η ιστορία.

Εκτός όμως από τις επιτυχημένες επιλογές του πρωταγωνιστικού ζευγαριού και οι υπόλοιπες προσθήκες του καστ, διαδραμάτισαν πολύ σημαντικό ρόλο στην επιτυχία της ταινίας. Πραγματικά, πολύ δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε κάποιον άλλο ως Γάλλο διοικητή Ρενό από τον Κλοντ Ρέινς. Όπως επίσης έξοχοι ήταν και οι Πίτερ Λόρε και Σίντνεϊ Γκρίνστριτ, που είχαν συνεργαστεί ξανά με τον Μπόγκαρτ στο “Γεράκι της Μάλτας”.

Όλοι οι χαρακτήρες ζωντάνεψαν έξοχα σε αυτή την ταινία. Το στούντιο της Warner Bros. Pictures, είχε διαθέσιμο έναν πλούτο καταξιωμένων ηθοποιών, ο οποίος είχε αυξηθεί ακόμα περισσότερο λόγω του πόλεμο, με πολλούς Ευρωπαίους “πρόσφυγες” ηθοποιούς. Καλλιτέχνες εγνωσμένης αξίας που είχαν διαπρέψει στην Ευρώπη, δέχτηκαν με χαρά μικρούς ρόλους εδώ, λόγω των συνθηκών, δίνοντας εξαιρετική υποκριτική ποιότητα στην ταινία. Έτσι λοιπόν, τριάντα τέσσερα περίπου διαφορετικές εθνικότητες απαρτίζουν συνολικά το πολυσυλλεκτικό καστ της ταινίας και μας θυμίζουν πώς πραγματικά ήταν η “Καζαμπλάνκα” την εποχή του πολέμου.

Μόνο τυχαίο λοιπόν δεν είναι το γεγονός, πως έξι ατάκες της ταινίας μας, βρίσκονται στη λίστα με τις κλασικότερες όλων των εποχών, στον πίνακα του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου. Ας τις θυμηθούμε παρέα:

«Here’s looking at you, kid» – Καλή σου τύχη, μικρή (5η θέση)

«Louis, I think this is the beginning of a beautiful friendship» – Λούι, νομίζω ότι αυτή είναι η αρχή μιας υπέροχης φιλίας (20η θέση)

«Play it, Sam. Play “As Time Goes By”» – Παίξ’ το Σαμ. Παίξε το τραγούδι “As Time Goes By” (28η θέση)

«Round up the usual suspects» – Μαζέψτε τους συνήθεις ύποπτους (32η θέση)

«We ‘ll always have Paris» – Θα έχουμε πάντα το Παρίσι (43η θέση)

«Of all the gin joints in all the towns in all the world, she walks into mine» – Απ’ όλα τα μπαρ, σε όλες τις πόλεις του κόσμου, αυτή μπαίνει στο δικό μου (67η θέση)

Τη μουσική της ταινίας έγραψε ο βραβευμένος με Όσκαρ συνθέτης Μαξ Στάινερ, με κορυφαία στιγμή τη «μάχη των τραγουδιών», όπου Σύμμαχοι και Γερμανοί αντιπαρατίθενται συμβολικά στο κλαμπ του Ρικ, τραγουδώντας οι μεν τη «Μασσαλιώτιδα», οι δε, έναν ναζιστικό ύμνο.

Και φυσικά, μία από τις κορυφαίες στιγμές της ταινίας είναι και το τραγούδι «As Time Goes By» του Χέρμαν Χάπφελντ, πάνω στο οποίο ο Στάινερ έχτισε όλο του το μουσικό θέμα, κάνοντάς το μία από τις πιο κλασικές μελωδίες στην ιστορία του σινεμά.

Το τραγούδι αυτό, όχι μόνο ήταν το ερωτικό θέμα του ζευγαριού, αλλά και το κύριο συνδετικό τέχνασμα του Στάινερ για τους χαρακτήρες. Συνδέει τον Ρικ με την Ίλσα, το παρόν με το παρελθόν, το κοινό με τους χαρακτήρες…

Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι το κείμενο διαμορφώθηκε με την συνδρομή πολλών σεναριογράφων, που έφτιαξαν αξεπέραστους διαλόγους κι ένα από τα πιο επιτυχημένα σενάρια της εποχής, το οποίο και τιμήθηκε με Όσκαρ. Είναι επίσης γνωστό, ότι το σενάριο δουλευόταν και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ώστε να προκύψει πιο άρτιο και εμπνευσμένο αποτέλεσμα, που να ταίριαζε ρεαλιστικά στα αδιέξοδα των ηρώων.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι η ταινία χαρακτηρίζεται από την αβεβαιότητα που αποπνέουν τα πλάνα της. Κι ακόμα περισσότερο, από την αγωνία και την ανασφάλεια στα μάτια της Μπέργκμαν, η οποία μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν ήξερε ποιον από τους δύο ήρωες θα ακολουθούσε τελικά η Ίλσα! Όμως, αυτή η αβεβαιότητα είναι που έδωσε τελικά τη συναρπαστική νουάρ ατμόσφαιρα που καθηλώνει τους θεατές…

 Μετά τη θρυλική “Καζαμπλάνκα”, στην πλούσια καριέρα του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ ακολούθησαν οι ταινίες: “Η Σειρήνα της Μαρτινίκα” (1944), το πολύ καλό φιλμ νουάρ “Ο Μεγάλος Ύπνος” (1946), στο οποίο συμπρωταγωνιστεί και η μετέπειτα γυναίκα του, Λορίν Μπακόλ.

Πρωταγωνίστησε επίσης και στην αγέραστη ταινία “Ο Θησαυρός της Σιέρρα Μάντρε” (1948), καθώς και στη “Βασίλισσα της Αφρικής” το 1951, με την Κάθριν Χέμπορν, για το οποίο και τιμήθηκε με Όσκαρ Ά ανδρικού ρόλου. Μια από τις τελευταίες του ταινίες ήταν το “Σαμπρίνα“, με συμπρωταγωνίστριά του την αξιολάτρευτη Όντρεϊ Χέμπορν (1954).

Στην προσωπική του ζωή, ο Χάμφρει Μπόγκαρτ, παντρεύτηκε τέσσερις φορές, έχοντας παράλληλα και κάποιες θυελλώδεις σχέσεις. Αλλά τον μεγάλο έρωτα τον γνώρισε στο πρόσωπο της Λορίν Μπακόλ, με την οποία κι έμεινε έως το τέλος της ζωής του. Ήταν πάρα πολύ ταιριαστοί, όπως λένε πηγές από εκείνη την εποχή, συνοδοιπόροι σε μια κοινή ζωή που αντιμετώπισαν μαζί με χιούμορ, τρυφερότητα και αγάπη.

Ο Bogey, χαρακτηρίστηκε ως ο μεγαλύτερος κινηματογραφικός σταρ όλων των εποχών, έγινε γραμματόσημο το 1997 στις ΗΠΑ αλλά και αγαπήθηκε όσο λίγοι, τόσο για τον χαρακτήρα του, όσο και για τις κινηματογραφικές του επιτυχίες.

Στο τέλος της ζωής του, η υγεία του είχε κλονιστεί από το τσιγάρο και το αλκοόλ, σε πολύ μεγάλο βαθμό, αλλά αυτός δεν πτοούνταν, ούτε έχανε το χιούμορ του. Ο Μπόγκαρτ, έφυγε σαν σήμερα στις δεκατέσσερις Ιανουαρίου του 1957, από καρκίνο του οισοφάγου. Ο θρύλος θέλει η τελευταία ατάκα αυτού του gentleman του ασπρόμαυρου κινηματογράφου, να είναι διανθισμένη μέχρι τελευταία στιγμή από την αίσθηση του χιούμορ του: «Γαμώτο, δεν θα έπρεπε ποτέ να το γυρίσω από το ουίσκι στο μαρτίνι!»

tvxs

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ