Σήμερα έγινε πλήρως κατανοητό ότι η Ελληνική κρίση των τελευταίων έξη χρόνων ήταν το αποτέλεσμα του κοινωνικοοικονομκού και παραγωγικού μοντέλου που εφαρμόστηκε στη χώρα μας τα τελευταία 30 χρόνια, του τρόπου της πολιτικής διακυβέρνησης, αλλά και της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης σαν αποτέλεσμα της αδιέξοδης πορείας του νεοφιλελευθερισμού.
Το παραγωγικό μοντέλο στη χώρα μας βασισμένο
-στην ισχύ των ομάδων συμφερόντων που διαπλέκονταν με την πολιτική εξουσία
-στις πελατειακές σχέσεις και νοοτροπίες
– και στην διαρκή χρηματοδότηση των ελλειμάτων μέσω του φτηνού δανεισμού
δεν εκσυγχρονίστηκε έγκαιρα, λόγω της αδιαφορίας του πολιτικού συστήματος για μεταρρυθμίσεις, που θα στόχευαν στον εκσυγχρονισμό των δομών και του θεσμικού πλαισίου προτάσσοντας την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Μέσα από την παρατεταμένη οικονομική αβεβαιότητα έγινε αντιληπτό ότι δεν μπορεί να υπάρξει έξοδος από την κρίση αν δεν συμβούν βαθιές μεταρρυθμίσεις που θα στοχεύουν στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου αλλά και στον τρόπο της πολιτικής διακυβέρνησης της χώρας.
Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα.
Η μεταρρύθμιση σαν έννοια εμπεριέχει την αλλαγή, την κίνηση, την δυναμική και θα πρέπει να είναι το αποτέλεσμα ανάγνωσης της εκάστοτε πραγματικότητας. Η μεταρρύθμιση όμως δεν είναι ούτε ουδέτερη ούτε χωρίς πρόσημο.
Ιστορικά συνδέθηκε, με μια πορεία κοινωνικών και οικονομικών κατακτήσεων που συνέβαλαν στην διαμόρφωση των ευρωπαικών κοινωνιών μετά τον 2ος παγκόσμιο πόλεμο. Τα τελευταία όμως χρόνια η έννοια της μεταρρύθμισης άλλαξε σταδιακά και συνδέθηκε αποκλειστικά με την έννοια του κέρδους, σε μια οικονομία απόλυτα προσανατολισμένη στην αγορά, αφαιρώντας κοινωνικές κατακτήσεις και συμβάλλοντας στην μεγάλη αύξηση των ανισοτήτων.
Σήμερα οι προοδευτικές δυνάμεις οφείλουν να επανασυνδέσουν την έννοια της μεταρρύθμισης με την κοινωνική πρόοδο αλλά και να απαντήσουν στις προκλήσεις του 21 αιώνα.
Μερικοί υποστηρίζουν ότι μεταρρύθμιση είναι η μείωση του κράτους, η συρρίκνωση των μηχανισμών πρόνοιας, η κατάργηση των εργατικών δικαιωμάτων, η απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων. Μεταρρύθμιση όμως είναι και η επιστροφή στο δημόσιο επιχειρήσεων στρατηγικού χαρακτήρα, οι πολιτικές που έχουν στόχο την καθολική ασφάλιση, την πλήρη απασχόληση, την αντιμετώπιση της παιδείας και υγείας σαν κοινωνικά αγαθά.
Συνεπώς πρέπει κάθε φορά να δίνουμε απάντηση στο ερώτημα «Από ποιόν και για ποιους».
Σήμερα στη χώρα μας οι μεταρρυθμίσεις αφορούν και την σχέση μας με τους δανειστές, γιατί θα πρέπει να επιτυγχάνονται και οι δημοσιονομικοί στόχοι.
Όσο λοιπόν θα διαμορφώνεται μια υγιής δημοσιονομική βάση τόσο θα υπάρχει η δυνατότητα εφαρμογής ενός προοδευτικού μεταρρυθμιστικού προγράμματος.
Η συνύπαρξη μιας υγιούς οικονομικής βάσης και ενός νέου κοινωνικοοικονομικού μοντέλου είναι οι προυποθέσεις ώστε η χώρα μας να μπει σε μια κατάσταση κανονικότητας.
Ποιες μεταρρυθμίσεις όμως?
Υπάρχουν αυτονόητες μεταρρυθμίσεις που θα έπρεπε να έχουν γίνει εδώ και πολλά χρόνια.
Μερικές από αυτές
-η εξυγίανση του πολιτικού συστήματος
-η πάταξη της φοροδιαφυγής
-η αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας
-η ταχύτητα απόδοσης της δικαιοσύνης
Όμως οι βαθιές μεταρρυθμίσεις που θα πρέπει να προωθήσει μια προοδευτική κυβέρνηση θα πρέπει να στοχεύουν:
-στην εξυγίανση του πολιτικού συστήματος με εμβάθυνση της Δημοκρατίας
-στην ανασυγκρότηση του κράτους και της Δημόσιας Διοίκησης
-στον αυστηρό έλεγχο των δαπανών του κράτους και στην εφαρμογή ενός σταθερού και δίκαιου φορολογικού συστήματος
-στην διαφορετική προσέγγιση της έννοιας της ανταγωνιστικότητας, όχι μέσα από την μείωση των μισθών και των δικαιωμάτων των εργαζομένων, αλλά με παρεμβάσεις που θα περιορίζουν την γραφειοκρατία, την μείωση του ενεργειακού κόστους, την βελτίωση των υποδομών, την παροχή ρευστότητας στις επιχειρήσεις με χαμηλά επιτόκια κλπ.
-στην εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος
-στην δημιουργία ίσων και περισσότερων ευκαιριών για τους αδύναμους με δικαιοσύνη στα βάρη και στις ωφέλειες.
Σήμερα ,σαν χώρα, βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Οι βαθιές δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται ,σαν αντίδοτο στην κρίση αλλά και σαν εμπόδιο σε μελλοντικές κρίσεις, απαιτούν μεγάλες συναινέσεις και ουσιαστική πολιτική αντιπαράθεση.
Δεν μπορεί σε μια τόσο κρίσιμη καμπή να μην υπάρξει μια ευρύτερη δυνατή συνάντηση των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς, της πολιτικής οικολογίας και της σοσιαλδημοκρατίας. Ας κοιτάξουμε λίγο έξω από το σπίτι μας, στο μεγάλο Ευρωπαικό σπίτι και ας αφουγκραστούμε τις μεγάλες αλλαγές που συμβαίνουν.
Και τότε θα αντιληφθούμε ότι η ιστορία ούτε σαν φάρσα δεν θα πρέπει να επαναληφθεί.
Αν ο 20ος αιώνας σημαδεύτηκε από την διάσπαση του παγκόσμιου αριστερού κινήματος ,σε σοσιαλδημοκρατία και αριστερά, ο 21ος θα πρέπει να σηματοδοτήσει την συνάντηση των 2 αυτών ιστορικών ρευμάτων για το καλό της Ευρώπης και των λαών της.
ΤΣΑΠΑΡΟΠΟΥΛΟΣ ΠΕΤΡΟΣ
ΒΕΡΟΙΑ