Με αφορμή τις προσπάθειες που λαμβάνουν χώρα με στόχο την επανέναρξη της δίκης της Χρυσής Αυγής, μπορούμε πάλι να εστιάσουμε στη βίαιη, ‘ιδεολογική’ και μη δράση της, έτσι όπως εκδηλώθηκε και την περίοδο της κρίσης που βιώνει ο ελληνικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός. Πραγματικά, η Χρυσή Αυγή εμφιλοχωρεί στο πεδίο του κοινωνικού, παράγει και αναπαράγει βία, μίσος, ρατσισμό, το ίδιο το ‘φορτίο’ του ιστορικού φασισμού-ναζισμού, προσκολλάται στην ‘πορεία’ των διαφορετικών κοινωνικών τάξεων και μερίδων τάξεων. Η αύξηση της κοινωνικής της επιρροής αντανακλά το βάθος που προσέλαβε η κρίση του ελληνικού κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού καθώς και τις ευρύτερες κοινωνικές μεταβολές που προκάλεσε.
Έτσι η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή «ανασυγκροτείται» ως κρίσιμος ‘δείκτης’ ως ‘φορτίο’ συσσώρευσης στάσεων, κοινωνικών προσδοκιών και ιδεολογιών, «συναντώντας» ακριβώς την κίνηση τμημάτων των κοινωνικών τάξεων. Σε αυτό το πλαίσιο, η ιδεολογικοποίηση της δράσης της δεν είναι λιγότερο σημαντική από την καθαυτό βίαιη δράση της, από την «εξαγωγή» των σημάνσεων της νεοναζιστικής βίας. Η ιδεολογική αναπαράσταση-πρόσληψη του ιστορικού γίγνεσθαι ως ‘ομοιομορφία-καθαρότητα’, είναι η ίδια η διαρκή της αφήγηση: η παρούσα ετερότητα (ο μετανάστης-εργάτης ως έτερος, ο πολιτικός-ιδεολογικός αντίπαλος ως έτερος), απειλεί την «καθαρότητα», το μεγαλείο, τη συνοχή και την αδιατάρακτη συνέχεια του ελληνισμού και, πέρα από αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο αποτελεί «αίτιο» (κύρια οι μετανάστες-προλετάριοι) της δεινής κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει το μπλοκ των λαϊκών τάξεων.
Για το νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής το σημαίνον διακύβευμα είναι η έννοια της εθνικής-κοινωνικής «αμολυντότητας», η ίδια η προσπάθεια να καταστεί πάλι το έθνος (δια της πρακτικής εφαρμογής της βίας), «απρόσβλητο» από προσμείξεις και αλλότριες «μολύνσεις». Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως η, με τη μορφή «ιατρικοποίησης» του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι ανάλυση εναλλάσσεται με την ασκούμενη σωματική (και λεκτική) νεοναζιστική βία, στο βαθμό που η (και ιατρική) ιδεολογία της Χρυσής Αυγής ενέχει και διαμορφώνει όχι την «ουδέτερη» και «άχρωμη» βία αλλά την «φορτισμένη», εστιασμένη και συγκεκριμένη βία, τη βία που «ενσωματώνει», «εδαφικοποιεί » και χαράζει στο σώμα τη γροθιά και την ιδεολογία, το χτύπημα και το μήνυμα, τον ξυλοδαρμό και την ιστορική αφήγηση-φενάκη.
Η δράση της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής αποτελεί μία μορφή προσίδιας και διαρκούς «υποστασιοποίησης» των προταγμάτων της στην κοινωνική δομή, συνιστά το συλλογικό «υποκείμενο» που ‘εργαλειοποιεί’, συσσωρεύει και συμπυκνώνει συνάμα τα συναισθήματα της οργής και της βίαιης πρωτογενούς αντίδρασης σε ότι η ίδια ορίζει και προσδιορίζει ως έτερο. Αυτό το πρωτογενές βίαιο «υλικό» συμπυκνώνεται και κοινωνικοποιείται, αποζητώντας διαρκώς μία απεύθυνση, έναν κοινωνικό δείκτη.
Για αυτόν τον λόγο θεωρούμε πως η Χρυσή Αυγή αποτελεί το πολιτικά κατοπτρικό «είδωλο» μερίδων των κοινωνικών τάξεων (και τμημάτων του μπλοκ των λαϊκών-κυριαρχούμενων τάξεων). Ο ρατσισμός και ο ξενόφοβος λόγος, η «απαγκίστρωση» από τα διδάγματα του ορθού (politically correct) λόγου, η «εξέγερση» σε αυτό που θεωρείται ως «ομοιόμορφη και διεφθαρμένη κομματοκρατία» (που οδήγησε και στην κρίση), απετέλεσαν ‘ιδεολογία’ που ενέσκηψε και έδρασε στο εσωτερικό του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού.
Την ιστορική περίοδο που διανύουμε, περίοδος εκδίπλωσης της βαθιάς κρίσης του συγκεκριμένου σχηματισμού, η Χρυσή Αυγή, μεγεθύνει, ριζοσπαστικοποιεί βίαια και οξύνει την παραπάνω ιδεολογική παράμετρο, με τέτοιον τρόπο που την προσδιορίζει και την ‘ενεγράφει’ κοινωνικά-ιδεολογία ως ‘κόμβο’ φασιστικοποίησης και επιδίωξης φασιστικοποίησης που θέλει να είναι ταυτόχρονα λαϊκή (ο λαός ως έθνος Ελλήνων και το έθνος των Ελλήνων ως συνέχεια και ως λαός), εργατική ( το προλεταριάτο ως τάξη-στήριγμα του έθνους, ως καθαυτό «οικογενειακή» τάξη. Η Χρυσή Αυγή δεν διστάζει να «ενδυθεί» και συγκεκριμένα «αντιπλουτοκρατικά-αντικαπιταλιστικά στοιχεία), μικροαστική (η μικροαστική τάξη ως ‘πλοηγός’ ως φαντασιακή «παραγωγός» «γνήσιων» και «υγιών» συναισθημάτων), αγροτική (ο αγροτικός φασισμός εδράζεται πάνω στη βάση της σχέσης με τη γη-μύθο, στην ‘ανάγκη’ προστασίας των αγροτών από τις «επιθέσεις» που τείνουν να την αποσπούν από τη γη-οικογένεια-βιόκοσμο-πρόσληψη στοιχείων αυτοπροσδιορισμού και διαγενεακής αναπαραγωγής.
Όπως αναφέρει ο Νίκος Πουλαντζάς: «Ο φασισμός εμπεριέχει δημαγωγικά στοιχεία απέναντι στη φτωχή αγροτιά, καθώς οικειοποιείται τις απατηλές υποσχέσεις περί «εποικισμού» και διανομής της γης. Αλλά κι εδώ πάλι, υπάρχει και κάτι ακόμα: ο φασισμός από τη μια εκμεταλλεύεται σε βάθος τις ιδιαίτερες μορφές που προσλαμβάνει μέσα στις λαϊκές τάξεις της υπαίθρου η ιδεολογία της επαναστατημένης μικροαστικής τάξης, και από την άλλη μεριά εκμεταλλεύεται το ιδεολογικό θέμα της αγροτικής «αλληλεγγύης» και της «κοινότητας γης». Η πλευρά αυτή συνιστά τη συντεχνιακή θεώρηση, σχετίζεται με την ύπαιθρο και στοιχειοθετεί τον κύριο ιδεολογικό ρόλο του φασισμού στο χώρο αυτό. Ο εμφατικός πάλι, τονισμός των δεσμών γης και αίματος, των δεσμών προσωπικής εμπιστοσύνης κ.λπ. διασταυρώνεται με τα κατάλοιπα της φεουδαρχικής ιδεολογίας μέσα στον «αγροτικό» φασισμό. Ο συγκερασμός της ιδεολογίας των επαναστατημένων μικροαστών της υπαίθρου με τα υπολείμματα της φεουδαρχικής ιδεολογίας αποτελεί την πρωτοτυπία του αγροτικού φασισμού».[1]
Συσσωρεύοντας ενέργεια και ισχύ πάνω στο «οργισμένο» κοινωνικό έδαφος, το νεοναζιστικό ‘κρόσσι’ της Χρυσής Αυγής μεταβιβάζει-μετατοπίζει αυτή τη λαϊκή-εργατική ισχύ που αποκτά προς την πλευρά του αστικού μπλοκ εξουσίας, όχι δια της εις άτοπον και άχρονης απαγωγής αλλά ως διαδικασία που συντελείται εντός του πλαισίου της πολιτικής-ιδεολογικής διαπάλης, των ευρύτερων και δομικών ΄κρισιακών’ μεταβολών που έχουν συντελεστεί στο συγκεκριμένο κεφαλαιοκρατικό σχηματισμό, καθώς και στην ίδια τη θέση της Χρυσής Αυγής (και του εθνικοσοσιαλισμού), ως κρίσιμου κρίκου-ενδιάμεσου μεταξύ της λειτουργίας της ως ιδεολογικής ψευδαίσθησης-βίαιης πρωτογενούς δράσης (που αποτελούν την ίδια τη «βιτρίνα» της οργάνωσης και την άλλη μορφή σύνδεσης ταξικής απεύθυνσης-σύνδεσης με λαϊκά στρώματα), της λειτουργίας της ως «διακομιστή» της λαϊκής οργής και των λαϊκών προσδοκιών για υπέρβαση της κρίσης στο άρχον αστικό συγκρότημα εξουσίας, της λειτουργίας της στο πεδίο της πάλης των τάξεων.
Η υπέρβαση της οικονομικής κρίσης που συντελείται προς όφελος του μπλοκ εξουσίας και των πλέον ηγεμονικών του μερίδων, λειτουργεί, για τη Χρυσή Αυγή, προς όφελος και των λαϊκών-κυριαρχούμενων τάξεων. Συνιστά ένα συνολικό ίδιον, κοινωνικό όφελος. Είναι η άρχουσα τάξη που θα φέρει την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας για τις λαϊκές τάξεις.
Το νεοναζιστικό μόρφωμα (και ο ιστορικός φασισμός-ναζισμός) δεν αφίσταται του πλαισίου λειτουργίας και αναπαραγωγής του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Θα λέγαμε πως η ίδια η δράση της Χρυσής Αυγής διαμορφώνει τους όρους και τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις για την ανάδυση στην κοινωνική δομή και την εν συνόλω αποκρυστάλλωση ενός «βίαιου καπιταλισμού», βίαιου στο βαθμό που συρρικνώνει και αίρει (φυσική εξόντωση) την πολλαπλή άλλη ύπαρξη, καπιταλισμού στο βαθμό που δεν προκύπτει εν κενώ και εκτός ιστορικού προτσές-χρόνου. Αντιθέτως, δεν αφίσταται του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, επιδιώκοντας να συμβάλλει στη «συγκρότηση» ενός εθνικού, «καθαρού», «υγιούς» και παραγωγικού καπιταλισμού (εθνική χωροχρονική-κεφαλαιοκρατική ‘μήτρα) στην προμετωπίδα του οποίου τοποθετείται η καθαυτό ενδογενής αστική τάξη (και η ηγεμονική της μερίδα που για τη Χρυσή Αυγή είναι το βιομηχανικό κεφάλαιο). Ένας ενδογενής καπιταλισμός που θα επιφέρει και τη διευρυμένη αναπαραγωγή του, κάτι που ισοδυναμεί με την ένταση της ταξικής εκμετάλλευσης.
Δίχως να αφίσταται αυτού του πεδίου, η Χρυσή Αυγή προβάλλεται και ‘αναδιαμορφώνεται’ ως λαϊκή, εργατική, μικροαστική και αγροτική συνάμα. Η ταυτότητα που διεκδικεί για τον εαυτό της της είναι κοινωνικά έντονη και σύνθετη μαζί.
Σε αυτό το πλαίσιο διαπλέκεται με την ιστορική κίνηση του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, επενεργεί στα ιδεολογικά πλαίσια που αναδύονται, στην ίδια την πολιτική-ιδεολογική διαπάλη, επιδιώκει να αποκτήσει δεσμούς εκπροσώπησης με ‘κρόσσια’ των λαϊκών-καταπιεσμένων τάξεων, ασκεί τη λεκτική-σωματική βία της «εκκαθάρισης». Η εκκίνηση της δύναται να διαφέρει από τις προθέσεις της. Η δράση της συναρθρώνει τη μικροκλίμακα του ‘τώρα’ με τη μακροκλίμακα του αύριο, συναρθρώνει τη βίαιη ‘μικροϊστορία’ του δρόμου με τη ‘μακροϊστορία’ της αυριανής κοινωνικής προγραφής και μία πάντα ταξικής-καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο Λέων Τρότσκι επισημαίνει ότι «το ανθρώπινο υλικό του ο φασισμός το βρίσκει ιδιαίτερα στους κόλπους της μικροαστικής τάξης, η οποία τελικά καταστρέφεται από το μεγάλο κεφάλαιο».[2]
Με τα λόγια του Λέων Τρότσκι, «η φασιστικοποίηση του κράτους σημαίνει… πριν απ’ όλα και πάνω απ’ όλα καταστροφή των εργατικών οργανώσεων, ξεπεσμό του προλεταριάτου σε μια άμορφη κατάσταση».[3] Όμως ο φασισμός-ναζισμός ευρύτερα, ειδικότερα η Χρυσή Αυγή δεν εστιάζουν μόνο σε αυτή την πτυχή. Επιδιώκοντας να διευρύνουμε τη σκέψη του Τρότσκι θα λέγαμε πως ο φασισμός (και η Χρυσή Αυγή), είναι μικροαστικός/ή στο βαθμό που επιδιώκει να είναι λαϊκός-εργατικός/ή, αγροτικός/ή, τείνοντας προς τη διάχυση στο πεδίο του κοινωνικού ως όλον. Η μία πτυχή δεν αναιρεί την άλλη, καθότι ακριβώς ο φασισμός-ναζισμός χρησιμοποιεί μία συγκεκριμένη ελκτική κοινωνική-ιδεολογική δύναμη, εστιάζοντας σε ένα ενιαίο ιδεολογικό σύνολο το οποίο προσλαμβάνει διάφορες μορφές απεύθυνσης.
Ο «μύθος» της αδιάλειπτης εθνικής συνέχειας αποκτά τον ‘τύπο’, το ‘υπόδειγμα’ επιδίωξης συγκρότησης σχέσεων πολιτικής εκπροσώπησης και συνάρθρωσης συμφερόντων. Για τη Χρυσή Αυγή τα πληττόμενα και «προδομένα» λαϊκά στρώματα χρήζουν «πατρικής» προστασίας-υπεράσπισης. Όταν ο «κατεστραμμένος» μικροαστός διαβλέπει στο νεοναζιστικό μόρφωμα την ανάκτηση του σημαίνοντος ρόλου του, ο εργάτης δύναται να διαβλέψει την ‘αντανάκλαση’ μίας βίαιης λεκτικής-σωματικής δράσης η οποία στρέφεται ενάντια στον ‘εχθρό’: στους μετανάστες που «κλέβουν» τις δουλειές, στους «τοκογλύφους», εγχώριους και μη, στους «άκαρδους» τραπεζίτες και πλουτοκράτες. Έχουμε να κάνουμε με μία σφαιρική κοινωνική προσέγγιση-απεύθυνση.
Όπως επισημάναμε και σε παλαιότερο κείμενο μας: Το νεοναζιστικό μόρφωμα συμπληρώνει και συμπυκνώνει την προσίδια διάσταση μίας ιδιότυπης διαχείρισης ‘χώρου’, ενός ‘χώρου’ που μετουσιώνει το ίδιο το ναζιστικό μικροπεριβάλλον δράσης, προοικονομώντας, κι προεικάζοντας το κάθε φορά ‘μέγαπεριβάλλον’, πλαίσιο και πεδίο γεωγραφικής και ταυτόχρονα υλικής-κοινωνικής συμπύκνωσης ενός ‘εθνικού’ κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής ο οποίος εδράζεται σε μία τύποις ‘ταυτοτική’ κοινότητα συμφερόντων και συνάρθρωσης συμφερόντων, μία ‘κοινότητα’ της οριοθετημένης ολότητας που επιδιώκει να «συσκοτίσει» και να επικαλύψει τη διάσταση της ταξικής εκμετάλλευσης και της συνακόλουθης κεφαλαιακής συσσώρευσης.[4]
————————————————————————————
[1] Βλέπε σχετικά, Πουλαντζάς Νίκος, ‘Φασισμός και Δικτατορία. Η Τρίτη Διεθνής αντιμέτωπη στον Φασισμό’, Μετάφραση: Αγριαντώνη Χριστίνα, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 2006, σελ. 308-309.
[2] Παρατίθεται στο, ‘Μαθήματα από την πάλη ενάντια στο Φασισμό’, 05/07/2009, avantgarde2009.wordpress.com
[3] Παρατίθεται στο, ‘Μαθήματα από την πάλη ενάντια στο Φασισμό’, 05/07/2009, avantgarde2009.wordpress.com
[4] Βλέπε σχετικά, Ανδρονίδης Σίμος, ‘Χώρος και Χρυσή Αυγή’.