“Η Ευρώπη της απρόσκοπτης διακίνησης κεφαλαίων όχι όμως και προσφύγων” του Σίμου Ανδρονίδη
«Ο Χέγκελ κάνει κάπου την παρατήρηση ότι όλα τα μεγάλα κοσμοϊστορικά γεγονότα και πρόσωπα παρουσιάζονται, σαν να λέμε, δυο φορές. Ξέχασε όμως να προσθέσει: την μια φορά σαν τραγωδία, την άλλη σαν φάρσα». (Καρλ Μαρξ, ‘Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη).
Η όξυνση του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος σχετίζεται με τους επάλληλους μετασχηματισμούς της πολιτικής συγκεκριμένων ευρωπαϊκών χωρών: μείωση του αριθμού των προς διαμονή προσφύγων και μεταναστών, αυστηροποίηση της διαδικασίας χορήγησης ασύλου, όρθωση φραχτών, κλείσιμο συνόρων. Και στην κορωνίδα αυτής της «προληπτικής», κατασταλτικής πολιτικής, βρίσκεται η ίδια η στρατιωτικοποίηση της διαχείρισης του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος, μέσω της εμπλοκής του ΝΑΤΟ. Το κλείσιμο των συνόρων του βαλκανικού διαδρόμου έχει ως αποτέλεσμα την παραμονή προσφύγων και μεταναστών στον ελληνικό γεωγραφικό χώρο, τη στιγμή που πρόθεση τους είναι η συνέχιση του ταξιδιού τους προς χώρες της Βόρειας Ευρώπης.
Στην ευρωπαϊκή «αυλή των θαυμάτων» οι θύρες «κλείνουν» όταν επρόκειτο για τη διέλευση, την περαιτέρω διέλευση προσφύγων και μεταναστών. Όμως, πραγματικά, τίποτα δε διαταράσσει τον πραγματικό όσο και συμβολικό «μύθο», την ύπαρξη του «ιερού» τοτέμ της ενωμένης Ευρώπης. Κι αυτό το συγκροτησιακό σύμβολο του κοινού οικονομικού χώρου είναι η ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων, των αγαθών και των πάσης φύσεως εμπορευμάτων. Σε αυτή την περίπτωση ο ενοποιημένος οικονομικός ευρωπαϊκός χώρος λειτουργεί απρόσκοπτα, αποτελώντας «προϊόν» ενός μεσσιανισμού που προσδιορίζει την οικονομική (καπιταλιστική) ένωση-ολοκλήρωση ως ένα από τους δύο βασικούς «πυλώνες» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο άλλος πυλώνας είναι η πολιτική ενοποίηση-ολοκλήρωση.
Στον κρισιακό ελληνικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, η όξυνση του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος σωρεύεται πάνω στην κρίση διευρυμένης αναπαραγωγής (άρση κοινωνικών δυνατοτήτων) που αντιμετωπίζει και βιώνει το μπλοκ των λαϊκών-καταπιεσμένων τάξεων. Η προσφυγική-μεταναστευτική κρίση δεν δύναται να νοηθεί και να προσδιοριστεί ως «αυτόνομη» και «αυτοματοποιημένη».
Αντιθέτως, δύναται να συστηματοποιηθεί ως μία «ειδική» κρίση μέσα στην κρίση, κάτι που παράγει τους όρους και τις προϋποθέσεις για την ανάδυση και την αποκρυστάλλωση μίας (διφυούς) «υπερπροσδιορισμένης» κρίσης, εκεί όπου το διαρκές πλέον καθεστώς (διαρκής κοινωνική συνθήκη) επισφαλειοποίησης συναιρείται και συναρθρώνεται με την απώλεια των κανονικών συνθηκών από πλευράς προσφύγων και μεταναστών, ήτοι με την απώλεια εκείνων των όρων που συμβάλουν και συγκροτούν τη ζωή ως συνθήκη, ως βιωμένη υλική (κοινωνική) λειτουργία και πορεία μέσα στον ιστορικό «χωροχρόνο». Δεν πρόκειται για μία απλή ανθρωπιστική κρίση όπως κατά κόρον λέγεται και γράφεται, αλλά για μία κατάσταση απώλειας των πάντων (διαρκής εμφύλιος πόλεμος) η οποία ακριβώς επικάθεται και σωρεύεται πάνω στις ιδιαίτερα στρεβλές συνθήκες υλικής αναπαραγωγής των λαϊκών-κυριαρχούμενων τάξεων στην Ελλάδα.
Η ελληνική (γεωγραφική) κεφαλαιοκρατική «μήτρα» παράγει συνεχώς ενδογενείς κρίσεις, κρίσεις που αντανακλούν την πολιτική διαχείριση της βαθιάς οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης, την «κίνηση» και τις ανακατατάξεις που συντελούνται στο εσωτερικό των κοινωνικών τάξεων και μερίδων τάξεων, την αδυναμία ευθυγράμμισης πολιτικής δράσης-κοινωνικών συμφερόντων, τη συγκρότηση αφενός μεν «νησίδων» υλικής ισχύος, αφετέρου δε τη διαμόρφωση «νησίδων» άρσης μίας σχετικής κοινωνικής-ταξικής ισορροπίας και συνακόλουθης απώλειας δύναμης-δυναμικής. Στον κεφαλαιοκρατικό σχηματισμό της κρίσης, επιτελείται η αποδόμηση, ο θρυμματισμός «ζωντανής» εργασίας, η οποία, όταν δεν βιώνει τις μνημονιακές επάλληλες πτυχώσεις της υποβάθμισης του επιπέδου ζωή της, περνά στην ανεργία ως «λιμνάζων» εργατικό δυναμικό.
Η κρίση νοείται και ορίζεται ως ένας διαρκής μετασχηματισμός κοινωνικοοικονομικού υποδείγματος. Ο συγκεκριμένος (ελληνικός) κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός, ενταγμένος στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου δεν αποτελεί ένα πεδίο «όπου ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι», αλλά οικονομικό-παραγωγικό ‘πεδίο’ μίας διαρκούς ταξικής μετατόπισης, όπου πλέον ο «συνωστισμός» εγχώριων και ξένων ταξικών (αστικών) συμφερόντων γίνεται με γνώμονα την εφαρμογή πολλαπλών προτύπων απόσπασης κεφαλαιακού κέρδους.
Το καθεστώς της κεφαλαιακής συσσώρευσης προσιδιάζει σε ένα πολλαπλό «τύπο», που, πόρρω απέχει από μία «εργαλειακή» και θετικιστική θεώρηση του ίδιου του καπιταλισμού: ο καπιταλισμός του 21ου αιώνα δεν «τρώει τις σάρκες» του αλλά ‘αναπαράγεται’ και ‘αναγεννάται’ ως ένα συνολικό κατεστημένο σύστημα το οποίο αξιοποιεί και εκμεταλλεύεται τις ενδογενείς αντιφάσεις του: με αυτόν τον τρόπο, η διεύρυνση των δυνατοτήτων κερδοφορίας από μέρους των αρχουσών τάξεων ενδύεται το μανδύα του εθνικού όλου και της αναγωγής σε αυτό που θα ορίζαμε ως ατομική ικανότητα (η ικανότητα κάποιου να πλουτίζει), τη στιγμή που τα κοινωνικά και οικονομικά χάσματα που δημιουργεί ανανοηματοδοτούνται ως ανικανότητα των ατόμων να εξέλθουν από τη συνθήκες ανημπόριας και στέρησης.
Ο καπιταλισμός μπορεί ταυτόχρονα να είναι «ατομικός» και πολλαπλός, δυναμικός και στατικός, «ενωτικός» και «απρόσιτος», που, σε έναν κόσμο ρευστό και μεταβαλλόμενο, ενσαρκώνει το δόγμα του μη χείρον βέλτιστον: εκεί όπου όλα τα άλλα κοινωνικοοικονομικά συστήματα έχουν αποτύχει, ο καπιταλισμός συνεχίζει την βραχυπρόθεσμη όσο και μακροπρόθεσμη πορεία του, «διψασμένος» για νέα κέρδη, νομιμοποιούμενος ως μοναδική επιλογή, ή ως επιλογή που ελλείψει εναλλακτικής, αποσπά συναινέσεις.
Στον ελληνικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, στο ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες που έχουν διαμορφώσει η κρίση και η διαχείριση της εισέρχονται μαζικά οι πρόσφυγες και οι μετανάστες. Κι είναι το δικό τους «τραύμα» (υλικό και ψυχολογικό) που σωρεύεται πάνω στο πρόβλημα, πάνω στη συνθήκη της αδύναμης αναπαραγωγής της εργατικής τάξης, ευρύτερα της λαϊκής τάξης.
Ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία ως ιδιαίτερη συνθήκη (σε αυτό το πλαίσιο είναι δεδομένες οι ευθύνες των ιμπεριαλιστικών χωρών), καθώς και η μετααποικιακή οικονομική εκμετάλλευση συγκεκριμένων χωρών (συνδυασμός ενδογενών και εξωγενών στοιχείων), διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για τη μεγάλη και μαζική «πορεία προς την έξοδο». Η οικονομική αποίκηση χωρών της Αφρικής και της Ασίας αποτελεί τη συνέχιση της της ‘κατοχής’ τους με άλλα μέσα.
Ως εκ τούτου, προκύπτει ένα κοινωνικό παλίμψηστο, εντός του οποίου άλλοτε αναδύεται η συνθήκη απώλειας των πάντων των προσφύγων, η οικονομική απώλεια και η συνακόλουθη αναζήτηση μίας καλύτερης τύχης των οικονομικών μεταναστών, η επισφαλειοποίηση των εγχώριων λαϊκών τάξεων. Θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για μία τριπλή επισφάλεια, που αποτελεί απότοκο ακριβώς της ιστορικής «διαστολής» του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Άλλοτε ειρηνικός και άλλοτε πολεμικός, ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής παράγει εγκάρσιες τομές και ρήξεις με ότι ορίζεται ως διιστορική κοινωνική τάξη. Η «ενότητα» είναι η δύναμη του, η ‘αυτονομία’ που κατακτά ευκαιρία αναδιαμόρφωσης των ταξικών σχέσεων κυριαρχίας.
Το μείγμα της επισφάλειας είναι εν δυνάμει εκρηκτικό, προπομπός ρήξεων με το πλαίσιο των διαμορφούμενων σχέσεων πολιτικής εκπροσώπησης, άρθρωσης και συνάρθρωσης κοινωνικών συμφερόντων και ιδεολογιών. Η «τάξη» των προσφύγων και των μεταναστών, ταξική και διαταξική, πολυποίκιλη και ανομοιογενής μεταβάλλει στάσεις, πρότυπα και συμπεριφορές. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο ανακύπτει το σημαίνον της δράσης.
Το σημείο τομής και δομικής σύγκλησης των συνθηκών της τριπλής τρωτότητας δύναται να διαμορφώσει τους πρωτογενείς όρους της έκφρασης αλληλεγγύης, αλληλεγγύης όχι απλά φιλάνθρωπης, αλλά ταξικής και ‘χωρικά’ προσδιορισμένης. Η συναίρεση και συνάρθρωση προτεραιοτήτων και στόχων αποτελεί μία εν δυνάμει εκρηκτική ύλη αλλαγής-μεταβολής η οποία περνά μέσω από των προσφύγων και των μεταναστών ως συλλογικοτήτων δράσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, η καθημερινή έκφραση αλληλεγγύης, η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προσπάθεια για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των προσφύγων και των μεταναστών, η από κοινού συλλογική δράση δύναται να θέσει τους όρους για τη συγκρότηση ενός αυτοτελούς ιστορικού μπλοκ μηχανικής της κινητοποίησης-δραστηριοποίησης, ένα μπλοκ που συναιρώντας την τριπλή συνθήκη ταξικής τρωτότητας, θα αποκτά πανευρωπαϊκά χαρακτηριστικά, θα απευθύνεται στο συνδικαλιστικό κίνημα και σε πολιτικά κόμματα, θα θέσει συγκεκριμένα πολιτικά προτάγματα-επίδικα, θα ανασημασιοδοτήσει τον καπιταλιστικό-παραγωγικό ‘χώρο’, κοινωνικούς στόχους προς επίτευξη, θα συμβάλει στην αντιμετώπιση αυτού του κόμβου εκφασισμού (η φασιστικοποίηση ως ιδεολογικό διακύβευμα) με την ονομασία Χρυσή Αυγή, θα αποκρούει και θα αποτρέπει την περαιτέρω διάχυση του ρατσιστικού-φασιστικού δηλητηρίου, (και τις κομματικές του εκφάνσεις), θα μάχεται ενάντια στους patres conscripti του καπιταλισμού, θα αποκαλύπτει τη φύση του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού. Γιατί είναι σε αυτή την περίπτωση, στην Ελλάδα της κρίσης, που ο καπιταλισμός και η ιμπεριαλιστική του διάσταση-πτυχή «παράγουν» και «γεννούν» επισφάλεια και φτώχεια. Οι συνέπειες και τα αποτελέσματα της ιμπεριαλιστικής πολιτικής διαπερνούν τα γεωγραφικά σύνορα, φθάνοντας στην Ελλάδα (και όχι μόνο), μετασχηματίζουν την ιδιότητα του πολίτη σε αυτή του πρόσφυγα, «κατακερματίζουν» τις εμπειρικές προσλαμβάνουσες, επιτυγχάνουν την ίδια τη μετεξέλιξη του βιωμένου κοινωνικού είναι. Ο ιμπεριαλισμός είναι η ανακατασκευή της έννοιας του συμφέροντος.
Πόρρω απέχοντας από έναν μυθιστορηματικό ρομαντισμό της βοήθειας και της απλής επικουρίας, αυτό το (με ιδιαίτερους γκραμσιανούς όρου) ιστορικό μπλοκ θα αναγάγει την αλληλεγγύη και την αλλαγή σε πυρήνες την δράσης του. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για τις διάφορες εκφάνσεις της Αριστεράς.
Σε αυτό το πεδίο της σύγκλισης της τρωτότητας, του μετασχηματισμού της κρατικής δομής, η ανατρεπτική αριστερά οφείλει να συστηματοποιήσει τις αναλύσεις της και να δράσει προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση. Η δράση των ‘από κάτω’ είναι απαραίτητη και αναγκαία, στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί. Αυτή η τριπλή ώσμωση και δυναμική διαμορφώνει το υπόστρωμα της ταξικής αλληλεγγύης, του ταξικού ‘ανθρωπισμού’, της κοινής πορείας όχι για όσο διάστημα θα βρίσκονται εδώ οι πρόσφυγες και οι μετανάστες. Και φυσικά, αποτελεί προπομπό για την κοινή πορεία με τα ‘υποκείμενα’ θα παραμείνουν εδώ. Η ταξική κλασματική απόσταξη δεν χωρίζει αλλά συνθέτει τρωτότητες, παράγοντας την ίδια την έννοια της αλλαγής.
Ο Σίμος Ανδρονίδης είναι υποψήφιος διδάκτορας στο ΑΠΘ