Ο “Νοτιάς” του Τάσου Μπουλμέτη και η ανατροπή των ατομικών και συλλογικών μύθων
Δήμητρα Σμυρνή
Όταν έχεις γυρίσει μια ταινία σαν την «Πολίτικη Κουζίνα», αντιμετωπίζεις τον κίνδυνο της αναμέτρησης όχι με τους άλλους ομοτέχνους αλλά με τον εαυτό σου.
Η «Πολίτικη Κουζίνα» ήταν σταθμός για τα κινηματογραφικά χρονικά, γιατί συνδύασε την ποιητική σκηνοθετική γραφή με την εμπορική επιτυχία. Υπήρξαν άνθρωποι που την είδαν δύο και τρεις φορές κι άλλοι που ακούν ακόμα τη μουσική της, ανεξάρτητα από την ταινία, θεωρώντας την σαν μια από τις μελωδικότερες στιγμές της ελληνικής δισκογραφίας.
Μοιραία, λοιπόν, ο θεατής του «Νοτιά», της καινούργιας ταινίας του Μπουλμέτη, έχει μέτρο σύγκρισης και ο σκηνοθέτης πρέπει να ξεπεράσει την προηγούμενη ταινία του, για να κερδίσει το παιχνίδι.
Η ταινία ξεκινά και ήδη από τα πρώτα πλάνα έχει την υπογραφή του δημιουργού. Πρωταγωνιστής πάλι στην αρχή κάποιος μικρούλης, που οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα. «Μα, έχουμε επανάληψη των ίδιων μοτίβων;» σκέφτεται κανείς, για να καταλήξει σε λίγο πως πρόκειται για κάτι διαφορετικό.
Αν η «Πολίτικη Κουζίνα» ήταν η ανατομία της νοσταλγίας, ο «Νοτιάς» είναι μια πιο σύνθετη ταινία με διαφορετικό θέμα, όπου ο σκηνοθέτης καταπιάνεται με κάτι που είναι η ουσία της ζωής, ο ατομικός και συλλογικός μύθος.
Η ταινία ξεκινάει το 1967, με τη Δικτατορία και καλύπτει χρονικά το διάστημα μέχρι και το 1989.Είκοσι δύο χρόνια μέσα στα οποία ο μικρός πρωταγωνιστής ενηλικιώνεται και μαζί του ενηλικιώνεται αλλάζοντας και η Ελλάδα. Δυο μύθοι που πορεύονται ταυτόχρονα.
Τι σημαίνει όμως μύθος και πόσο τον έχει ανάγκη ο καθένας ως άτομο αλλά και μια χώρα ως σύνολο; Πού αρχίζουν και πού τελειώνουν τα όρια της διάψευσης, αλλά και πού αρχίζουν και πού τελειώνουν τα όρια της ανάγκης του; Πόσο απαραίτητος είναι στην ατομική και στη συλλογική ζωή; Πρέπει να ανατραπεί τελείως ή να κρατηθεί ένα μέρος του;
Η καρδιά της ταινίας, πέρα από τον εξαιρετικά ευαίσθητο φακό του σκηνοθέτη, που στηρίζεται και σε μια εφάμιλλη φωτογραφία ,χτυπά στο σενάριο. Ο Τάσος Μπουλμέτης που, πέρα από τη σκηνοθεσία, έγραψε και το σενάριο, εναλλάσσοντας την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο με το διάλογο, είχε να παλέψει με κάτι πολύ θεωρητικό, όπως ο ατομικός και συλλογικός μύθος, και να το κάνει απλό και κατανοητό μέσα από τις εικόνες του.
Το πέτυχε χωρίς ούτε να κατεβάσει το επίπεδο των συμβολισμών του, ούτε να κουράσει με ανόητους θεωρητικισμούς.
Με το δικό του ανάλαφρο χιούμορ, με αγάπη στη λεπτομέρεια, που όμως φωτίζει το σύνολο με άπλετο φως, αναπαριστά μια εποχή, που όσοι τη ζήσαμε, διαπιστώσαμε πως δεν προδίδεται στο παραμικρό.
Όχι μόνο η ατμόσφαιρα της εποχής αποδόθηκε πιστά αλλά και ο τρόπος σκέψης και συμπεριφοράς της στο ακέραιο.
Οι ηθοποιοί του άγνωστοι στους περισσότερους από μας –εκτός από τη Ζωζώ Σαπουντζάκη, που εντυπωσιάζει με τον τρόπο που αποδίδει το μικρό της ρόλο –παρθένοι στα μάτια του θεατή, είναι φυσικό να είναι πιο εύπλαστοι στη σκηνοθετική γραμμή του Μπουλμέτη, πείθοντας ερμηνευτικά.
Πρωταγωνιστεί ο Γιάννης Νιάρρος και τον πλαισιώνουν επάξια οι Θέμης Πάνου, Μαρία Καλλιμάνη, Ταξιάρχης Χάνος, Μελισσάνθη Μάχουτ, Xαρά Μάτα Γιαννάτου, και η Ζωζώ Σαπουντζάκη
Η μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα, χωρίς να έχει τη γοητεία της μουσικής της «Πολίτικης Κουζίνας, υπογραμμίζει σωστά και με ευαισθησία το θέμα της ταινίας, αποτελώντας ένα από τα θετικά της στοιχεία.
Μια ταινία έξυπνη, δροσερή, που προβληματίζει χωρίς να κουράζει, που κερδίζει το θεατή χωρίς απωθητικούς διδακτισμούς.
Μια ταινία, που παίζεται στο ΚινηματοΘέατρο ΣΤΑΡ της Βέροιας και αξίζει να δει κανείς.