Βέροια Πολιτισμός Τοπικά

Βέροια – ΑποΜνημοΝεύματα της Μνήμης: γράφει η Ελπίδα Χοχλιούρου

Ελπίς Χ

Δελτίο Ταυτότητας:

2    5    17   15   9    24   19    1    4     1

β     ε     ρ     ο     ι     ω      τ     ά    δ    α

Στοιχεία ταυτότητας:

Μνημοσύνη και Μνημόσυνο

Χοχλιούρου Ελπίδα

Είμαι (και) Βεροίωτισσα, αλλά θα γράψω να χαρώ για τη βεροιωτάδα όπως την έχω βιώσει. βεροιωτάδα με βου μικρό, αλλά με μεγάλη παλλόμενη καρδιά, είναι η απλωσιά στην τρυφεράδα του χρόνου που υπάρχω και ακόμα με ζυμώνει δίνοντας μου αέρα να φουσκώσω στη δική μου ώρα ξεκούρασης. Είναι αβίαστη στο χρόνο της -δίχως βία μα και βιασύνη- τυπώνει λέξεις αέρινες πρώτα στο νου και φτιάχνει τις μικρές πολυπόθητες φουσκάλες μέσα μου, ένα άλλο ανθρώπινο cornicione[1], που εγκλωβίζει το πάλαι πότε του χθες, της μνήμης που είναι παρούσα και ομιλεί την αλήθεια της.

Απλώς δεν ξεχνά η (Α)λήθεια μου, με το «Αααααα» κεφαλαίο και μακρύ της στέρησης, προσθέτει αντί να αφαιρεί στην έκπληξη, κι αναφέρει τα ανείπωτα μιας τρυφερής ανατροφής στη Βέροια της δικής μου φαντασίας.

Τόπος Γέννησης:

Θέλοντας να πλαισιωθώ τα όρια της ταυτότητας μου, όπως συνήθως η αστυνομική ταυτότητα ορίζει, πέφτω σε φαύλο κύκλο αναφοράς. Τόπος γέννησης η γεωγραφία μου, Βέροια. Μια γραμμή πάνω από τη γραπτή αναφορά του ύψους μου σε ένα πλαστικοποιημένο γαλαζόλευκο χαρτί. Εγώ μετρημένη με μεζούρα μιας άλλης εποχής ακόμα ευπλάστως ταλαντευόμενη, όχι μόνο σε διαστάσεις ύψους τότε που έδωσα για Lower και χρειάστηκα carte nationale d’identité[2], σε ένα τμήμα αγαθών αστυφυλάκων της επαρχίας όπου και εκδόθηκε. Η γεωγραφία μου μια γραμμή κάτω από την ημερομηνία γέννησης μου. Ήταν ο χρόνος της πτώσης και της αλλαγής. Τότε τα κορίτσια δε έλεγαν την ηλικία τους ακόμη και στη Βέροια.

Ημερομηνία Γέννησης:

Κατέβηκε από το γαλλικό αεροσκάφος επτά μήνες έπειτα από τη γέννηση μου με το αεροπλάνο της γαλλικής προεδρίας το οποίο έθεσε στη διάθεσή του ο Γάλλος πρόεδρος Valéry Giscard d’Estain για να ηγηθεί της πρώτης μεταπολιτευτικής κυβέρνησης και να δηλώσει λίγο αργότερα πως «όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια». Ο καθείς αντιλαμβάνεται ότι γνωρίζει στο χρόνο που το νέο έρχεται, ισοβίως σημαίνει αιωνίως και θα επιβεβαιώσω  για μια ακόμα φορά περιττώς την ταυτότητα μου. Ανήκω στο Βεροιώτη πατέρα μου από τότε.

Όνομα Πατρός:

Νικόλαος Χοχλιούρος

Ένα στοιχείο ψευδές, ο τόπος γέννησης, σε μια αληθινή ζωή ανάθεσης και αμφίδρομης προσφοράς. Δε θα αλλάξει ποτέ και έτσι έχω μάθει να απαντώ. Τόπος γέννησης και καταγωγής η Βέροια μου, μα κυρίως θα σταθώ στο σύνηθες ερώτημα: «Τίνος παιδί είσαι;» «Είμαι του Νίκου Χοχλιούρου» γιατί πριν ήμουν αγνώστου πατρός. Κι έτσι ξεκινάει η δική μου ταυτότητα στη βεροιωτάδα μου στην οικογένεια αυτή.

Με πήραν 3 μηνών στη αγκαλιά τους και με έκαναν δικό τους παιδί.

Βεροιώτισσα το λοιπόν. Βαπτίστηκα στην Παναγία Δοβρά. Κι αν κάποιος με ρωτήσει θα του πω πως θυμάμαι τη βάπτιση μου ή την έπλασα με το νου μου τόσες φορές που έχω πάει στο εκκλησάκι της Παναγίας Δοβράς που ήταν κρυμμένο από την πυκνή βλάστηση. Βλέπω την κολυμπήθρα, τα στασίδια με τους καλεσμένους μου και τον γενειοφόρο παπά που με βουτά τρεις φορές. Νιώθω το νερό να με καθαγιάζει καθώς γλιστράει πάνω στο μικρό κορμάκι μου και παίρνω το όνομα της γιαγιά μου από την πλευρά του πατέρα μου, Ελπίδα.

δοβρά

Το όνομα Δοβρά θεωρείται αβέβαιης ετυμολογίας, η αρχική ονομασία της Μονής ήταν «Παναγιά Κακκομετριώτισσα» εγώ την ξέρω μέχρι το σήμερα Παιδούπολη ή «Καλή Παναγιά». Θα σας πω πως ήταν η καλύτερη Παναγιά, όχι γιατί λειτούργησε έως το 1986 υπό την εποπτεία του Βασιλικού Ιδρύματος Πρόνοιας -πριν τούτο γίνει ήταν πρεβαντόριο και πιο πριν ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά και εθνικά κέντρα της Μακεδονίας, λίγο πριν γίνει επαναστατική εστία- αλλά γιατί φρόντιζε την περίθαλψη, παροχή εκπαίδευσης και προστασίας απόρων και ορφανών παιδιών – θυμάτων του Εμφυλίου Πολέμου κι έπειτα δεχόταν παιδιά με σοβαρά κοινωνικά και οικογενειακά προβλήματα.

η καλύτερη παναγιά

Ήταν η καλύτερη Παναγιά γιατί τώρα θυμάμαι τι έκανα εκεί και με ποιους με γδαρμένα μονίμως γόνατα και μπουκλάκια φροντισμένα, πιασμένα σε δύο κότσους. Πηγαίναμε με αφορμή επετείους και εθνικές εορτές με τραπεζομάντηλο και τάπερ που στρώναμε καταγής να μοιραστούμε τα κεφτεδάκια μας με τα παιδιά της Παιδουπόλεως και να συντονιστούμε στη χαρά παίζοντας χωρίς κάποια από εμάς τα ανήλικα να γνωρίζουμε τα πάθη της καταγωγής μας. Ταπεινά πράγματα θέλει η μοιρασιά και τίποτα άλλο, λίγο τυράκι κομμένο στα τέσσερα, ντομάτα γαρύφαλλο, φρεσκοτηγανισμένα κιμαδίσια λουκούμια και βλέμματα αγάπης. Ήταν ο Φώτης, ο Μάνος, ο Γιώργος, ο Χάρης, ο… δε θυμάμαι το όνομα του, αλλά θυμάμαι τα παιδιά, τα αγόρια παιδιά, αφύλαχτα από γονείς, πώς παίζουν στην επαρχία της μνήμης μου.

Βορειοδυτικά του κέντρου της πόλης της Βέροιας, στις ανατολικές υπώρειες της οροσειράς του Βερμίου, σε μια κατάφυτη τοποθεσία που προσφέρει πανοραμική θέα προς την πεδιάδα της Κεντρικής Μακεδονίας, εκεί, για πρώτη φορά σβουρίστηκα με άλλους τσαρλατάνους στο γύρω γύρω όλοι -μπρος πιο γρήγορα και πίσω πιο αργά με ανοιχτά πόδια και αιματοβαμμένα γόνατα παίρνοντας φόρα και ξαναγυρνώντας έναν ακόμα κύκλο και ζαλίζοντας τον κόσμο μας- με τη Γεωργία Χατζηπάντου, τη δική μου Μπούλα, τον Χάρη, τον αδελφό της και τα αγόρια της Παιδουπόλεως. Πόσο μου άρεσε να τρέχουμε και να γελάμε, να παίζουμε φιδάκι, μπίλιες, φτού φτού και βγαίνω, με παιδιά που ζούσαν, θεωρούσα τότε… στον Παράδεισο. Ήταν αυτός χωρίς γονείς. Η Παναγία Δοβρά για εμένα τότε και στο τώρα της μνήμης μου ήταν ένας τόπος γαλήνης.

Σε αυτό το κατάφυτο μέρος που προσφέραμε όσοι πηγαίναμε ότι μπορούσαμε -ρούχα, βιβλία, φαγητό, χρήματα- άρχισε να παίρνει μορφή και να συμπληρώνονται γράμματα στην ιδιότυπη δική μου λέξη, βεροιωτάδα, απλωσιά στην τρυφεράδα της μνήμης με βου μικρό… πως και πότε ενώνονται γράμματα για να καμώσουν λέξεις ιδέα δεν έχω! Θα συμπληρώσω με την ενήλικη γνώση γυναίκας – μητέρας πως νομίζω πως ξέρω πως φτιάχνονται θαύματα. Θαύματα φτιάχνονται από οικογένειες που δημιουργούν σκέπαστρα για να φυλάξουν από βροχές, χιονοκαταιγίδες κι αστραπές απροστάτευτα παιδιά και από ανθρώπους που περιβάλλουν οικογένειες που κεφαλοσκεπάζουν παιδιά. Η Βέροια ήταν η πρώτη μου «πατρίδα» και η Παναγία Δοβρά το «σπίτι» για πολλά από τα άγνωστα παιδιά της Παιδουπόλεως που έμειναν εκεί μέχρι να τελειώσουν το δημοτικό.

Δοβρά Βέροιας, Παιδόπολη Καλή Παναγιά, Φεβρουάριος 1951,
φωτογράφος Δημήτρης Χαρισιάδης, αρχείο Μουσείου Μπενάκη

τύχη… τι ειν’ τούτο, βούτα

Τα ύστερα χρόνια γνώρισα κάποιους, όλως τυχαίως. Όσο για τη φάτσα του Τυχαίου δεν έχω υλικό για να σας την περιγράψω, τα στοιχεία της ταυτότητάς του μου λείπουν και με λυπούν, μα μήτε και τον είδα. Γνώρισα όμως τον Πάρη Μ. από την Αγία Μαρίνα σε ένα παγκάκι ενός σχολείου που δε δούλεψα ποτέ, αλλά όφειλα να κάνω θερινή υπηρεσία γιατί έτσι. Πέντε ώρες δεν κουνηθήκαμε. Εκεί στο σκληρό παγκάκι γίναμε παιδιά ξανά, μόνο που είμασταν ακίνητα, παίζαν τα στόματα μας. Ο Πάρης Μ. που βάζει και τέντες μου μίλησε για τα δικά του χρόνια, μου περιέγραψε τις συνθήκες διαβίωσης στις πολλές Παιδουπόλεις που έχει πάει ανά την Ελλάδα. Τα πρώτα χρόνια σε άλλη και στο Γυμνάσιο αλλού χωριστά από τα αδέλφια του. Μερικά παιδιά μεγαλώνουν χωριστά, αλλά όχι χωρίς. Με αφορμή τα χωριστά του βίου μας είπα λίγα λόγια για τη ξέχωρη ανατροφή και αποκάλυψη της δικής μου δίδυμης αδελφής που ανατράφηκε με Πατρινές αξίες που δε χωρώ για να τις περιγράψω μια που δεν ήμουν. Στο τέλος συμφωνήσαμε αναπολώντας πως είναι πράγματι ξεχωριστός ο βίος των ανθρώπων και καλά είναι κάποιος να σκέφτεται πριν μιλήσει.

για τα παναύρια

Θυμήθηκα τα πανηύρια χωρίς του γ για την ευρυχωρία των φωνηέντων, ένα της Αγίας Μαρίνας, ένα του Αγίου Αντωνίου και του προφήτη Αη-Λιά και πόσα άλλα. Στην επαρχία χωριάτες και αστοί χορεύαν τον ίδιο χορό και τραπεζώνονταν αντάμα ακούγοντας κλαρίνα, κεμεντζέ και δώστου στους σύμμεικτους γάμους των φυλών -Πόντιοι, Βλάχοι, Μικρασιάτες, Κρητικοί, ντόπιοι- στα πανηύρια όλοι είμασταν πρώτοι.

Όνομα Μητρός:

Αλίκη Χοχλιούρου

Στη Βεροιώτικη προιστορία μου οι γυναίκες δε κουβαλούσαν μόνο τα βάρη των αντρών τους, αλλά και το επίθετό τους. Στη δική μου ταυτότητα γράφει το παραπάνω όνομα και δεν αναφέρει πως η Μικρασιάτισσα μητέρα της καρδιά μου ονομαζόταν Ουσουλτζόγλου. Στις ταυτότητες των γιων μου, εγώ έχω το δικό μου επίθετο, Χοχλιούρου, αλλά κάνω χρήση και του συντρόφου μου γιατί ότι έχει κανείς καλό είναι. Για να δημιουργηθεί αυτή η μοναδική βεροιωτάδα περάσαν πολλοί αγαπημένοι από την αγκαλιά μου που τα πρώτα χρόνια μού πιασαν καθοδηγητικά το χέρι και φτιάξαν κέλυφος.

τα αμαρτήματα της μητρός

Η θεία Άφρο κι ο θείος Πρόδρομος Ουσουλτζόγλου με είχαν κάθε τρεις και λίγο στο σπίτι τους. Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο η φτιαξιά του, αλλά και το πως και τι καμώνεται. Άντε και σαν είπα ότι η θεία Άφρο ήταν κοντή και φορούσε σκούρα ρούχα και τα μαλλιά της χρύσιζαν ενώ ήταν κοκκινοκάστανα, άντε και να συμπλήρωνα πως ο θείος Πρόδρομος είχε ένα ιδιαίτερο μουστάκι εποχής στο κέντρο και κάτω από τη μύτη του, σε σχήμα κοντής στενής γραμμής, άντε και τα ανεφέρα αυτά… τι καταλάβαμε; Νομίζω τίποτα σημαντικό αν δεν διανθίσω την αφήγηση με μυρωδιές από φρεσκοκαβουρδισμένο κουκουνάρι για ατζέμ πιλάφ ή κεντημένα φοινίκια που θέλαν ώρες για να τσιμπηθούν με σκυμμένο αυχένα που πονά μια που δεν έσκυβε μόνο για να κάμει κεντητά φοινίκια ώστε να τα προσφέρει. Έκαμε γιαλαντζί, μαντί σε σχήμα βαρκούλας και.

τα σπιτάκια σπίτια μέγαρα με τα μπογαλάκια τους

Τα σπίτια εκείνα ήταν της προσφοράς. Τα χρόνια εκείνα οι γυναίκες όταν ανταλλάσσαν επισκέψεις πήγαιναν το δικό τους γλυκό τυλιγμένο με τη δική του χάρτινη φορεσιά που μπορούσαν να επιμελούνται ακόμη και ζωγραφικά. Τότες πετούσαμε μόνο μια σακούλα καλά δεμένη σαν να ήταν μπόγος πολύτιμος στον κοινό κάλαθο της γειτονίας με τα λιγοστά παρκαρισμένα αμάξια, είχε θόρυβο λιγότερο, τάξη οικοκυρική και βιωσιμότητα ανεπανάληπτη -όποιος δε ζούσε πέθαινε! Πρέπει να προσθέσω πως στα τότε αστικά σπίτια της επαρχίας που μεγάλωσα και περιφέρθηκα καθόμουν αναπαυτικά πάνω σε κεντημένα μαξιλάρια που είχαν λογής λογής σχέδια δανεικά από τα στολίδια της φύσης -πουλιά που κελαηδούσαν, λουλούδια που ανθίζανε και ελαφάκια που κυνηγιόντουσαν- ήταν πολύχρωμα και σε στρώσεις περίτεχνων υφασμάτων, ήτο χειροποίητα και τακτοποιημένα με οικοκυρικό και λαογραφικό ενδιαφέρον. Τα αγαπημένα μου, της θείας Άφρος, ήταν πυρογραφίες σε ύφασμα. Θαρρείς αυτές οι γυναίκες τιθασεύαν τη φλόγα τους πάνω σε υλικά που τα χειροτεχνούσαν με ασήμαντα φτιασίδια και μεταμόρφωναν σε τέχνη τη ζωή γύρω μας. Τα σπίτια εκείνα τα κρατούσαν κυρίως και βεβαίως οι γυναίκες. Τέλος και τελεία. Κι όταν άνοιγαν, οι μαζώξεις συμπεριέλαβαν στις προσκλήσεις τους ταπεινούς και λαϊκούς της εποχής και τους σερβίριζαν σαν να ήταν βασιλιάδες δίχως διακρίσεις κοινωνικής τάξης. Όλοι μαζί χωράμε στο μαζί που φτιάχναμε στο τότε της κοινής μας μνήμης. Όσοι συμφάαμε θυμόμαστε…

τις απλές ονομαστικές εορτές

Του Αγίου Νικολάου και του κάθε Αγίου που γιόρταζε στο κάποτε οι πόρτες των σπιτιών ήταν ανοιχτές, ορθάνοιχτες. Δίπλα στην πόρτα υπήρχε δίσκος με λικέρ, ποτό και εδέσματα που αναπαράγονταν αυτοφυώς με μαγικό τρόπο. Έμπαιναν έβγαιναν ο μπενάκης κι ο βγενάκης χωρίς διάκριση να ευχηθούν τον εορτάζοντα, χωρίς καθυστέρηση παραχωρούσαν τη θέση τους στον επόμενο μέχρι πολύ αργά που γύριζε η μέρα και η πόρτα έκλεινε.

ποζέρι

Τα Χριστούγεννα σχεδόν κάθε χρόνο πηγαίναμε στις κυρίας Ελένη Μάτσου, οικογένεια του γνωστού Ιωάννη Μάτσου, γνωστού στους πολλούς για πολλά. Εκεί τρώγαμε Κοζανίτικα γιαπράκια ένα από τα αναρίθμητα προσφερόμενα εδέσματα που ήταν πάνω στο πάγκο της κουζίνας που τα χάιδευε και πίτες με γέμιση κρεμμυδιού, γλυκές σαν γλυκό του κουταλιού. Εκεί έβγαλα και τις πρώτες ποζαριστές φωτογραφίες μου που αργότερα η φωτογράφος Έλση Κανάρη έγραφε πάνω τους, Merry Christmas and Happy New Year, γινόντουσαν κάρτες, τα χρόνια που τις στέλναμε για ευχές με γραμματόσημα, ταξίδευαν στα πέρατα του κόσμου με τη μικρή χαμογελαστή φατσούλα μου δίχως φάκελο. Ακάλυπτη ταξίδεψα παντού, με πιάσαν χέρια στη διαδρομή μέχρι να  με τακτοποιήσουν σε φουσκωτά δέματα, να με αποθέσουν στο αεροπλάνο ή στο βαγόνι και να φτάσω άθικτη στον προορισμό μου. Μια από αυτές τις carte postale ανακάλυψα μετά από χρόνια πως ήταν σε συρτάρι των γονιών της αδελφής μου καλά κρυμμένη. Αν ψάχνεις βρίσκεις δε σημαίνει πως αν δε βρίσκει δεν ψάχνεις, ούτε αν βρεις πως έψαξες… νομίζω ο κος Τυχαίος κατοικεί παντού και είναι ένας πολύμορφος πόζερος.

παρελάσεις πομπές

Οι παρελάσεις, οι πομπές (γάμοι – κηδείες), ακόμη και ο επιτάφιος στην επαρχία Βέροια είχαν μεγάλη σημασία για τον απλούστερο λόγο της κίνησης στην αφθαρσία -πλην του ακίνητου παγωμένου νεκρού. Θα ντυνόμασταν τα γιορτινά μας, είτε ήταν η στολή των προσκόπων με τα γάντια ή του Σώματος Ελλήνων Οδηγών με το φουλάρι, είτε η σκούρα μπλε στολή του σχολείου με το σήμα στο πέτο ή πάλι του χορευτικού, το καλό λουστρίνι για να παρελάσουμε με σηκωμένο κεφάλι ώστε να μας καμαρώσουν, να μας καμαρώσουμε, με κυματιστές σημαίες ή αναμμένα κεράκια. Άλλες εαρινές φορές κάτω σκυμμένοι από τον στολισμένο επιτάφιο στο εκτός της πύλης στριμωξίδι ενός ναού από τα πολλά αναρίθμητα της πόλης. Η πρώτη συνάντηση στο βήμα του Απόστολου Παύλου, στην πλατεία Ωρολογίου στη συνέχεια, μπροστά από τους επισήμους το κεφάλι δεξιά και κάτωωωω μέχρι να χαθούμε φτάνοντας στα χρόνια της εφηβείας ασυνόδευτοι για καφέ – καμάκι, τα δυο δεν ξεχώριζαν, ένα αδιαχώρητο της άγουρης απόλαυσης. Και την επομένη να χαζεύουμε τις φωτογραφίες μας που τελικά δε φτουρήσαν στο χρόνο. Είμαστε νέοι πόζεροι και μας χαζεύουν αυτοί πως γερνάμε, απέναντί μας κοιτώντας μας κατάμουτρα, οι μικρότεροι αυθάδεις εαυτοί μας πάνω σε ένα χρωματιστό χαρτί, η αναμέτρηση της κατάπτυστης φθαρτότητας. Έκθετοι στα φωτογραφεία της πόλης για τα μάτια του φιλοπερίεργου κοινού. Θυμάμαι το αγόρι που αγόρασα τη φωτογραφία του την επομένη μιας παρέλασης χωρίς να τον ξέρω, μάλλον ήταν το πρώτο φιλί. Πρώτα τον καμάρωσα, έπειτα τον χάιδεψα απαλά στο χαρτί και κάποια στιγμή αφού τον ξάπλωσα στη μοναξιά μου τον φίλησα στο στόμα δακρύζοντας. Ήμουν μόνη με πόρτα κλειστή.

διαδρομές

Ποιες να διασχίσω για να θυμηθώ ποιους συναντούσα και πόσες φορές στη διάρκεια της μέρας. Από την Ανοίξεως περιπατώντας μπροστά από το Μουσείο με τα κομμένα θεόρατα πρόσωπα των αγαλμάτων που με κοιτούσαν σα να χρωστούσα έως τις μπασκέτες που έπαιζα με φίλους όταν δεν με διόρθωναν οι προπονητές μου για τη λάθος πάσα. Ο Μάριος ο όμορφος, ο Τζίμης ο καλοκάγαθος ψηλός, ο Χρήστος ο χρήστος και δίπλα το σχολείο του γυμνασίου και λυκείου με μια ακόμα Αλίκη μου. Η άλλη Αλίκη[3] μου μού συνέταξε μια συστατική επιστολή κι έφυγα στην Αμερική για σπουδές, την αγαπώ.

Στις διαδρομές συνάντησα πολλές φορές τον Λάζο, τον τρελό του «χωριού», ένας καλοκάγαθος άνθρωπος με κοντά παντελόνια και βάρκες παπούτσια που ήθελε φιλάκι φιλάκι, αυτός πλησίαζε κι εμείς αποτραβιόμασταν ανάλογα με την ηλικία μας, αυτός πλησίασε ανεξαρτήτως της δικής του ή της δικής μας ηλικίας, μέχρι που έφυγε αγαθός και μόνος.

Μπροστά από τον Άγιο Αντώνη, ακόμη τον αναζητώ αν τύχει να περνώ, ένας ζαρωμένος επαίτης με ψαρά μαλλιά δίχως μάτια, σκιά ενός πρώην ανθρώπου, κάθε μέρα στο ίδιο πρώτο σκαλοπάτι με ένα μπαστούνι να στηρίζει τα σπασμένα του γόνατα… ποιος ξέρει τι σκεφτόταν, του αφήνω ένα κέρμα αγάπης.

Από το ραδιόφωνο που έκανε εκπομπές, στο μικρό τα πρώτα χρόνια γραφείο του ΠΑΣΟΚ με συνόδευε από το χέρι η δική μου Χαρούλα κοιτώντας με στα μάτια. Η χαρά της ανάμνησής μου. Ακόμα φωνάζω: «Το ΠΑΣΟΚ έπαθε ΣΟΚ» και κυματίζω σημαιάκια με πράσινους ήλιους γελώντας με την αντήχηση χωρίς νόημα. Η χαρά με τη Χαρούλα ήταν το γεμάτο νόημα. Ήταν αυτό που σήμερα προσπαθούμε να πούμε για τις γυναίκες που πρέπει να έχουν θέση εξουσίας, να ασχοληθούν με τα κοινά και να γνωρίζουν πως να κάθονται σε θέσεις που ορίζονται από τα όρια της πατριαρχίας, να φυτρώσουν δυο μπάλες ανάμεσα στα σκέλια τους κι αυτό μπορούν και κάπως με κάποιο τρόπο να πλάθουν συνειδήσεις. Αν είχα ένα αυγό θα το κούρευα κι έπειτα θα του έλεγα για τον ανθρωπισμό, τα δικαιώματα, την αγάπη, το πάθος για έναν καλύτερο αύριο και θα το φίλευα τα καλύτερα που θα του έφτιαχνα εγώ. Δε ζεις χωρίς όνειρα. Χωρίς ουτοπίες ο κόσμος μικραίνει. Θα κάθιζα το κουρεμένο αυγό σε μια καρέκλα να του κάνω μάθημα για το πως θέλουμε να είναι οι γυναίκες και πως οι άντρες θέλουμε να είναι δίπλα τους, καλά…  εννοείται και πως οι γυναίκες να είναι δίπλα σε γυναίκες, βεβαίως και ανυπερθέτως και οι άντρες δίπλα στους άντρες. Αν το αυγό δεν μου έδινε σημασία θα το έκοβα φέτες και θα το έτρωγα, πιο πριν θα του έβαζα σκουλαρίκια και χάντρες από τα ωραία που μου αγόραζε η Χαρούλα μου όταν.

—-

Σημείωση Φαρέτρας: Αυτό είναι το τελευταίο κείμενο από τα  “ΑποΜνημοΝεύματα της Μνήμης”.  Όλα τα κείμενα του βιβλίου μπορείτε να τα βρείτε ΕΔΩ

—-

συμπτώσεις μνήμης

Να σκάψω λίγο ακόμα για να θυμηθώ, αλλά συνεχώς αναβλύζω και φοβάμαι μη και πνιγώ στη διαφάνεια των αναμνήσεων μου. Λίγο πιο κάτω σε ένα σπίτι που δεν έχει ντουζ -για μπανιέρα ούτε λόγος- ούτε καν bitet, τοποθετείτε λαμαρινένια σκάφη στο κέντρο του σαλονιού, πάνω στο χαλί κάθε Παρασκευή και κάνουν καθαριότητα ατομική με κανάτες βραστού νερού κι έξω χιονίζει χιόνι. Πηγαίνουν προς νερού τους όξω πατώντας χιόνι κι αφήνοντας πατημασιές,  ουρούν ενώ αχνίζει και μυρίζει κρύο.

Στην πλατεία Κόρακα στέκω με τη μικρή μου συνονόματη ξαδέρφη μάς χωρίζουν κόσμοι και μας ενώνουν στιγμές, μου λείπει. Στάζω σταγόνες, λίγο πιο πέρα το μαγαζί του μπαμπά μου γράφει επιγραμματικά, ΑΦΟΙ ΧΟΧΛΙΟΥΡΟΥ, με μεγάλα γράμματα. Δύο Ελπίδες. Σας είπα; Τα κεφαλαία δε μου αρέσουν, γράψτε με τα μικρότερα γράμματα που μπορείτε, τις μικρότερες λέξεις που ξέρετε κι αν δεν ξέρετε μη μάθετε ποτέ, η άγνοια έχει μια δύναμη που προκαλεί.

Προχωρώ για λουκουμάδες μικρούς, σφιχτούς και μελένιους στου Μητρέγκα σε μια κατηφόρα και γέρνω, ανηφορίζω στην πλατεία Αντωνίου και παίρνω ένα κομμάτι ρεβανί Χοχλιούρου, ζυγίζει με δράμι, ένα δράμι ίσο με 3,203 γραμμάρια. Βάλε ξάδελφε, μια οκά γλύκα να την πάω στη φίλη! Αναβαίνω για να συναντήσω τη δική μου Αurora. Την Αυγή Ζαμπούνη μου τη γνώρισα σε ένα ασανσέρ μιλώντας αγγλικά στο Λονδίνο όταν δούλευε ως au pair, τη τύχη να διαβούμε την ίδια πόρτα και να μιλήσουμε ελληνικά της κοινής μας επαρχίας. Ξανθιά γαλανομάτα με ένα χαμόγελο φως, στα γυρίσματα από τις αλάνες του κόσμου συναντιόμαστε στη Βέροια μας και η χαρά της δημιουργίας μας χάνεται ανάμεσα σε γραμμές και γραφές, κρύβεται πίσω από μια γραμματοσειρά Helvetica.

Βέροια: Σελίδες από τα “ΑποΜνημοΝεύματα της μνήμης” κάθε Κυριακή πρωί στη Φαρέτρα

Πολυλογού σταμάτα! Μου φωνάζω… γράψε μικρά

μικρά χαράς

μπαίνω στο σπίτι μου, πίνδου με ανοίξεως γωνία στον 4ο

από το παράθυρο της κουζίνας βλέπω τον προφήτη ηλία,

από το δωμάτιο μου τον κάμπο που ονειρεύομαι να έχει κύματα,

πάνω μας ζούσαν οι καλαματαίοι στον 5ο – η έλλη και ο λάκης μας.

μεγάλα τραπέζια,

μεγάλες συναντήσεις,

μεγάλα μάτια – συγκινήσεις, χοροεσπερίδες και μουσικές βραδιές με μάσκες, κιθάρες,

βιολιά και πιάνα.

ο γιώργος καλογήρου παίζει μουσική και τραγουδά για την αννούλα του χιονιά,

τη δική του άννα

…αχ αννούλα του χιονιά,

ρίξε μου χιόνι να σκεπαστώ,

να δω πως είναι

πάει καιρός που το φεγγάρι δεν περνά,

στο όνειρο μου χθες το βράδυ κελάηδησαν περιστέρια.

κελαηδάν τα περιστέρια;

για να ‘μαι τελικά μαζί σου και μαζί σου και μαζί σου και

σηκώνετε η κυρία αλκμήνη μπεμπέτσου χορεύει με το κύριο λάκη

παρακεί η κυρία θάλεια με τον κύριο άρη γεωργιάδη,

η μαμά μου κρατά το χέρι του μπαμπά,

γελάνε,

έχει θόρυβο,

θορυβούμαι.

κουράστηκα κατεβαίνω τις σκάλες,

μπαίνω στο σπίτι μου στον 4ο ανοίξεως με πίνδου γωνιά γωνιά,

ανοιγω την τηλεοραση

το ενα καναλι τραγουδα κανελιδου

summer dream… sun is brighter… lah lah lah…επιχειρηση απολλων,

στο φως.

διψαω πάω στην κουζίνα να πιω νερο

με κοιταει ο κennedy μεσα απο ενα πιατο πανω στον τοιχο

μου κλεινει το ματι:

‘don’t ask what your country can do for you, but what you can do for your country’

‘got it!’

κανω το γυρω του σπιτιου τρεχοντας

ο κουκος  απο την ελβετια κανει κου κου

τον φτύνω και τρεχω,

παω στο δωματιο των γονιων μου

πανω απο το κρεβατι κρεμεται ο γλυκυτερος χριστουλης χωρις σταυρο με γαλανα ματια

με κοιτα

αναρωτιεμαι αν πιστευει

πρωτα τον ρωτω… σε πιστευεις;

και μετα τον φιλω.

κανω τον κυκλο

αλλαζω καναλι πατωντας το κουμπι

η νακυ αγαθου στην υ.εν.εδ[4].

με την πλούσια ξανθια χαιτη της με χαιρετα με ενα νευμα ολο νοημα: «… ο προεδρος της δημοκρατιας των νησων ουκ αμπαμπα, ο κύριος αμπε ντε λελε κουα, συμφωνει απολυτως να γινεται πλεον μονιμα στην ελλαδα η τελεση των ολυμπιακων αγωνων…»

ακουω τον εθνικο υμνο

κλεινω το ενα ματι

βλεπω τη σημαια να κυματιζει,

εχω αυριο σχολειο

ειναι σαββατο.

με φιλα η μαμα και με σκεπαζει:

«καληνυχτα αγαπη μου»

«καλυνηχτα μαμα»

«μαμα δεν εβαλες τονο!»

«δεν πειραζει, κοιμισου» με χαιδευει

«μαμα το καλυνηχτα ειναι λαθος γραμμενο»

«δεν πειραζει αγαπη μου, χαιδεμενη»

«ναι… μαμα»

«μαμα στις φλαμουριες θα γνωρισω τον αντρα μου»

«θα παμε για μπανιο στο μακρυγιαλο με το κτελ την Κυριακή, κοιμησου»

«μαμα η Κυριακή ξεκινα με κεφαλαιο»

«κι εχει τονο, η Κυριακή εχει παντα τονο»

«μαμα, φορουσε ο τομ παπούτσια;»

«ποιος τομ;»

«ο tom swayer»

«ολοι ξυπολυτοι ειμαστε»

«μαμα, ρωτω υπαρχει βεροιωταδα»

«οτι θες υπαρχει αγαπη μου»

«μαμα μεγαλωνω»

«ωραια…»

 

ακουω κλαμα μωρου να με συναντα

εγω

κλαιω

ειμαι τριών μηνων

μπαινω στο σπιτι μου στη βεροια για πρωτη φορα με συναντα η ιφιγενεια

«Είμαστε τόσο ευτυχισμένοι!» αγκαλιάστηκαν η μαμά, ο μπαμπάς κι εγώ στη μέση. Με σφίγγουν, μπήκα στην κοιλιά τους.

—————–

[1] Cornicione είναι η κρούστα που σχηματίζεται στην περιφέρεια της πίτσας που είναι τραγανή από έξω και αέρινα φουσκωτή από μέσα λόγω της ζύμωσης και της ξεκούρασης που έχει υποστεί το ζυμάρι.

[2] Η αναφορά γίνεται στα γαλλικά γιατί η αξία της γαλλικής γλώσσα τότε ήταν σημαίνουσα.

[3] Η Αλίκη Παπαδοπούλου ήταν καθηγήτρια Γαλλικών και προσέφερε σε εκπαιδευτικό και πολιτιστικό επίπεδο τα μάλα.

[4] ΥΕΝΕΔ – Υπηρεσία Ενημέρωσης Ενόπλων Δυνάμεων. Την 1η Οκτωβρίου 1982, με το νόμο 1288, η Υ.ΕΝ.Ε.Δ. αποστρατιωτικοποιήθηκε και υπήχθη στο Υπουργείο Προεδρίας μετονομαζόμενη σε ΕΡΤ2.

——–

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ