Βιβλίο: Γιώργος Θ. Κασαπίδης “΄μένα με λένε Σωθικό” / 13 διηγήματα – μικρές ανάσες ποίησης στο γκρίζο της καθημερινότητας
Όταν η πεζογραφία ανασαίνει ποιητικά, είναι ένα πρώτο σημάδι προσωπικής σφραγίδας, που δεν συναντιέται συχνά. Κι αυτό συμβαίνει με τη γραφή του Γιώργου Θ. Κασαπίδη.
Το “‘μένα με λένε Σωθικό” είναι το τέταρτο βιβλίο για το συγγραφέα, αυτήν τη φορά στις “εκδόσεις ΤΡΙ.ΕΝΑ”, που αποδεικνύει πως οι αναζητήσεις του, φόρμας και ύφους, έχουν βρει πια το δρόμο τους, χαρακτηρίζοντάς τον ως δημιουργό.
Με μια πρώτη μεγάλη ιστορία, που βαφτίζει με το όνομά της και ολόκληρη τη συλλογή διηγημάτων του, με ένα κείμενο που θαυμάσια θα μπορούσε να ονομαστεί και νουβέλα, ο Κασαπίδης στήνει ένα μύθο συμπυκνώνοντας στον όρο “Σωθικό”, (που μοιραία και εύλογα προκαλεί απορίες), όλα αυτά που η ζωή χτίζει μέρα με τη μέρα μέσα στον καθένα. Έρωτας, όνειρα, διαψεύσεις, τραύματα, πετάγματα και γκρεμίσματα. Ό,τι ο καθένας νιώθει μέσα του να αποτελεί το βάθος του, μικρά κομμάτια ζωής, σπασμένα κρύσταλλα από εικόνες και γεύσεις, από ήχους μακρινούς, που ξαναγεννιούνται μέσα από τη μνήμη…
Ενώ το πρώτο μέρος, η νουβέλα- διήγημα, πιάνει το μισό μέρος του βιβλίου, το άλλο μισό σπάζει σε μικρές αφηγηματικές στιγμές με τον συμβολικό αριθμό 12. Ώρες, μήνες, όπως ο καθένας θέλει να το δει.
Το πρώτο σαφώς και είναι ο κορμός του αφηγηματικού του δέντρου. Τα άλλα δώδεκα διηγήματα είναι οι κλώνοι του. Ακουμπούν πάνω στον κορμό και με “φλάμπουρο την παιδική αθωότητα”, όπως γράφει ο ίδιος , λογχίζουν τον ουρανό του.
Η πρώτη ιστορία ξεκινά από τα παιδικά χρόνια, κατατίθεται ως μια εκ βαθέων εξομολόγηση σ’ έναν σιωπηλό ακροατή και σβήνει μέσα από μια συνταρακτική ανατροπή στην “ολότητα του τίποτα. Στο τίποτα του όλου”.
Οι άλλες 12 ιστορίες βαδίζουν με πιο σταθερό βήμα πάνω στο έδαφος της καθημερινότητας, μεγιστοποιώντας όμως το μικρό και ελαχιστοποιώντας αυτό, που για τους περισσότερους είναι μεγάλο.
Με το αριστουργηματικό “Μία βέρα για δύο”, απλό και αθόρυβο ρέκβιεμ όλων όσων τελειώνουν μέσα στο χρόνο, με μια παπαρούνα να βλέπει, να συγκινείται, να αφηγείται… μ’ έναν πατέρα που η ανέχεια τον αναγκάζει να πει μετά από τέσσερα όχι το οδυνηρό ναι… με μιαν αδιάφορη Ελλάδα για τους ξενιτεμένους της… με μια πυγολαμπίδα να φωτίζει μια στιγμή, μόνο μια στιγμή ενός απαγορευμένου έρωτα στο επαρχιακό σκοτάδι… και με άλλες μικρές στιγμές, όπου ο καθένας ανακαλύπτει και κάτι δικό του, το βιβλίο αποτελεί μια μικρή κιβωτό συναισθημάτων ειδωμένων και ειπωμένων με ποιητική γλώσσα. Κι αυτή είναι η ομορφιά του.
Ανατέμνει την καθημερινότητα πιοιητικά. Την ξέρει την καθημερινότητα, τη φοβάται. Την ξορκίζει όμως με την ποιητική του γλώσσα, τη βαφτίζει στην ευαισθησία του και ο αναγνώστης κλείνει το βιβλίο με ένα αίσθημα γαλήνης και βαθιάς ικανοποίησης.
Ήταν ένα παιχνίδι με τις λέξεις… Λέξη / Έλξη… Ένας απλός αναγραμματισμός κι όλα αλλάζουν…
Κι άλλωστε, όπως λέει κι ο συγγραφέας:
“Ερχόμαστε από το παρελθόν μας και ό,τι είμαστε σήμερα είναι χτισμένο από εκείνα τα υλικά των παιδικών μας χρόνων.”
…………………