“Καρδίτσα: Πρόσφυγας στον τόπο σου – Η ιστορία του Κώστα από τον Βλοχό και οι αγέρωχοι άνθρωποι του Κάμπου” / γράφει ο Γιάννης Μακρυγιάννης
Με τη φράση του αυτή δεν μου προσέθετε τίποτα στην εικόνα που είχα ήδη, καθώς ξέραμε ότι ένα τεράστιο εθελοντικό κύμα στεκόταν δίπλα στους δοκιμαζόμενους – αλλά με έκανε να καταλάβω ότι υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που δίνουν νόημα στις υπάρξεις μας, συγκινούν και μαγεύουν τις ψυχές
Τον Κώστα από τον Βλοχό της Καρδίτσας δεν τον γνώριζα πριν. Μιλήσαμε για πρώτη φορά την περασμένη Πέμπτη, τη μέρα που η Θεσσαλία ήταν πνιγμένη και οι άνθρωποί της έδιναν μάχη για να επιβιώσουν και να περισώσουν οτιδήποτε μπορούσαν από μία ζωή μόχθου και χαμένων ονείρων.
Έκτοτε μιλήσαμε πολλές φορές. Μου έκανε εντύπωση ότι ήταν πάντα ήρεμος, ακόμα κι όταν η φωνή του πρόδιδε στεναχώρια, θλίψη και έναν συγκρατημένο εκνευρισμό. Από μέσα μπορεί να… «έσκαγε», αλλά διατηρούσε σε όλες τις συζητήσεις την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, που είναι δυνατός και δεν θα ζητούσε ποτέ τον οίκτο. Τουναντίον μου έκανε εντύπωση το πικρό χιούμορ, η στωική, μα και πνευματώδης προσέγγιση της απροσδόκητης δοκιμασίας που τον βρήκε.
Μου περιέγραφε στις πρώτες συζητήσεις που είχαμε, την κατάσταση στον Βλοχό. Πώς πνίγηκαν τα σπίτια, πώς χάθηκε όλο το χωριό κάτω από το βρώμικο νερό με τους τόνους λάσπης.
Τον ρώτησα εάν οι συγχωριανοί του κατάφεραν να γλιτώσουν από την λαίλαπα. Από την πρώτη στιγμή ήταν ξεκάθαρος και απέφυγε κάθε κινδυνολογία. «Απ’ όσο ξέρω γλίτωσαν όλοι καθώς μείναμε ξύπνιοι γιατί καταλαβαίναμε το κακό που ερχόταν. Ζήσαμε την περιπέτεια του 1994 και το δράμα του 2020 με τον Ιανό, έχουμε μάθει πια», μου είπε αμέσως. Η μόνη πληροφορία που είχε για κάτι άσχημο ήταν για μία ηλικιωμένη γυναίκα, που «έπαθε ανακοπή ενώ επιβιβαζόταν στο ελικόπτερο».
Ο Κώστας, μαζί με πολλούς κατοίκους του χωριού, έμεινε εγκλωβισμένος για πολλές ώρες σε μία εκκλησία σε ένα ψηλό σημείο και περίμενε υπομονετικά τις επιχειρήσεις διάσωσης.
Η ιστορία του ήταν σαν αυτές πολλών εκατοντάδων ή και χιλιάδων ανθρώπων εκείνες τις ώρες στα χωριά της Καρδίτσας.
Τον συνάντησα τηλεφωνικά στη συνέχεια, σε ένα κλειστό γυμναστήριο της Καρδίτσας, όπου είχαν μεταφερθεί οι περισσότεροι συγχωριανοί του από τον Βλοχό. Ήταν οι στιγμές που προσπαθούσε να συνέλθει από την περιπέτεια, νιώθοντας τυχερός που απέφυγε τα χειρότερα. Μα και να αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι έχει αλλάξει πια η ζωή του.
«Εδώ έχουμε νερό, φαγητό, ένα μέρος να ξεκουραστούμε και ανθρώπους να μας προσέχουν» μου λέει ανακουφισμένος, προσθέτοντας με έναν παιδικό ενθουσιασμό, που έφτανε στον θαυμασμό: «Εδώ είναι όλοι εθελοντές, ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτοί, έσωσαν πολύ κόσμο και φροντίζουν τους πάντες», μου έλεγε με ένα τόνο που πρόδιδε και κάποια έκπληξη. Προς δική μου έκπληξη, πήρε την πρωτοβουλία και μου έδωσε στο τηλέφωνο έναν από τους εθελοντές που περνούσε δίπλα του και τον ρωτούσε αν χρειάζεται κάτι. «Είμαστε όλοι στο πόδι, δεν θα αφήσουμε κανέναν στην τύχη του» μου είπε βιαστικά και ντροπαλά εκείνος, έχοντας ταυτίσει πλήρως την εθελοντική προσφορά με την σεμνότητα και τη μετριοφροσύνη.
Με τη φράση του αυτή δεν μου προσέθετε τίποτα στην εικόνα που είχα ήδη, καθώς ξέραμε ότι ένα τεράστιο εθελοντικό κύμα στεκόταν δίπλα στους δοκιμαζόμενους – αλλά με έκανε να καταλάβω ότι υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που δίνουν νόημα στις υπάρξεις μας, συγκινούν και μαγεύουν τις ψυχές.
Με τον Κώστα, η τελευταία επικοινωνία – μέχρι τώρα – ήταν μία μέρα μετά. Τον πέτυχα στο λεωφορείο, να φτάνει μαζί με άλλους, από τον Βλοχό και άλλα χωριά, που έχασαν τα σπίτια τους, στο Φανάρι. Έναν πανέμορφο οικισμό στα ανατολικά Άγραφα, 13 χιλιόμετρα από την Καρδίτσα, σε υψόμετρο περίπου 350 μέτρων. Χτισμένο στη θέση όπου άλλοτε υπήρχε η Αρχαία Ιθώμη, που ο Όμηρος αναφέρει ως Κλωμακόεσσα, σύμφωνα με τη βικιπαίδεια.
«Είναι κακοφτιαγμένος ο δρόμος» τον ακούω να διαπιστώνει, ενώ κατεβαίνει από το λεωφορείο για να μπει με άλλους 36 ανθρώπους σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο στο σχολείο του χωριού. «Α, εδώ έχουμε όλα τα καλά, ακόμα και ρούχα καινούργια, μας έχουν» αναφωνεί μόλις βλέπει την αίθουσα και ασυναίσθητα σφίγγεται το στομάχι μου – το λέει με μία θλιμμένη ανακούφιση, καθώς δείχνει να αποδέχεται τη μοίρα, που έχουν οι άνθρωποι μίας απρόσμενης προσφυγιάς. Τόσο κοντά στο σπίτι του και συνάμα τόσο μακριά – μία δυστοπία καταραμένη.
Μετράει τα κρεβάτια και μου λέει, «είναι σαν κουκέτες, νιώθω όπως στο στρατό για να μην σου πω σαν την ταινία Underground»!
Τον «παρακολουθώ» μέσα από την τηλεφωνική μας επαφή να προσπαθεί να προσαρμοστεί. Δεν ζητά να σταματήσουμε τη κουβέντα για να συνεννοηθεί με τους υπεύθυνους του χώρου – μιλάει ταυτόχρονα και στις δύο πλευρές. Δίνει ευγενικά το όνομά του και ενημερώνει από ποιο χωριό είναι. «Είμαστε από πολλά χωριά» μου λέει, για να έχω πλήρη εικόνα τι συμβαίνει.
«Πόσους έχει το χωριό σου» τον ρωτάω. «380 είμαστε, αν και στην τελευταία απογραφή δηλώθηκαν παραπάνω, ξέρεις πώς γίνονται αυτά», μου λέει με μία ένοχη ικανοποίηση. «Αλλά τώρα θα φύγουν Γιάννη οι περισσότεροι, δεν αντέχουν έτσι όπως έγινε ο τόπος μας», συμπληρώνει σχεδόν πνιχτά.
Μάλιστα δεν χάνει την ευκαιρία, για να δείξει πόσο δύσκολη είναι η κατάσταση να μου πει ότι δεν κατάφερε λίγο νωρίτερα να μπει στην πλατφόρμα που άνοιξε για την αρωγή στους πλημμυροπαθείς. «Για να καταλάβεις τι τραβάμε και τι θα τραβήξουμε. Θέλουν γνωμάτευση από το ΤΕΕ για τα σπίτια μας, πού θα βρούμε τέτοιο χαρτί τώρα;» προσθέτει με απορία, ξεκαθαρίζοντας αμέσως μετά «θα τη βρούμε την άκρη».
Και όπως τον καταλαβαίνω να περπατάει μέσα στην αίθουσα, ακούω ένα επιφώνημα ξαφνικής και ασυγκράτητης χαράς. «Α, εδώ έχει ωραία θέα, είμαστε ψηλά και δεν τελεύει το μάτι» αναφωνεί και αμέσως απευθύνεται σε μία υπεύθυνη, ρωτώντας την με αγωνία «μπορώ να πάρω αυτό το κρεβάτι;». Στο άκουσμα της θετικής απάντησης – πώς να αρνηθείς μία τέτοια χάρη σε ένα άνθρωπο που παλεύει να ακουμπήσει λίγη ευτυχία μέσα στον καημό του; – σχεδόν πανηγυρίζει!
«Γιάννη, εμείς θα συνεχίσουμε, πάντα συνεχίζουμε» μου λέει με μία αποφασιστικότητα και με αφοπλίζει απαγγέλοντας αγαπημένους του στίχους από το Rust Never Sleeps (Thrasher) του Νιλ Γιανγκ!
Εκεί, ακριβώς στο χείλος, με τη ζωή του τη μισή να έχει χαθεί στα λασπόνερα και τον ίδιο χωρίς σπίτι, δίχως ασφάλεια για το αύριο, το μόνο που τον νοιάζει είναι να οπλιστεί με δύναμη, μην επιτρέποντας στον εαυτό του να μεμψιμοιρήσει:
«Όμως εγώ δεν θα σταματήσω εκεί, έχω το δικό μου δρόμο να σκαπανήσω, μία ακόμα αδιόρατη γραμμή στο πεδίο του χρόνου. Κι όταν φτάσουν οι αλωνιστές και σαν δεινόσαυρο μέσα στο ιερό τέμπλο κάποιας εκκλησίας με βρουν καθηλωμένο κάτω από τον ήλιο, τότε θα καταλάβω ότι ήρθε η ώρα να δώσω αυτό που έχω δικό μου»…
Αυτός είναι ο Κώστας, αυτοί είναι οι άνθρωποι του Κάμπου που, αρνούνται να παραδοθούν… αγέρωχοι, όσος κι αν είναι ο πόνος…
Για την ιστορία: Κώστας Τσιάπουλας, 67 ετών, από τον Βλοχό της Καρδίτσας και τον ευχαριστώ…