Ο Οδυσσέας Ελύτης, έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα 18 Μάρτη 1996, ένας από τους ηλιάτορες της ελληνικής ποίησης, φωτοδότης και του ελληνικού τραγουδιού, με την πολύμορφη ποίησή του, τη μεγάλη ποιητική δημιουργία του, από την οποία αναβλύζει μουσική, μελωδικότητα, αρμονία, αντιμετώπισε την ποίηση όχι σαν λογοτεχνικό είδος, αλλά σαν μια ρηξικέλευθη ματιά που μεταμορφώνει τη ζωή και τα πράγματα.
Ο Οδυσσέας Ελύτης, που έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα (2 Νοεμβρίου 1911 – 18 Μαρτίου 1996), ένας από τους ηλιάτορες της ελληνικής ποίησης, φωτοδότης και του ελληνικού τραγουδιού, με την πολύμορφη ποίησή του, τη μεγάλη ποιητική δημιουργία του, από την οποία αναβλύζει μουσική, μελωδικότητα, αρμονία, αντιμετώπισε την ποίηση όχι σαν λογοτεχνικό είδος, αλλά σαν μια ρηξικέλευθη ματιά που μεταμορφώνει τη ζωή και τα πράγματα.
«Γιατί η ποίηση αρχίζει από εκεί που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος»
Η ποίηση για εκείνον δεν είναι μια εκκεντρική συγγραφική ενασχόληση, για σκεπτόμενους διανοούμενους με περίπλοκες ψυχοσυνθέσεις, αλλά ένας δρόμος συνεχούς ρίσκου και ανατροπής. Ένα παιχνίδι σοβαρό, υγιές, αλλά και παράδοξο, που μπορεί να κάνει τον κόσμο να φαίνεται σαν μια μαγική περιοχή απρόβλεπτων συνδυασμών και οδηγώντας στην κατάκτηση της ελευθερίας.
«Να γιατί γράφω» – έχει πει ο Οδυσσέας Ελύτης . «Γιατί η ποίηση αρχίζει από εκεί που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε ν’ ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ηλιος κι ο Αδης αγγίζονται».
Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41 ο Ελύτης επιστρατεύτηκε και πολέμησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός. Οι εμπειρίες από αυτόν τον πόλεμο σημάδεψαν για πάντα τη ζωή του. Στη διάρκεια της κατοχής γίνεται ένα από τα ιδρυτικά μέλη του «Κύκλου Παλαμά». Στην Αθήνα εξακολουθούν πάντα οι λογοτεχνικές συζητήσεις και συνεχίζονται οι εκδόσεις των βιβλίων σε μιαν απεγνωσμένη προσπάθεια των δημιουργών να ξεφύγουν με τη φαντασία τους μακριά από την εξοντωτική ατμόσφαιρα της κατακτημένης Ελλάδας και να βοηθήσουν τον κόσμο να ξεχάσει έστω και για λίγο τη φρίκη του πολέμου.
Το 1959 μετά από αρκετά χρόνια ποιητικής σιωπής τυπώνει το «Άξιον Εστί», που τον άλλο χρόνο του δίνει το Α΄ Κρατικό βραβείο Ποίησης, ενώ τότε εκδίδει και τις «Έξη και Μία Τύψεις για τον Ουρανό». Του απονέμεται το παράσημο του Ταξιάρχου του Φοίνικος, ενώ γίνεται μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου. Ταξιδεύει στη Γαλλία (1966) και την Αίγυπτο (1967) και ασχολείται με τη ζωγραφική και με μεταφράσεις, ως την άνοιξη του 1969 που ξαναγυρίζει στο Παρίσι. Το 1970 μένει για ένα διάστημα στην Κύπρο, ενώ το 1971 επιστρέφει στην Ελλάδα, όπου μετά τη Μεταπολίτευση διορίζεται πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΙΡΤ και μέλος για δεύτερη φορά του ΔΣ του Εθνικού Θεάτρου.
Φυλλομετρώντας τη μεγάλη λογοτεχνική παραγωγή του, θα πρέπει να σταθούμε στις ποιητικές συλλογές «Προσανατολισμοί» (1940), «Ήλιος ο πρώτος» (1943), «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» (1945), «Άξιον Εστί» (1959), «Έξη και μία τύψεις για τον ουρανό» (1960). Σημαντικό έργο του είναι επίσης η «Δεύτερη γραφή» (1976), στο οποίο περιέχονται έργα των Ρεμπό, Ελιάρ, Ζουβ, Μαγιακόφσκι κ.ά. Μετέφρασε επίσης τον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπέρτολντ Μπρεχτ, τη «Νεράιδα» του Ζιροντού και τις «Δούλες» του Ζαν Ζενέ.
Το «Άξιον Εστί» αποτελεί ένα μνημείο της ελληνικής τέχνης, τόσο της ποιητικής, όσο και της μουσικής. Το έργο μελοποιήθηκε υποδειγματικά από τον Μίκη Θεοδωράκη, φέρνοντάς το πιο κοντά στον ελληνικό λαό, κάνοντας πιο προσιτά τα μηνύματα του σημαντικού αυτού έργου. Στο έργο αυτό, ο ποιητής εκφράζει την αγωνία του τόπου στις σύγχρονες κρίσιμες στιγμές. Το έργο είναι μια σύνθεση που αποτελείται από τρία μέρη: Η Γένεσις, Τα Πάθη, Το Δοξαστικόν. Η Γένεση είναι μια εισαγωγή όπου ο ποιητής ταυτίζει τη μοίρα του με εκείνη του υπόλοιπου Γένους. Τα Πάθη εκφράζουν τα πάθη του ελληνικού λαού μέχρι το τέλος της Κατοχής. Το Δοξαστικό είναι ένα όραμα γεμάτο αισιοδοξία για μια καλύτερη ζωή για την Ελλάδα και για όλη την ανθρωπότητα. Το έργο μελοποιήθηκε υποδειγματικά από τον Μίκη Θεοδωράκη, φέρνοντάς το πιο κοντά στον ελληνικό λαό, κάνοντας πιο προσιτά τα μηνύματα του σημαντικού αυτού έργου.
«Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι
Τώρα το χέρι του Θανάτου
αυτό χαρίζει τη Ζωή
και ο ύπνος δεν υπάρχει.
Χτυπά η καμπάνα του μεσημεριού
κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα:
ΝΥΝ και ΑΕΙ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ».
«Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη συ δοξαστική μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου! …Τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό τα γυρίζω πίσω απ’ τον καιρό τους παλιούς μου φίλους καλώ με φοβέρες και μ’ αίματα»!
Το 1979 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας «για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα».
Κατά την τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ, στις 8/12/1979, στην ομιλία του είπε μεταξύ άλλων: «Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγο. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα. Ο Παράδεισος ή η Κόλαση που θα χτίσουμε. Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση και δη στους καιρούς του durftiger είναι ακριβώς αυτή: ότι η μοίρα μας παρ’ όλ’ αυτά βρίσκεται στα χέρια μας».