Γιώργης Έξαρχος: Βιβλιοφιλικά σημειώματα (10) / “Νικόλαος Κασομούλης” – Ο Πισοδερίτης αγωνιστής και ιστορικός του 1821
Έχει κλείσει ο «κύκλος» των εκδόσεων για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, ή μήπως τώρα πρέπει να ανοίξει αυτός ο κύκλος, με συστηματική έρευνα και ανάδειξη όλων των γραπτών πηγών (με μετάφραση των ξένων, παρουσίαση ανέκδοτων ή εκδομένων εγγράφων, με επανέκδοση των απομνημονευμάτων των αγωνιστών και με προσεχτικό σχολιασμό τους κ.λπ.); Είναι ερώτημα ουσιώδες και όχι ρητορικό, και οι «αρμόδιοι φορείς» ίσως πρέπει να το ιδούνε πολύ πιο σοβαρά το όλο θέμα, πέρα από τα «πανηγυράκια» που έστησαν για την 200στή επέτειο
Με πρυτανεύουσα αυτή την αντίληψή μου, έχω εκπονήσει μελέτη για τον Νικόλαο Κασομούλη, με την οποία αποκαθιστώ σε μεγάλο βαθμό αναλήθειες και ψεύδη που του αποδίδονται (και τα οποία δεν έχει γράψει), και που απλά ήταν απόρροια των συλλογισμών ή των αυθαιρεσιών των ερμηνευτών του.
Και πέρα από αυτά, μια άλλη πλειοδοσία «τοπικιστικής εθνικοφροσύνης» έχει «επιβάλλει» στερεοτυπικά σαν αλήθειες πράγματα που υποθέτουν οι συγγραφείς τους (αναπόδεικτα ασφαλώς), σχετικά με τον τόπο καταγωγής του και την οικογένειά του! Αλλά, θαρρώ, πως με τα κομιζόμενα τεκμήρια στη μελέτη, δεν μένουν περιθώρια για τέτοιου είδους διαστρεβλώσεις, δοξασίες ή… τοπικισμούς…
Προς την κατεύθυνση αυτή, της αποκατάστασης των λεγόμενων (γραπτών) του Νικολάου Κασομούλη, είναι και η έκδοση ενός ωραίου βιβλίου, σε επιμέλεια του καθηγητή Αλέξη Πολίτη, των Πανεπισυημιακών Εκδόσεων Κρήτης, με τίτλο: Νικόλαος Κασομούλης, Με το σπαθί εις το χέρι και με το ντουφέκι, στο πολιορκημένο Μεσολόγγι. Αλέξης Πολίτης, Η προσωπική εμπειρία ως Ιστορία. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Παλαιά Κείμενα Νέες Ανα-γνώσεις, Ηράκλειο 2021, σ. 375-384).
Γράφει ο καθηγητής Αλέξης Πολίτης, στην ανωτέρω έκδοση:
«Η ένταση των γεγονότων που έζησε αυτά τα δώδεκα χρόνια {1821-1833}, η αίσθηση του καθοριστικού βάρους που είχαν για την πορεία της κοινωνίας, η υπερηφάνεια για τη δική του συμμετοχή, μαζί και ο ελεύθερος χρόνος που απόκτησε με το τέλος των πολέμων και των συγκρούσεων, όλα αυτά σίγουρα ώθησαν τον Κασομούλη να ξεκινήσει τα «ενθυμήματά» του. Αλλά η πρώτιστη και βασική πηγή, η αφορμή της συγγραφής, ήταν η εσωτερική ανάγκη να αφηγηθεί, να εξιστορήσει τα όσα έζησε. Ετούτη φαίνεται καθαρά και από τον αρχικό προγραμματισμό, και από το αποτέλεσμα· 2.700 χειρόγραφες σελίδες – το εκτενέστερο απομνημόνευμα για το Εικοσιένα. Ο Κασομούλης είχε το αφηγηματικό χάρισμα και, καθώς ήξερε γράμματα, κάθισε και έγραψε τα όσα έζησε.
Βέβαια αυτά τα «γράμματα», ακριβώς, που ήξερε τον οδήγησαν στην άτσαλη γλώσσα των Ενθυμημάτων. Ο Βλαχογιάννης την είδε ως τον καθρέφτη της αγλωσσίας που έσπειρε ο λογιοτατισμός· σωστά, από την άποψη της γλωσσικής ιστορίας. Σίγουρα, αν μπορούσε ο Κασομούλης να την αποφύγει, θα πετύχαινε μια πιο ζωντανή και πιο παραστατική αφήγηση. Ο τρόπος όμως που εκφραζόμαστε ως κοινωνία –μ’ άλλα λόγια, η γλωσσική μας ιστορία, ακριβώς– πηγάζει απ’ τον ιδεολογικό μας κόσμο. Και οι δρόμοι που ακολούθησε η διαμόρφωση του νεωτεριστικού ιδεολογικού πλέγματος, η ίδια η βούληση για εθνική συγκρότηση και επανάσταση οδήγησαν στη σύνδεση με τους αρχαίους προγόνους· η καθαρεύουσα λοιπόν θεωρήθηκε ως το στοιχείο εκείνο που θα συνέδεε τους Νεοέλληνες με τους αρχαίους – όρος απαραίτητος. Δεν είναι άρα περίεργο που τα Ενθυμήματα γράφτηκαν όπως γράφτηκαν.
Ωστόσο πίσω από τη γραμματικο-συντακτικά κακοποιημένη μορφή, πίσω από την προσπάθεια του Κασομούλη να μη φανεί στους αναγνώστες του αγράμματος, διαφαίνεται και διασώζεται ένας αρχικός προφορικός λόγος που υπήρχε στο μυαλό του και διαστρεβλώθηκε με τη γραφή· ενίοτε μάλιστα βγαίνει ατόφιος, ως την επιφάνεια: «πλην έμνεσκεν να σκεφτούν· το χώμα, τραβώντας το, τι πρέπει μα γίνει, πού να το ρίξουν, να μη μας βλάπτει». Πλάι σε αυτές τις περιπτώσεις, συναντάμε συχνά βορειο-ελλαδίτικους τύπους, κοβέντα αντί κουβέντα, σογιάς αντί σουγιάς, και συντάξεις («είχεν γράψει έν ιδιαίτερον γράμμα τον Καραϊσκάκην να τον φέρει ένα άλογον»). Είναι μάλιστα φορές που διατηρείται επίσης μια σπάνια διαλεκτική προφορά, που στο δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο αναβιβάζει τον τόνο αλλά τονίζει και την παραλήγουσα ετόλμησέτε, κάθομάσθε, απείκασέτε.
Διασώζεται και κάτι ακόμα: το προσωπικό ύφος. Ψυχραιμία, ωριμότητα, στοχασμός, χαμηλοί τόνοι, αλλά και αφηγηματικές αρετές. Μπορεί να λείπει το αρχιτεκτονικό σχέδιο για την εξιστόρηση, μπορεί το κείμενο να είναι «ημερολόγιο αναχρονιστικό», σύμφωνα με τη διατύπωση του Βλαχογιάννη, αλλά πόσες παρεκβάσεις που φανερώνουν τον χαρισματικό συνομιλητή που έχει τόσα να μας πει, και που χαίρεται να τα λέει. Κάθε τόσο ο πηγαίος διάλογος ανάμεσα στους δικούς μας και στους αντιπάλους, συχνά με τα παραπανίσια επιφωνηματικά μόρια, όπως στα λόγια ενός Αχμέτ-μπεη: «πα, τι λέγουν αυτά οπού λαλούν;», «Ουά, γιορούσι με λες, καημένε», Οι τολμηρές επαναλήψεις που εντείνουν τη δύναμη του λόγου, μαζί και οι πλήρεις και εναργείς εικόνες: «Αξιωματικοί, στρατιώται, αμίμητοι διά την καρτερίαν, αμίμητοι διά την αφοβίαν, αμίμητοι διά την κακοπάθειαν και πόθους, αμίμητοι διά την ομόνοιάν των τότες, δεν ήξευρεν με τι να τους παρομοιάσει κανένας. Ημπορούσες να τους παρομοιάσεις με τα πλέον άγρια ζώα –τα πλέον τρομερά και σκληρά, την ώραν του πολέμου με τους εχθρούς– και αγγέλους αναμεταξύ των. Δεμένα τα μανίκια των υποκαμίσων των όπισθεν εις τες πλάτες, με τους βραχίονας έξω, τρέχοντες να δώσουν βοήθειαν όπου ακούγετο αυξανόμενος πόλεμος· έτρεχαν ωσάν τυφλοί εις την φωτιάν. Αυτός ήτον ο χαρακτήρ ο πολεμικός».
Και αν στα πάνω παραθέματα η καθαρεύουσα έχει χαθεί, και θαρρεί κανείς πως πρόκειται για καταγεγραμμένη προφορική ομιλία, είναι κι άλλα, που μοιάζουν, να βγήκαν από το κοντύλι λογοτέχνη: «Έβλεπες τον [τουρκικόν] στρατόν όταν έβγαινε από τας υπωρείας και σκηνάς του, κι εκινήθη τον κατήφορον τρέχοντας, κόκκινος από τα φορέματα –και εφαίνετο ωσάν παπαρούνες– έβγαιναν από τα καλύβια, άλλοι με όρεξιν (άλλοι χωρίς) να προφθάσουν, ωσάν αι σφήκες όταν κτυπά κανείς την κουφάλαν κσι ρίπτονται καταπάνω του να τον φάγουν, ούτως έτρεχον οι Τούρκοι. Εσυνάχθησαν· εγιόμωσαν αι θέσεις· δεν τους χωρούσαν τα χαρακώματα, και άκουγες έναν βρασμόν μέσα ωσάν μελισσιού».
Άνθρωπος τακτικός ο Κασομούλης, σίγουρα θα κρατούσε αρχείο· τα γράμματα που λάβαινε, τα πρωτόγραφα των δικών του, αντίγραφα πρακτικών των συνεδριάσεων, κι άλλα παρόμοια χαρτιά – αυτά όλα θα τα χρησιμοποίησε όταν ξεκίνησε τα Ενθυμήματα. Οπωσδήποτε όμως το μεγάλο, το μέγιστο μέρος του κειμένου, πρέπει να γράφτηκε από μνήμης· οι άνθρωποι του προφορικού πολιτισμού, άλλωστε, είχαν πολύ πιο αναπτυγμένο το θυμητικό τους.
Και βέβαια, πλάι στη μνήμη θα χρησιμοποίησε και όποια γραπτά βοηθήματα βρήκε. Τυπωμένα σχετικά βιβλία, ως τα 1841 που ολοκλήρωσε την αφήγησή του, σχεδόν δεν υπήρχαν· για την πολιορκία θα μπορούσε να ανατρέξει στα Ελληνικά Χρονικά, την εφημερίδα του Μάγερ, τα οποία πάντως δεν φαίνεται να τα χρησιμοποίησε συστηματικά – θα είχε διορθώσει τότε αρκετές χρονολογίες.[1] Ιστορίες της Επανάστασης δεν είχαν ακόμα τότε εκδοθεί· τα δίτομα Απομνημονεύματα πολεμικά του Χριστόφορου Περραιβού (1836) ήταν το μόνο ανάλογο με την αφήγησή του κείμενο – και αυτό, μία φορά τουλάχιστον, το χρησιμοποίησε. Όταν λοιπόν ο Κασομούλης μπορούσε να δει και να διασταυρώσει γραπτές πηγές, το έκανε· οι δικές του όμως σημειώσεις από την πολιορκία –η «τσάντα με τα έγγραφα»– ξέρουμε ότι χάθηκε στην ανεμοζάλη της Εξόδου. Βρήκε ωστόσο και συμβουλεύθηκε τα γράμματα που του έστελνε ο Στουρνάρης, όσο εκείνος βρισκόταν στο Ναύπλιο, και αυτό θα συνέβη, προφανώς, και με άλλα έγγραφα που έτυχε να εντοπίσει.
Θα συμβουλευόταν επίσης, και θα ρωτούσε συχνά γνωστούς και φίλους· τούτο το συνάγουμε και αρνητικά, από τα αρκετά κενά που αφήνει στο χειρόγραφό του, ιδίως σε χρονολογίες ή ονόματα, προκειμένου ή ο ίδιος να θυμηθεί, ή κάποιος να τον βοηθήσει. Συχνά πάλι ξανάρχιζε ένα περιστατικό που είχε ήδη καταγράψει, και διέγραφε την αρχική περιγραφή· άλλοτε πάλι δεν βάζει τα γεγονότα με την ορθή χρονολογική σειρά, και ο Βλαχογιάννης στηριγμένος σε σίγουρες πηγές του διορθώνει αρκετές ημερομηνίες. Συνολικά πάντως η εικονογράφηση των γεγονότων είναι, όσο μπορώ να καταλάβω, απολύτως έγκυρη. «Θα τον αδικούσε», γράφει ο Κ. Θ. Δημαράς, «όποιος από συγγραφική άποψη, τον έβλεπε μόνο σαν καλό και έξυπνο πολεμικό ανταποκριτή: ο Κασομούλης έχει ιστορική συνείδηση. Προσπαθεί να ζυγίσει τις μαρτυρίες, και ξέρει τη βαρύτητα της αυτοψίας· […] και τέλος έχει μίαν ακοίμητη ευσυνειδησία, έναν ζωηρό πόθο, για αντικειμενικότητα».
Όταν τον Φεβρουάριο του 1836 η γραφίδα του είχε φτάσει στο σημείο όπου τελειώνουν τα γεγονότα του 1827 και αναμενόταν ο κυβερνήτης Κα-ποδίστριας, ο Κασομούλης χρειάστηκε να διακόψει τη συγγραφή προκει-μένου να μετατεθεί σε καλύτερα αμειβόμενη θέση, σε σώματα που καταδίωκαν τους ληστές. Γνώριζε βέβαια τους κινδύνους· γράφει λοιπόν στο τέλος της αφήγησης. «Έμεινεν όθεν έως εδώ η εξιστόρησις των συμβάντων της εποχής του Κυβερνήτου, να τας εκθέσω με άλλην ευκαιρίαν. Τουναντίον και πεθάνω, και δεν προφθάσω, αφιερώνω ταύτας μου τας πραγματικάς αληθείας εις την επιθεώρησιν του κυρίου Λασσάνη, παρακαλώντας τον να μην αλλάξει τίποτες, ούτε από το λεκτικόν, ούτε από την έννοιαν, αλλά να διορθώσει το ορθογραφικόν. Ο Γεώργιος και Γιάννης, αυτάδελφοί μου, θέλει προστατεύσουν τούτο διά την έκδοσίν του, το δε όφελος θέλει χρησιμεύσει διά αυτούς και αδελφάς μου». Πλήρης αυτοπεποίθηση λοιπόν, όχι μόνο για «τας πραγματικάς αληθείας» παρά και για το λεκτικό.
Και όταν, γέροντας πια, συντάσσει τη διαθήκη του, ζητάει να κατατε-θούν από τη μελλοντική έκδοση των «ενθυμημάτων» ένα αντίτυπο στον βασιλέα Γεώργιο και την Όλγα, ένα στον διάδοχο Κωνσταντίνο, ένα στο Πανεπιστήμιο κι από ένα στα σχολεία Καΐρου, Σμύρνης, Θεσσαλονίκης, Σερρών, «έν εις την προπατορικήν πατρίδα μου Πισοδέρι Μακεδονίας, έν εις το της κωμοπόλεως Μπλάτσι Μακεδονίας, πατρίδα της μητρός μου», από ένα στα σχολεία της Σιάτιστας «πόλεως μεγαλοπρεπούς», Κοζάνης, Τσαρίτσανης «όπου εσπούδασα τας αρχάς των γραμμάτων μου επί Οικονόμου», Κωνσταντίνου Οικονόμου, του γνωστού λογίου, ένα στην κωμόπολη Κούτσιανα Ασπροποτάμου, πατρίδα του Στουρνάρη και των συμπολεμιστών του κατά την πολιορκία {του Μεσολογγίου}, ένα στο σχολείο του Μεσολογγίου, «προς ανάμνησιν των γραφομένων μου», και ένα, τέλος, προς τον δήμον Πέλλης Μακεδονίας, δηλαδή της Αταλάντης, όπου είχαν συνοικισθεί όσοι μετοίκησαν από τη Μακεδονία στην ελεύθερη Ελλάδα.»
Αυτά από τον καθηγητή Αλέξη Πολίτη, και ας μου συγχωρηθούν τα εξής!
Οι παρατηρήσεις του Αλέξη Πολίτη, στην ανωτέρω έκδοση, περιέχονται στις σελίδες 305-405, και ουσιαστικά αποτελούν μια διαφορετική θέαση των Ενθυμημάτων του ΝΚ, με πολλές χρήσιμες επισημάνσεις για τον συγγραφέα και το έργο του, αλλά που σε γενικές γραμμές κινούνται στην «κοίτη» που ο ΓΒ χάραξε με την έκδοση των Ενθυμημάτων στα έτη 1939 (επανέκδοση 1940), 1941, 1942. Έτσι και αλλιώς συστήνω την ανάγνωσή τους, καθότι ένα τμήμα των «παρατηρήσεων» αυτών ανατρέπουν τις δογματικές αγκυλώσεις ή και στρεβλώσεις του ΓΒ. Όμως, στην ιστορική έρευνα το σημαντικότερο είναι η αξιοπιστία των πηγών, και εν προκειμένω, οι περισσότεροι σχολιασμοί του ΓΒ στο έργο του ΝΚ στερούνται της δέουσας αξιοπιστίας, όπως στερείται αξιοπιστίας και η (φερόμενη) ως «Ιδιόγραφος Διαθήκη» του ΝΚ. Το έργο του ΝΚ, τα Ενθυμήματα, πρέπει να εκδοθεί –αφού αγνοηθεί παντελώς η έκδοση του ΓΒ– από ομάδα καλών ιστορικών και φιλολόγων, μετά από προσεκτική μελέτη του διαφυλασσόμενου σώματος των χειρογράφων στο Μουσείο Μπενάκη. Και σαφώς είναι πρέπον και ορθόν, μετά από ψηφιοποίησή τους, να τεθούν και σε διάθεση των ιστορικών και ιστοριογράφων, όσων επιθυμούν να ασχοληθούν με το έργο του ΝΚ, ώστε να γίνει το έργο αυτό κτήμα «ες αεί» του λαού, για τη γνώση της «πραγματικής αλήθειας». Δεν έχει ανάγκη το έργο του ΝΚ από αυτόκλητους «καθαρολόγους», και από ποικίλες προκρούστειες λογικές. Αρκετα πια…
Αν ο Α.Π. είχε υπ’ όψιν του και τα κριτικά κείμενα, που δημοσιεύτηκαν αμέσως μετά την έκδοση των Ενθυμημάτων, ίσως ήταν ακόμα πιο «πλούσιος» στις επισημάνσεις του για τη ζωή και το έργο του ΝΚ. Πάντως, έκανε την αρχή για «νέα ανάγνωση» των σημαντικότατων Ενθυμημάτων του ΝΚ, και αυτό δεν είναι καθόλου λίγο…
Τα λοιπά στην μελέτη μου για τον Νικόλαο Κασομούλη, η οποία ευελπιστώ να εκδοθεί λίαν συντόμως.
[1] {Τούτη η άποψη του Αλ. Πολίτη εδράζεται στις «παρατηρήσεις» και «διορθώσεις» που έχει κάνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Όμως, στη μελέτη μου: Ω, Μεσολόγγι αθάνατο!… Ημερολόγια Β΄ πολιορκίας και εξόδου του Μεσολογγίου (10 Απριλίου 1825 – 11 Απριλίου 1826). Τεκμήρια – Αναψηλαφήσεις – Ερμηνείες. Επιστροφή στις πηγές. εκδ. Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2021, με κομιζόμενα στοιχεία των αυθεντικών πηγών της εποχής (Ημερολόγια, Έγγραφα, Απομνημονεύματα) αποδεικνύεται ότι ο Γ.Β. διορθώνει… λαθεμένα τον Ν.Κ,!… Προσοχή, λοιπόν… στα του Γ.Β.!… (ΣτΓΕ)}