Πολιτισμός

Τάκης Μουσαφίρης: Ο δημιουργός που «γέννησε» τους δημοφιλέστερους ήρωες του λαϊκού τραγουδιού

……………………………

Από τον «Ταξιτζή» και τον «Περιπτερά» του Στράτου Διονυσίου μέχρι τον «Χιονάνθρωπο» του Μητροπάνου και τις μεγάλες επιτυχίες που έγραψε για άλλες μεγάλες φωνές, η προσωπική μουσική του κατάθεση υπήρξε σπουδαία και κατάφερε να νικήσει το χρόνο

Κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 70, στο πάλκο μιας αθηναϊκής ταβέρνας, ένας νέος καλλιτέχνης, άγνωστος στο ευρύ κοινό, διασκεδάζει τους θαμώνες με τα τραγούδια του. Ανάμεσα στον κόσμο βρίσκεται, τυχαία, ο γαμπρός του Δημήτρη Μητροπάνου. Ενθουσιάζεται με την ιδιαίτερη στόφα των λαϊκών τραγουδιών του και την επόμενη μέρα ενημερώνει ενθουσιασμένος τον τραγουδιστή που είχε δώσει ήδη το στιβαρό ερμηνευτικό στίγμα του μέσα από δουλειές-διαμάντια όπως ο «Άγιος Φεβρουάριος» του Μούτση και ο «Δρόμος για τα Κύθηρα» του Γιώργου Κατσαρού. Λίγα βράδια μετά ο Μητροπάνος πάει στην ταβέρνα και γνωρίζει προσωπικά τον δημιουργό που έμελλε να του χαρίσει κάποια από τα πιο δυνατά και κοσμαγάπητα τραγούδια της σπουδαίας καριέρας του.

Ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν άλλος από τον Τάκη Μουσαφίρη, μια πολύ σημαντική μορφή του λαικού τραγουδιού μιας και το τροφοδότησε με μουσικές και στίχους που όχι μόνον αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν από το ευρύ κοινό αλλά κατάφεραν να συνδυάσουν την εμπορικότητα με την ποιότητα και την διαχρονικότητα. Γιατί ο Μουσαφίρης, που έφυγε από τη ζωή το μεσημέρι της Πέμπτης, χτυπημένος από καρκίνο, αφήνοντας ορφανό το λαϊκό τραγούδι, είχε μια μοναδική ικανότητα να γράφει πάνω στις μεγάλες φωνές, να μεταφράζει σε νότες τα πιο έντονα και βαθιά συναισθήματα και να μετατρέπει σε λιτή αλλά αυθεντική ποίηση τις χαρές και τις λύπες, τους έρωτες και τους χωρισμούς, τη ζωή και το θάνατο. Ήταν εκείνος που κατάφερε να μετατρέψει σε λαϊκούς ήρωες έναν «Ταξιτζή», έναν «Περιπτερά» κι έναν «Χιονάνθρωπο», ο πιο δημοφιλής «Ξένος» που «Αποκοιμήθηκε σε μια στίβα καλαμιές», έψαχνε να βρει «Πού πουλάν καρδιές» και παρακαλούσε «Να χάσει το τρένο»…!

Ποιος να το περίμενε ότι το φτωχό αυτό αγόρι από τα Γιάννενα που γνώρισε τη μουσική και το ρυθμό μέσα από τους ήχους της φύσης, τα κουδούνια των κοπαδιών και τα πέταλα των αλόγων, θα μεταμορφωνόταν μέσα σε λίγα χρόνια σε ένα ολοκληρωμένο μουσικό δημιουργό, με ιδιαίτερα προσωπικό ύφος αλλά και τη δυνατότητα να βγάλει μέσα από τις ψυχές των μεγαλύτερων φωνών που πέρασαν από αυτόν τον τόπο, όπως ο Μητροπάνος, ο Διονυσίου, η Ρίτα Σακελλαρίου, η Πίτσα Παπαδοπούλου ο Μιχάλης Μενιδιάτης, η Μαρινέλλα, η Τζένη Βάνου κ.α., εκφράσεις και συναισθήματα πρωτόγνωρα που έχουν χαράξει για πάντα τις καρδιές μας, τις αναμνήσεις μας και τις ζωές μας.

Για κείνον άλλωστε, όπως ο ίδιος είχε εξομολογηθεί σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του οι τραγουδιστές αυτοί ήταν οι δικοί του…Άγιοι: «Όταν διηγιέσαι τη ζωή σου τι διηγιέσαι; Τους τόπους που πήγες και τους ανθρώπους που γνώρισες. Ε λοιπόν εγώ έχω στην εσωτερική μου “εκκλησία”, οι εικόνες των “αγίων” είναι εικόνες τραγουδιστών που πέρασαν από τη ζωή μου. Και πήραν τα τραγούδια μου και τα ταξίδεψαν, τα πήγαν τα σπίτια σχεδόν όλων των Ελλήνων της Γης». Κι ο ίδιος όμως δεν αισθάνθηκε ποτέ να ανήκει σε έναν και μόνον τόπο. Η ψυχή του και το μυαλό του ταξίδευαν μαζί με τραγούδια του. «Δεν μπορώ ούτε κι εγώ να καταλάβω από πού είμαι. Είμαι συνεχώς μέσα σε μια βάρκα στο Ρίο – Αντίρριο και πηγαίνω πότε στην Αθήνα και πότε στα Γιάννενα. Μάλλον δεν έχω μία πατρίδα, αλλά δύο. Είμαι από τα Γιάννενα, είμαι από την Αθήνα, είμαι από την Ελλάδα» έλεγε με νόημα.

Είναι ωστόσο παραπάνω από βέβαιο πως ο γενέθλιος τόπος του, οι εικόνες, οι μυρωδιές, οι ήχοι, τα ήθη και φυσικά οι άνθρωποι της ελληνικής επαρχίας, στάθηκαν καθοριστικά τόσο για την προσωπική όσο και για την καλλιτεχνική του εξέλιξη. Μεγαλωμένος σ’ ένα σπίτι φτωχό αλλά γεμάτο αγάπη, με γονείς που λάτρευαν τα τραγούδια και τον έπαιρναν συχνά μαζί τους στα πανηγύρια, με τους παραδοσιακούς και τους λαικούς ήχους να μπερδεύονται γλυκά στο στα αφτιά και το μυαλό του, κι εκείνη την κιθάρα που τού χάρισαν και δεν την άφηνε από τα χέρια του, είχε ήδη χαράξει, ασυναίσθητα, τα πρώτα του μουσικά βήματα. «Άκουγα να παίζει πιάνο μια γειτόνισσα και προσπαθούσα να μάθω τους τόνους. Μετά προσπαθούσα να κουρδίσω την κιθάρα ακούγοντας τα κουδούνια των προβάτων» περιέγραφε.

Τελικά δεν αντιστέκεται στο ένστικτο του που τον οδηγεί, παραδίνεται στην μαγεία μιας τέχνης την οποία μπορεί μέχρι τότε να είχε γευτεί εμπειρικά ήθελε όμως να την γνωρίσει καλύτερα και να γίνει εκφραστής της. Εκεί, στην ιδιαίτερη πατρίδα του θα σκαρώσει ένα βράδυ το πρώτο του τραγούδι, την «Λυγαριά». Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα ήταν πλέον σίγουρος πως το τραγούδι και η ζωή του θα αποτελούσαν έναν ενιαίο, κοινό δρόμο.

Στις αρχές του ’70 κατεβαίνει στην Αθήνα. Έχει ήδη γράψει κάποια τραγούδια χρησιμοποιώντας τα ψευδώνυμα Αντώνης Ζάννας και Νίκος Μιχαήλ. Ξεκινά να δουλεύει σε μικρά μαγαζιά της Αθήνας, ταβέρνες και μπουάτ της Πλάκας. Η βραδιά που συναντιέται με τον Δημήτρη Μητροπάνο αποτελεί σταθμό για τις ζωές και τις καριέρες και των δύο αλλά και για την ιστορία του λαϊκού τραγουδιού. Ο Μουσαφίρης γράφει τραγούδια ειδικά για την φωνή του. Τη μεγάλη, ανεπανάληπτη αυτή φωνή που έχει τη δύναμη να μετατρέψει μέσα σε λίγα λεπτά το λυγμό σε γέλιο, τον πόνο σε επιθυμία, τη ζωή σε θάνατο. Εκείνος πάλι πήγαινε συχνά στο σπίτι του έψαχνε τα μπαούλα του και ανακάλυπτε μουσικά διαμάντια τα οποία μάλιστα «πάντρευαν» κατά καιρούς δημιουργώντας ολοκαίνουργια κομμάτια.

«Δεν τον άγγιξαν οι επιτυχίες. Με τη ψυχούλα του μίλαγε. Με τη ψυχούλα του μιλάει» έλεγε με νόημα ο Δημήτρης Μητροπάνος θέλοντας να αποκαλύψει το χαρακτήρα αλλά και μυστικό της επιτυχίας του. Μιας επιτυχίας που αρχικά, υποτιμήθηκε από κάποιους με το πρόσχημα της εμπορικότητας, ο χρόνος όμως τούς διέψευσε πανηγυρικά.

Οι δυο τους θα συμπορευτούν δισκογραφικά για τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες κάνοντας μαζί πάνω από 50 τραγούδια. Τα περισσότερα από αυτά επιτυχίες. Ποιο να πρωτοθυμηθεί κανείς; «Πες μου πού πουλάν καρδιές», «Κάνε κάτι να χάσω το τρένο», «Σε μια στίβα καλαμιές», «Σ’ αγαπαώ ακόμα», «Τί το θες το κουταλάκι» «Το σ’ αγαπώ το κρατάω για σένα», «Εμένα δε μ’ αγάπησε κανείς» ή το συγκλονιστικό «Άκου…έχω φωνή», που κάθε φορά που το τραγουδούσε ο Μητροπάνος, ο χώρος σκεπαζόταν από ρίγη συγκίνησης;

Η δεύτερη μεγαλύτερη και πιο σημαντική καλλιτεχνική σχέση του Τάκη Μουσαφίρη είναι αυτή με τον αξέχαστο Στράτο Διονυσίου. Άλλη μια μεγάλη φωνή που του χάρισε για χρόνια έμπνευση και τον οδήγησε σε μουσικούς και στιχουργικούς δρόμους νέους, απάτητους, πλημμυρισμένους από καινούργιους ήρωες αλλά και συναισθήματα που μιλούσαν κατευθείαν στην ψυχή. Τον χειμώνα του 1982, στον πολυσυλλεκτικό δίσκο του «Θυμήσου» ο Στράτος Διονυσίου θα ερμηνεύσει το τραγούδι του «Δυο Άνθρωποι» εγκαινιάζοντας μια νέα καλλιτεχνική σχέση που έμελλε να γράψει ιστορία.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1986 το θρυλικό τραγούδι «Ο Ταξιτζής» δίνει τον τίτλο στο νέο δίσκο του Στράτου και ταυτόχρονα γεννιέται το ομώνυμο ζεϊμπέκικο-ύμνος, σε στίχους Βασίλη Παπαδόπουλου, που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμα του. Είναι ένα τραγούδι που μοιάζει με ταινία μικρού μήκους, με την υπόθεσή της εξελίσσεται μέσα σε λίγα μόλις λεπτά, τα οποία όμως, όπως αποδεικνύεται, είναι αρκετά για να αφήσουν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στις επόμενες δεκαετίες.

Ακολουθεί, έπειτα από δύο χρόνια, ο δίσκος «Εγώ ο ξένος», ο πρώτος που περιέχει αποκλειστικά και μόνον τραγούδια του Τάκη Μουσαφίρη ειδικά γραμμένα για τη φωνή του Στράτου Διονυσίου. Από τα 10 συνολικά τραγούδια του δίσκου, οι πωλήσεις του οποίου ξεπέρασαν τα 150.000 αντίτυπα, τουλάχιστον τα επτά γίνονται, σχεδόν αμέσως, τεράστια σουξέ. Ανάμεσά τους, εκτός από το ομώνυμο του τίτλου και τα « Εγώ να δεις», « Κύριος ήρθα, κύριος φεύγω», «Λέγε με παλιόπαιδο», « Και του λιμανιού και του σαλονιού», «Γυναίκα μου»…

Τα χρόνια περνούν αλλά ο Τάκης Μουσαφίρης, αν και χορτασμένος από καταξίωση και επιτυχία, δεν σταματά να γράφει. Ακόμα κι όταν τα τελευταία χρόνια παίρνει την απόφαση να εγκαταλείψει οριστικά την Αθήνα και να εγκατασταθεί μόνιμα στο σπίτι του στα Γιάννενα. Εκεί, κάπου ανάμεσα στις γεωργικές εργασίες, τη μυρωδιά του χώματος και νυχτολούλουδου, σκαρώνει νέες μελωδίες, σημειώνει όπου βρει καινούργιους στίχους, λόγια αλήθειας, ζωής και καρδιάς.

Για εκείνον άλλωστε το τραγούδι δεν υπήρξε ποτέ δουλειά αλλά τρόπος ζωής και επικοινωνίας. Μόνον έτσι ήξερε να εκφράζει όλα όσα είχε μέσα του. Όπως τότε που έφυγε από τη ζωή ο αγαπημένος του φίλος, ο δημοσιογράφος Πάνος Γεραμάνης και για να γλυκάνει τον πόνο της απώλειας έγραψε το 2010 το τραγούδι «Ο χορευτής» την ερμηνεία του οποίου εμπιστεύθηκε στον ακριβό του Δημήτρη Μητροπάνο. Ο Πάνος Γεραμάνης, εξάλλου, ήταν από τους πρώτους που είχαν διακρίνει την καλλιτεχνική του αξία δηλώνοντας με νόημα για εκείνον: «Έχει συνολική άποψη για το τραγούδι πώς θα το γράψει και πώς θα το δώσει στον ερμηνευτή. Ακολουθεί έναν μεγάλο λαϊκό δρόμο που ακολούθησαν ο Γιώργος Μητσάκης και ο Άκης Πάνου».

Και είχε απόλυτο δίκιο. Γιατί ο Τάκης Μουσαφίρης, ο άνθρωπος που κρατούσε πάντα το βλέμμα χαμηλά και δεν του άρεσε να μιλά για τον εαυτό του, κατάφερε να ανεβάσει την λαϊκή μουσική έκφραση σε πολύ υψηλά επίπεδα, να αναδείξει με ιδανικό τρόπο τις σπουδαίες φωνές για τις οποίες έγραψε τραγούδια και κυρίως να μάς χαρίσει δυνατές στιγμές αυθεντικής μουσικής συγκίνησης που αρκούν όχι για μία αλλά για πολλές ζωές!

protothema

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ