Του Χρήστου Ιωαννίδη
Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ 86 ετών και πάσχει από μεσαίου βαθμού άνοια. Μέχρι πριν μια εβδομάδα απλά ξεχνούσε και επαναλάμβανε. Σωματικά και ψυχικά ήταν σε εξαιρετική κατάσταση. Μέχρι που αρρώστησε από COVID και νοσηλεύτηκε σε δημόσιο νοσοκομείο.
Την έβαλαν σε ένα δωμάτιο μόνη της. Οι νοσηλεύτριες μπαίνουν με ειδική στολή μόνο τρεις φορές την ημέρα και μόνο για τα απολύτως απαραίτητα. Επισκεπτήρια φυσικά δεν επιτρέπονται. Ούτε αποκλειστικές. Αν η απομόνωση είναι δύσκολη για οποιονδήποτε άνθρωπο, για τον άνθρωπο με άνοια είναι ψυχικά και πνευματικά από επικίνδυνη έως θανατηφόρα. Τον κατεβάζει σκαλοπάτια που δεν θα μπορέσει να ανέβει ξανά.
Η μητέρα μου είναι σε διαρκή σύγχυση. Δεν έχει έναν άνθρωπο να την καθησυχάσει. Της στέλνω καθημερινά γράμματα. Την παίρνω κάθε τόσο στο κινητό. Άλλοτε το σηκώνει, άλλοτε όχι, άλλοτε είναι αποφορτισμένο. «Πού είμαι;» «Είμαι μόνη μου» «Έλα πάρε με» επαναλαμβάνει συνέχεια. «Θέλω να πάω τουαλέτα», μου λέει μια φορά. Παίρνω αμέσως τηλέφωνο τις νοσηλεύτριες. Της μιλάνε από ένα ηχείο στο δωμάτιο. Η μητέρα μου θα νομίζει ότι ακούει τη φωνή του Θεού! «Αφού θέλετε τουαλέτα, γιατί δεν πηγαίνετε;»
Έχουν ξεχάσει ότι δεν μπορεί να σηκωθεί χωρίς βοήθεια και της έχουν και ορούς. «Θα έρθουμε σε λίγο». Τους εξηγώ αργότερα ότι θα πρέπει να την ρωτάνε πότε-πότε αν θέλει τουαλέτα, γιατί η ίδια ντρέπεται να τους το πει. Την παίρνω κάθε τόσο στο κινητό. Άλλοτε το σηκώνει, άλλοτε όχι, άλλοτε είναι αποφορτισμένο. «Πού είμαι;» «Είμαι μόνη μου» «Έλα πάρε με» επαναλαμβάνει συνέχεια.
Ανάμεσα στις νοσηλεύτριες υπάρχουν ανθρώπινα διαμάντια. Όταν είπα σε κάποια στο τηλέφωνο «αν όποτε μπαίνετε της λέτε μια-δυο κουβέντες ενθάρρυνσης, θα σας είμαι ευγνώμων», εκείνη μου απάντησε: «Εγώ σας είμαι ευγνώμων για την ανθρωπιά σας. Αν κάποιος σας καταλαβαίνει μέσα εδώ, αυτή είμαι εγώ. Έχω περάσει τα ίδια και ξέρω. Θα κάνω ό,τι μπορώ για να κρατήσετε τον δίαυλο επικοινωνίας με την μητέρα σας».
Όμως όλα αυτά είναι περιστασιακά και βασίζονται στο φιλότιμο κάποιων δημοσίων υπαλλήλων. Το θέμα πρέπει να λυθεί με μια κεντρική απόφαση: Να επιτραπεί στους ανθρώπους που έχουν άνοια και νοσηλεύονται με COVID να έχουν μια αποκλειστική νοσοκόμα -έστω για μια-δυο ώρες την ημέρα. Να τους αλλάζουν ρούχα, να τους κάνουν μπάνιο, να τους αλλάζουν σεντόνια, να τους πηγαίνουν τουαλέτα εγκαίρως και να τους μιλάνε από κοντά και όχι μέσα από ένα ηχείο.
Όταν τηλεφώνησα οργισμένος και απελπισμένος στον ΕΟΔΥ, η γιατρός που το σήκωσε μου απάντησε ως εξής: «Έχετε δίκιο, υπάρχει ένα κενό στις οδηγίες. Εμείς απαγορεύουμε τις επισκέψεις, όχι τους επαγγελματίες υγείας. Είναι θέμα του κάθε νοσοκομείου ξεχωριστά αν θα επιτρέπει αποκλειστικές.» «Μπορώ να πάω τη μητέρα μου σε ένα νοσοκομείο που να το επιτρέπει;» «Όχι, απαγορεύονται οι μετακινήσεις ασθενών με COVID. Εγώ σας υπόσχομαι ότι θα το θέσω ως ερώτημα στην επιτροπή του ΕΟΔΥ και ίσως υπάρξει μια κεντρική οδηγία προς όλα τα νοσοκομεία.»
Αυτό το «ίσως» είναι πια η ελπίδα μου. Γι’ αυτό γράφω αυτό το κείμενο. Για τη μητέρα μου και όλους τους ανήμπορους που νοσηλεύονται απομονωμένοι. Το θέμα δεν είναι μόνο να σωθούν σωματικά. Η μητέρα μου ήδη είναι καλύτερα, μάλλον θα βγει σε λίγες μέρες. Δεν θα είναι στους αριθμούς των νεκρών. Ίσως όμως να είναι σε μια λίστα των πνευματικά νεκρών που δεν θα ανακοινωθούν ποτέ.
Και τι ειρωνεία! Η Δευτέρα, 21 Σεπτεμβρίου ήταν η παγκόσμια ημέρα για τους ανθρώπους με άνοια. Ήδη παίζει ένα συγκινητικό σποτ στην τηλεόραση. Ας το δουν ο κ. Τσιόδρας και ο κ. Χαρδαλιάς. Δεν χρειάζεται να δακρύσουν. Αρκεί να δώσουν άμεσα μια οδηγία για αυτούς που το μυαλό τους αργοσβήνει στην απομόνωση του COVID.