Περιγραφή – Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Κυριακή 27- 05 – 2018.
Το ξύπνημα στην περιοχή του Νομού Έβρου και πολύ κοντά στις όχθες του ποταμού Έβρου, το φυσικό σύνορο Ελλάδος – Τουρκίας, ευχάριστο.
Το ξεκίνημα της καινούργιας μέρας το αντικρίσαμε από το παράθυρο του Παραδοσιακού Ξενοδοχείου «Το Κουκούλι». Ένα Κουκουλόσπιτο που μεταμορφώθηκε στο πιο φιλόξενο ξενοδοχείο του Σουφλίου.
Ήταν ένα «μπιτζικλίκι», από τα πιο χαρακτηριστικά και ιδιόμορφα κουκουλόσπιτα της πόλης του μεταξιού, που εξυπηρετούσε αποκλειστικά τις ανάγκες της σηροτροφίας.(φωτ. 1).
Κτίστηκε τέλη του 19ου αιώνα και το 1986 χαρακτηρίστηκε, από το Υπουργείο Πολιτισμού, ως Μνημείο-Έργο Τέχνης, επειδή πρόκειται για ένα αξιόλογο και χαρακτηριστικό δείγμα της τοπικής αρχιτεκτονικής (φωτ. 2, 3).
Ετοιμαστήκαμε και πήγαμε για το πρωϊνό. Το προσωπικό ευγενέστατο, με το χαμόγελο στα χείλη. Δεν καθυστερήσαμε πολύ, θα ακολουθούσε μια μέρα γεμάτη από δραστηριότητες. Το πρόγραμμά μας περιελάμβανε πολλές επισκέψεις – εξορμήσεις-εξερευνήσεις.
Χαιρετήσαμε τον Τόλη (Αποστόλη), τον πρόθυμο να μας εξυπηρετήσει και να μας κατατοπίσει ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου, και φύγαμε (φωτ. 4).
Τα ρολόγια δείχνανε 08.00 π.μ., ήταν η ώρα που φεύγαμε από το Σουφλί για την πρώτη μας δραστηριότητα της μέρας.
Ο λόγος της πρωινής μας αναχώρησης, να προλάβουμε να αντικρίσουμε τα σπάνια και τα απειλούμενα προς εξαφάνιση αρπακτικά πουλιά σε μια περιοχή που αποτελεί τον κύριο διάδρομο μετανάστευσης αποδημητικών πουλιών.
Αφήσαμε πίσω μας την πόλη του μεταξιού, το Σουφλί, και πήραμε τον επαρχιακό δρόμο με κατεύθυνση προς Αλεξανδρούπολη (φωτ. από 5 έως και 8).
Προορισμός μας το χωριό Δαδιά, μια περιοχή που παραμένει μέχρι σήμερα ένας τόπος που προσφέρει στους επισκέπτες πολλά να θαυμάσουν και ακόμη περισσότερα να ανακαλύψουν.
Δεν κάναμε παραπάνω από 14 χιλιόμετρα οδικής διαδρομής και φτάσαμε στο όμορφο χωριό που κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας είχε την ονομασία Τσιάμ-Κεμπίρ, που σήμαινε: «χωριό του μεγάλου πεύκου», ή Τσιαμκιοί, δηλ. «Πευκοχώρι». Το σημερινό του όνομα το πήρε πολύ αργότερα από το «δαδί», δηλ. το γεμάτο ρετσίνι ξύλο του πεύκου που στα παλιά χρόνια χρησίμευε ως προσάναμμα και ως φωτιστικό μέσο (φωτ. 9, 10).
Ακολουθώντας τις πινακίδες κατευθυνθήκαμε προς τον χώρο που λειτουργεί το Κέντρο Ενημέρωσης του Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Πάρκου «Δάσους Δαδιάς-Λευκίμης-Σουφλίου». Σκοπός του Φορέα είναι: η προώθηση της προστασίας της φύσης στην περιοχή και η οικοτουριστική της ανάδειξη.
Διανύσαμε μια απόσταση 800 περίπου μέτρων για να βρεθούμε έξω από τον οικισμό και στα όρια του Δάσους, εκεί δηλ. που υπάρχουν κτιριακές εγκαταστάσεις εξυπηρέτησης, ενημέρωσης και φιλοξενίας των επισκεπτών (φωτ. από 11 έως και 14).
Βρισκόμασταν σε μία από τις δύο ζώνες αυστηρής προστασίας συνολικής έκτασης 72,9 τ. χλμ, και των δύο.
Το 1970 Ευρωπαίοι επιστήμονες επεσήμαναν την οικολογική αξία του Δάσους Δαδιάς. Το 1980 η περιοχή ανακηρύχθηκε προστατευόμενη και από το 2006 χαρακτηρίστηκε ως Εθνικό Πάρκο.
Από το σημείο του Οικοτουριστικού Κέντρου ξεκινούν σηματοδοτημένα μονοπάτια που οδηγούν, ανάλογα την περιοχή που επιλέξει κανείς να επισκεφτεί: στο «Παρατηρητήριο αρπακτικών πουλιών», στο «Παρατηρητήριο μικρών πουλιών», στα μαγευτικά τοπία με πλούσια βλάστηση και τέλος στις πλησιέστερες δασώδεις κορυφές της περιοχής με τους ποικίλους γεωλογικούς σχηματισμούς (φωτ. 15, 16).
Για όσους επιθυμούν να παραμείνουν για περισσότερες μέρες, οι κατάλληλα διαμορφωμένες εγκαταστάσεις αποτελούν ένα ιδανικό ορμητήριο για εξορμήσεις μικρής ή μεγάλης διάρκειας σε χώρους ξεχωριστού ενδιαφέροντος, στα φυσικά τοπία και τους παραδοσιακούς οικισμούς της ευρύτερης περιοχής.
Αρχικά σκεφτήκαμε να πάρουμε το μονοπάτι που οδηγούσε στο «Παρατηρητήριο αρπακτικών πουλιών». Επειδή θέλαμε να προλάβουμε να δούμε τους γύπες και τα όρνεα, μπήκαμε στο Κέντρο Ενημέρωσης για να πάρουμε κάποιες πληροφορίες.
Μας είπαν να πάρουμε καλύτερα το μεταφορικό μέσο, που εκείνη τη στιγμή ξεκινούσε, για να έχουμε έτσι τη δυνατότητα ξενάγησης και ενημέρωσης από τους συνοδούς-επιστήμονες του Φορέα και στη συνέχεια να επιστρέψουμε από το μονοπάτι.
Η παρουσία των ξεναγών εξ’ άλλου ήταν απαραίτητη για την δυνατότητα χρήσης των τηλεσκοπίων στο παρατηρητήριο. Αυτό κάναμε. Επιβιβαστήκαμε με άλλους δύο, μία μητέρα με το αγοράκι της, στο λεωφορειάκι και ξεκινήσαμε. Η οδική διαδρομή μέσα στο δάσος δεν ήταν μεγάλη.
Φτάσαμε στο σημείο στάθμευσης του μεταφορικού μέσου και από εκεί συνεχίσαμε με τα πόδια.
Η πινακίδα στον κορμό ενός πανύψηλου μαυρόπευκου μας πληροφορούσε πως πρέπει να κάνουμε ησυχία για την ηρεμία των αρπακτικών (φωτ. 17).
Κατά τη διάρκεια της σύντομης διαδρομής μας στο μονοπάτι, ο συνοδός μάς έδινε διάφορες πληροφορίες για τα πουλιά, για τους τρόπους συμπεριφοράς τους, τους λόγους που τα κάνουν να επιλέγουν την συγκεκριμένη περιοχή, καθώς και για την ποικιλομορφία της βλάστησης.
Έτσι μάθαμε τη χρησιμότητα της Τραχείας Πεύκης, της ακέφαλης δηλ., που κυριαρχεί στην περιοχή. Το σχήμα της ενδείκνυται για την εγκατάσταση φωλιάς των αρπακτικών πουλιών (φωτ. 18).
Δίπλα στην πόρτα της εισόδου αντικρίσαμε την εικόνα του Μαυρόγυπα στο φυσικό του μέγεθος (φωτ. 19, 20).
Μπαίνοντας βρεθήκαμε σε ένα χώρο με τηλεσκόπια και κιάλια τοποθετημένα μπροστά στα παράθυρα του παρατηρητηρίου που κοιτούσαν προς ένα ξέφωτο λοφίσκου (φωτ. 21).
Στους τοίχους φωτογραφίες των σπάνιων αρπακτικών, των απειλούμενων προς εξαφάνιση πουλιών, καθώς και της χλωρίδας της περιοχής με τις περιγραφές του καθένα ξεχωριστά (φωτ. 22, 23).
Οι συνοδοί μάς παρέπεμψαν να κοιτάξουμε μέσα από τα τηλεσκόπια, τα οποία ήταν ρυθμισμένα και σκόπευαν πάνω σε ένα βιολογικά νεκρό κωνοφόρο στα κλαδιά του οποίου κάθονταν δύο αρπακτικά. Πιο πάνω από αυτά γυροπετούσαν άλλα δύο, που μπορέσαμε να τα διακρίνουμε με γυμνό μάτι (φωτ. 24) .
Τη στιγμή που εμείς ζούσαμε αυτή την όμορφη εμπειρία, που θα μας μείνει αξέχαστη, οι ξεναγοί μάς περιέγραφαν το κάθε αρπακτικό που βλέπαμε εκείνη τη στιγμή (φωτ. 25).
Ήρθε η ώρα να φύγουμε.
Στο Κέντρο Πληροφόρησης το λεωφορειάκι το περίμεναν και άλλοι επισκέπτες για να τους μεταφέρει στο παρατηρητήριο να βιώσουν, και αυτοί με τη σειρά τους, αυτή την ξεχωριστή εμπειρία. Εμείς, αφού ευχαριστήσαμε τους νεαρούς επιστήμονες-ξεναγούς, ξεκινήσαμε την επιστροφή μας με τα πόδια.
Μπήκαμε σε ένα καθαρό και με πολύ καλή σήμανση μονοπάτι που οδηγούσε προς το Οικοτουριστικό Κέντρο. Τα περάσματά μας μέσα από μαγευτικά τοπία της διαδρομής. Όμορφες εικόνες που εναλλάσσονταν σε κάθε μας βήμα. Το μονοπάτι περνά μέσα απο δάση κωνοφόρων και δρυός που καταλαμβάνουν την μεγαλύτερη έκταση στην περιοχή.
Είχαμε, όμως, περάσματα και από μεικτά δάση φυλλοβόλων δένδρων που καλύπτουν μικρή μόνο έκταση. Από τα κωνοφόρα κυριαρχεί η Τραχεία Πεύκη και δευτερευόντως η Μαύρη (φωτ. από 26 έως και 32).
Σε πολλά σημεία της διαδρομής συναντήσαμε ιδιαίτερες πινακίδες φτιαγμένες από κομμάτια κορμών δένδρων καθώς και αριθμούς, που μας ενημέρωναν σε ποιο κομμάτι της διαδρομής βρισκόμασταν εκείνη τη στιγμή (φωτ. από 33 έως και 37).
Δεν κάναμε παραπάνω από 45 λεπτά χαλαρής πορείας, από το παρατηρητήριο, και φτάσαμε στο Κέντρο Πληροφόρησης.
Εκεί υπήρχε πολύς κόσμος που περίμενε να μεταφερθεί στο παρατηρητήριο αρπακτικών πουλιών.
Ρίχνοντας τελευταία ματιά στην γύρω περιοχή αντικρίσαμε ένα κιόσκι σε ένα ύψωμα. Δεν ήθελε δεύτερη σκέψη. Αποφασίσαμε να ανεβούμε μέχρι εκεί και να δούμε τη θέα από ψηλά.
Ανεβήκαμε και βρεθήκαμε μπροστά σε ένα ξύλινο καλυβάκι φτιαγμένο από την Πυροσβεστική Υπηρεσία Σουφλίου (είχε ημερομηνία 17-09-2012).
Δίπλα στο καλυβάκι υπάρχει ένα ξύλινο τραπέζι με πάγκους (φωτ. από 38 έως και 43).
Η θέα από ψηλά καταπληκτική.
Ταξιδεύοντας το βλέμμα μας γύρω-γύρω βλέπαμε: το Οικοτουριστικό Κέντρο, το χωριό Δαδιά, τις δασωμένες περιοχές που σε κάποια σημεία τη συνέχεια της βλάστησής τους την διέκοπταν τα μικρά ξέφωτα. Βλέπαμε τους ομαλούς λόφους που αυλακώνονται από δεκάδες ρεματιές και ρυάκια, τις ορθοπλαγιές και τα βράχια που αναδύονται από δώ και από εκεί μέσα σε ένα ονειρικό τοπίο.
Ολιγόλεπτη ξεκούραση, φωτογραφίες και πήραμε το κατηφορικό μονοπάτι που οδηγούσε στο χώρο στάθμευσης του αυτοκινήτου.
Στο Κέντρο Πληροφόρησης τελευταίες αναμνηστικές φωτογραφίες και αναχωρήσαμε για το υπόλοιπο πρόγραμμα της μέρας (φωτ. 44).
Ο επόμενος σταθμός μας το χωριό Λευκίμη. Μιά περιοχή που η προνομιακή της θέση την κάνει το ιδανικό ορμητήριο εξερεύνησης των δύο Εθνικών Πάρκων του Νομού Έβρου: του «Δάσους Δαδιάς-Λευκίμης-Σουφλίου» και του «Δέλτα ποταμού Έβρου».
Ο λόγος που μας έκανε να κατευθυνθούμε προς το γραφικό χωριό, που πήρε το όνομά του από τις πολλές λεύκες που υπήρχαν στην περιοχή, ήταν: να επισκεφτούμε το «Απολιθωμένο Δάσος» με τα σπάνια απολιθώματα κορμών δένδρων που χρονολογούνται περίπου στα 30 με 40 εκατομμύρια χρόνια.
Η οδική διαδρομή μας από το χωριό Δαδιά δεν ήταν μεγάλη. Κοντεύοντας στη Λευκίμη, το περιτριγυρισμένο από όλες τις ομορφιές της φύσης χωριό, βγήκαμε από την άσφαλτο και μπήκαμε σε χωματόδρομο δεξιά που οδηγούσε στον Ξενώνα «Το Απολιθωμένο Δάσος».
Από το σημείο ξεκινά το μονοπάτι που οδηγεί σε ένα ακόμη θαύμα της Φύσης. Σταθμεύσαμε το αυτοκίνητό μας κοντά στην είσοδο του Ξενώνα και αφού ετοιμαστήκαμε, ξεκινήσαμε (φωτ. 45).
Το μονοπάτι χωρίς δυσκολίες, ευδιάκριτο και με καλή σήμανση (φωτ. από 46 έως και 50).
Δεν περιπλανηθήκαμε στο δάσος για πολύ και βρεθήκαμε στο μοναδικό και ανεπανάληπτο γεωλογικό μνημείο που συγκεντρώνει σπάνια επιστημονικά δεδομένα.
Ω, να μπροστά μας!! Τμήματα απολιθωμένων κορμών δένδρων να κείτονται σκόρπιοι σε διάφορα σημεία της περιοχής προκαλώντας τον θαυμασμό μας στο αντίκρισμά τους (φωτ. από 51 έως και 55).
Αφού είδαμε ένα τμήμα του «Απολιθωμένου Δάσους», αποφασίσαμε να μη προχωρήσουμε άλλο, άλλα να επιστρέψουμε στο αυτοκίνητο για να συνεχίσουμε το υπόλοιπο πρόγραμμα της μέρας.
Έτσι, επιστρέψαμε στο αυτοκίνητό μας και αφού ετοιμαστήκαμε, πήραμε το δρόμο για τον επόμενο σταθμό μας.
Η πόλη του Διδυμότειχου μας περίμενε να την επισκεφτούμε.