Απόψεις Γενικά Πολιτισμός

“Αννα Συνοδινού: Αρχοντική, παθιασμένη και υπερήφανη” γράφει η Γιώτα Συκκά

«Τίποτα δεν μου λείπει. Η επίδειξη είναι σημείο αδυναμίας. Εγώ είχα τη δύναμη να είμαι με έναν άντρα που με λάτρεψε, είχα την υγεία μου, ένας καρκίνος ευτυχώς πέρασε, είχα την κοινωνία που επίσης με λάτρεψε. Εκανα πολλές θυσίες. Εχασα τρία παιδιά στις αρένες της Επιδαύρου και της σκηνής. Πέρασα πολλά, αλλά ήταν μέσα στα καθήκοντά μου». Αυτά τα λόγια μού έμειναν από την τελευταία συνάντησή μου με την Αννα Συνοδινού την άνοιξη του 2007. Μια σπουδαία κυρία, όχι μόνο του θεάτρου αλλά και της ζωής.  Έφυγε από τη ζωή  σε ηλικία 89 ετών.

Δεν ήταν μόνο μια εξαιρετική τραγωδός, ηθοποιός με παιδεία, που όταν έπαιζε στην Επίδαυρο εκπροσωπούσε όλη εκείνη τη γενιά με τη σωστή άρθρωση και τον χρωματισμό στη φωνή. Ηταν δασκάλα, καλλιτέχνις που θαύμαζες για τον τρόπο που μιλούσε, την επιμονή της για τα θέματα παιδείας, τις απόψεις της, ακόμη και αν διαφωνούσες. Και πάνω απ’ όλα την ευθύτητά της.

Αρχοντική, αγέρωχη, απλή, παθιασμένη, υπερήφανη, τσαούσα. Παρορμητική, ενοχλητική για πολλούς, παρεξηγήσιμη, δεν χαριζόταν σε κανέναν. «Πάνω απ’ όλα, είμαι χορτασμένη», έλεγε, και αυτό όχι από υλικά αγαθά αλλά από αγάπη και αισθήματα. Φτιαγμένη «από ένα σπουδαίο περιβάλλον», ατσαλωμένη από τις δυσκολίες της ζωής νωρίς, καμάρωνε για τις αξίες: «Οι δικοί μου ήταν άνθρωποι σεμνοί, σοφοί, αγνοί. Δεν ήταν αχόρταγοι, όπως συμβαίνει στη σημερινή εποχή. Φτάνουν όσα έχω και περισσεύουν. Οσα μου έδωσαν το σπίτι μου και οι άνθρωποι που με έφτιαξαν στο θέατρο. Οι άνθρωποι εκείνοι που έφτιαχναν πολιτισμό».

Στο λιτό διαμέρισμα της οδού Ριζάρη τη συνάντησα και πριν από επτά χρόνια, όσο ζούσε ακόμη ο σύζυγός της Γιώργος Μαρινάκης, ο οποίος «έφυγε» το 2009 στα 88 του χρόνια. Ενα κοτσονάτο ζευγάρι – εκείνος παλαίμαχος πρωταθλητής του άλματος εις τριπλούν, που κατά τη δεκαετία του ’50 μεσουρανούσε με τη φανέλα του Εθνικού. Γνωρίστηκαν τον Αύγουστο του 1951 στη Θεσσαλονίκη.

Η Αννα Συνοδινού υπηρέτησε με πάθος, αγωνιστικότητα και πίστη το θέατρο. Στο αυτοβιογραφικό χρονικό «Πρόσωπα και προσωπεία», εκδ. Αφοί Βλάσση, έχει καταγράψει όσα βίωσε έως το 1969. Χαρές, πίκρες, αγώνες, όπως η περιπέτεια που έζησε για τη δημιουργία και τη λειτουργία του Θεάτρου Λυκαβηττού, όσα πέτυχε και έχασε με την «Ελληνική Σκηνή» για την οποία συνεργάστηκε με τον Θάνο Κωτσόπουλο και τη σύζυγό του Αννα Ραυτοπούλου-Κωτσοπούλου.

Οι δάσκαλοί της

Πάντα μιλούσε για τον δάσκαλό της Δημήτρη Ροντήρη, τη διαμάχη του με τον Αιμίλιο Χουρμούζιο, τις αναμνήσεις από τα εκρηκτικά εγκαίνια του ανεπίσημου Φεστιβάλ Επιδαύρου το 1954. Τον πρώτο τον χαρακτήριζε «δάσκαλο και μεγάλο», τον δεύτερο «διανοούμενο και ψημένο στην πολιτική». Ομως με τη δική της μεσολάβηση και του Μαρινάκη έγινε ακόμη και συνεργασία μεταξύ τους στο Εθνικό. Οσο για το ζεύγος Παξινού-Μινωτή, ήταν πάντα τσεκουράτη.

Στις συζητήσεις μαζί με τα ονόματα της Κοτοπούλη, της Κυβέλης, του Σολομού, του Μυράτ, του Μουζενίδη, του Καλλέργη, του Τερζάκη, του Χορν, παρήλαυναν πάντα και οι πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής. Από τον Γέρο της Δημοκρατίας, τον Γεώργιο Παπανδρέου, και τις θεατρικές του αδυναμίες μέχρι τον αγαπημένο της Κωνσταντίνο Καραμανλή. Σπάνια παινευόταν για τις προσωπικές της επιτυχίες: Αντιγόνη, Ιφιγένεια εν Αυλίδι, Ηλέκτρα, Αλκηστις, Ανδρομάχη, Λυσιστράτη, Ελένη, Εκάβη, Κλυταιμνήστρα… Λυπόταν όμως για τις απώλειες, κυρίως για τις τρεις αποβολές της.

Οταν ήταν μόλις 12 χρόνων, είχε πει στον Θάνο Κωτσόπουλο ότι εκείνη «ή μοδίστρα ή βιβλιοθηκάριος» θα γινόταν. Τελικά, τον Ιανουάριο του 1947 έδωσε εξετάσεις στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου ενώπιον του προέδρου Δημήτρη Ροντήρη, των μελών Σ. Μελά, Ν. Παρασκευά, Κ. Καρθαίου και της Μαρίκας Κοτοπούλη. Τρία χρόνια αργότερα προσελήφθη από το Εθνικό Θέατρο.

Η καταγωγή της ήταν από την Αμοργό. Το όγδοο παιδί της οικογένειας μεγάλωσε όπως έλεγε με αγάπη, αρχές και χριστιανική αγωγή. Εκτός από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου όπου αρίστευσε, σπούδασε μπαλέτο, μουσική, ξεχώρισε με τις ερμηνείες της στο κλασικό και το σύγχρονο δραματολόγιο, πρωτοστάτησε στην ίδρυση του πρώτου θεάτρου κήπου, στο πρώτο κυκλικό θέατρο στην Ελλάδα, και δημιούργησε το Θέατρο Λυκαβηττού. Τα χρόνια της δικτατορίας, έως το 1972, διέκοψε διαμαρτυρόμενη κάθε δραστηριότητα στο θέατρο, κατασχέθηκε μάλιστα τότε ακόμη και το διαβατήριό της, ενώ εκείνη γνωρίζοντας από δυσκολίες, όχι μόνο δεν το έβαλε κάτω, αλλά εργάστηκε ως δακτυλογράφος στην εισαγωγική-εξαγωγική εταιρεία του συζύγου της. Το 1975 εκλέχθηκε βουλευτής Αθηνών με τη Νέα Δημοκρατία, διετέλεσε υφυπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών (1977-1981) καθώς και δημοτική σύμβουλος Αθηναίων με το συνδυασμό «Νέα Εποχή» του Μιλτιάδη Εβερτ.

Από το βουλευτικό της αξίωμα παραιτήθηκε το 1990 κατά τη διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Είχε άποψη, όμως, για όλα, ακόμη και για το κλείσιμο της ΕΡΤ. «Κάθε τι που κάνω είναι πολιτική πράξη», έλεγε. «Καμιά εποχή δεν έμεινε γυμνή από ήρωες. (…) Νέοι ήρωες θα δημιουργηθούν αναγκαστικά».

Την ενοχλούσε «η εγκατάλειψη των γηρατειών». Αυτά ήθελε να αλλάξει, αυτά έλεγε στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Οπως: «Πολιτισμός είναι να μην υπάρχουν ζητιάνοι». Πίστευε στους νέους και πάνω απ’ όλα στην παιδεία. «Ας βοηθήσουμε τους νέους να μάθουν. Ολα πρέπει να τα πουλήσει η Ελλάδα και να πληρώσει δασκάλους».

Δεν γνώρισα πολλούς να μιλούν με το ίδιο πάθος για το καναρίνι της, τον Γιαννάκη, όπως τον φώναζε, τους αδύναμους ηλικιωμένους, τους κυνηγημένους, τους αριστερούς που βοήθησε. Στην κρεβατοκάμαρά της, οι εικόνες, το καντηλάκι, το εξώφυλλο περιοδικού με τη φωτογραφία του Χατζιδάκι, δίπλα στις οικογενειακές αναμνήσεις και στα βιβλία, μαρτυρούσαν γυναίκα μιας άλλης εποχής, γενναιόδωρης σε αξίες και ελπίδες. Σημαντικό, έλεγε, είναι να κρατάς τον λόγο της τιμής σου, ειδικά σήμερα: «Για να υπάρχουν προοπτικές».

Η Καθημερινή

banner-article

Ροη ειδήσεων