“Ο Καλός ο Κακός και ο Άσχετος” γράφει η Τζωρτζίνα Αθανασίου
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια όμορφη κατάφυτη πόλη της Ελληνικής υπαίθρου ζούσαν οι κάτοικοί της μισοευτυχισμένοι. Οι μέρες κυλούσαν όμορφα, ήρεμα και βουκολικά. Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά και όλοι ασχολούνταν με τις εργασίες τους. Ήσαν άνθρωποι δουλευταράδες, και δραστήριοι, καμία σχέση με χασομέρηδες που περιδιαβαίνουν ολημερίς χωρίς να κάνουν τίποτα. Κοιτούσαν το σπίτι και την πόλη τους, την πόλη τους και το σπίτι τους. Νοικοκυραίοι σαν να λέμε. Ήσαν όμως μισοευτυχισμένοι.
Ο καθένας ήξερε τις υποχρεώσεις του. Μα τόσο δα λίγο παραπάνω ήξερε και του διπλανού του, και όλοι μαζί, ήξεραν τις υποχρεώσεις του άρχοντα της πόλης. Εκεί που λέτε, είχαν μαζευτεί όλοι μαζί, και σκέφτηκαν σοφά και είπαν: Αφού εμείς είμαστε απασχολημένοι με τα κτήματα και τα παιδιά μας, κάποιος πρέπει να κοιτάει τα υπόλοιπα: Πού θα παίζουν τα μικρά; Από ποιους δρόμους θα περνούν οι άμαξες; Πώς θα ‘ρθουνε επισκέπτες; Ποιος στην τελική, θα βγάζει το φίδι από την τρύπα, όταν εμείς είμαστε απασχολημένοι με τα προσωπικά μας προβλήματα; Σκέφτηκαν σκέφτηκαν, βρήκαν και πέντε-έξι υποψηφίους με διαφορετικά κίνητρα ο καθένας, και διαφορετικές μεθόδους, και κάμαν εκλογές. Τις εκλογές τις κέρδισε ένας. Πάντα έτσι γίνεται βλέπετε, αν τις κερδίσουν δυο δε βγαίνει άκρη. Αυτός ο ένας λοιπόν, είχε και καλή ομάδα, ορεξάτη με κέφια πολλά γεμάτη.
Και πήγαν όλοι στα σπίτια τους αφήνοντας τον τόπο τους στα καλά τα χέρια. Και τι κάνει μια νοικοκυρά μόλις μπει σε νέο σπίτι; Σκουπίζει! Σκουπίζει λοιπόν κι ο άρχοντας και σκόνη σηκωνόταν. Όπου και αν επείραζε, φιδάκι από κάτω. Μια και δυο, δε μάσησε, σήκωσε τα μανίκια. Κουρτίνες άνοιξε, παράθυρα ξαμπάρωσε και έπιπλα μετακίνησε. Σύννεφο η σκόνη, πού να σταθεί να καθαρίσει… σιγά σιγά με επιμονή τα νέα μαθευτήκαν: πως εκεί πάνω γίνεται δουλειά, και μαζευτήκαν ούλοι να δούνε πώς εγίνεται την πόλη να τη σιάξουν. Να μάσουνε τα άγρια, να φτιάξουν τα γιοφύρια που για καιρό τους κράταγαν μονάχους μες στον τόπο, να έρθουν κι άλλοι πολλοί, το κάλλος της να δούνε.
Μα σαν κάνεις τη δουλειά, καθόλου δεν αρέσει. «Τι θέλει τώρα να μας πει, ετούτος δα κει χάμω;; πώς αυτός και οι δικοί του μπορούν λάμψη μας να δώσουν;». Γιατί είναι απλό, η ζήλεια κακό δεν έχει, μπορείς και να μιμήσαι, ο φθόνος όμως ο κακός, τα πάντα καταστρέφει. Και αρχίσανε τα τάματα κι τσ’ κούφιες υποσχέσεις, τρία παλικάρια έμουρφα μα διόλου μυαλωμένα: ο Καλός ο Κακός και ο Άσχετος, τα Σαββατογεννημένα. Μια χαρά θα ήταν αν, άλλο παράδειγμα είχαν, και αντί για τον Εφιάλτη τους, μοιάζαν του Λεωνίδα.
Ο Καλός, μη γελαστείς κατ’ όνομα είναι μόνο, μοιάζει ψηλός και αγέρωχος και λίγο μετρημένος. Λίγα λόγια θα σου πει κι αυτά καλά γραμμένα μη χάσει την αράδα του, και τους φανούν τα γράδα που δεν είναι αρκετά γατάκι να μεθύσουν, οι κότες όμως κάθονται αυτού, κι ακούνε μαγεμένες, λόγια περισπούδαστα με ευγένεια δοσμένα. Δούρειος Ίππος η μιλιά. Κινείται πάντα υπόγεια και να φανεί δε θέλει, δήθεν του πάν’ όλα βολικά και τι καλό θα φέρει. Που αν ήταν αρχηγός αυτός;;; Χαρά η πλάσης ούλη! Θα γέναγαν κι οι κόκορες! Χαρά μες στο Κουλούκι! Να φανεί δε χρειάζεται, είν’ ο Κακός πιο πέρα, που απ΄άγνοια και ανατροφή ολημερίς του κάνει αέρα. «Τι θες πασά μου να τους πω; Εγώ θα το φωνάξω, και σαν τι θα καταλάβουνε σαν τα στραβά θα λέγω; Ό,τι θέλω θα τους πω, και ‘συ θα το λειάνεις. Στα κτήματα δουλεύουνε, με μένα θ’ ασχολούνται; Εκεί που θα γλεντοκοπούν, εκεί θα τις πετάω, σαϊτιές μικρές στ’αφτιά τους να τους μπαίνουν, και σαν μεθύσουν με κρασί, για αλήθεια θα τις παίρνουν».
Είναι και ο Άσχετος παρών, αψής και μετριόφρων. Όσο στο μπόι του είν’ βραχύς, τόσον έχει τον στόμφο! Διαβάζει περισπούδαστα να καλυφτούν οι λέξεις, με δύναμη και ομορφιά, φωτιά και πονηράδα. Το φρύδι αγριεύεται, οι μύγες να κρυφτούνε. Νοήματα δε λέει πολλά, κραυγές μόνο αλλάζει, και επαναλαμβάνεται καθώς περισπουδάζει. Τα απλά τα κάνει σύνθετα, καθώς η ασχετίλα επιτρέπει να φανεί του λόγου η κατρακύλα. Έχει μπλοκάκι στην δεξιάν την τσέπη του βαλμένο, το «μπράβο» του Καλού να γράψει τ’ευλογημένο. Εμ, τόσους άρχοντες άλλαξε, το ξέρει το κολπάκι…
Τούτη η πόλη η όμορφη, μισοευτυχισμένους έχει, γιατί ενώ έχουν όλα τα καλά, δεν έχουνε ομόνοια, και αντί για το κοινό καλό, κοιτάνε τη διχόνοια. Αντί για να φροντίσουνε μαζί να χτίσουν ούλοι, κοιτάνε πώς του Άρχοντα να φάνε το μεδούλι. Βρε όμορφοι λεβέντηδες! Ομάδα είναι μία, και έχει επικεφαλής για μια πενταετία.
Σηκώστε τα μανίκια σας, ειδάλλως κάντε άκρη, να δείτε πώς στη Νιάουστα, δουλεύουν από αγάπη.