«Έλιωσε η ώρα που γέλασα και σε κέρασα οίνο και άρτο», (Ηλίας Τσέχος, ‘Επίγραμμα’, ‘Έρημη Αλήθεια’).
Για τις πέτρες του φαραγγιού, τον Ηλία, τον αδελφό μου, τη σύζυγο του, για τους φίλους που μας συνόδεψαν, για τους ανθρώπους μου
Και εσύ επιστρέφεις εκεί, πάλι…
Tο φαράγγι της Κράστας[1], στο Γιαννακοχώρι του νομού Ημαθίας συνιστά τοπόσημο: ο κάθε διαβάτης, ο κάθε ταξιδιώτης, ‘ακούει’, περπατά και αισθάνεται, ενεργεί για να συγκρατήσει στοιχεία, στοιχεία πολύτιμα, προσδιοριστικά ενός κόσμου και ενός φαραγγιού. Αυτός που το διασχίζει, που περπατά στα κρύα νερά του ποταμού, βιώνει την υλικότητα της φύσης που τον περιτριγυρίζει, ενώ, την ίδια στιγμή αναπαριστά την ίδια την φύση ως αισθητή πορεία προς τα μπρος: κινείται προς τα μπρος, ‘αθέατος’ από τις μνήμες-προσμείξεις του διάχυτου καταναλωτισμού, κινείται στα ορατά και απόκρυφα σημεία του φαραγγιού της Κράστας, αναζητώντας ‘γωνίες’, κορυφώσεις, και, την δική του κορύφωση εντός χώρου, εντός προσπελάσιμου εδάφους, νερού και των πολλών δέντρων.
Ο πεζοπόρος ‘χωρά’ με το σώμα του και τις ορίζουσες του, στο φαράγγι της Κράστας, σε πατημένες και ‘απάτητες’ γωνίες, στο Γιαννακοχώρι. Έτσι και εμείς.. Πως να μην αισθανθείς εκ νέου.. Σε έναν έρωτα του καιρού και της αντανάκλασης των προσώπων μέσα στο παγωμένο νερό.. Νιώθεις τον εαυτό σου, τα βήματα σου στον χώρο..
Κάθε ανάβαση και μία εικόνα, μία αλλαγή, μία μνήμη εσώτερη και βαθιά, μνήμη που παραμένει ως προσωπική ιστορία-ταύτιση. Και είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως οι πολλές και σκόρπιες αφηγήσεις των επισκεπτών συγκλίνουν στον τόπο του φαραγγιού, σε μία γη αρχέγονη, πρωτεϊκή, που περιλαμβάνει την πέτρα ως σταθερά, το νερό ως ‘εκλεπτυσμένη’ αφήγηση μίας πραγματικότητας που ρέει μπροστά μας, της πραγματικότητας του φαραγγιού, της δική μας πραγματικότητας.
Και οι πολλές και σκόρπιες αφηγήσεις των επισκεπτών συναρθρώνονται, ‘μετασχηματίζονται’ σε κάτι άλλο, σε μία μνήμη που ορίζει, όπως ορίζει το φαράγγι η σύγκλιση των βράχων, που κρύβει το φως του ήλιου, για να μείνει μόνο η ανάσα των επισκεπτών, η φωνή τους ως όλον, η πέτρα. Η πέτρα. Η πέτρα που ζυγώνει, όπως ακριβώς ‘ζυγώνουν’ οι λέξεις και οι εκφάνσεις της ποίησης, της ποίησης του Γιαννακοχωρίτη Ηλία Τσέχου. Θαρρείς πως το σχήμα της πέτρας, μικρής και μεγάλης κανοναρχεί το γίγνεσθαι, τον βιόκοσμου του φαραγγιού. Του αποδίδει δικαιοσύνη, ‘μορφή’, προσφέρει ισότητα στους πολλούς επισκέπτες.
Το φαράγγι της Κράστας και ένας βιόκοσμος κοινωνικός και ποιητικός μαζί, εκεί όπου η φύση αρθρώνει λόγο, τον δικό της αυτόνομο λόγο. Σε κάθε στιγμή στο φαράγγι, η απεύθυνση στο βλέμμα του άλλου, του νέου και του παλιού, στο βλέμμα του Ηλία Τσέχου ως οδηγού και ως ποιητή, ποιητή που ‘εδαφικοποίησε’ το φαράγγι, που αισθάνεται την κάθε αρχέγονη λέξη του να «γεννιέται» και να «αναπαράγεται» εκεί, να αποκτά μία συνέχεια που δεν δύναται να προσπεράσεις αβίαστα, να απομακρυνθείς. Ο ποιητής Ηλίας Τσέχος μας υπενθυμίζει το τι σημαίνει η συγκαιρινή αναγκαιότητα του φυσικού ‘χώρου’, που όντας αρχή και τέλος μαζί, είναι ποίηση.
Και μαζί οι Παιώνιες. «Φλέγεσαι άνοιξη Μελανοπόρφυροι βυθοί Προς Βέρμιο καλπάζουν, Τζένα, Πάικο, Κοπάδια αγριολούλουδα Βαθείς Παίονα μύθοι «Πασάνων βοτανέων βασιληίδα»! Παιώνιες περήφανες εταίρες Αιώνιες αγάπες στα μέρη μας Μυρώστε Αλιάκμονα, Γιαννακοχώρι Στολίστε έρωτες, επιταφίους, μέθες Χαρές Βεργίνας, Πέλλας, Μίεζας».[2]
Η ίδια η απόσταξη της ύπαρξης σε έναν χώρο, σε μία γη, όπου οι υπαρκτές «διαλέξεις» συμπυκνώνονται στις Παιώνιες ‘ νύξεις’. Το φαράγγι της Κράστας, τέμνει και ‘εγγίζει’ την τοπική ιστορία, την προσωπική θέαση του κάθε επισκέπτη, σε κάθε πέρασμα, σε κάθε συν-λειτουργία και συν-ύπαρξη, σε κάθε βύθιση στο παγωμένο νερό το οποίο δεν αναζωογονεί απλώς. Κινεί εκείνη την στιγμή τους πόρους του σώματος, ‘προχωρά’ τη σκέψη στο αδύνατο, στην ποίηση που μένει εκεί, στον Ηλία Τσέχο που στέκει ποιητής εντός γης-φαραγγιού, εντός συν-λειτουργίας των ανθρώπων.
Μία πρωτεϊκή μνήμη: η μνήμη η αρχέγονη, η ‘υπαρξιακή’ του φαραγγιού της Κράστας, όπου τα βουνά μας «αποκαλύπτουν» καθαρούς προς τον άλλον. Μία κατάλληλη μνήμη-σκηνή: η ποίηση ως διαρκής αναπαραγωγή ενός κόσμου εν κινήσει. Ο αέρας και η φύση, τα τρεχούμενα νερά και οι σκιές ως άλλες «σιωπηλές υπάρξεις» που «είναι» για την ποίηση και με την ποίηση. Με έναν Τσέχο χορευτή που απαγγέλει, συμβολίζει και γκρεμίζει ότι στέκει παράμερα του ανθρώπου, εντός και εκτός φαραγγιού, εγκιβωτισμένος στο μεταίχμιο ‘θραυσματικών’ και μη-ηρωικών αναφορών. Με έναν Τσέχο σύμβολο ενός κόσμου υπό διαρκή παλινδρόμηση, (ένας Γιαννακοχωρίτης στην ποίηση) ποιητή που δίνει σήματα, ελάχιστα και πολλά. Μία ποιητική συνήχηση ακούγεται. Οι ‘βλαστήσεις’ του Pablo Neruda και η γέννηση των πάντων: «Στα χώματα, που δεν είχαν όνομα κι ούτε αριθμό κατέβαινε ο άνεμος από κυριαρχίες άλλες. Έφερνε η βροχή κλωστές ουράνιες, και των κυοφορούντων βωμών ο υγρός θεός ξανάδινε στα λούλουδα και τις ζωές. Μέσα στη γονιμότητα αυγάταινε ο καιρός».[3]
Μέσα στη χτυπητή ‘γονιμότητα’ του φαραγγιού, διαπλέκονται διαστάσεις και όψεις ενός γήινου πεδίου, που καταλήγει στη μήτρα-γη.
Το φαράγγι της Κράστας δεν επιζητεί ήρωες, αλλά «προσπελάσιμες» μνήμες που θα το αντανακλούν ως ‘πέρασμα’ σε έναν άλλο τρόπο κατανόησης. Το φαράγγι αυτό είναι το ‘τραύμα’, με την έννοια που σου αφήνει: της αναγκαιότητας επιστροφής στις φυσικές του καταλήξεις, στην ποίηση που περνά. Και μένει η ιστορία πάλι.
Όπως γράφει και ο Αιγύπτιος συγγραφέας Ναγκίμπ Μαχφούζ: «Είθε η ιερή παράνοια να γεμίζει τη ζωή μας ως την τελευταία μας πνοή».[4]
Μπορούμε να δηλώσουμε και εμείς: «είθε η ιερή παράνοια του φαραγγιού να γεμίζει τη ζωή μας ως την τελευταία μας πνοή». Κόσμος ολόκληρος, ‘ορατός’ στο μάτι και στο πίσω μέρος του εγκεφάλου.
Η ποίηση του Ηλία Τσέχου συναρθρώνεται με τα ‘έργα’ του φαραγγιού της Κράστας: «Φαράγγι της Κράστας! Πόσες φορές μας κυρίεψες Μας έλουσες Μας χτένισαν σταγόνες Ανάγκες, ποτίσματα Γίναμε πέτρες λείες σου Περίπατοι κρυφοί σου Δύοντας προς ανατολάς φθορές Προς νότο βοριάδες».[5]
Αυτό που αξίζει είναι η ποίηση με και για το φαράγγι. Η ποιητική τομή του Ηλία Τσέχου, ανθρώπινη και ‘φυσική’, αρθρώνει σε ένα ‘σώμα’ τον ‘σωρό’ των επισκεπτών, των ταξιδιωτών, των συναντήσεων τους με ένα φαράγγι που ‘κλείνει’ την ουσία, την αρμονική συνύπαρξη-αναπαράσταση της φύσης και του ανθρώπου. Και εσύ επιστρέφεις εκεί..
—————————————————————————-
[1] Το οποίο είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ με τον αδελφό μου Γρηγόρη, τη σύζυγο του Αλίνα και ένα φιλικό τους ζευγάρι από τη Γαλλία: τον Νικολά και την Άννα. Και φυσικά με τον Ηλία Τσέχο. Φίλος και οδηγός, σφαιρικά (και ουχί τουριστικά) οριοθετούμενος, τέκνο εν δράσει. Ένας ποιητής, αντάξιος του τόπου του, της ιστορίας του Φαραγγιού της Κράστας και των κάθε αποτυπώσεων του. Ηλία, το τμήμα του φαραγγιού που διασχίσαμε, ήταν το πέρασμα μας σε έναν βιόκοσμο, βλέμμα και ποίηση μαζί, περπάτημα και αίσθηση της γης στο γυμνό πόδι. Σου το χρωστάμε αυτό το κομμάτι που πλέον είναι μνήμη δική μου και των συνοδοιπόρων μας.. Μας έδωσες το σημαίνον μίας φύσης ισχυρής..
[2] Βλέπε σχετικά, Τσέχος Ηλίας, ‘Παιώνιες Κράστας Παιώνιες βασιλείες Κράστας’, Ποιητική συλλογή, ‘Ή σταγόνα ή ωκεανός’, β’ έκδοση, Εκδόσεις Η ΣΥΝ(+)είδηση, Νάουσα, 2011, σελ. 10.
[3] Βλέπε σχετικά, Neruda Pablo, ‘Βλαστήσεις’, Ποιητική συλλογή, ‘Canto General’, Εκδόσεις Gutenberg, Μετάφραση: Στρατηγοπούλου Δανάη, Αθήνα, 1974, σελ. 34-35.
[4] Βλέπε σχετικά, Μαχφούζ Ναγκίμπ, ‘Στην καρδιά της νύχτας’, Μετάφραση από τα αραβικά: Κουμούτση Πέρσα, Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα, 2012, σελ. 181.
[5] Βλέπε σχετικά, Τσέχος Ηλίας, ‘Το φαράγγι της Κράστας’, Ποιητική συλλογή ‘Νόμοι Αφιερώσεων’, Β΄ έκδοση, Εκδόσεις Ούτις, Αθήνα, 2012, σελ. 44.