Απόψεις Ιστορία

«Όλεθρος πανδημίας /  Κωνσταντινούπολη,  541 – 542 μετά Χριστόν» γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

«Δυστυχισμένη χρονιά εκείνη… Εις αυτά τα τελευταία χρόνια
είχεν αρχίσει να εφαρμόζεται το «Κάθε πέρσι καλύτερα».
Η φτώχεια ήτον μεγάλη, η γρίνια ακόμη μεγαλυτέρα.
Το δε χειρότερον ήτο η ασθένεια…
-Ο Θεός να φυλάγει και πάλιν όλον τον κόσμον, και δεύτερον εμάς,
τους αμαρτωλούς.
–Μεγάλα δεινά, αφορία, πείνα, αρρώστια, όλα μαζί, ηκούοντο.
Και ο φόβος τα έκαμνε μεγαλύτερα.
Η δε αμαρτία έκαμνε μεγαλύτερον τον φόβον.
Καλή μετάνοια! χριστιανοί.»

 Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Βαρδιάνος στα σπόρκα», 1893

Επιδημία κίτρινου πυρετού στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ το 1793.
Αρχείο Bettmann, Time magazine, 4 Απριλίου 2020

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Το πανδημικό φαινόμενο σε κάθε ιστορική εποχή είναι ολέθριο. Σαρώνει τα πάντα, προξενεί βλάβες δυσθεράπευτες ή και ανήκεστες. Στις οργανωμένες κοινωνίες εγγράφεται σε υγειονομικές καταστροφές και ανισορροπίες. Αλλοιώνει τα πληθυσμιακά δεδομένα, μεταβάλλει οικονομικούς συσχετισμούς, επεκτείνει και επιτείνει τις ανισότητες, εντείνει την ανασφάλεια, διογκώνει τις παθογένειες. Συνήθως τότε παρατηρείται και ποιοτικός μετασχηματισμός στο ήθος. Αυτή είναι η πιο διαβρωτική επίπτωση. Η θλίψη κυριαρχεί. Η δε «κανονικότητα», ως επινοημένη πολιτική σύμβαση, ουδέποτε επανέρχεται. Μόνο επαναπροσδιορίζεται. Αναπροσαρμόζεται στην τρέχουσα πραγματικότητα. Πρόκειται για στοχευμένη θεωρητική κατασκευή, μετρήσιμη με τιμές αριθμητικών μεταβλητών.

Εξωτερικός θάλαμος του Νοσοκομείου Walter Reed στην Ουάσινγκτον, κατά τη διάρκεια της επιδημίας ισπανική γρίπης του 1918 – 19. Βιβλιοθήκη του Κονγκρέσσου, Washington D.C

Τα δείγματα φρίκης στην παγκόσμια ιστορία αφθονούν. Χειρότερη όλων η επιδημία βουβωνικής πανώλης, που έπληξε την Ευρώπη κατά τη μαύρη τετραετία 1347 – 1351. Υπήρξε τραγική. Υπολογίζεται ότι εξολόθρευσε σχεδόν το 1/3 των κατοίκων της Γηραιάς Ηπείρου. Μέσα σε αφόρητους πόνους έσβησαν πάνω από 20.000.000 άνθρωποι. Με αναλογικές συγκρίσεις σε βάθος ιστορικού χρόνου – έστω και με τις μέγιστες αποκλίσεις στατιστικού σφάλματος – ήταν πολλαπλάσια βαρύτερη από το κόστος σε ανθρώπινες απώλειες οποιασδήποτε μακροχρόνιας πολεμικής σύρραξης. Το τολμηρό «Δεκαήμερο» του Βοκκάκιου, πέρα από τη γλωσσική και λογοτεχνική του αξία, είναι αποκαλυπτικό. Συνιστά αδιάψευστη μαρτυρία για το ζόφο των ημερών.

Η λογοτεχνία, όπως και η τέχνη, ποτέ δε μένουν ανεπηρέαστες. Κατοπτρίζουν την ανθρώπινη δυστυχία∙ με μεγαλύτερη ή ηπιότερη ένταση στην εικονοπλαστική τους δύναμη. Από το ιδιότυπο διήγημα «Βαρδιάνος στα σπόρκα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη – επανήλθε πρόσφατα στη νεοελληνική μας επικαιρότητα του COVID – έως τον «Έρωτα στα χρόνια της χολέρας» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές ή την «Πανούκλα» του Αλμπέρ Καμύ…

Από τα μαθητικά μας χρόνια ήδη, όλοι θυμόμαστε το φοβερό λοιμό που έπληξε την Αθήνα στις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου. Εξαπλώθηκε σε δύο χρονικές φάσεις. Στοίχισε, μεταξύ άλλων, τη ζωή του Περικλή. Με εκπληκτική ενάργεια ο Θουκυδίδης καταγράφει το γεγονός στο δεύτερο βιβλίο της «Ιστορίας» του[1]. Οι λεπτομερείς μαρτυρίες του είναι ανεκτίμητες. Συνέβαλαν μακροπρόθεσμα στη μελέτη του φαινομένου και διαχρονικά αποτελούν παρακαταθήκη  για την ιστορία της ιατρικής. Άλλωστε ο ίδιος ο ιστορικός είχε μολυνθεί και κατόρθωσε να αναλάβει.

Κινούμενοι στο πεδίο της κλασικής γραμματείας, είναι πάντα και η τραγωδία που έρχεται να ρίξει πλάγιο φως στα συμβάντα καθαυτά. Το υλικό αντλείται από το μύθο και κατευθύνει την πλοκή. Απτό παράδειγμα ο «Οιδίπους Τύραννος». Εδώ ο Σοφοκλής σκιαγραφεί τη συμφορά με ρεαλισμό. Στον πρόλογο του έργου, ο κορυφαίος του χορού απευθύνοντας ικεσία προς το βασιλιά της Θήβας τού τονίζει:

Η πόλη, το βλέπεις και μόνος σου,
είναι πολύς καιρός που παραπαίει.
Βουλιάζει μες στη δίνη των αιμάτων
και δεν μπορεί την κεφαλή της
να σηκώσει απ᾽
τον θολό βυθό
να πάρει λίγη ανάσα.
Προτού να δέσουν οι καρποί
στους κάλυκες σαπίζουν·
κοπαδιαστά ψοφούν τα βόδια στη βοσκή·
των γυναικών οι μήτρες μαραθήκαν.
Ο θεός ο πυρφόρος περνά
και τα πάντα σαρώνει·
ο φοβερός λοιμός ερήμωσε
την πόλη των Καδμείων·
ο μαύρος Άδης πλούτισε
με βογκητά και στεναγμούς[2]

Μικρογραφία χειρογράφου από την περίφημη Βίβλο του Toggenburg, Ελβετία 1411. Απεικονίζει ασθενείς προσβεβλημένους από τύπο βουβωνικής πανώλης της Αιγύπτου. Οι κήλες και τα οιδήματα είναι καταφανή…

Εν προκειμένω όμως ο φακός εστιάζει στον έκτο μεταχριστιανικό αιώνα. Ο σπουδαίος ιστορικός της πρωτοβυζαντινής περιόδου, ο Προκόπιος, περιγράφει αδρά την επιδημία βουβωνικής πανώλης που εξελίχθηκε σε πανδημία. Με επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη εξαπλώθηκε σε όλο το εύρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι ιστορικοί και οι χρονογράφοι μιλούν για 10.οοο νεκρούς ημερησίως στη Βασιλεύουσα. Τα σύγχρονα ερευνητικά κριτήρια τεκμηρίωσης κατεβάζουν αυτόν τον αριθμό στα πέντε με έξι χιλιάδες άτομα. Όπως και να έχει πάντως, είναι γεγονός ότι το πανδημικό αυτό κύμα, διερχόμενο από την Πόλη, επεκτάθηκε ταχύτατα. Σταδιακά οδήγησε σε αφανισμό του ενός τετάρτου του συνολικού πληθυσμού!

Τίθενται εδώ δύο επίμαχα ερευνητικά ερωτήματα. Δεν είναι απλώς υποθέσεις εργασίας. Καταρχάς γιατί ο Προκόπιος; Γιατί δηλαδή επιμένουμε στη μαρτυρία του συγκεκριμένου ιστορικού; Κατ’ επέκταση γιατί δίνεται τόση έμφαση σε αυτήν ειδικά την επιδημία του έκτου αιώνα;

Το ρωμαϊκό κράτος επί Ιουστινιανού και τα όρια γεωγραφικής εξάπλωσης της πανδημίας

Γεννημένος στις αρχές του έκτου αιώνα στην Καισάρεια της παράλιας Παλαιστίνης – κοντά στη Χάιφα του Ισραήλ σήμερα – ο Προκόπιος διέγραψε ενδιαφέρουσα πορεία. Η εγκύκλια παιδεία του υπήρξε λαμπρή. Σπούδασε σοφιστική, ρητορική και νομικές επιστήμες. Σύντομα εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, το 527, ακριβώς τη χρονιά που ανέβηκε στο θρόνο ο Ιουστινιανός. Συνδέθηκε με τον αρχιστράτηγο Βελισάριο, ως γραμματέας του και ασηκρήτις (a secretis), ήτοι σύμβουλος εξ απορρήτων.

Ο ιστορικός παρακολούθησε εκ του σύνεγγυς όλη τη θριαμβική ανασύσταση της ρωμαϊκής οικουμένης στα ιστορικά της όρια. Το δόγμα της reconquista, της ανασύνταξης του περίφημου orbis terrarum των Ρωμαίων, συνιστούσε πρόταγμα. Εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε όραμα ρομαντικό και βραχύβιο. Κατέρρευσε σύντομα, όπως συνήθως συμβαίνει με κάθε μεγαλοϊδεατισμό, με κάθε ιδεοληψία πέραν του εφικτού.  Έζησε λοιπόν από κοντά τις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Περσών, όπου οι Βυζαντινοί τους κατατρόπωσαν οριστικά, τις νικηφόρες αναμετρήσεις με τους Βανδάλους, την εκδίωξη των Οστρογότθων και την ανακατάληψη της Ραβέννας, την καταστολή της Στάσης του Νίκα, ασφαλώς και τη φριχτή πανδημία του 541…

Ρωμαϊκό υδραγωγείο της εποχής του αυτοκράτορα Αδριανού στην Καισάρεια της Παλαιστίνης (Caesaria Maritima)

Ο Προκόπιος κατέλιπε έργο πολυσχιδές. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Herbert Hunger[3] «είναι αυτόπτης μάρτυρας και περιπαθής αφηγητής της ταραγμένης εποχής της ύστερης αρχαιότητας». Στο «Περί Πολέμων» (De bellis), που εκτείνεται σε οκτώ τόμους, περιγράφεται διεξοδικά η πολεμική δραστηριότητα του Ιουστινιανού και η μεγαλειώδης ανασυγκρότηση της αυτοκρατορίας. Το «Περί κτισμάτων» (De aedificiis) είναι αφιερωμένο σε όλα τα περίλαμπρα οικοδομήματα αυτής της μακρόχρονης περιόδου τόσο στη Βασιλεύουσα όσο και στις απομακρυσμένες επαρχίες. Το έργο αυτό είναι εξόχως εγκωμιαστικό. Υπηρετεί την κρατική προπαγάνδα. Πιθανότατα γράφτηκε κατόπιν παραγγελίας από το περιβάλλον του ίδιου του Ιουστινιανού.

Κι εδώ ακριβώς σημειώνεται η αντινομία. Ο Προκόπιος, ζώντας και δρώντας στη σκιά του Βελισάριου, ήταν άνθρωπος της Αυλής. Κάποια στιγμή περιέπεσε σε δυσμένεια και απομακρύνθηκε. Όταν λοιπόν έπαψε να πληρώνεται από το παλάτι, στράφηκε εναντίον του. Ανελέητα! Συνέγραψε τα περιβόητα «Ανέκδοτα» ή «Απόκρυφη Ιστορία» (Historia Arcana). Εδώ δεν έχουμε πλέον να κάνουμε με συγκεκαλυμμένη κριτική – π.χ νύξεις για το νεόπλουτο Ιουστινιανό ή για τη χυδαία λαϊκή, ανυπόληπτη Θεοδώρα[4]. Εδώ ασκείται πολεμική με δριμύτητα. Ο λόγος του χαρακτηρίζεται από επιθετικότητα και εμπάθεια.

Ο ιστορικός, ως μεγαλογαιοκτήμονας της περιφέρειας, ανήκε στην επαρχιακή αριστοκρατία, που κατά παράδοση τροφοδοτούσε  την τάξη των Συγκλητικών. Είναι η εποχή που novi homines αναδεικνύονται και ανέρχονται στην ηγεσία. Το φάσμα της δημοσιότητας διαφοροποιείται. Η διαπλοκή, οι κατάλληλες γνωριμίες, οι ελιγμοί και οι μεθοδεύσεις, οι αήθεις σκοπιμότητες, ο λαϊκισμός και η ασύδοτη εκμετάλλευση της όποιας κοινωνικής δυσαρέσκειας. Προπάντων είναι αυτή η «του πλούτου αχορταγιά τση δόξας πείνα». Το κατεστημένο της άρχουσας τάξης δεν ανέχεται τους νέους νομείς της εξουσίας. Τους θεωρεί πληβείους, μορφωτικά και κοινωνικά υποδεέστερους, τυχάρπαστους διεκδικητές από το πουθενά. Λανθάνει υπεροψία και απαξίωση. Τα συμπλέγματα εκατέρωθεν, τα κόμπλεξ ανωτερότητας ή κατωτερότητας αποκαλύπτονται. Δεν τιθασεύονται. Απεργάζονται ανοίκειες πρακτικές, εκτοξεύουν βέλη τοξικά. Ο Προκόπιος επιδίωκε να κατακτήσει κάποιο δημόσιο αξίωμα. Προφανώς επιθυμούσε να «συμπληρώσει» το προφίλ του με μία προβεβλημένη θέση ισχύος. Δεν προέκυψε. Και άρχισε να εκδικείται[5]. Σκληρά, διαχρονικά[6], αμετάκλητα.

Λεπτομέρεια από το διάσημο έργο του Νικολά Πουσέν «Η μάστιγα της Ασντότ». Θέμα η πανδημία της εποχής του Ιουστινιανού. Περίοδος του μπαρόκ, 1630. Μεγαλοπρέπεια, δραματικότητα, θεματικός εξαρχαϊσμός. Παρίσι, Μουσείο του Λούβρου

Θεμιτή η ανθρώπινη φιλοδοξία, όποιο ψυχικό κάματο ή συναισθηματικό κόστος κι αν συνεπάγεται. Και μάλλον δεν αξίζει τόση φθορά, τόση θυσία ή αυταπάρνηση. Ακόμη και για ανθρώπους δραστήριους, με εγνωσμένη γκάμα ικανοτήτων. Η όλη προσέγγιση του θέματος απαιτεί ωριμότητα και αυτογνωσία∙ προπάντων αυτάρκεια εσωτερική. Τίθενται εδώ ζητήματα ψυχικής ποιότητας. Προέχει βέβαια η ακεραιότητα του χαρακτήρα, το ήθος, οι αρχές. Μοναχική η πορεία, δύσβατη η διαδρομή… Η αυτοπραγμάτωση, ακόμη περισσότερο η ευτυχία, έχουν διαφορετικές απαιτήσεις μετάφρασης και ερμηνείας, άλλους κώδικες ανάγνωσης. Η αποκρυπτογράφησή τους είναι δύσκολη, σύνθετη, κάποτε παρελκυστική. Συχνά όμως το υπερτροφικό εγώ[7], επειδή ακριβώς είναι ανεξέλεγκτο και ανοικονόμητο, αλλοτριώνει…

Αντικειμενικά ο Προκόπιος είναι ο πιο σημαντικός ιστορικός της πρώιμης βυζαντινής περιόδου. Γράφει εμπεριστατωμένα, διασταυρώνει και καταθέτει μαρτυρίες, το ερευνητικό υλικό του παρουσιάζεται πάντοτε τεκμηριωμένο. Επιλέγει τον αιτιακό ντετερμινισμό για την ερμηνεία των γεγονότων. Ομοίως αυστηρές και προσεγμένες είναι οι κριτικές του αποτιμήσεις. Τα νοήματα παρουσιάζονται διαυγή. Η αφήγηση συναρπάζει, καθώς η αποκαλυπτικότητα έρχεται σταδιακά, με την εφαρμογή της επαγωγικής μεθόδου. Σαφώς και θα σταθεί στο εντυπωσιακό γεγονός, κατά περίπτωση θα το προτάξει, χωρίς όμως τον αφελή λαϊκισμό ενός χρονικογράφου. Οι παρατηρήσεις του διέπονται από ευθυκρισία και ιστορικό αισθητήριο υψηλής ακριβείας. Ιδεολογικά απηχεί πάντοτε τη φωνή της πρωτεύουσας. Εκ των πραγμάτων είναι ευθυγραμμισμένος στην επίσημη κυβερνητική πολιτική. Εφόσον αμείβεται από τους ιθύνοντες, τους στηρίζει και αναπαράγει την προπαγάνδα τους.

Ο περίφημος πίνακας του Patrick Nicole (1907 – 1975) για το «Μαύρο Θάνατο» στην Αγγλία το Μεσαίωνα. Τα συμφραζόμενα είναι ευανάγνωστα. Στενοί, ανήλιαγοι δρόμοι, συνθήκες υγιεινής μηδενικές…

Ο Προκόπιος είναι αυθεντικός κλασικιστής. Υφολογικά και γλωσσικά παρακολουθεί το Θουκυδίδη. Το δόγμα της aemulatio, της ζήλωσης προς το ιδανικό πρότυπο, παραμένει ενεργό. Ο Βιργίλιος θα κινηθεί στα χνάρια του Ομήρου, ο Σαλλούστιος θα επιχειρήσει να αρθεί στο ύψος του Θουκυδίδη, ο Σενέκας αλλά και ο Μάρκος Αυρήλιος θα εξελίξουν το στωικό πλέγμα του Ζήνωνα, ο Κικέρωνας θα αποδειχτεί άξιος κληρονόμος του Δημοσθένη… Η πνευματική παρακαταθήκη όντας ανυπέρβλητη, μοιάζει ανεξάντλητη. Στην ιστοριογραφία ειδικά επανέρχεται το θεώρημα της διαχρονίας. Το αίτημα για «κτήμα ες αιεί» προδιαγράφει τη συνέχεια. Αμείλικτα.

Η γλώσσα του Προκόπιου είναι εξαιρετικά επιμελημένη. Απευθύνεται σε αναγνώστες καλλιεργημένους με οικείες προσλαμβάνουσες. Ξεχωρίζει για τον ορθολογισμό και την ακρίβεια στη διατύπωση, την ευκρίνεια στην αναπαράσταση. Ακόμη κι όταν τα επιχειρήματα είναι μαχητά, η κομψότητα στην έκφραση υπερτερεί. Πρόκειται για υψηλή ποιότητα λόγου. Το αυτό παρατηρείται και στο έργο του Αγαθία, που είναι σχεδόν σύγχρονος, ακόμη και στο Θεοφύλακτο Σιμοκάττη – αν και εδώ το πομπώδες ύφος πνίγει το κείμενο και αποξενώνει, τείνει προς τον ασιανικό βερμπαλισμό… Το ίδιο συμβαίνει και αργότερα με το Μιχαήλ Ψελλό, με την Άννα Κομνηνή, με επιφανείς ιστορικούς της Άλωσης. Ο ιστορικός, λοιπόν, είναι ο γνήσιος διανοούμενος της εποχής του.

Κι εδώ ανακύπτει η κρισιμότητα του δεύτερου ερωτήματος. Γιατί έχει τόσο βαρύνουσα σημασία η περιγραφή της συγκεκριμένης πανδημίας από το σπουδαίο ιστορικό; Τη στιγμή που περιπτώσεις λοιμικών εκρήξεων συναντώνται  παντού, διαπερνούν κάθε εποχή: από την κλασική περίοδο έως την ύστερη αρχαιότητα, ή αργότερα στο μεσαίωνα. Διότι αυτή ακριβώς η επιδημία του έκτου αιώνα, που ξεκίνησε από την Αίγυπτο και είχε ως επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη, προοιωνίζεται ως επακόλουθο το Μαύρο Θάνατο που το 14ο αιώνα θα αφανίσει την Ευρώπη. Επρόκειτο για τη χειρότερη πανδημία όλων των εποχών[8]. Τραγικά επανήλθε στην επικαιρότητα τώρα, την εποχή του COVID…

Το εύρος των πληροφοριών που παραθέτει ο Προκόπιος, η ακρίβεια στην περιγραφή, η συμπτωματολογία και η παθογένεια, οι φάσεις εξάπλωσης της ασθένειας και τα στάδια επώδυνης θεραπείας όσων τελικά επέζησαν, όλα αυτά συνιστούν μαρτυρίες αποκαλυπτικές. Και όχι μόνο αυτά. Αλλά και οι επιπτώσεις: η φτώχεια και η εξαθλίωση, η ανέχεια σε βάθος χρόνου, η αχρειότητα και η αποσύνθεση των ηθών, ο κοινωνικός κατακερματισμός. Κάθε συνεκτικός ιστός καταρρέει.  Μαζί με το Θουκυδίδη η συμβολή του Προκόπιου στην παγκόσμια ιστορία της λοιμωξιολογίας αποδεικνύεται καθοριστική. Διαφωτίζει ένα πολύπτυχο ζήτημα. Άλλωστε ο ιστορικός βίωσε την πανδημία στο χώρο και το χρόνο της και κατόρθωσε να επιβιώσει παρά στην  αντιξοότητα.

Η Κωνσταντινούπολη λειτουργούσε ανέκαθεν ως κέντρο του θαλάσσιου διαμετακομιστικού και μεταπρατικού εμπορίου. Η εκτεταμένη οικονομική δραστηριότητα καθιστούσε ευάλωτο το αστικό κέντρο. Οι δεδομένες συνθήκες υγιεινής ήταν άθλιες. Ακόμη και τα ελάχιστα μεμονωμένα κρούσματα διαδίδονταν αστραπιαία ανάμεσα στον πληθυσμό. Πολλαπλασιάζονταν με γεωμετρική πρόοδο. Ο ιστορικός επισημαίνει ότι τα εμπορικά καράβια από την Αίγυπτο με προορισμό την Παλαιστίνη αλλά και την Πόλη έδωσαν το έναυσμα. Σε αυτά αποδίδει την αρχή της συμφοράς. Ποντίκια στα αμπάρια, μολυσμένα πληρώματα, βρώμικες αποβάθρες… Με τον ελλιμενισμό τους η νόσος διαχεόταν αυτόματα.

Τα συμπτώματα στους ασθενείς άφηναν τραγικό αποτύπωμα. Διογκώνονταν υπερβολικά οι βουβώνες των αντρών και οι μασχάλες. Γέμιζαν πυώδες υγρό. Τα εξογκώματα και οι κήλες συνοδεύονταν από μελανά στίγματα και αιματώματα στην επιδερμίδα. Εκδηλωνόταν δύσπνοια έως πνιγμού, υψηλός πυρετός και καύσος ανυπόφορος. Υπό αυτές τις συνθήκες ο θάνατος, άκρως οδυνηρός για τα θύματα, επερχόταν με μαθηματική ακρίβεια, το πολύ σε τρεις με πέντε ημέρες! Ελάχιστοι ανελάμβαναν δυνάμεις. Συνήθως οι νοσήσαντες ελαφρότερα. Μεταξύ αυτών και ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός. Παρόλο που διαβιούσε όλο αυτό το διάστημα σε περιβάλλον πιο ασφαλές.

Doctor Schnaebel. Έγχρωμο αντίγραφο χαλκογραφίας. Απεικονίζει έναν «γιατρό της πανούκλας», αντιπροσωπευτικό τύπο κομπογιαννίτη του 17ου αιώνα. Εντυπωσιάζει ο ιατρικός του εξοπλισμός, πάντα με μάσκα και γάντια. Ρώμη, περί το 1656.

Τα επακόλουθα θα είναι εύγλωττα. Τεράστια η κρίση στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο. Δυσίατη η πραγματικότητα που ανακύπτει. Ο ιστορικός μάς αναφέρει ότι μέσα στη γενικευμένη πανδημία ελήφθησαν κάποια μέτρα πρόνοιας, με σκοπό την ανακούφιση των ρημαγμένων πληθυσμών. Αργότερα στα «Ανέκδοτα» θα το αναιρέσει. Μέσα στο μένος του, θα διευκρινίσει ότι τα έσοδα από την υψηλή φορολόγηση, που επέβαλε ο Ιουστινιανός σε εκείνη τη φάση, ουδέποτε αξιοποιήθηκαν προς όφελος των αναξιοπαθούντων. Αντιθέτως διατέθηκαν για την περάτωση λαμπρών οικοδομημάτων, που είχαν ήδη προγραμματιστεί.  Επίσης, κι έχει σημασία αυτό, όπως μαθαίνουμε από τον Ιωάννη, τον επίσκοπο Εφέσου και σύγχρονο με τα γεγονότα, ο λαός της Κωνσταντινούπολης νωρίτερα είχε ήδη πληροφορηθεί για το κακό που ερχόταν από την Αίγυπτο. Έγιναν συστάσεις από την κυβέρνηση να είναι οι κάτοικοι προσεκτικοί, σε σχετική ετοιμότητα για οποιοδήποτε ενδεχόμενο. Αντιμετωπίστηκαν με αδιαφορία, δεν εισακούστηκαν, δεν απέφυγαν το απευκταίο. Έτσι εκτέθηκαν στον όλεθρο της πανδημίας εντελώς απαράσκευοι.

Ασφαλώς δεν αντιστέκομαι στον πειρασμό να παραθέσω αυτούσια τη μαρτυρία του Προκόπιου. Η επιλογή χωρίων με εντονότερη γραφή είναι απολύτως υποκειμενική. Ως κριτήριο τίθεται το βάρος της ιστορικότητας που ενέχουν. Συγκινεί πάντα και προβληματίζει η διαπίστωση ότι εντοπίζονται αναλογίες με το ολέθριο πεπρωμένο της Δυτικής Ευρώπης αιώνες αργότερα! Αν μη τι άλλο, στο προκείμενο η επίσημη ιστοριογραφία καθίσταται λίαν διδακτική.

Δε νομίζω, δεν ξέρω να έχει σημασία σε αυτήν την απόπειρα κριτικής παρουσίασης οποιαδήποτε περαιτέρω αξιολόγηση ή ακροτελεύτια διαπίστωση, ένα γενικευμένο συμπέρασμα. Ιδίως σήμερα που οι τρέχουσες εξελίξεις και η υψηλή πρόοδος στο φάσμα της ιατρικής επιστήμης παρέχουν στον πολίτη ένα ανθεκτικό δίκτυ ασφαλείας. Πλέον καθίσταται ζήτημα επιλογής. Διαβάζοντας, λοιπόν, την ιστορία δυνάμει του εδώ και του τώρα, αντιλαμβάνομαι ότι η ατομική ευθύνη συνάδει απολύτως με την κοινωνική συνείδηση.

Ο περίφημος «Λέων των Βαυαρών» στο Ναύπλιο. Οικισμός Πρόνοια. Το έργο, φιλοτεχνημένο από τον Ζίγκελ το 1840 – 41 με χορηγία της βαυαρικής κυβέρνησης, αφιερώθηκε στους Βαυαρούς που αποδεκατίστηκαν από κοιλιακό τύφο.

Συνόδευαν τον Όθωνα κατά την έλευσή του στην πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού βασιλείου το 1833. Βλ. τώρα και

https://www.mixanitouxronou.gr/ti-simvolizi-to-liontari-pou-smileftike-ston-vracho-tou-nafpliou-pos-sindeete-me-tous-mazikous-thanatous-vavaron-pou-efere-mazi-tou-o-othonas-vinteo/

———————————

Το κείμενο αναφοράς

Προκόπιος «Περί πολέμων», Βιβλίο 2, § 22 – 23

  1. 22.   πὸ δὲ τοὺς χρόνους τούτους λοιμὸς γέγονεν, ἐξ οὗπαντα ὀλίγου ἐδέησε τὰνθρώπεια ἐξίτηλα εἶναι.πασι μὲν οὖν τοῖς ἐξ οὐρανοῦπισκήπτουσιν ἴσως ἂν καὶ λέγοιτό τις ὑπ’ ἀνδρῶν τολμητῶν αἰτίου λόγος, οἷα πολλὰ φιλοῦσιν οἱ ταῦτα δεινοὶ αἰτίας τερατεύεσθαι οὐδαμῆνθρώπῳ καταληπτὰς οὔσας, φυσιολογίας τε ἀναπλάσσειν ὑπερορίους, ἐξεπιστάμενοι μὲν ὡς λέγουσιν οὐδὲν ὑγιές, ἀποχρῆν δὲγούμενοι σφίσιν, ἤν γε τῶν ἐντυγχανόντων τινὰς τῷ λόγῳξαπατήσαντες πείσωσι.  τούτῳ μέντοι τῷ κακῷ πρόφασίν τινα ἢλόγῳ εἰπεῖν ἢ διανοίᾳ λογίσασθαι μηχανή τις οὐδεμία ἐστί, πλήν γε δὴσα ἐς τὸν θεὸν ἀναφέρεσθαι. οὐ γὰρ ἐπὶ μέρους τῆς γῆς οὐδὲνθρώπων τισὶ γέγονεν οὐδέ τινα ὥραν τοῦτους ἔσχεν, ὅθεν ἂν καὶ σοφίσματα αἰτίας εὑρέσθαι δυνατὰ εἴη, ἀλλὰ περιεβάλλετο μὲν τὴν γῆν ξύμπασαν, βίους δὲνθρώπων ἅπαντας ἔβλαψε, καίπερ ἀλλήλων ἐς τοὐναντίον παρὰ πολὺ διαλλάσσοντας, οὔτε φύσεώς τινος οὔτε ἡλικίας φεισάμενον.  εἴτε γὰρ χωρίων ἐνοικήσει εἴτε νόμῳ διαίτης, ἢ φύσεως τρόπῳ, ἢ ἐπιτηδεύμασιν, ἢ ἄλλῳτῳνθρώπων ἄνθρωπος διαφέρουσιν, ἐν ταύτῃ δὴ μόνῃ τῇ νόσῳ τὸ διαλλάσσον οὐδὲν ὤνησεν.  πέσκηψε δὲ τοῖς μὲν ὥρᾳ θέρους, τοῖς δὲ χειμῶνι, τοῖς δὲ κατὰ τοὺς ἄλλους καιρούς. λεγέτω μὲν οὖν ὡς πη ἕκαστος περὶ αὐτῶν γινώσκει καὶ σοφιστὴς καὶ μετεωρολόγος, γὼ δὲθεν τε ἤρξατο ἡ νόσος ἥδε καὶ τρόπῳ δὴτῳ τοὺς ἀνθρώπους διέφθειρεν ἐρῶν ἔρχομαι.

 ρξατο μὲν ἐξ Αἰγυπτίων οἱκηνται ἐν Πηλουσίῳ. γενομένη δὲ δίχα πὴ μὲν ἐπί τε Ἀλεξανδρείας καὶ τῆς ἄλλης Αἰγύπτου ἐχώρησε, πὴ δὲπὶ Παλαιστίνους τοὺς Αἰγυπτίοις ὁμόρους ἦλθεν, ἐντεῦθέν τε κατέλαβε τὴν γῆν σύμπασαν, ὁδῷ τε ἀεὶ προϊοῦσα καὶ χρόνοις βαδίζουσα τοῖς καθήκουσιν.  ἐπὶητοῖς γὰρ ἐδόκει χωρεῖν καὶ χρόνον τακτὸν ἐν χώρᾳκάστῃ διατριβὴν ἔχειν, ἐς οὐδένας μὲν ἀνθρώπων παρέργως τῷ φθόρῳ​χρωμένη, σκεδαννυμένη δὲφ’ ἑκάτερα μέχρι ἐς τὰς τῆς οἰκουμένης ἐσχατιὰς, ὥσπερ δεδοικυῖα μή τις αὐτὴν τῆς γῆς διαλάθοι μυχός.  οὔτε γὰρ νῆσόν τινα ἢ σπήλαιον ἢ ἀκρώρειαν ἐλίπετο ἀνθρώπους οἰκήτορας ἔχουσαν· ἢν δέ πού τινα καὶ παρήλασε χώραν, ἢ μὴ ψαύσασα τῶν ταύτῃνθρώπων ἢ ἁμωσγέπως αὐτῶν ἁψαμένη, ἀλλὰ χρόνῳ τῷστέρῳ αὖθις ἐνταῦθα ἐπανιοῦσα τῶν μὲν περιοίκων, οἷς δὴ πικρότατα ἐπέσκηψε πρότερον, οὐδαμῶς ἥψατο, τῆς δὲ χώρας ἐκείνης οὐ πρότερον ἀπέστη ἕως τὸ μέτρον ὀρθῶς καὶ δικαίως τῶν τετελευτηκότων ἀπέδωκεν, ὅπερ​ καὶ τοῖς ἀμφ’ αὐτὴν ᾠκημένοις χρόνῳ τῷ προτέρῳ διεφθάρθαι τετύχηκεν,  ρξαμένη δὲεὶκ τῆς παραλίας ἡ νόσος ἥδε, οὕτω δὴς τὴν μεσόγειον ἀνέβαινε χώραν. δευτέρῳ δὲτει ἐς Βυζάντιον μεσοῦντος τοῦρος ἀφίκετο, ἔνθα καὶμοὶπιδημεῖν τηνικαῦτα ξυνέβη.  ἐγίνετο δὲδε. φάσματα δαιμόνων πολλος ἐς πᾶσαν ἀνθρώπου ἰδέαν ὤφθη, ὅσοι τε αὐτοῖς παραπίπτοιεν, παίεσθαι ᾤοντο πρὸς τοῦντυχόντος ἀνδρὸς ὅπη παρατύχοι τοῦ σώματος, ἅμα τε τὸ φάσμα τοῦτο ἑώρων καὶ τῇ νόσῳ αὐτίκα ἡλίσκοντο.  κατ’ ἀρχὰς μὲν οὖν οἱ παραπεπτωκότες ἀποτρέπεσθαι αὐτὰπειρῶντο, τῶν τε ὀνομάτων ἀποστοματίζοντες τὰ θειότατα καὶ τὰλλα ἐξοσιούμενοι, ὡς ἕκαστός πη ἐδύνατο, ἤνυον μέντοι τὸ παράπαν οὐδέν, ἐπεὶ κἂν τοῖς ἱεροῖς οἱ πλεῖστοι καταφεύγοντες διεφθείροντο ὕστερον δὲ οὐδὲ τοῖς φίλοις καλοῦσιν ἐπακούειν ἠξίουν, ἀλλὰ καθείρξαντες αὑτοὺς ἐν τοῖς δωματίοις, ὅτι δὴ οὐκ ἐπαΐοιεν προσεποιοῦντο, καίπερ ἀρασσομένων αὐτοῖς τῶν θυρῶν, δειμαίνοντες δηλονότι μὴ δαιμόνων τις ὁ καλῶν εἴη.  τισὶ δὲ οὐχ οὕτως ὁ λοιμὸς ἐπεγίνετο, ἀλλ’ ὄψιν ὀνείρου ἰδόντες ταὐτὸ τοῦτο πρὸς τοῦπίσταντος πάσχειν ἐδόκουν, ἢ λόγου ἀκούειν προλέγοντος σφίσιν ὅτι δὴς τῶν τεθνηξομένων τὸν ἀριθμὸν ἀνάγραπτοι εἶεν.  τοῖς δὲ πλείστοις οὔτε ὕπαρ οὔτε ὄναρ αἰθομένοις τοῦσομένου εἶτα τῇ νόσῳ ξυνέβη ἁλῶναι.  ἡλίσκοντο δὲ τρόπῳ τοιῷδε. ἐπύρεσσον ἄφνω, οἱ μὲν ἐξ ὕπνου ἐγηγερμένοι, οἱ δὲ περιπάτους ποιούμενοι, οἱ δὲλλο ὅ τι δὴ πράσσοντες.  κα τὸ μὲν σῶμα οὔτε τι διήλλασσε τῆς προτέρας χροιᾶς οὔτε θερμὸν ἦν, ἅτε πυρετοῦπιπεσόντος, οὐ μὴν οὐδὲ φλόγωσις ἐπεγίνετο, ἀλλ’ οὕτως ἀβληχρός τις ἐξ ἀρχῆς τε καὶχρις ἑσπέρας​ πυρετὸς ἦν ὥστε μήτε τοῖς νοσοῦσιν αὐτοῖς μήτε ἰατρῷπτομένῳ δόκησιν κινδύνου παρέχεσθαι.  οὐ γὰρ οὖν οὐδέ τις τελευτᾶν τῶν περιπεπτωκότων ἀπ’ αὐτοῦδοξεν. ἡμέρᾳ δὲ τοῖς μὲν τῇ αὐτῇ, τοῖς δὲ τῇπιγενομένῃ, τέροις δὲ οὐ πολλαῖς ὕστερον βουβὼν ἐπῆρτο, οὐκ ἐνταῦθα μόνον, ἔνθα καὶ τὸ τοῦ σώματος μόριον, ὃ δὴ τοῦτρου ἔνερθέν   ἐστι,​ βουβὼν κέκληται, ἀλλὰ καὶ τῆς μάλης ἐντός, ἐνίοις δὲ καὶ παρὰ τὰτα καὶπου ποτὲ τῶν μηρῶν ἔτυχε.

Τὰ μὲν οὖν ἄχρι τοῦδε πᾶσιν ὅμως σχεδόν τι τοῖς τῇ νόσῳλισκομένοις ξυνέβαινε· τὰ δὲνθένδε οὐκ ἔχω εἰπεῖν πότερον ἐν τῷ διαλλάσσοντι τῶν σωμάτων καὶ διάφορα τῶν ξυμπιπτόντων ἐγίνετο, ἢ ὅπη ποτὲ βουλομένῳ εἴη τῷ τὴν νόσον ἐπαγαγόντι.  ἐπεγίνετο γὰρ τοῖς μὲν κῶμα βαθύ, τοῖς δὲ παραφροσύνη ὀξεῖα, ἑκάτεροί τε τὰ πρὸς τὴν νόσον ἐπιτηδείως ἔχοντα ἔπασχον· οἷς μὲν γὰρ τὸ κῶμα ἐπέκειτο, πάντων ἐπιλελησμένοι τῶν εἰωθότων σφίσιν ἐς ἀεὶ καθεύδειν ἐδόκουν.  καὶ εἰ μέν τις αὐτῶν ἐπιμελοῖτο, μεταξὺσθιον, τινές δὲ καὶπημελημένοι ἀπορίᾳ τροφῆς εὐθὺς ἔθνῃσκον.  οἱ μέντοι τῷ τῆς παραφροσύνης ἁλόντες κακῷγρυπνίᾳ τε καὶ φαντασίᾳ πολλῇ εἴχοντο, καί τινας ὑποπτεύοντες ἐπιέναι σφίσιν ὡς δὴπολοῦντας, ἐς ταραχήν τε καθίσταντο καὶναβοῶντες ἐξαίσιον οἷον ἐς φυγὴν ὥρμηντο.  οἵ τε αὐτοὺς θεραπεύοντες καμάτῳπαύστῳχόμενοι τὰνήκεστα ἐς ἀεὶπασχον.  διὸ δὴ παντες αὐτοὺς οὐχ ἧσσον ἢ τοὺς πονουμένους ᾠκτίζοντο, οὐχ ὅτι τῷ λοιμῷπιέζοντο ἐκ τοῦ προσιέναι (οὔτε γὰρ ἰατρῷ οὔτε ἰδιώτῃ μεταλαχεῖν τοῦ κακοῦ τοῦδε τῶν νοσούντων ἢ τῶν τετελευτηκότων ἁπτομένῳ ξυνέβη, ἐπεὶ πολλοὶ μὲν ἀεὶ καὶ τοὺς οὐδὲν σφίσι προσήκοντας ἢ θάπτοντες ἢ θεραπεύοντες ταύτῃ   δὴ τὰπουργίᾳ παρὰ δόξαν ἀντεῖχον, πολλοὶ δὲ τῆς νόσου ἀπροφασίστως αὐτοῖς ἐπιπεσούσης εὐθὺς ἔθνῃσκον), ἀλλ’ ὅτι ταλαιπωρίᾳ πολλῇ εἴχοντο.  ἔκ τε γὰρ τῶν στρωμάτων ἐκπίπτοντας καὶ καλινδουμένους ἐς τὸδαφος ἀντικαθίστων αὖθις, καὶίπτειν σφᾶς αὐτοὺς ἐκ τῶν οἰκημάτων ἐφιεμένους ὠθοῦντές τε καὶνθέλκοντες ἐβιάζοντο.  ὕδωρ τε οἷς παρατύχοι, ἐμπεσεῖν ἤθελον, οὐ δὴ​ οὐχ ὅσον τοῦ ποτοῦ ἐπιθυμίᾳ (ἐς γὰρ​ θάλασσαν οἱ πολλοὶρμηντο), ἀλλ’ αἰτίων ἦν μάλιστα ἡ τῶν φρενῶν νόσος.  πολὺς δὲ αὐτοῖς καὶ περὶ τὰς βρώσεις ἐγένετο πόνος. οὐ γὰρ εὐπετῶς προσίεντο ταύτας. πολλοί τε ἀπορίᾳ τοῦ θεραπεύοντος διεφθάρησαν, ἢ λιμῷ πιεζόμενοι, ἢ ἀφ’ ὑψηλοῦ καθιέντες τὸ σῶμα.  ὅσοις δὲ οὔτε κῶμα οὔτε παραφροσύνη ἐνέπεσε, τούτοις δὴ τε βουβὼν ἐσφακέλιζε καὶ αὐτοὶ ταῖς ὀδύναις οὐκέτι ἀντέχοντες ἔθνῃσκον.  τεκμηριώσειε δ’ ἄν τις καὶ τοῖς ἄλλοις ἅπασι κατὰ ταῦτα ξυμβῆναι, ἀλλ’ ἐπεὶν αὑτοῖς ὡς ἥκιστα ἦσαν, ξυνεῖναι τῆς ὀδύνης οὐδαμῆ εἶχον, τοῦ πάθους αὐτοῖς τοῦμφὶ τὰς φρένας παραιρουμένου τὴν αἴσθησιν.

πορούμενοι γοῦν τῶν τινες ἰατρῶν τῇ τῶν ξυμπιπτόντων ἀγνοίᾳ τό τε τῆς νόσου κεφάλαιον ἐν τοῖς βουβῶσιν ἀποκεκρίσθαι οἰόμενοι, διερευνᾶσθαι τῶν τετελευτηκότων τὰ σώματα ἔγνωσαν. καὶ διελόντες τῶν βουβώνων τινάς, ἄνθρακος δεινόν τι χρῆμα ἐμπεφυκὸς εὗρον. θνῃσκον δὲ οἱ μὲν αὐτίκα, οἱ δὲμέραις πολλαῖς ὕστερον, τισί τε φλυκταίναις μελαίναις ὅσον φακοῦ μέγεθος ἐξήνθει τὸ σῶμα, οἳ οὐδὲ μίαν ἐπεβίων ἡμέραν, ἀλλ’ εὐθύωρον ἅπαντες ἔθνῃσκον. πολλοὺς δὲ καί τις αὐτόματος αἵματος ἐπιγινόμενος ἔμετος εὐθὺς διεχρήσατο. ἐκεῖνο μέντοι ἀποφήνασθαι ἔχω, ὡς τῶν ἰατρῶν οἱ δοκιμώτατοι πολλοὺς μὲν τεθνήξεσθαι προηγόρευον, οἳ δὴ κακῶν ἀπαθεῖς ὀλίγῳστερον παρὰ δόξαν ἐγίνοντο, πολλοὺς δὲτι σωθήσονται ἰσχυρίζοντο, οἳ δὴ διαφθαρήσεσθαι ἔμελλον αὐτίκα δὴ μάλα.  οτως αἰτία τις ἦν οὐδεμία ἐν ταύτῃ τῇ νόσῳς ἀνθρώπου λογισμὸν φέρουσα· πᾶσι γάρ τις ἀλόγιστος ἀπόβασις ἐπὶ πλεῖστον ἐφέρετο, καὶ τὰ λουτρὰ τοὺς μὲν ὤνησε, τοὺς δὲ οὐδέν τι ἧσσον κατέβλαψεν.  ἀμελούμενοί τε πολλοὶθνῃσκον, πολλοὶ δὲ παρὰ λόγον ἐσώζοντο. καὶ πάλιν αὖ τὰ τῆς θεραπείας ἐφ’ ἑκάτερα τοῖς χρωμένοις ἐχώρει· καὶ τὸ ξύμπαν εἰπεῖν οὐδεμία μηχανὴνθρώπῳς τὴν σωτηρίαν ἐξεύρητο, οὔτε προφυλαξαμένῳ μὴ πεπονθέναι οὔτε τοῦ κακοῦπιπεσόντος περιγενέσθαι, ἀλλὰ καὶ τὸ παθεῖν ἀπροφάσιστον ἦν καὶ τὸ περιεῖναι αὐτόματον.

Καὶ γυναιξὶ δὲσαι ἐκύουν προὖπτος ἐγίνετο τῇ νόσῳλισκομέναις ὁ θάνατος. αἱ μὲν γὰρ ἀμβλίσκουσαι ἔθνῃσκον, αἱ δὲ τίκτουσαι ξὺν αὐτοῖς εὐθὺς τοῖς τικτομένοις ἐφθείροντο. τρεῖς μέντοι λεχοῦς λέγουσι τῶν παίδων σφίσιν ἀπολομένων περιγενέσθαι, καὶ μιᾶς ἤδη ἐν τῷ τοκετῷποθανούσης τετέχθαι τε καὶ περιεῖναι τῷ παιδίῳ ξυμβῆναι.

σοις μὲν οὖν μείζων τε ὁ βουβὼν ᾔρετο καὶς πύον ἀφῖκτο, τούτοις δὴ περιεῖναι τῆς νόσου ἀπαλλασσομένοις ξυνέβαινεν, ἐπεὶ δῆλον ὅτι αὐτοῖς ἡ ἀκμῇς τοῦτο ἐλελωφήκει τοῦνθρακος, γνώρισμά τε τῆς ὑγείας τοῦτο ἐκ τοῦπὶ πλεῖστον ἐγίνετο· οἷς δὲ βουβὼν ἐπὶ τῆς προτέρας ἰδέας διέμεινε, τούτοις περιειστήκει τὰ κακὰν ἄρτι ἐμνήσθην.  τισὶ δὲ αὐτῶν καὶ τὸν μηρὸν ἀποξηρανθῆναι ξυνέβη, ἐφ’ οὗ βουβὼν ἐπαρθεὶς ὡς ἥκιστα ἔμπυος γέγονεν. λλοις τε οὐκ ἐπ’ ἀκεραίῳ τῇ γλώσσῃ περιγενέσθαι τετύχηκεν, ἀλλ’ ἢ τραυλίζουσιν, ἢ μόλις τε καὶσημα φθεγγομένοις βιῶναι.

23         μὲν οὖν νόσος ἐν Βυζαντίῳς τέσσαρας διῆλθε μένας, ἤκμασε δὲν τρισὶ μάλιστα.  καὶ κατ’ ἀρχὰς μὲν ἔθνῃσκον τῶν εἰωθότων ὀλίγῳ πλείους, εἶτα ἔτι μᾶλλον τὸ κακὸν ᾔρετο, μετὰ δὲς πεντακισχιλίους ἡμέρᾳκάστῃξικνεῖτο τὸ τῶν νεκρῶν μέτρον, καὶ αὖ πάλιν ἐς μυρίους τε καὶ τοῦτον ἔτι πλείους ἦλθε.  τὰ μὲν οὖν πρῶτα τῆς ταφῆς αὐτὸς ἕκαστος ἐπεμελεῖτο τῶν κατὰ τὴν οἰκίαν νεκρῶν, οὓς δὴ καὶς ἀλλοτρίας θῆκας ἐρρίπτουν ἢ λανθάνοντες ἢ βιαζόμενοι. ἔπειτα δὲ πάντα ἐν ἅπασι ξυνεταράχθη.  δοῦλοί τε γὰρ ἔμειναν δεσποτῶν ἔρημοι,   νδρες τε τὰ πρότερα λίαν εὐδαίμονες τῆς τῶν οἰκετῶν ὑπουργίας ἢ νοσούντων ἡ τετελευτηκότων ἐστέρηντο, πολλαί τε οἰκίαι παντάπασιν ἔρημοι ἀνθρώπων ἐγένοντο.  διὸ δὴ ξυνέβη τισὶ τῶν γνωρίμων τῇπορίᾳμέρας πολλὰς ἀτάφοις εἶναι.

ς τε βασιλέα ἡ  τοῦ πράγματος πρόνοια, ὡς τὸ εἰκός, ἦλθε. στρατιώτας ον ἐκ παλατίου καὶ χρήματα νείμας Θεοδώρου ἐκέλευε τοῦργου τούτου ἐπιμελεῖσθαι, ὃς δὴποκρίσεσι ταῖς βασιλικαῖς ἐφειστήκει, ἀεὶ τῷ βασιλεῖ τὰς τῶν ἱκετῶν δεήσεις γγέλλων, σημαίνων τε αὖθις ὅσα ἂν αὐτῷ βουλομένῳ εἴη. ῥεφερενδάριον τῇ Λατίνων φωνῇ τὴν τιμὴν ταύτην καλοῦσι Ῥωμαῖοι.  οἷς μὲν οὖν οὔπω​ παντάπασιν ἐς ἐρημίαν ἐμπεπτωκότα τὰ κατὰ τὴν οἰκίαν ἐτύγχανεν, ατοὶκαστοι τὰς τῶν προσηκόντων ἐποιοῦντο ταφάς.  Θεόδωρος δὲ τά τε βασιλέως διδοὺς χρήματα καὶ τὰ οἰκεῖα προσαναλίσκων τοὺς ἀπημελημένους τῶν νεκρῶν ἔθαπτεν.  ἐπεὶ δὲ τὰς θῆκας ἁπάσας αἳ πρότερον ἦσαν ἐμπίπλασθαι τῶν νεκρῶν ἔτυχεν, οἱ δὲρύσσοντες ἅπαντα ἐφεξῆς τὰμφὶ τὴν πόλιν χωρία, ἐνταῦθά τε τοὺς θνήσκοντας κατατιθέμενοι, ὡς ἕκαστός πη ἐδύνατο, ἀπηλλάσσοντο, ἔπειτα δὲ οἱ τὰς κατώρυχας ταύτας ποιούμενοι πρὸς τῶν ἀποθνησκόντων τὸ μέτρον οὐκέτι ἀντέχοντες, ἐς τοὺς πύργους τοῦ περιβόλου ἀνέβαινον ὃς ἐν Συκαῖς ἐστι·  τάς τε ροφὰς περιελόντες ἐνταῦθα περιελόντες ἐνταῦθα ἐρρίπτουν τὰ σώματα οὐδενὶ κόσμῳ καὶ ξυννήσαντες, ὥς πη ἑκάστῳ παρέτυχεν, ἐμπλησάμενοί τε τῶν νεκρῶν ὡς εἰπεῖν ἅπαντας, εἶτα ταῖς ὀροφαῖς αὖθις ἐκάλυπτον.  καὶπ’ αὐτοῦ πνεῦμα δυσῶδες ἐς τὴν πόλιν ἴον ἔτι μᾶλλον ἐλύπει τοὺς ταύτῃνθρώπους, ἄλλως τε ἢν καὶνεμός τις ἐκεῖθεν ἐπίφορος ἐπιπνεύσειε.

Πάντα τε ὑπερώφθη τότε τὰ περὶ τὰς ταφὰς νόμιμα. οὔτε γὰρ παραπεμπόμενοι ᾗ νενόμισται οἱ νεκροὶκομίζοντο οὔτε καταψαλλόμενοι ᾗπερ εἰώθει, ἀλλ’ ἱκανὸν ἦν, εἰ φέρων τις ἐπὶ τῶν ὤμων τῶν τετελευτηκότων τινὰς τε τῆς πόλεως τὰπιθαλάσσια ἐλθὼν ἔρριψεν, οὗ δὴ ταῖς ἀκάτοις ἐμβαλλόμενοι σωρηδὸν ἔμελλον ὅπη παρατύχοι κομίζεσθαι.  τότε κα τοῦ δήμου ὅσοι στασιῶται πρότερον ἦσαν, ἔχθους τοῦς ἀλλήλους ἀφέμενοι τῆς τε ὁσίας τῶν τετελευτηκότων κοινῇπεμέλοντο καὶ φέροντες αὐτοὶ τοὺς οὐ προσήκοντας σφίσι νεκροὺς ἔθαπτον.  ἀλλὰ καὶσοι πράγμασι τὰ πρότερα παριστάμενοι αἰσχροῖς τε καὶ πονηροῖς ἔχαιρον, οἶδε τὴν ἐς τὴν δίαιταν ἀποσεισάμενοι παρανομίαν τν εὐσέβειαν ἀκριβῶς ἤσκουν, οὐ τὴν σωφροσύνην μεταμαθόντες οὐδὲ τῆς ἀρετῆς ἐρασταί τινες ἐκ τοῦ αἰφνιδίου γεγενημένοι·  ἐπεὶ τοῖς ἀνθρώποις ὅσα ἐμπέπηγε φύσει ἢ χρόνου μακροῦ διδασκαλίᾳ ῥᾷστα δὴ οὕτω μεταβάλλεσθαι ἀδύνατά ἐστιν, τι μὴ θείου τινὸς ἀγαθοῦπιπνεύσαντος· ἀλλὰ   τότε ὡς εἰπεῖν ἅπαντες καταπεπληγμένοι μὲν τοῖς ξυμπίπτουσι, τεθνήξεσθαι δὲ αὐτίκα δὴ μάλα οἰόμενοι, ἀνάγκῃ, ὡς τὸ εἰκός, πάσῃ τὴν ἐπιείκειαν ἐπὶ καιροῦ μετεμάνθανον.  ταῦτά τοι, ἐπειδὴ τάχιστα τῆς νόσου ἀπαλλαγέντες ἐσώθησαν ἔν τε τῷσφαλεῖ γεγενῆσθαι ἤδη ὑπετόπασαν, ἅτε τοῦ κακοῦπ’ ἄλλους ἀνθρώπων τινὰς κεχωρηκότος, ἀγχίστροφον αὖθις τῆς γνώμης τὴν μεταβολὴν ἐπὶ τὰ χείρω πεποιημένοι, μᾶλλον ἢ πρότερον τὴν τῶν ἐπιτηδευμάτων ἀτοπίαν ἐνδείκνυνται, σφᾶς αὐτοὺς μάλιστα τῇ τε πονηρίᾳ καὶ τῇλλῃ παρανομίᾳ νενικηκότες· ἐπεὶ καὶπισχυρισάμενος ἄν τις οὐ τὰ ψευδῆ εἴποι ὡς ἡ νόσος ἥδε εἴτε τύχῃ τινὶ εἴτε προνοίᾳς τὸκριβὲς ἀπολεξαμένη τοὺς πονηροτάτους ἀφῆκεν. λλὰ ταῦτα μὲν τῷστέρῳποδέδεικται χρόνῳ.

Τότε δὲγοράζοντά τινα οὐκ εὐπετὲς ἐδόκει εἶναι ἔν γε Βυζαντίῳδεῖν, ἀλλ’ οἴκοι καθήμενοι παντες ὅσοις ξυνέβαινε τὸ σῶμα ἐρρῶσθαι, ἢ τοὺς νοσοῦντας ἐθεράπευον, ἢ τοὺς τετελευτηκότας ἐθρήνουν.  ἢν δέ τις καὶ προϊόντι τινὶντυχεῖν ἴσχυσεν, ὅδε τῶν τινα νεκρῶν ἔφερεν. ἐργασία τε ξύμπασα ἤργει, καὶ τὰς τέχνας οἱ τεχνῖται μεθῆκαν ἁπάσας, ἔργα τε ἄλλα ὅσα δὴκαστοι ἐν χερσῖν εἶχον.  ἐν πόλει γοῦν ἀγαθοῖς ἅπασιν ἀτεχνῶς εὐθηνούσῃ λιμός τις κριβὴς ἐπεκώμαζεν. ἄρτον ἀμέλει ἢ ἄλλο ὁτιοῦν διαρκῶς ἔχειν χαλεπόν τε ἐδόκει καὶ λόγου πολλοῦξιον εἶναι· ὥστε καὶ τῶν νοσούντων τισὶν ἄωρον ξυμβῆναι δοκεῖν πορίᾳ τῶν ἀναγκαίων τὴν τοῦ βίου καταστροφήν.  καὶ τὸ ξύμπαν εἰπεῖν, χλαμύδα οὐκ ἦν ἐνδιδυσκόμενόν τινα ἐν Βυζαντίῳ τὸ παράπαν ἰδεῖν, λλως τε ἡνίκα βασιλεῖ νοσῆσαι ξυνέβη (καὶ αὐτῷ γὰρ ξυνέπεσε βουβῶνα ἐπῆρθαι), ἀλλ’ ἐν πόλει βασιλείαν ἐχούσῃ ξυμπάσης τῆς Ῥωμαίων ἀρχῆς ἱμάτια ἐν ἰδιωτῶν λόγῳπαντες ἀμπεχόμενοι ἡσυχῇμενον.  τὰ μὲν οὖν ἀμφὶ τῷ λοιμῷ ν τε τῇλλῃωμαῖον γῇ καὶν Βυζαντίῳ ταύτῃ πη ἔσχεν. ἐπέσκηψε δὲ καὶς τὴν Περσῶν γῆν καὶς βαρβάρους τοὺς ἄλλους ἅπαντας.

[1]               Πρβλ Θουκυδίδου «Ιστορίαι», 2.49 κε «τοὺς δὲλλουςπ᾽ οὐδεμιᾶς προφάσεως, ἀλλ᾽ξαίφνηςγιεῖςντας πρῶτον μὲν τῆς κεφαλῆς θέρμαισχυραὶ καὶ τῶνφθαλμῶνρυθήματα καὶ φλόγωσιςλάμβανε, καὶ τὰντός, ἥ τε φάρυγξ καὶ γλῶσσα, εὐθὺς αἱματώδην καὶ πνεῦματοπον καὶ δυσῶδεςφίει·πειταξ αὐτῶν πταρμὸς καὶ βράγχοςπεγίγνετο, καὶν οὐ πολλῷ χρόνῳ κατέβαινενς τὰ στήθη πόνος μετὰ βηχὸςσχυροῦ· καὶπότες τὴν καρδίαν στηρίξειεν, ἀνέστρεφέ τε αὐτὴν καὶποκαθάρσεις χολῆς πᾶσαισαιπὸατρῶννομασμέναι εἰσὶνπῇσαν, καὶ αὗται μετὰ ταλαιπωρίας μεγάλης». Και το πλέον οδυνηρό: «εἴτε γὰρ μὴθέλοιεν δεδιότες ἀλλήλοις προσιέναι, ἀπώλλυντο ἐρῆμοι, καὶ οἰκίαι πολλαὶκενώθησαν ἀπορίᾳ τοῦ θεραπεύσοντος· εἴτε προσίοιεν, διεφθείροντο, καὶ μάλιστα οἱρετῆς τι μεταποιούμενοι· αἰσχύνῃ γὰρ ἠφείδουν σφῶν αὐτῶν ἐσιόντες παρὰ τοὺς φίλους, ἐπεὶ καὶ τὰς ὀλοφύρσεις τῶν ἀπογιγνομένων τελευτῶντες καὶ οἱ οἰκεῖοι ἐξέκαμνον ὑπὸ τοῦ πολλοῦ κακοῦ νικώμενοι»… Δεν ελλείπει και το εσχατολογικό στοιχείο συνυφασμένο με αλλόκοτες δοξασίες και δεισιδαιμονίες: «Τοιούτῳ μὲν πάθει οἱθηναῖοι περιπεσόντες ἐπιέζοντο, ἀνθρώπων τ’νδον θνῃσκόντων καὶ γῆςξω δῃουμένης. Ἐν δὲ τῷ κακῷ οἷα εἰκὸςνεμνήσθησαν καὶ τοῦδε τοῦπους, φάσκοντες οἱ πρεσβύτεροι πάλαιδεσθαι «ἥξει Δωριακὸς πόλεμος καὶ λοιμὸςμ’ αὐτῷ».γένετο μὲν οὖνρις τοῖςνθρώποις μὴ λοιμὸννομάσθαιν τῷπειπὸ τῶν παλαιῶν, ἀλλὰ λιμόν, ἐνίκησε δὲπὶ τοῦ παρόντος εἰκότως λοιμὸν εἰρῆσθαι · οἱ γὰρνθρωποι πρὸςπασχον τὴν μνήμηνποιοῦντο. Ἤν δέ γε οἶμαί ποτελλος πόλεμος καταλάβῃ Δωρικὸς τοῦδεστερος καὶ ξυμβῇ γενέσθαι λιμόν, κατὰ τὸ εἰκὸς οὕτωςσονται. Μνήμη δὲγένετο καὶ τοῦ Λακεδαιμονίων χρηστηρίου τοῖς εἰδόσιν, ὅτεπερωτῶσιν αὐτοῖς τὸν θεὸν εἰ χρὴ πολεμεῖννεῖλε κατὰ κράτος πολεμοῦσι νίκηνσεσθαι, καὶ αὐτὸςφη ξυλλήψεσθαι. Περὶ μὲν οὖν τοῦ χρηστηρίου τὰ γιγνόμενακαζονμοῖα εἶναι·σβεβληκότων δὲ τῶν Πελοποννησίων νόσοςρξατο εὐθύς, καὶς μὲν Πελοπόννησον οὐκσῆλθεν, ὅτι καὶξιον εἰπεῖν, ἐπενείματο δὲθήνας μὲν μάλιστα, ἔπειτα δὲ καὶ τῶνλλων χωρίων τὰ πολυανθρωπότατα. Ταῦτα μὲν τὰ κατὰ τὴν νόσον γενόμενα».

[2]               Βλ. Σοφοκλή «Οιδίπους Τύραννος», Στίχοι 15 – 22, έκδοση Οξφόρδης. Βλ. τώρα και το άρθρο των Antonis A. Kosoulis, Konstantinos P. Economopoulos, Effie Poulakou – Rebelakou και Sotirios Tsiodras (2012) “The Plague of Thebes, a Historical Epidemic in Sophocles’ Oedipus Rex” στο Emerging Infectious Diseases • www.cdc.gov/eid • Vol. 18, No. 1, January 2012. Επιλέγω για αυτήν την περίπτωση την πιο πρόσφατη και καθόλα θεατρική μετάφραση του Κώστα Γεωργουσόπουλου (ΚΧ Μύρη):

πόλις γάρ, ὥσπερ καὐτὸς εἰσορᾷς, ἄγαν
δη σαλεύει κἀνακουφίσαι κάρα
βυθῶ
ντ᾽ οὐχ οἵα τε φοινίου σάλου,
φθίνουσα μὲ
ν κάλυξινγκάρποις χθονός,
φθίνουσα δ᾽
γέλαις βουνόμοις, τόκοισί τε
γόνοις γυναικῶν·ν δ᾽ πυρφόρος θεὸς
σκήψας ἐ
λαύνει, λοιμὸςχθιστος, πόλιν,
φ᾽ οὗ κενοῦται δῶμα Καδμεῖον· μέλας δ᾽
ιδης στεναγμοῖς καὶ γόοις πλουτίζεται
.

[3]               Βλ. Herbert Hunger (1992) «Βυζαντινή Λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα. Ειδικότερα «Ιστοριογραφία της πρώιμης βυζαντινής εποχής», Μτφρ. Κατερίνας Συνέλλη, σελ. 78 κε. Πρβλ. Απόστολος Καρπόζηλος  (1997) «Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι», Τόμος Α΄(4ος – 7ος αι.), Εκδ. Κανάκη, Αθήνα, σελ. 369 κε. Επίσης, ευρύτερα, Αριστοτέλης Παπαγεωργίου «Στον ένδοξό μας βυζαντινισμό… – Προτεινόμενο υλικό για διδακτικές παρεμβάσεις» – Ημερίδα Φιλολόγων Νομού Ημαθίας, Βέροια, Ιανουάριος 2015.

Στο https://aristotelispapageorgiou.blogspot.com/ – Ετικέτα: 5. Μεθοδολογία και Υλικό Διδασκαλίας

[4]              Τα «Ανέκδοτα» του Προκόπιου είναι έργο εκρηκτικό, σχεδόν σκανδαλοθηρικό. Σε κάποιες περιγραφές η τολμηρότητα καταλήγει κραυγαλέα. Τέτοιες λεπτομέρειες βέβαια πάντα θα εξάπτουν τη φαντασία, θα ερεθίζουν την περιέργεια της κοινής γνώμης. Εκεί βάσισε εν πολλοίς τη μυθοπλασία στη μυθιστορηματική του βιογραφία για τη Θεοδώρα ο κορυφαίος Σκωτσέζος βυζαντινολόγος Ρόμπερτ Μπράουνινγκ. Σαφώς, στη δεκαετία του 1990, από εκεί άντλησε, μεταξύ άλλων, το υλικό της και η Μιμή Ντενίση για τη δική της θεατρική «Θεοδώρα», μια από τις πιο πετυχημένες κι εμπορικές παραστάσεις των τελευταίων δεκαετιών.

[5]               Συνήθης και αθέμιτη πρακτική, ανερμάτιστη. Συμβατή με το ανθρώπινο ήθος, με τις μύχιες επιθυμίες αλλά και τις περίπλοκες διαδρομές του νου. Αφθονούν οι περισπασμοί. Η άσκηση εξουσίας, ιδίως κατά αλλά προπάντων μετά τη διεκδίκησή της, προϋποθέτει ήθος και ενσυναίσθηση. Ιδίως για τα δημόσια αξιώματα, για τα περίφημα στελέχη εκάστης διοίκησης εκάστοτε, προτάσσεται η αυτοπειθαρχία και το μέτρο, η ανιδιοτελής προσφορά. Το εάν αξίζει ή όχι τον κόπο, παραμένει ζήτημα ανοιχτό. Πολλές οι οπτικές του πρίσματος, εναλλακτικές οι ερμηνείες. Πρβλ. κατά σειρά

https://faretra.info/2017/04/01/antiprotipo-igeti-sindialegontai-keimena1-aristotelis-papageorgiou/ και

https://faretra.info/2017/04/08/antiprotipo-igeti-sindialegontai-keimena2-aristotelis-papageorgiou/ και

https://faretra.info/2017/04/15/antiprotipo-igeti-sindialegontai-keimena-3-aristotelis-papageorgiou/ και τέλος

https://faretra.info/2017/04/22/antiprotipo-igeti-sindialegontai-keimena-4-aristotelis-papageorgiou/

[6]              Δεν περιμέναμε ασφαλώς το σύγχρονο εκδοτικό μάρκετινγκ, αμερικανικής αισθητικής, για να έρθουμε αντιμέτωποι με το φαινόμενο και τις παθογένειες του. Εκκινούμε ήδη από το Σουητώνιο και τον οργισμένο Προκόπιο. Πολύ πριν τα αδηφάγα social media. Έχουν γραφεί εκατοντάδες λίβελλοι ανά τους αιώνες, έχουν εκδοθεί ρυπαρογραφήματα και κατάπτυστες μαρτυρίες. Όπως και απόπειρες αντικειμενικής κριτικής και νηφάλιας αποτίμησης. Τα πρόσωπα της πολιτικής επικαιρότητας ή οι προβεβλημένοι των καιρών στη σόου μπιζ ή στους  socialites τίθενται πάντα στο στόχαστρο. Αίφνης έχουμε διαβάσει τόσες «βιογραφίες» π.χ του Ωνάση, της πριγκίπισσας Νταϊάνας ή της Μέριλιν Μονρό. Όλες διανθισμένες με σκαμπρόζικες λεπτομέρειες. Συγγραφείς αυτόκλητοι οι γραμματείς τους (και φαρισαίοι…), οι σωματοφύλακες, ακόμη και μέλη του οικιακού προσωπικού και λοιποί επίδοξοι. Το χρήμα και η δόξα του εφήμερου καθιδρύουν αργυρώνητες συνειδήσεις. Ο ενεργός αναγνώστης, όπως και ο ερευνητής, οφείλει όλα να τα λαμβάνει υπόψη του, όχι απαραίτητα να τα παρακολουθεί. Από τη μακρινή δεκαετία του 1980 τα βιβλία του Μάρκου Μπότσαρη π.χ καταθέτουν εντυπωσιακό δείγμα γραφής. Βλ. σχετικά

https://www.alfeiosbooks.com/product/%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CF%8D%CF%80%CF%84%CF%89-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%BA%CE%BF%CF%81%CF%85%CF%86%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%85%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%B1%CF%83%CE%BF%CE%BA/

Δε γίνεται λόγος εν προκειμένω για τους συστηματικούς, επαγγελματίες βιογράφους.

[7]               Βλ και το πιο πρόσφατο «Το εγώ είναι ο εχθρός» του Ράιαν Χολιντέι σε μετάφραση Χαριτωμένης Βόντα, εκδ. Πεδίο, Αθήνα 2021. Απολύτως αμερικανικής λογικής, τεχνοκρατικό  με αποχρώσεις νέο-προτεσταντισμού, διαβάζεται πάντα με ενδιαφέρον. Αν και κατάφορτο από παραδείγματα!

[8]              Πρβλ. Ancient History Encyclopedia:

https://www.youtube.com/watch?v=_5g1P0WggQ4

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ