Βασίλης Πατρίκας. Ο δασκιώτης λαϊκός αγωνιστής και τα “μακρυγιαννικά” του απομνημονεύματα (7)
Επιμέλεια Δημήτρης Βύζας*
«Εγώ θα γράψω τη δική μου ιστορία. Όλοι οι άνθρωποι στη ζωή έχουν την ιστορία τους. Ο καθένας ξέρει τους δικούς του πόνους, τις δικές του χαρές, λύπες και βάσανα και όταν πεθάνει, πεθαίνουν όλα. Μα εγώ είτε είμαι χαζός, είτε έξυπνος, θα γράψω τον πόνο του χωριού μου, την ιστορία που μου έλεγαν οι παππούδες. Πού θα ξέρουν, αυτοί που γεννιούνται τώρα, πώς ήταν τότε.» Βασίλης Πατρίκας (1912-2002)
Πριν από αρκετά χρόνια, μετά τον θάνατο του μπάρμπα Βασίλη Πατρίκα του Νικολάου, έφτασαν στα χέρια μου τα απομνημονεύματα του, (προσωπικά δεν ονοματίζει και ούτε χαρακτηρίζει τα γραπτά του), που αποτελούνται από 194 σελίδες.[…]
Από εκτίμηση που είχα στο πρόσωπο και σεβασμό στη μνήμη του Βασίλη Πατρίκα, διάβασα με ευχαρίστηση τα γραπτά τουλάχιστον δύο φορές. Από τις 158 σελίδες, πέρασα σε ηλεκτρονική μορφή τις πρώτες 58 που κοινοποιώ. Αυτές έγιναν αναγνώσιμες ή καλύτερα ευανάγνωστες. Στην αρχή άφησα τα κείμενα όπως είναι γραμμένα, χωρίς καμιά ορθογραφική διόρθωση. Προχωρώντας έκανα μεγαλύτερη σε βάθος διόρθωση λαθών, όχι όμως εκφραστικών. Αυτό σίγουρα θα το καταλάβει ο αναγνώστης.
Δεν είναι πρόθεση μου να δημοσιεύσω ολόκληρο το έργο του Βασίλη Πατρίκα παρά να κεντρίσω το ενδιαφέρον εκείνων που εκτιμούν τις προσπάθειες συνανθρώπων τους που αγαπούν την Τοπική Ιστορία.[…] (Απόσπασμα από τον πρόλογο του Δημήτρη Βύζα)
Βασίλης Πατρίκας (ανάγνωση και αντιγραφή Δημήτρης Βύζας)
Μέρος 7ο
Μέχρι εδώ γράφω, στα 80 μου χρόνια, τα καλά και τα κακά του που μας τα μολογούσε. Πως ήταν η ζωή τότε και πως είναι τώρα. Έγιναν τεράστιες αλλαγές. Το κάθε λεπτό, ώρα, μέρα, μήνας και χρόνος που περνάει έχει και μια αλλαγή. Με τη δική μου αντίληψη, έβγαλα το συμπέρασμα πως όλα αλλάζουν. Όλα γεννιούνται και πεθαίνουν αλλά αφήνουν σημάδια. Αυτά σε εκατομμύρια χρόνια χάνονται και ξαναζωντανεύουν. Δεν βρέθηκε άνθρωπος που να είπε αν υπάρχει μετά το θάνατο ζωή. Εγώ λέγω και φιλοσοφώ ένα πράγμα. Αν υπάρχει ψυχή, θα είναι μόνο σαν όνειρο που βλέπεις όταν κοιμάσαι που ουδέποτε είσαι ενώ κοιμάσαι στο σπίτι, στο δωμάτιο και βλέπεις πως είσαι σε άλλο μέρος. Εκεί δουλεύεις, χορεύεις, θερίζεις, οργώνεις ή πολεμάς ενώ είσαι στο κρεβάτι. Αυτό το γράφω γιατί κανένας φιλόσοφος δεν εξηγεί αν υπάρχει ζωή μετά θάνατον.
Γράφω όσα θυμούμαι και άκουσα μέχρι το 1942. Εδώ ο κόσμος ήταν χωρίς να ξέρει πως έχει δικαίωμα ζωής. Τόσο ο άνδρας , άλλο τόσο και η γυναίκα γεννιούνταν στο χωριό και πέθαινε χωρίς να πήγαινε ούτε καν στη Βέροια. Κάθε τόπος και κάθε χωριό έχει την ιστορία του, αλλά δεν βρήκαμε γραμμένα και δεν ξέρουμε την ιστορία.
Για το δικό μας χωριό έγραψε ο Ευάγγελος Στεφανόπουλος για πολλά ήθη και έθιμα και της ιστορίας του χωριού μας όπως τα μολογούσαν οι παππούδες μας, διότι μπροστά από τον πόλεμο της Αλβανίας οι άνθρωποι που ζούσαν στα μακρινά από τις πόλεις χωριά, δεν είχαμε μεγάλη διαφορά από τα ζώα. Οι άνδρες που λίγο ξενιτεύονταν και άρχιζαν να πηγαίνουν στο στρατό, κάτι μάθαιναν. Αλλά ο πολύς κόσμος δεν ήξερε ότι είχε δικαίωμα ζωής.
Τόσο οι άνδρες, άλλο τόσο και οι γυναίκες που τον ίδιο τον άνδρα που έπαιρνε, φοβούνταν να του πει τον πόνο της. Ο άνδρας της, την είχε υποχείριο, σαν σκλάβα, χωρίς να την τιμά και να την υπολογίζει. Και επειδή τον βασάνιζε η φτώχεια έκρουε (έδερνε) την γυναίκα του. Αυτή η καημένη δεν είχε να το πει σε κανέναν. Μόνο το έλεγε στη μάνα της που της είχε πει: πάρτον, είναι καλό παιδί αλλά κρυφά να μην το μάθει ο άνδρας της, θα έτρωγε και καπάκι. Γι’ αυτό οι παππούδες έλεγαν πολλά. Και τούτο αν κανένας το πει παράλογο, θα το πει από μίσος. Ότι το ΕΑΜ μας έκλεισε τα σπίτια, αλλά μας άνοιξε τα μάτια.
Τόσο τους άνδρες άλλο τόσο και τις γυναίκες. Καρτερούσε τον άνδρα να έρθει από τη δουλειά να βράσει φασούλια. Σώνοντας θα την έλεγε: έβρασες φασούλια;. Πολύ σώθηκαν. Με τι θα πορέψουμε. Αν δεν έβραζε θα της έλεγε: Ακόμα είναι καναδυό βρασιές να έβαζες να βράσουν. Ότι και να έκανε θεωρούνταν ένοχη. Και οι απειλές συνεχίζονταν, διότι η φτώχεια ήταν σε όλους, αλλά οι γυναίκες έφταιγαν. Τα ΕΑΜ έμαθε στη γυναίκα πως και αυτή έχει δικαίωμα ζωής χωρίς να φοβάται τον άνδρα της.
Όταν την στεφανώνει ο παπάς λέει η γυναίκα να φοβάται τον άνδρα. Και πράγματι τον φοβούνταν και τον έτρεμε. Και αν κανένας άνδρας δεν έκρουε την γυναίκα του, η άλλοι τον (περι)γελούσαν και τον έλεγαν άνανδρο. Τον διοικεί η γυναίκα του που δεν έχει ικανότητα να διοικήσει και να πει και αυτή τη γνώμη της. Αυτή η αλλαγή καθοδηγήθηκε από το ΕΑΜ. Σήμερα η γυναίκα έχει όχι μόνο ικανότητα να διοικήσει αλλά πως πολλές φορές μεγαλύτερες από του άνδρα. Αυτό το χρωστάει στο ένδοξο ΕΑΜ. Συνεχίζουν (κάποιοι) ακόμα να σβήσουν το βάφτισμα ΕΑΜ διότι ήθελε τον κόσμο να τον έχει αμόρφωτο και να τον κάνουν όπως θέλουν. Να μην ξέρει τα δικαιώματα του.
Ακόμα η αγροτιά δεν ξύπνησε. Αν ξυπνήσει η αγροτιά, οι άλλοι με τους πολλούς μισθούς θα πεθάνουν. Δεν τρώγονται τα λεφτά όσα κι αν έχεις. Να πας στο παζάρι και να μην βρίσκεις τίποτα. Όχι με απεργίες και συλλαλητήρια. Αυτό τώρα έγινε της μόδας. Είμαστε χαζοί. Θα κάτσουμε το πολύ 7-8 μέρες και θα φύγουμε. Και μας φυλάγουν να μην τρακάρουμε και μας χαίρονται.
Αγρότη θέλεις να δεις την δύναμη σου. Μην σπέρνεις τίποτα. Μόνο αυτά που σου χρειάζονται. Κτηνοτρόφε μη δίνεις στην αγορά αρνί, γάλα, κρέας. Μόνον τότε θα σε δουν (προσέξουν) και θα σου δώσουν αυτό που σου ανήκει.Αυτό που γράφω δεν ανήκει στην Ιστορία, αλλά το βάζω από καημό και δεν φταίω εγώ. Φταίει το ΕΑΜ που μου είπε αγρότη ξύπνα. Εσύ δουλεύεις μέρα- νύχτα να βγάλεις το ψωμί σου και άλλοι τρώνε το κορμί σου.
Εγώ δεν ήξερα γράμματα και δεν μπορούσα να διαβάσω. Αλλά η μπάμπω μου, η μανιά μας. Τότε έφερναν κατράνι οι κατρανιάρηδες από το Λιτόχωρο. Αυτοί πωλούσαν και ένα φυλλάδιο, αφλάδα (φυλλάδα). Έλεγαν όποιος διάβαζε αυτήν την αφλάδα, συγχωρούνται όλες οι αμαρτίες του και δεν παθαίνει τίποτε.
Εγώ τότε 13-14 παιδί τι άλλες αμαρτίες μπορεί να είχα, εκτός αν έκλεβα κανένα σταφύλι από κάποιο αμπέλι ή κανένα καρπούζι. Παρόλα που δεν μπορούσα να διαβάσω την έμαθα συλλαβίζοντας από έξω. Το βράδυ όπου και αν ήμουν έκανα μετάνοιες, σταυρό και την αφλάδα την φύλαγα στο παλτό, η στο σοκόρφι ( εσωτερική φανέλα). Όταν είχα κάπα το παλτό το έβαζα προσκέφαλο μαζί με την αφλάδα να με ξυπνάει, να ακούω τα γίδια και να μην τα τρώει ο λύκος. Αλλά ο λύκος τέτοια δεν ήξερε και άρπαζε κανένα ζώο που ξεκόβονταν από το κοπάδι. Έτυχε μια βραδιά που έφαγαν οι λύκοι 80 γίδια μας. Μου έλεγε η μανιά μου να μην την λερώσω και την τσαλακώσω γιατί ήταν γραμμένη από τον Θεό.
Αν και πέρασαν από τότε 80 χρόνια, ακόμα δεν την ξέχασα. Την ξέρω από έξω, αλλά δεν την γράφω. Μόνον την αρχή της που ήταν: θείον, θεά, θεόν, θάβα (θαύμα;) που έγινε εις την πόλιν Γεσθημανή. Έτσι δεν είχαμε μεγάλη διαφορά με τα ζώα. Μόνο που τα ζώα δεν μιλούν και εμείς μιλούσαμε. Ποιος άλλος να μας ανοίξει τα μάτια πέρα από το ΕΑΜ;
Ο παππούς μου έλεγε: επί τουρκοκρατίας άμα ήθελες να καταγγείλεις κάποιον, τον έλεγε θα σε σκώσω (πάω) στον Δεσπότη. Ο Δεσπότης σε καλούσε και πήγαινες, σαν σε δικαστήριο. Αν ήσουν ένοχος ο Δεσπότης σου έλεγε να του δώσεις λεφτά. Αφού του έδινες σε εκείνον που έκανε την καταγγελία, έλεγες τζερεμέτησε διότι ο Δεσπότης σε έβαζε να συμβιβαστείς, να συγχωρεθούν οι δύο. Αν εκείνος που τον τζερεμετούσε ( τιμωρούσε), δεν δέχονταν να συγχωρηθεί, ο Δεσπότης τότε έλεγε σε κείνον που πήρε τα λεφτά να του δώσει πίσω ένα ποσό η τα μισά μόνον και μόνον να αγαπηθούν. Αν κανένας δεν δέχονταν, τότε τον έλεγε ο Δεσπότης: Να είσαι καταραμένος. Μ’ αυτή τη λέξη ο Δεσπότης εννοούσε πως θα ρίξει κάνονα (εκκλησιαστική τιμωρία). Και ο κόσμος τότε φοβούνταν, συγχωρούνταν και γυρνούσαν στο χωριό συγχωρεμένοι.
Σημείωση Φαρέτρας: *Ο Δημήτρης Βύζας κατάγεται από τη Φυτειά είναι Ηλεκτρονικός Μηχανικός και συγγραφέας του βιβλίου “Τσόρνοβο – Φυτειά Ημαθίας”
Το φωτογραφικό υλικό που συνοδεύει τα κείμενα είναι από τα αρχεία των Δημήτρη Βύζα και Αντώνη Στεφανόπουλου. Αναφέρεται στον Βασίλη Πατρίκα, το χωριό και τους συγχωριανούς του.
Το 8ο μέρος του κειμένου θα δημοσιευτεί την επόμενη Κυριακή 5 Αυγούστου
Μπορείτε να διαβάσετε: μέρος 1ο – 2ο – 3ο – 4ο – 5ο – 6ο – 7ο – 8ο 9ο – 10ο (Κάντε κλικ πάνω στους αριθμούς)