Ιστορία

Βασίλης Πατρίκας. Ο δασκιώτης λαϊκός αγωνιστής και τα “μακρυγιαννικά” του απομνημονεύματα (1)

Δάσκιο. Το χωριό του Βασίλη Πατρίκα

Επιμέλεια  Δημήτρης Βύζας

«Εγώ θα γράψω τη δική μου ιστορία. Όλοι οι άνθρωποι στη ζωή έχουν την ιστορία τους. Ο καθένας  ξέρει τους δικούς του πόνους, τις δικές του χαρές, λύπες και βάσανα και όταν πεθάνει, πεθαίνουν όλα. Μα εγώ είτε είμαι χαζός, είτε έξυπνος, θα γράψω τον πόνο του χωριού μου, την ιστορία που μου έλεγαν οι παππούδες. Πού θα ξέρουν, αυτοί που γεννιούνται τώρα, πώς ήταν τότε.»  Βασίλης Πατρίκας  ( 1912-2002)

Πρόλογος

Πριν από αρκετά χρόνια, μετά τον θάνατο του μπάρμπα Βασίλη Πατρίκα του Νικολάου, έφτασαν στα χέρια μου τα απομνημονεύματα του, (προσωπικά δεν ονοματίζει και ούτε χαρακτηρίζει τα γραπτά του), που αποτελούνται από 194 σελίδες.

Ο ίδιος εν ζωή είχε στενές φιλικές, οικογενειακές σχέσεις με το περιβάλλον των συγγενών μου και με εμένα προσωπικά. Υπήρχε αλληλοεκτίμηση, αν και είχαμε μεταξύ μας ηλικιακή διαφορά. Πάντοτε και από νεαρός ήξερα ότι στο Δάσκιο (Ντράτσκο) υπήρχε ένας τσαρουχοφόρος, φορούσε γουρουνοτσάρουχα και όταν ακόμα είχε εκλεγεί για τα χρόνια 1964-67 πρόεδρος του χωριού του, για να μην ξεχωρίζει ενδυματολογικά από τους συντοπίτες του. Κάποτε τους ορεσίβιους κατοίκους των Πιερίων έδερνε περισσότερο η φτώχεια, παρά τους ανθρώπους του κάμπου.

Η προτομή του Βασίλη Πατρίκα φιλοτεχνήθηκε από τον Μιλτιάδη Στεφανόπουλο

Ο Βασίλης Πατρίκας, πρόεδρος  της κοινότητας Δασκίου, ήταν αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, Αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού και αρκετά χρόνια φυλακισμένος και πολιτικός κρατούμενος, εξόριστος στα ξερονήσια του Αιγαίου. Στα γνώριμά του νησιά Γιούρα και Λέρο στάλθηκε ξανά, όχι φυσικά με τη θέληση του, για ταξίδι στο ίδιο σχολείο. Απολυτήριο έπαιρνες μόνο με υπογραφή, με τις κάθε είδους αποχρώσεις των δηλώσεων μετανοίας του στυλ: «αποκηρύσσω μετά βδελυγμίας…». Λέγεται πως στο δεύτερο πηγαιμό για τη Γυάρο και λόγω θαλασσοταραχής, οι ταξιδιώτες δέσμιοι  του καραβιού υπέφεραν από ναυτία και ο Β. Πατρίκας παρακαλούσε αστειευόμενος κάποιον σύντροφό του να πει στον Καπετάνιο να οδηγεί το πλοίο από μέρος που δεν υπάρχουν κύματα. Από τον καιρό εκείνο ακουγόταν και η κουβέντα, ρητό του μπάρμπα Βασίλη:  «Ανάθεμα στο Ε.Α.Μ, που μας άνοιξε τα μάτια και μας έκλεισε τα σπίτια».                               

Ύστερα από την κατάρρευση της Δικτατορίας οι κάτοικοι του χωριού τον εξέλεξαν  πάλι πρόεδρο για δύο θητείες (1974-1981).

Μερικά στοιχεία για το Δάσκιο, χωριό που γεννήθηκε και έζησε ο Βασίλης Πατρίκας.  Βρίσκεται στα Πιέρια Όρη, σε υψόμετρο 700 περίπου μέτρων. Είναι το πιο απόμακρο χωριό της Ημαθίας. Το όνομα του χωριού προϊδεάζει στη λέξη δάσος. Το όνομα Δάσκιο αντικατέστησε το παλαιό όνομα, όταν οι κοινότητες με νόμο άλλαζαν ονόματα για να γίνουν “εύηχα”.  Το χωριό λεγόταν Τριάτσικο που σήμαινε χωριό κτισμένο πάνω σε τρείς λόφους (τρείς τσιούκες, τρείς κορυφές) που εκπροσωπούν η Μαυράχη, το Δαμάσι και ο Παλιόκαστρος. Πριν από το 1950, το χωριό χωρίς δρόμους ήταν  δυσπρόσιτο, απλησίαστο. Στην περιοχή έβρισκαν κρησφύγετο οι ληστές και λήσταρχοι στα τέλη του 19ου  και στις αρχές του 20ου αιώνα. Αυτοί παρουσιάζονταν σαν αντιεξουσιαστές που υποστήριζαν τον φτωχόκοσμο της υπαίθρου και καταδυνάστευαν  τους ισχυρότερους. Ο απλός κόσμος τους εκθείαζε και τραγουδούσε τα κατορθώματα τους. Σαν τέτοιοι αναφέρονται στη περιοχή Ολύμπου και Πιερίων οι: Φώτης Γιαγκούλας, Μπαμπάνης, Ντόμανος, Γκαντάρας και άλλοι.

Οι Δασκιώτες  αυτοσαρκάζοντας την φτώχεια του χωριού τους, έλεγαν:

«Ντράτσκο χωριό, κολοκύθ’ αγγειό». Αν και το ίδιο ακουγόταν την ίδια εποχή για το χωριό Σκούλιαρι.

«Αν Σκούλιαρ(ι) χωριό τότι νεροκολόκ(υ)θα αγγειό». Όμως κάποτε, πριν να εμφανιστούν τα πλαστικά, η νεροκολοκύθα έκανε την δουλειά της κανάτας στο αγροτικό σπιτονοικοκυριό.

Κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής και στο Δάσκιο έδρασε η ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση. Οι γενειοφόροι καπεταναίοι και κάποιοι πολιτικοί έδρευαν στο χωριό. Σε ιστορικά γραπτά αναφέρεται η Β΄ Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, το Νοέμβρη του 1943 στο Δάσκιο (Ν.Κ) και Πανελλήνιο συνέδριο στο ίδιο χωριό τον Ιούλιο του 1944 (Π. Σ). Επίσης στο βουνίσιο χωριό Ελαφίνα πραγματοποιήθηκε Παμμακεδονικό Συνέδριο του ΕΑΜ.  Μετά το 1946 στο δημοψήφισμα για την επιστροφή ή όχι του βασιλιά οι κάτοικοι του Δασκίου δεν πήραν μέρος. Ψήφισαν μόνο 6 άτομα. Γι αυτήν μάλλον την εκλογική προτίμηση των κατοίκων, την πλήρωσε με πυρπόληση το χωριό κατά τον Εμφύλιο από τον Στρατό η την Χωροφυλακή της περιόδου εκείνης.

Οι κάτοικοι του χωριού τότε ζούσαν στις παράγκες προσφύγων ή κατ’ άλλους «ανταρτοπλήκτων», στο χωριό Βαρβάρες Βεροίας. Τέτοια ήταν τα δύσκολα εκείνα χρόνια. Το ερειπωμένο αυτό χωριό με μεγάλες δυσκολίες ξαναέκτισαν οι Δασκιώτες που επέστρεψαν στις αρχές του έτους 1950. Το κράτος χορηγούσε κάποια λίγα κεραμίδια και ξυλεία που έφταναν για το χτίσιμο μικρών σπιτιών (δύο δωματίων). Οι εκκρεμότητες  στο κλείσιμο των κατοικιών τράβηξαν χρόνια. Βέβαια καμία σύγκριση δεν μπορεί να γίνει του τότες με το σήμερα, αφού πέρασαν πάνω από εβδομήντα χρόνια.

Εδώ έζησε ο μπάρμπα Βασίλης Πατρίκας. Στα 81 του χρόνια αποφάσισε να θυμηθεί ξανά την θυελλώδη ζωή του στο χαρτί, μαζί με την ιστορία της περιοχής του χωριού του και της Ελλάδας. Παράλληλα με την αυτοβιογραφία του, αναφέρεται στην Γερμανική Κατοχή, στην Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο Πόλεμο, στις αντίξοες συνθήκες ζωής στο χωριό, στα ήθη και έθιμα, στις γιορτές και τα πανηγύρια, στις δεισιδαιμονίες για ύπαρξη φαντασμάτων. Ιδιαίτερα τονίζει τη δύσκολη θέση που είχε η φύση της γυναίκας στην κοινωνία του χωριού. Ο ίδιος στην προσωπική του ζωή, προσπαθούσε να συγκεράσει τις επαναστατικές κοινωνικές αρχές με τις διδαχές του Ευαγγελίου και των Μοναστηριών.

Το γράψιμό του δεν έχει λογοτεχνική αρτιότητα ενός επαγγελματία συγγραφέα, αλλά ο λόγος του γίνεται πιστευτός για την ειλικρίνεια του. Τα γραπτά του είναι γεμάτα ανορθογραφίες και συντακτικά λάθη, παλινωδίες, αλλά γνωρίζοντας τις γραμματικές του γνώσεις τονίζει ότι  «εγώ θα τα γράψω για να τα διαβάσει όποιος θέλει και να μείνουν στην Ιστορία». Αλλού, σε μία επετειακή ομιλία του σε συναγωνιστές του, στα 86 του χρόνια λέει: «Αν γράφω ψέματα, φτύστε με να νιφτώ».

Άθελα μου παρομοιάζω τα γραπτά του Βασίλη Πατρίκα με τα Απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη που πρωτοεμφανίστηκαν από τον Βλαχογιάννη το 1904, χωρίς βέβαια σε καμιά περίπτωση να τους εξισώνω. Διαφέρουν ως προς την αξία, τη θεματολογία, τον όγκο του έργου και την αναγνώριση.

Γνωρίζουμε γι αυτά ότι ο Βλαχογιάννης ψάχνοντας πολύ αργότερα από το 1821, βρήκε στο υπόγειο του Κίτσου Μακρυγιάννη, απόγονου, σε ένα τενεκέ «μισοσαπισμένα του στρατηγού Μακρυγιάννη τα γραψίματα». Επανειλημμένα επαναλαμβάνεται  από τον Μακρυγιάννη «Αν είμαι τίμιος άνθρωπος θέλω γράψει την αλήθεια». Η τιμιότητα του γι’ αυτόν είναι κάτι το αναμφισβήτητο. Ο Μακρυγιάννης αρχίζει να γράφει το 1829  και τελειώνει το 1850.

Στην αρχή γράφει: «1829 Φλεβαρίου 26. Άργος. …Για να μην τρέχω εις τους καφενέδες και άλλα τοιούτα και δεν συνηθώ (ήξερα ολίγον γράψιμον, ότι δεν είχα πάγει εις δάσκαλον από αίτια…). Περικαλούσα τον ένα φίλον και τον άλλον και μ’ έμαθαν κάτι περισσότερον εδώ εις το Άργος όπου κάθομαι άνεργος.

Αφού καταγίνηκα ένα-δυό μήνες να μάθω ετούτα τα γράμματα όπου βλέπετε, εφαντάστηκα να γράψω τον βίον  μου, όσα έπραξα εις την μικρή μου ηλικία και όσα εις την κοινωνία όταν ήρθα σε ηλικία».

Κλείνω τον πρόλογο μου για την αξιόλογη εργασία του μπάρμπα Βασίλη Πατρίκα με μια παράγραφο από την σελ. 115, που αναφέρεται στον Εμφύλιο. «Ο μακαρίτης ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος ολιγομίλητος και σοβαρός τύπος με κριτήριο. Αφού με είδε πως είχα μπλέξει με είπε: Βασίλη, πολλά περνούν από τα χέρια σου και πολλά μπορείς να κάνεις. Αυτός ο δρόμος που πήρες είναι πολύ ανηφορικός. Όλα μπορείς να τα κάνεις, μόνο δύο πράγματα να μην κάνεις. Να μην σκοτώσεις άνθρωπο, όσο και αν σε έφταιξε. Και εμένα να σκοτώσει εσύ να τον χαρίσεις. Και κάτι ακόμη: Να μη γίνεις προδότης και σε πουν προδότη. Τα άλλα όλα κάνε τα. Και εγώ αυτήν την ευχή την τήρησα σαν κόρη οφθαλμού».

Από εκτίμηση που είχα στο πρόσωπο και σεβασμό στη μνήμη του Βασίλη Πατρίκα , διάβασα με ευχαρίστηση τα γραπτά τουλάχιστον δύο φορές. Από τις 158 σελίδες, πέρασα σε ηλεκτρονική μορφή τις πρώτες 58 που κοινοποιώ. Αυτές έγιναν αναγνώσιμες ή καλύτερα ευανάγνωστες. Στην αρχή άφησα τα κείμενα όπως είναι γραμμένα, χωρίς καμιά ορθογραφική διόρθωση. Προχωρώντας έκανα μεγαλύτερη σε βάθος διόρθωση λαθών, όχι όμως εκφραστικών. Αυτό σίγουρα θα το καταλάβει ο αναγνώστης.

Δεν είναι πρόθεση μου να δημοσιεύσω ολόκληρο το έργο του Βασίλη Πατρίκα  παρά να κεντρίσω το ενδιαφέρον  εκείνων που εκτιμούν τις προσπάθειες συνανθρώπων τους που αγαπούν την τοπική Ιστορία. Θεωρώ  τυχερούς τους Δασκιώτες που είχαν συγχωριανούς τους που έγραψαν για το χωριό τους. Χρέος τους να τα διαφυλάξουν για τις επόμενες γενιές. Εκείνοι θα τους ευγνωμονούν και θα καμαρώνουν.

Αυτοί από τους οποίους πήρα πληροφορίες μέχρι σήμερα ήταν οι:

  • Βασίλης Πατρίκας. Ενθυμήματα
  • Ευάγγελος Στεφανόπουλος. Δάσκιο. Ιστορία-Λαογραφία
  • Πάνος Στεφανόπουλος. Βιβλίο, Η Λιάχα.
  • Γεώργιος Κ. Φωτιάδης. Διδάσκαλος. Βιβλίο, Το Δάσκιο Ημαθίας.

Ευχαριστώ όσους προσφέρθηκαν να μου δώσουν πληροφοριακό και φωτογραφικό υλικό για το χωριό τους.

Δημήτρης Βύζας

 Βασίλης Πατρίκας  (ανάγνωση και αντιγραφή Δημήτρης Βύζας)

Μέρος  1ο

1993/ 12 /Δεκεμβρίου, Πατρίκας Βασίλειος του Νικολάου και της Γιάννους, ετών 81, γεννήθηκα το 1912, ακριβώς το μήνα που γράφω την ιστορία τη δική μου. Γράμματα έμαθα όταν έγινα 7 χρονών. Πήγα πρώτη τάξη του Δημοτικού στο χωριό Νεόκαστρο Βεροίας. Ο παππούς μου τότε αγόρασε σπίτι και χωράφια στο Νεόκαστρο, αλλά επειδής ήταν κάπως, και εμείς από βουνό, το κλίμα βαρύ και η θερμασιά (πυρετός) θέριζε, φύγαμε πάλι στο λεγόμενο Δράτσικο, επαρχία Βεροίας, νομός Θεσσαλονίκης. Δεν κράτησα ούτε ημερολόγιο, ούτε μπορώ να τα θυμηθώ από τότες που κατάλαβα τη ζωή, αλλά τώρα πήρα την απόφαση να γράψω ότι θα θυμηθώ, στα 81 χρόνια, πώς ήταν και πώς βρήκα στα 10 που γνώρισα και πώς είναι σήμερα.

Το ίδιο ήταν ή άλλαξε η ζωή, ο τόπος και πήρα απόφαση να γράψω με την δική μου ιδέα, να αφήσω σαν ενθύμιο στα 8 παιδιά μου στα 30 εγγόνια μου και στα 24 δισέγγονα που ως εδώ που ξέρω, που θα σταματήσω. Έχω εγγόνια αρραβωνιασμένα, ανύπανδρα ως να τελειώσουν τα εγγόνια. Το μεγαλύτερο δισέγγονο είναι 10 χρονών. Αφού όλα γεράζουν και πεθαίνουν, έτσι και εγώ. Όλα αυτά που γράφονται μένουν. Κάποιος θα τα διαβάσει γιατί τα περισσότερα έχουν χιούμορ. Δεν είναι από ιστοριογράφους αλλά από αγράμματους, από παραμύθια των παππούδων μας. Εκείνοι δεν ήξεραν ντίπ. Εμείς εμ μάθαμε λίγα γράμματα, εμ τα χρόνια άλλαξαν. Γι’ αυτό λένε από τη μια ως την άλλη αλλάζουν όλα.

Χειρόγραφο του Βασίλη Πατρίκα

Ο παππούς μου ήταν μοναχογιός. Τον πατέρα του δεν τον θυμόταν. Τον έλεγαν Γρηγόρη και την μάνα του Μαρία. Πέθανε 26 χρονών. Μου έλεγε ο παππούς, τότε δεν ήταν όπως τώρα, που τα παιδιά έχουν παιγνίδια. Άλλαξε πολύ η ζωή. Εγώ τότε έκανα παρέα με τον παππού μου. Αυτός μας μάθαινε γράμματα. Ήταν πολύ θρησκευτικός. Είχε μάθει λίγα γράμματα από το ψαλτήρι. Αφού στο Νεόκαστρο δεν μας έστερξε το κλίμα, κάτσαμε ένα χρόνο εκεί και το δεύτερο χρόνο φύγαμε. Με πήρε ο πατέρας μου σε μια φοράδα που την είχε φορτωμένη σιτάρι και εμένα με έβαλε πανωσάμαρα. Το Σεπτέμβριο μήνα είχαμε τελειώσει το αλώνισμα. Η μπάμπου μου, η μανιά μου δεν είχε έρθει καθόλου στο Νιόκαστρο. Ο παππούς μου δεν πούλησε τίποτα στο Τριάτσικο. Είχε ένα παιδί στην Αμερική και τον έστελνε παράδες. Και αγόρασε μια μπάσνα χωράφια και σπίτι. Αλλά η μανιά μου μάλωνε με τον παππού μου και τον κατηγορούσε. Πήγες να χάσεις τα παιδιά. Δεν σε φτάνουν εσένα τα χωράφια αγλίκαστη; (δικό μου= αχόρταγε). Και όταν ξαναήρθα στο χωριό η μανιά μου με κολυμπούσε με το νερό αλλά τη θερμασιά την είχα όλον τον Χειμώνα. Δεν μπορούσα να πηγαίνω Σχολείο, δεν υπήρχε. Ήταν μια αίθουσα. Πηγαίναμε γύρω στα 60 παιδιά και φωτιά ανάβαμε στο τζάκι. Δεν υπήρχε σόμπα ούτε θρανία να καθόμαστε. Ήταν κάτι σαν καναπές που δεν χωρούσε παραπάνω από 20 παιδιά.

Κορίτσια δεν έστελναν τότε στο σχολείο. Έλεγαν τα γράμματα δεν χρειάζονται στα κορίτσια, μόνον τα παιδιά να μάθουν, να στέλνουν γράμμα άμα θα πηγαίνουν στρατιώτες. Και ο δάσκαλος που ήταν από το Καταφύγι Κοζάνης, είχε ένα κορίτσι και έρχονταν και αυτό. Ήταν Τρίτη τάξη και μας έκανε μάθημα. Εμείς την πειράζαμε, την έλεγαν Όλογα και στο χωριό δεν είχαμε άλλο όνομα Όλογα. Αλλά και οι γυναίκες έλεγαν: Μπρε νησιάν(ι) να παένει το κορίτσι σχολείο. Θα μας χάσει ο θεός. Ο δάσκαλος αυτός έκατσε μόνο ένα χρόνο στο χωριό, αλλά κάθε Κυριακή και γιορτή έλεγε (να πάμε) στην εκκλησία. Τότε όπως πηγαίναμε σχολείο έτσι και την Κυριακή ο δάσκαλος, μάς μάζευε και μάς πήγαινε στην εκκλησία και αυτός έψελνε και έλεγε τους χωριανούς να στέλνουν τα κορίτσια στο σχολείο. Τον άλλο χρόνο ήρθε η διαταγή να γράψουν και τα κορίτσια στο σχολείο. Και άρχισαν να μαθαίνουν γράμματα. Ως τότε δεν υπήρχε γυναίκα που να ξέρει γράμματα.

Εγώ όλο τον χρόνο, αν πήγα 3 μήνες, είναι πολύ. Την Άνοιξη άρχισα να γερεύω (δικό μου =δυναμώνω) και ο πατέρας μου είχε λίγα πρόβατα και τον Απρίλη με έστειλε με έναν παππού, Γραμμένο τον ήλεγαν, να μι έχει φιτσιόρη (βοηθό), έτσι το έλεγαν. Ο παππούς, μου πήρε μια πλάκα με ένα πλακοκόντυλο. Η πλάκα έχει ξύλινη  κορνίζα και έχει μια τρύπα και με έδεσε το πλακοκόνδηλο με μια γερή κλωστή από το λινάρι που έγνεθε η μπάμπω μου και με μάθενε το αλφαβητάριο που μας το έλεγε ο δάσκαλος αλλιώς και δεν μπορούσα να το μάθω. Ο παππούς μου έλεγε Α αρχονταγμός, ο δάσκαλος μου έλεγε Β βασιλεύει ο κύριος, Γ γαρ γενιέται ο Χριστός.

Και εγώ τώρα που γέρασα άλλαξα. Λέω να είμαι ντίπ χαζός, σάματ εκείνοι που έγραψαν όλοι ήταν γραμματιζούμενοι; Εκείνοι που είναι πολύ γραμματισμένοι θα τα διαβάζουν για χαβά και εκείνοι που είναι σαν και μένα, θα τα καταλαβαίνουν όπως και εμείς οι αγράμματοι τις περισσότερες τις λέξεις δεν τις ξέρουμε τι έννοια έχουν.

Και αρχινώ με χιούμορ. Ήμουν πρόεδρος και πήγα στον υπουργό Συγκοινωνιών (Γιάννη Γιαμά) και του ζήτησα παράδες για το δρόμο από τη Βέροια ως το χωριό μου Δάσκιο και μου είπε πως δεν έχει (αργότερα, σε άλλη σελίδα, γράφει πως και ο Γ. Γιαμάς του χορήγησε κάποια χρήματα) και τον είπα για τις γλύστρες έχετε και  δίνετε και για τα 5 χωριά που είμαστε 8 χιλιάδες ψυχές δεν έχετε. Παίρνομε μια γυναίκα στο ξυλοκρέββατο να την φέρουμε, γιατί δεν μπορούσε να γεννήσει και την κατεβάζαμε στη Βέροια. Τι σαν ήταν υπουργός ούτε γλύστρες ήξερε ποιες λένε, ούτε ξυλοκρέββατο και επειδής είχα πάει μαζί με το βολευτή τότε τον Βλαχόπουλο, ρωτούσε τι λέει αυτός, τι θα πεί γλύστρα και ξυλοκρέββατο. Και τα εξηγούσε αυτά ο βολευτής ο Τάκης. Δεν πιστεύω να τα ξέχασε. Αν κανένας διαβάσει και ειδή ας βρει τον Τάκη τον Βλαχόπουλο να τον πει. Να που και μείς ξέρουμε παραπάνω από τους πολυγραμματιζούμενους.

Εγώ θα γράψω τη δική μου ιστορία. Όλοι οι άνθρωποι στη ζωή έχουν την ιστορία τους. Ο καθένας  ξέρει τους δικούς του πόνους, τις δικές του χαρές, λύπες και βάσανα και όταν πεθάνει, πεθαίνουν όλα. Μα εγώ είτε είμαι χαζός, είτε έξυπνος, θα γράψω τον πόνο του χωριού μου, την ιστορία που μου έλεγαν οι παππούδες. Που θα ξέρουν, αυτοί που γεννιούνται τώρα, πώς ήταν τότε. Αν δεν βρεθούν πουθενά, που υπάρχουν χωριά και κάστρα χωρίς να τα ξέρουμε, από πότε χαλάστηκαν και για ποιο λόγο φαίνονται μνημόργια και σημάδια πως κάποτε ήταν και ζούσαν άνθρωποι.

Να γι’ αυτό εγώ σοφίστηκα να γράψω τη δική μου ιστορία. Σε όλη μου τη ζωή, άλλα  μπορείς να τα θυμηθείς από τότε που κατάλαβες τον κόσμο και τη ζωή. Δύσκολα, αλλά όσα θυμηθώ, το κακό είναι που θυμάσαι άλλα πίσω και άλλα μπροστά, που δεν έχουν σειρά να δώσεις στον άνθρωπο που θα διαβάσει, να καταλάβει την έννοια που μας έλεγε ο δάσκαλος, όταν πήγα σχολείο ενάμιση χρόνο. Πήγα πρώτη δημοτικού και τη Δευτέρα τάξη πήγαινα κάπου- κάπου που ήμουν άρρωστος. Την Άνοιξη ο πατέρας μου, μου έδωσε το δίπλωμα στα πρόβατα και τα γίδια και στο χωράφι γεωργοκτηνοτρόφος. Μέχρι και τώρα με αυτά ασχολούμαι

Σημείωση Φαρέτρας: Το 2ο μέρος του κειμένου θα δημοσιευτεί την επόμενη Κυριακή 24 Ιουνίου.

Μπορείτε να διαβάσετε: μέρος  1ο   –   2ο    –   3ο      4ο   –  5ο  –  6ο  –  7ο  –   8ο    9ο  –  10ο  (Κάντε κλικ πάνω στους αριθμούς)

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας