Ιστορία

Βασίλης Πατρίκας. Ο δασκιώτης λαϊκός αγωνιστής και τα “μακρυγιαννικά” του απομνημονεύματα (3)

Επιμέλεια  Δημήτρης Βύζας

«Εγώ θα γράψω τη δική μου ιστορία. Όλοι οι άνθρωποι στη ζωή έχουν την ιστορία τους. Ο καθένας  ξέρει τους δικούς του πόνους, τις δικές του χαρές, λύπες και βάσανα και όταν πεθάνει, πεθαίνουν όλα. Μα εγώ είτε είμαι χαζός, είτε έξυπνος, θα γράψω τον πόνο του χωριού μου, την ιστορία που μου έλεγαν οι παππούδες. Πού θα ξέρουν, αυτοί που γεννιούνται τώρα, πώς ήταν τότε.»  Βασίλης Πατρίκας  ( 1912-2002)

Απόσπασμα από τον πρόλογο του Δημήτρη Βύζα

Η προτομή του Βασίλη Πατρίκα φιλοτεχνήθηκε από τον Μιλτιάδη Στεφανόπουλο

Πριν από αρκετά χρόνια, μετά τον θάνατο του μπάρμπα Βασίλη Πατρίκα του Νικολάου, έφτασαν στα χέρια μου τα απομνημονεύματα του, (προσωπικά δεν ονοματίζει και ούτε χαρακτηρίζει τα γραπτά του), που αποτελούνται από 194 σελίδες.[…]

Από εκτίμηση που είχα στο πρόσωπο και σεβασμό στη μνήμη του Βασίλη Πατρίκα,  διάβασα με ευχαρίστηση τα γραπτά τουλάχιστον δύο φορές. Από τις 158 σελίδες, πέρασα σε ηλεκτρονική μορφή τις πρώτες 58 που κοινοποιώ. Αυτές έγιναν αναγνώσιμες ή καλύτερα ευανάγνωστες. Στην αρχή άφησα τα κείμενα όπως είναι γραμμένα, χωρίς καμιά ορθογραφική διόρθωση. Προχωρώντας έκανα μεγαλύτερη σε βάθος διόρθωση λαθών, όχι όμως εκφραστικών. Αυτό σίγουρα θα το καταλάβει ο αναγνώστης.

Δεν είναι πρόθεση μου να δημοσιεύσω ολόκληρο το έργο του Βασίλη Πατρίκα παρά να κεντρίσω το ενδιαφέρον εκείνων που εκτιμούν τις προσπάθειες συνανθρώπων τους που αγαπούν την Τοπική Ιστορία.[…]

ΠΑΤΡΙΚΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ (ανάγνωση και αντιγραφή ΒΥΖΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ)

Μέρος 3ο

Και τώρα γράφω πώς παντρεύτηκε ο παππούς μου. Ο παππούς μου έγινε 27 χρονών και παντρεύτηκε. Τότε, επάνω από τα 20 χρόνια σε περιγελούσαν γεροντοπαλίκαρο. Γι’ αυτό και ένα (ακόμα) που η μάνα του είχε πάρει κακό όνομα. Πως ήταν κακιά. Πήγαινε να ζητήσει κορίτσι, την έλεγαν δεν το δίνουμε το κορίτσι στη μπάμπω Γρηγόραινα. Ήταν καλή. Καμιά άλλη σε ελεημοσύνη μέσα στο χωριό, που την έλεγαν ψωμοδότρια. Τότε το ψωμί ήταν το μεγαλύτερο δώρο.

Ο παππούς μου ήταν καλός γεωργός. Είχε καλά και πολλά χωράφια και μάζευε ψωμί και σιτάρι. Τότε το σιτάρι ήταν φάρμακο και ο παππούς μου μάζευε. Και η μάνα του, το εξηντάημερο, τη σαρακοστή του Πάσχα, το σαρανταήμερο για τα Χριστούγεννα, ο κόσμος νήστευε και η μάννα του παππού μου, πήγαινε κομμάτια στην εκκλησία για τους πεθαμένους. Έτσι έλεγαν τότε ότι τα τρώνε οι πεθαμένοι. Και επειδή ήταν από σιτάρι, πιάνονταν πιο πολύ για συχώριο. Τότε ο κόσμος έτρωγε καλαμπόκι όχι μόνο στα βουνά αλλά και στον κάμπο. Η βάση (της διατροφής) ήταν το καλαμπόκι.

Ο παππούς μου επειδή ήταν πολύ θεοφοβούμενος, έβανε πολλές ιδέες. Αν και ήταν νέος έλεγε: Να πάει στην έρημο, να γίνει ερημίτης χωρίς να βλέπει κόσμο. Αλλά τα χρόνια είχαν αλλάξει και δεν ακούγονταν να πηγαίνουν σε ασκηταρειά που έλεγαν. Είχε μόνον τη μάνα του και πώς να την αφήσει. Είχε ζευγάρι βόδια , έκαμνε χωράφι και είχε και μουλάρι, που στο χωριό ολόκληρο είχαν τρία μουλάρια και 14 γομάρια. Αλλά το μουλάρι του παππού μου ήταν το πρώτο στο χωριό. Πάνω από 100 οκάδες δεν σήκωνε άλλο ζώο και έπαιρναν του παππού μου το μουλάρι. Αλλά αυτός ήταν τόσο φιλότιμος που πήγαινε ο ίδιος μαζί με το μουλάρι του. Ήταν έξυπνος και έπιανε το χέρι του,  (σε) ότι έβλεπε που γινόταν με το σκεπάρνι και το τσεκούρι. Αφού στο σπίτι του είχε ψωμί για τρία χρόνια, είπε στη μάνα του να ξενιτευτεί, να πάει στα ξένα, να πωλήσει το μουλάρι και τα βόδια να τα κοιτάξει η μάνα του. Η μάνα του δεν τον άφησε. Τον Σταυρό που τον έλεγαν τότε, τον Σεπτέμβριο, είπε να φύγει για το Άγιο Όρος. Η μάνα του, τον έκανε το χατίρι να πάει στο Άγιο Όρος ως την Άνοιξη. Το Πάσχα να γυρίσει και δεν τον άφησε ούτε το μουλάρι να το πουλήσει. Εγώ είπε θα τα κοιτάξω. Ο παππούς μου με τα πόδια μέρα νύχτα, έκανε 14 μέρες. Μας έλεγε: εγώ περπατούσα πολύ. Άλλοι που πήγαν, έκαναν 20-25 μέρες.

Και όταν έφτασα στο Άγιο Όρος, ήταν πολύ ξενούρα και δουλειά δεν εύρισκες. Εγώ πήγα στο ρώσικο μοναστήρι και βρήκα ένα ζευγάρι μαστόρους, κτιστάδες. Ήξεραν και από ντουβάρι με πέτρες, ή τούβλα. Έχτιζαν και σκέπαζαν κελιά με πλάκες και κεραμίδες με λούκια. Εγώ όλο το χειμώνα τους πήγαινα λάσπη και ασβέστη. Εκεί το μέρος είναι ζεστό, δεν κάνει χειμώνα, δουλεύαμε συνέχεια. Και εκεί κάθε βράδυ πήγαινε στην εκκλησία που διάβαζε κάθε βράδυ. Και εκεί σε ένα καλόγερο που με έβλεπε κάθε βράδυ, μου είπε να με μάθη τον οκτώηχο και γράμματα. Και εγώ μόλις μου είπε και αυτός, είχα μεράκι να μάθω γράμματα και μου μάθαινε από το ψαλτήρι, το αλφάβητο που ο παππούς μου μέσα σε 8 μήνες έμαθε την ψαλτική. Όταν ήρθε στο χωριό του, το Πάσχα, έψαλε στην εκκλησία και ο κόσμος τον ζήλευε πολύ. Μόνον δεν ήταν καλλίφωνος, αλλά πολύ τυπικός και έψελνε και πήγαινε στη εκκλησία. Και πήγαινε στην εκκλησία χωρίς καμιά αμοιβή. Μόνο ψυχικά ικανοποιούνταν. Πίστευε πως ο θεός θα τον βάλει στον παράδεισο.

Για να μάθει το χωριό πως ξέρει από μαστορική, μέτρησε το δικό του σπίτι που είχε. Ήταν 14 πήχες μάκρος και 7 πήχες φάρδος. Τα σπίτια ήταν χαμηλά, 2 μέτρα ήταν τα ντουβάρια, με πέτρες και με πλάκες σκεπασμένα. Όλα χαμηλά στο χώμα. Το χώριζαν με ένα ξυλοχώρισμα. Εκεί που είχαν το τζάκι, έβαζαν 2 κάμαρες σε κάθε γωνιά. Αν δεν ήταν σε καμιά πλαγιά, έβαζαν και δύο παράθυρα μικρά 40 πόντους φάρδος και 50 ύψος. Αυτά ήταν τα καλύτερα, ήταν και μικρότερα.

Πάντα μέσα στο σπίτι που έμπαινες ήταν σκοτάδι, άφηναν τις πόρτες που είχαν στο μέσον του σπιτιού. Η μια πόρτα ήταν η μεγάλη και η άλλη μικρότερη και όταν ήταν καλή μέρα άνοιγαν τις πόρτες να βλέπουν, όταν την έκλειναν είχε πάνω στο κάσομα μάνταλο και κλούσε, έκλινε.  Από έξω είχε ένα ξύλο δεμένο, να σουγλάς, (σουβλάς) στο μέσω της πόρτας που στο κάσομα ήταν μια τρύπα που σηκώνονταν ο μάνταλος όταν τον σούγλιζες και άνοιγε η πόρτα. Στο μέσον του ντουβαριού ήταν ο περάτης που όταν τον τραβούσες πίσω από την πόρτα, με κανέναν τρόπο δεν άνοιγες, μόνον αν έσπαζες την πόρτα. Το ξύλο που το έβαζες στο μέσον, ήταν χοντρό 20-30 πόντους και εκεί το γέμιζαν χώμα.

Ήταν ψηλότερο από το άλλο μισό που το είχαν αχούρι. Έδεναν τα βόδια, το μουλάρι, έκαναν παχνιά και δεν τα χορνούσαν, χώριζαν, να βλέπουν τα ζώα, να μην τυλιχτεί κανένα. Αν είχες καμιά αγελάδα και γεννούσε το μοσχάρι, έρχονταν και αυτό στο τζάκι το χειμώνα, κοντά στη φωτιά. Όταν κατουρούσε καμιά φορά, τα κάτουρα πρατσάλιζαν, (πιτσίλιζαν) και αν δεν είχες το κεφάλι σκεπασμένο, έρχονταν στα μούτρα. Έλεγαν πως το κάτουρο από τα γελάδια ωφελούν στα μάτια και γι’ αυτό όσοι ζούσαν και κοιμούνταν μαζί με τα γελάδια, από το κάτουρο τα μάτια τους, όταν γέραζαν, δεν έχαναν καθόλου φως. Έβλεπαν καλύτερα από τους σημερινούς νέους που μόλις πάρουν τα πενήντα βάζουν γυαλιά.

Ο παππούς μου, αφού μέτρησε το σπίτι του, μόνος του έκοψε τον κερεστέ, τα ξύλα που ήταν άφθονα και ότι ξύλο ήθελες, αρκεί να καταλάβαινες. Θέλησε να ρίξει το πάτωμα, χάλασε τη σκεπή μόνος του και βρήκε έναν μάστορα από τη Σκουτέρνα. Στο Δράτσκο, στη Μπόστανη και στη Βόσοβα δεν εύρισκες τότε μάστορα, χτίστη. Έρχονταν από σιαπάν και μιλούσαν μαστόρκα. Ο παππούς μου πήγαινε και άκουγε και έκλεψε πολλά. Έμαθε τη μαστορική γλώσσα. Η μάστοροι τότε που έρχονταν, ήταν από το Φραγκότσι.

Όταν ο πρωτομάστορας έβλεπε πως δεν έδενε την πέτρα, το αντίγονο στη γωνιά, τον έλεγε την γομάρα δεν την έδεσες και θα κόψει το σχοινί και θα φύγει. Δηλαδή τη γωνία δεν την έβαλες καλά, θα ανοίξει και θα πέσει. Όταν τους φώναζε ο νοικοκύρης έλεγαν: Τι προφκαλνάει ο μοχός, η μοχούσα να πάμι να φάμι , να πάμε να μανέψωμει. Τι μάνιζει η μοχούσα, τι μαγείρεψε. Αν ήταν φασόλια, τα έλεγαν φουσκοκίλδε, διότι φέρνει αέρια στο στομάχι και μεγάλοι έκλαναν πολύ και οι μικροί και τα μαθητούδια τους έφευγαν και αυτούς και γέλαγαν, διότι οι μικροί το είχαν ντροπή να κλάνουν μπροστά στου μεγάλους. Μα όταν κάθονταν το βράδυ σε σανιδένιου πάτωμα, το πάτωμα ροπουτούσε (θορυβούσε). Τώρα τέτοιες πορδές δεν μπορούν να κλάσουν οι σημερινοί άνθρωποι!!

Αφού ξεσκέπασε, κατέβασε την πλάκα, έριξε τα πατόξυλα, έβγαλε σκίζες και έριξε στα πατόξυλα. Έριξε κόκκινο χώμα, το έβρεξε και έγινε πάτωμα. Έχτισε πάνω στα παλαιά ντουβάρια 2 μέτρα ύψος και δύο ήταν τα παλαιά, έγιναν τέσσερα μέτρα. Το πιο ψηλό σπίτι στο χωριό με πάτωμα και διπλό το αχούρι, ήταν απόκοτο. Το άλλο έγινε παράσπιτο. Εκεί μάζευε τα γεννήματα, τα μαξούλια, τα τυριά, μέλι, τουρσιά, κάστανα. Όταν είδαν οι άλλοι, άρχισαν να φκιάχνουν με μισό πάτωμα. Το μισό στο χώμα και το μισό με πάτωμα. Και γλύτωσαν τα κάτουρα και τις βουνιές, που κοιμούνταν με τα ζευγάρια ο κόσμος. Η ζωή τότε ήταν στο ζευγάρι. Στους εκατό, πέντε αν δεν είχαν ζευγάρι. Ο άλλος ο κόσμος είχε. Τώρα ο παππούς μου έγινε ο καλύτερος μάστορας, αλλά επειδή είχε και τα χωράφια και ζευγάρι, δεν μπορούσε να πάει σε ξένη δουλειά και μας έλεγε η τέχνη είναι μπελιζίκι. (Μπελετζίκια= στολίδια). Μάθε την και άφησε την και όποτε θέλεις σύρε βρέστην.

Αφού τέλειωσε τα  ντουβάρια του σπιτιού του, τον μάστορα που είχε τον πλήρωσε με το παραπάνω και τον είπε θα το πλακιάσω μόνος. Κράτησε τον εργάτη που είχε να του φκιάνει λάσπη. Ήταν από το χωριό και τον πλήρωνε με γέννημα, καλαμπόκι και βρίζα. Το έλεγαν σμιγάδι. Και το πλάκιασε μόνος.  Έβλεπαν οι χωριανοί και έλεγαν: αν χερίσει (αρχίσει) βροχή έξω, δε θα βρέχει όσο μέσα. Μας έλεγε ο παππούς μου, ως να τελειώσω το σκέπασμα, αρχίζει να βρέχει πολύ βροχή και ούτε μια σταλαγματιά. Ο κόσμος πήγαινε και έβλεπε. Έτσι άρχισαν να τον ζητάνε να φκιάσει τις σταλαματιές και να ξαναρχίσει σπίτια που ήταν νεοφτιαγμένα που έσταζαν. Αλλά ο παππούς μου δεν είχε ανάγκη από ξενοδουλειά. Δεν είχε οικογένεια και έξοδα.

Σημείωση Φαρέτρας:Το φωτογραφικό υλικό που συνοδεύει τα κείμενα είναι από τα αρχεία των Δημήτρη Βύζα και Αντώνη Στεφανόπουλου. Αναφέρεται στον Βασίλη Πατρίκα, το χωριό και τους συγχωριανούς του.

Το  4ο μέρος του κειμένου θα δημοσιευτεί την επόμενη Κυριακή 8 Ιουλίου.

 Μπορείτε να διαβάσετε: μέρος  1ο   –   2ο    –   3ο      4ο   –  5ο  –  6ο  –  7ο  –   8ο    9ο  –  10ο  (Κάντε κλικ πάνω στους αριθμούς)

banner-article

Ροη ειδήσεων