“Περί Λεξικών ο λόγος: Λεξικογραφία – Λεξικολογία” γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου
Pierre Grimal «Λεξικό της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Μυθολογίας»
Κριτική παρουσίαση [1]
Γλώσσα και Λεξικογραφία – Το θεωρητικό πεδίο
Κάθε γλώσσα διέπεται από γνωρίσματα, που την ταυτοποιούν και περιγράφουν. Πρόκειται για σταθερά χαρακτηριστικά που αποτελούν συνάμα και τα κριτήρια αξιολόγησής της. Η γλώσσα είναι ευαίσθητη και ευάλωτη. Διαρκώς εκτίθεται σε πολλαπλές κρίσεις. Καταρχάς εντοπίζεται κρίση στάσης. Η ερμηνεία της γλώσσας δηλαδή επιχειρείται με γνώμονα την ηλικία, την επαγγελματική δραστηριότητα και την κοινωνική θέση και τις δεξιότητες των φορέων της, τις επικοινωνιακές περιστάσεις και τις ιδεολογικές συντεταγμένες που την οριοθετούν. Συνακόλουθα προκύπτει και η ενδογλωσσική κρίση. Αφενός η γλώσσα συγκρούεται, «παλεύει» συχνά με τον ίδιο τον εαυτό της. Τείνει να αποκτήσει οργανικότητα και να διαμορφωθεί μέσα από τη διαπλοκή και την αντιπαλότητα διαλέκτων, ιδιωματικών εκφράσεων, δυναμικών ιδιολέκτων, ακόμη και κοινωνιολέκτων. Αφετέρου η επίδραση ξένων γλωσσών και η συνάφεια τους προς τη νεοελληνική συνιστούν τη διαγλωσσική της κρίση. Σε αυτό ακριβώς το πεδίο αναφοράς εντάσσονται οι θεωρητικές αναζητήσεις και οι προβληματισμοί αναφορικά με τις «ηγεμονικές» τάσεις των πλέον διαδεδομένων γλωσσών εν σχέσει προς τις λιγότερο ομιλούμενες (Kamaroudis, 2000, 190 και 193).
Οι προϋποθέσεις αξιολόγησης σε μία γλώσσα σχετίζεται και με τη λειτουργική κρίση. Αρκετές φορές μία (εθνική) γλώσσα αναγκάζεται να υιοθετεί μορφές ή και να δανείζεται τύπους από άλλες γλώσσες – έστω και με την πρακτική των αντιδανείων – καθώς η ίδια εγγενώς δεν τις διαθέτει. Τα κριτήρια αυτά συνδέονται άρρηκτα με την οικονομία της γλώσσας. Επιδρούν στη φωνητική και τη φωνολογική της υπόσταση, στη δομική αλληλουχία των στοιχείων της. Η μερική επιβολή ξενόγλωσσου λεξιλογίου συναρτάται με χρηστική του αναγκαιότητα. Εντούτοις είναι γενικά διαπιστωμένο ότι λέξεις με εκτεταμένο συνταγματικό μήκος δεν παρουσιάζουν σοβαρές προοπτικές επιτυχίας στην καθιέρωσή τους (επί παραδείγματι η λέξη «ταχυφαγείο», εκτός του ότι παρουσιάζει ακαλαίσθητο λογιοτατισμό, όπως νομίζω, δε θα μπορούσε επ’ ουδενί να αντικαταστήσει τον πληρέστερο νοηματικά και λειτουργικά fast food).
Η νεοελληνική γλώσσα διαθέτει πλέον επαρκή περιγραφή. Από τον ακραίο συντηρητισμό του Κοδρικά και του Αθανάσιου Πάριου έως το ρομαντικό όραμα του Κοραή για «μέση οδό», από τον άκριτο και ανιστόρητο εξαρχαϊσμό, που τροφοδότησε τη λαίλαπα των «Ευαγγελικών» (1901) και των «Ορεστειακών» (1903) μέχρι τη θεμελίωση των εκπαιδευτικών και γλωσσικών μεταρρυθμίσεων του 1976, οι απόπειρες για κοινό γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας αποτυπώνονται δυναμικά. Η κοινή νεοελληνική, όντας μια νέα σχετικώς γλώσσα με πανάρχαιες όμως αφετηρίες, αντικατοπτρίζει την ιστορική της περιπέτεια – όπως και την πολιτική έκφανση αυτού του κραδασμού – στο σημασιολογικό της ορίζοντα. Μολονότι το αίτημα για μία άρτια και εκσυγχρονισμένη γραμματική παραμένει αμετάκλητο, ωστόσο είναι γεγονός ότι έχουν σημειωθεί βήματα προόδου στην οργάνωση και τη διδακτική της γλώσσας. Συνακόλουθα η λεξικολογία, όπως και η λεξικογραφία, η δυναμική στη σύνταξη λεξικών της νεοελληνικής, διαρκώς τελεσφορεί.
Συμβατικά ως Λεξικό δύναται να νοηθεί το πόνημα, το οποίο συγκεντρώνει περισσότερα από 2000 λήμματα. Η εγκυρότητά του συνάπτεται με σειρά παραγόντων που λειτουργούν ως πεδία ορισμού. Εκτός από τον αριθμό των λημμάτων που εμπεριέχονται, το βάρος πέφτει και στην πληρότητα δηλαδή τη γλωσσική του επάρκεια. Αναμφίβολα η ετυμολογία και η χρονολόγηση των λέξεων, παρά τα επιμέρους αντιρρήσεις που εγείρονται, αποτελούν αποφασιστικά κριτήρια. Άλλωστε για κάθε λεξικό η κριτική μελέτη επικεντρώνεται στη γενική περιγραφή, την ιστορική του ταυτότητα, τα διαρθρωτικά στοιχεία δομής. Επομένως, δεν πρόκειται για παρωχημένη και άνευρη κατασκευή. Αντιθέτως είναι δημιουργία αυτοδύναμη, καθοδηγημένη από την ίδια την ποίηση της γλώσσας.
Η συσχέτιση του λεξιλογίου με την πραγματολογική αντίληψη για την ερμηνεία της γλωσσικής επικοινωνίας είναι επιτακτική. Σε αυτή τη βάση ερευνάται η σημασία της γλωσσικής ικανότητας, το εύρος και η ακρίβεια του λεξιλογίου. Το ατομικό λεξιλόγιο προφανώς είναι ανομοιογενές και πολυποίκιλο. Ωστόσο συνιστά τμήμα κοινού γλωσσικού κώδικα και υπάγεται στη δομή του. Και αυτό συμβαίνει, επειδή «δεν καταργεί την ύπαρξη ενός κοινού γλωσσικού αισθήματος όσον αφορά τις γενικές αρχές στις οποίες βασίζεται η δομή και η λειτουργία του λεξιλογίου, άσχετα με το πόσο «φτωχό» ή «πλούσιο» μπορεί να είναι από την άποψη του γνωστικού – αναφορικού περιεχομένου» (Μότσιου, 1994, 37). Η συγκεκριμένη λεξικολογική αρχή καθορίζει και τη σημασιολογική αλλά και τη λεξικογραφική υπόσταση της γλώσσας.
Τα λεξικά με συγκεκριμένη θεματική οντότητα, όπως αυτό του Pierre Grimal, συνιστούν μία ιδιάζουσα περίπτωση. Είναι ταυτοχρόνως θεματικά και διαθεματικά. Όσον αφορά στη χρήση και την προσληπτική ικανότητα του δέκτη ενεργοποιούνται διαφορετικές παράμετροι. Πάντως βιβλιολογικά αποτελούν ένα αδιαίρετο όλο ύλης και περιεχομένου με ευκρινή αλληλουχία στη σύνταξή τους. Διευκρινίζεται, τέλος, ότι οι αναφορές και οι παρατηρήσεις στο «Λεξικό της Ελληνικής και Ρωμαϊκής μυθολογίας» αφορούν την ελληνική μετάφρασή του το 1991. Συγκαταλέγονται οι επιμέρους σχολιασμοί και οι μορφολογικές ανακατατάξεις που στην έκδοση αυτή υιοθετούνται.
Το «Λεξικό της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Μυθολογίας» του Pierre Grimal
Η πρώτη έκδοση του «Λεξικού της Ελληνικής και της Ρωμαϊκής Μυθολογίας» του Pierre Grimal πραγματοποιήθηκε το 1951 από τις Presses Universitaires de France. Ακολούθησαν και άλλες επανεκδόσεις, διορθωμένες και αναμορφωμένες, ενώ κατά τη δεκαετία του 1980 μεταφράστηκε για πρώτη φορά στην αγγλική (1986) και στην πολωνική γλώσσα (1987). Η ελληνική μετάφραση βασίστηκε στην τρίτη γαλλική έκδοση, η οποία ήταν αναθεωρημένη και εμπλουτισμένη με τριάντα δύο ένθετες φωτογραφίες, εικόνες και διαγράμματα. Προτασσόταν και πρόλογος του Charles Picard, επίτιμου καθηγητή της Σορβόννης και παλαιού δασκάλου του συγγραφέα.
Η υποδοχή του Λεξικού από τη διεθνή φιλολογική κοινότητα υπήρξε ένθερμη και επαινετική παρά τις επιμέρους αντιρρήσεις. Οι καταγεγραμμένες βιβλιοκρισίες περιλαμβάνονται συγκεντρωτικά στους τόμους 22, 23, 24, 25, 26 και 27 της «Année Philologique» των ετών 1951, 1952, 1953, 1954, 1955 και 1956 αντιστοίχως. Οι περισσότερες κριτικές εστιάζονταν στη χρηστικότητα του λεξικού, καθώς αποτελούσε ένα δόκιμο, συνοπτικό και εύχρηστο εγχειρίδιο αρχαιογνωσίας.
Καθώς στην αρχική μορφή του το βιβλίο δεν περιελάμβανε ευκρινή διαχωρισμό ανάμεσα στους ελληνικούς και τους ρωμαϊκούς μύθους, αντιμετωπίστηκε ως έργο, το οποίο απευθυνόταν κατ’ εξοχήν στους μελετητές της λατινόφωνης παράδοσης και φιλολογίας. Ο Marouzeau, επί παραδείγματι, τονίζει τη συγκεκριμένη παράμετρο επισημαίνοντας ότι σε αυτήν την εγκυκλοπαίδεια ο ελληνικός και ο ρωμαϊκός κόσμος συμφύρονται αξεδιάλυτα και δημιουργικά. Ομοίως πολλοί άλλοι μελετητές και έγκριτοι θεράποντες της φιλολογικής επιστήμης πιστοποιούν τη λειτουργική του χρησιμότητα. Εκτιμούν ότι πρόκειται για καταγραφή πολύτιμων πληροφοριών στην οργάνωση και έκθεση του μυθολογικού υλικού. Συνεπώς πρόκειται για «έργο διδασκαλίας και χρήσιμης εκλαΐκευσης, το οποίο μπορεί κανείς να συμβουλεύεται εύκολα» (Lurquin). Αναγνωρίζεται η καίρια σημασία του λεξικού, εφόσον δεν αποτελεί απλώς μία αποθησαύριση γνώσεων και καταγραφή στοιχείων. Αντιθέτως προβάλλεται ως το προϊόν μίας πολυσύνθετης διεργασίας, όπου η παρουσίαση του μυθικού υλικού οργανώνεται εμπεριστατωμένα σε λογική ακολουθία. Είναι το απότοκο μίας αφαιρετικής διαδικασίας, κατά την οποία επιλέγονται οι πλέον αντιπροσωπευτικοί μύθοι και συμπυκνώνονται σε ένα ευσύνοπτο φιλολογικό εργαλείο. Χαρακτηριστικά ο Rose επισημαίνει ότι «ο Grimal ανέλαβε να δώσει μία σύντομη αλλά όχι ανεπαρκή έκθεση και καταγραφή σχεδόν όλων όσων μνημονεύονται στην ελληνική μυθολογία και στη χλωμή σκιά αυτού που παρήγαγε η Ρώμη στους ιστορικούς χρόνους».
Στην τρέχουσα ελληνική του έκδοση (1991) το λεξικό του Grimal εκτείνεται σε 1214 σελίδες και η διάταξη της ύλης περιλαμβάνει αρχικά τον πρόλογο του συγγραφέα και του επόπτη της ελληνικής έκδοσης καθώς και σημείωμα του εκδότη. Ακολουθεί το κατεξοχήν περιεχόμενο του έργου με την εισαγωγή, την παράθεση της βιβλιογραφίας, την ελληνική και τη ρωμαϊκή μυθολογία. Εν συνεχεία παρατίθενται κατάλογοι γενεαλογικών πινάκων και εικόνων ενώ στο τέλος υπάρχει αναλυτικός πίνακας ευρετηρίων. Την εποπτεία του έργου ανέλαβε ο ομότιμος καθηγητής κλασικής φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Β. Άτσαλος, ο οποίος και καθοδήγησε τη μεταφραστική ομάδα
Ο επιμελητής της ελληνικής έκδοσης στον πρόλογό του αναφέρεται διεξοδικά στις μερικές αλλαγές και ανακατατάξεις που συνειδητά επέλεξε να επιφέρει στο γαλλικό πρωτότυπο. Διευκρινίζει πως δεν επρόκειτο για μία μηχανιστική μεταφραστική εργασία αλλά, έως κάποιο μέτρο, για ευρύτερη ανασύνθεση και αναδιοργάνωση της ύλης. Συμμερίζεται τις κρατούσες απόψεις για τα μειονεκτήματα του έργου, που ήδη εντοπίστηκαν στις βιβλιοκρισίες. Οι αδυναμίες αυτές αφορούν στην επαρκή τεκμηρίωση, όπως προκύπτουν από τις παραπομπές στις πηγές και τη σύγχρονη βιβλιογραφία. Επισημαίνεται ότι τα λάθη – είτε προφανή είτε σοβαρότερα – διορθώθηκαν σιωπηρά. Σε αυτόν το λόγο κυρίως, οφείλεται και η καθυστέρηση για την ολοκλήρωση της ελληνικής έκδοσης. Σημαντική αναδιάρθρωση επιχειρήθηκε και στην κατάταξη των λημμάτων του λεξικού. Διαχωρίστηκε σαφώς η ελληνική από τη ρωμαϊκή μυθολογία και συμπεριλήφθηκαν στο ελληνικό τμήμα αρκετά λήμματα με βάση πλέον το ελληνικό αλφάβητο. Παράλληλα επήλθε αλφαβητική αναμόρφωση όπου ήταν αναγκαίο. Σε άλλες περιπτώσεις καταγράφεται παρενθετικά η ονομαστική και η γενική πτώση των ονομάτων, ενώ αλλού επιλέγεται η ενοποίηση δύο ή περισσοτέρων λημμάτων με κριτήριο την ιστορική ορθογραφία τους. Επίσης υιοθετείται και η αλλαγή της θέσης των ονομάτων, όταν η μορφή τους είναι διφορούμενη Σε άλλα σημεία απαιτήθηκε ακόμη και η αναδιάταξη ακέραιων παραγράφων. Στη δομική αναμόρφωση του λεξικού συνετέλεσε και η μεταφορά των σημειώσεων και των παραπομπών ακριβώς μετά την παράθεση του κάθε λήμματος. Όλα αυτά είναι σοβαρές δυσκολίες. Απαιτούν εγρήγορση και εύστοχες αντιπροτάσεις. Χαρακτηριστικά ο Β. Άτσαλος τονίζει ότι «όπου χρειάστηκε προσθέσαμε ή αφαιρέσαμε, γίναμε αναλυτικότεροι ή συνθετότεροι του πρωτοτύπου, πάντα με γνώμονα να καταστήσουμε το κείμενο σαφές και κατανοητό στο ελληνόγλωσσο κοινό».
Είναι εύλογη η αναδιάταξη της ύλης σε ένα καταξιωμένο έργο – και μάλιστα λεξικό – προκειμένου να ανανεωθεί και να καταστεί πιο εύχρηστο. Υπακούει στις σύγχρονες αρχές της λεξικογραφίας και με αυτόν τον τρόπο αξιοποιούνται αποτελεσματικότερα τα πλεονεκτήματά του. Άλλωστε η επιστημονική του πληρότητα θεωρείται αναμφισβήτητη και οι όποιες τροποποιήσεις έχουν βελτιωτικό χαρακτήρα. Η μεταφραστική ομάδα ενστερνίζεται και ενδυναμώνει την προσδοκία του συγγραφέα να αποτελέσει το λεξικό του ένα συγκεντρωτικό έργο, που θα λειτουργεί ως το εφαλτήριο για εισαγωγική γνώση και περαιτέρω διερεύνηση στο πεδίο του μύθου.
Ζητήματα μεθόδου
Ο Grimal στην εισαγωγή του λεξικού διευκρινίζει ότι δεν εμπίπτει στις προθέσεις του η επιστημονική ανάλυση των μύθων. Το έργο του δεν αποτελεί πρόταση ανάγνωσης, ερμηνευτικής αναδίφησης ή ακόμη περισσότερο απόπειρα αποδόμησης του μύθου και αναδιοργάνωσής του σε νέες προσλαμβάνουσες. Ο ίδιος σκιαγραφεί τη μέθοδο συγκέντρωσης και καταγραφής του υλικού συζητώντας ταυτόχρονα τις θεωρητικές αρχές που το διέπουν.
Το πολύπτυχο πρόβλημα της οριοθέτησης και ταξινόμησης του μύθου εξετάζεται υπό το πρίσμα της παραδοσιακής οπτικής αλλά και της συλλογιστικής εκλογίκευσης που το σχηματοποίησε. Εξαρχής τίθεται το ζήτημα της γένεσης, της αρχικής καταγραφής και της αιτιακής προέλευσης του αφηγηματικού υλικού. Είναι προφανής η συνάφεια ανάμεσα στην ελληνική και τη ρωμαϊκή μυθολογία. Η διαπίστωση αυτή όμως αφορά τη μυθική σκέψη από τη στιγμή που συστηματοποιήθηκε και ενσωματώθηκε στις δύο παραδόσεις. Το μυθικό υλικό των Ελλήνων είναι σταθερά οργανωμένο ήδη κατά την πρώιμη αρχαϊκή περίοδο. Είναι απότοκος μίας φάσης με γόνιμη κυοφορίας, οπότε η μυθική σκέψη συμπύκνωσε όλα τα γνωρίσματα προσδιορισμού. Πρόκειται για κατασκευή στέρεη και αρραγή, που δημιουργικά συναρθρώνει, μεταλλάσσει και ανατέμνει το ευρύτερο ινδοευρωπαϊκό της υπόστρωμα.
Στα ομηρικά έπη και στη «Θεογονία» – η οποία άλλωστε αποτελεί το πρώτο θεολογικό κείμενο της ελληνικής αρχαιότητας αλλά και της δυτικής γραμματείας εν γένει – το μυθικό πλαίσιο είναι ήδη αποκρυσταλλωμένο. Οι λεγόμενοι «σκοτεινοί αιώνες» υπήρξαν μάλλον η λανθάνουσα φάση μίας οργανικής συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού, καθώς η ελληνική γλώσσα δεν έπαυσε να μιλιέται. Αντιθέτως απελευθερώνεται η ομιλούμενη γλώσσα αλλά και η τέχνη από την προσκόλλησή της στο εικονικό σχήμα, που αντανακλούν οι ιερογλυφικές, οι ιδεογραφικές και συλλαβικές γραφές. Η ομιλία δηλαδή αποσυνδέεται από τη «σωματική» της υποδομή – όπως ακριβώς της επέβαλε η εξεικόνιση – και σταδιακά αναπτύσσεται η αφηρημένη σκέψη. Συνεκδοχικά οι λέξεις αποστασιοποιούνται από τα πράγματα. Η σχηματικότητα θα επανέλθει, όταν ο ομιλούμενος λόγος συνδεθεί με την αλφαβητική γραφή. Η προφορική παράδοση θα εγκολπωθεί την αυστηρή εκλογίκευση και την πειθαρχία του γραπτού λόγου. Η προφορικότητα, χωρίς να εγκαταλείπεται, υποτάσσεται πλέον στον εννοιολογικό και γλωσσικό (εξ)ορθολογισμό. Αντίστοιχες είναι και οι εκτιμήσεις που συνδέονται με την εξέλιξη της ρωμαϊκή μυθολογίας. Μολονότι η εμβέλεια της είναι αισθητά μικρότερη και η ελληνική επίδραση δραματική, εντούτοις το λατινικό υπόστρωμα είναι πάντοτε παρόν. Υπάρχουν μύθοι, οι οποίοι κάτω από το ελληνικό τους επίχρισμα αντικατοπτρίζουν θεσμικές σχέσεις και λατρευτικές πρακτικές με πανάρχαια αφετηρία. Η ρωμαϊκή σκέψη προσέλαβε την ελληνική μυθολογία αναβαπτίζοντάς την στο λατινικό της substratum. Εκεί πάλι οι ετρουσκικές καταβολές και η σαβινική παρείσφρηση απηχούνται σθεναρά.
Η έννοια της κλασικής μυθολογίας στον αρχαιοελληνικό κόσμο είναι εξίσου σύνθετη και πολυεπίπεδη. Μετά το μακροσκελές στάδιο διαμόρφωσης, που σηματοδότησε τη μετάβαση από το μύθο στο λόγο, η μυθική σκέψη παρουσιάζεται μάλλον κωδικοποιημένη. Συμβατικά ο ορισμός του μύθου αφορά σε μία κοσμική τάξη και μορφή προγενέστερη από τη σημερινή. Πρόκειται για αφήγηση που επιχειρεί να «φωτίσει» και να εξηγήσει τη φυσική νομοτέλεια, την οργανική τάξη πραγμάτων στον κόσμο. Ο μύθος δεν ερμηνεύει συμπεριφορές ούτε διαμορφώνει νοοτροπίες. Επιπλέον δε στοχεύει στην αιτιολογική προσέγγιση και ερμηνεία περιορισμένων τοπικών ιδιομορφιών. Με βάσιμες επιφυλάξεις, ο Grimal συζητά τις ταξινομήσεις των μύθων από τους επαΐοντες σε «μύθους κυριολεκτικούς», «μύθους αιτιολογικούς», «νουβέλες» και «ηρωικούς κύκλους», καταθέτοντας παράλληλα τον προβληματισμό του. Παραδέχεται το δυσδιάκριτο των ορίων και το συμφυρμό των ειδών. Άλλωστε εντοπίζει και περιπτώσεις, οι οποίες δε δύνανται να ενταχθούν στη συγκεκριμένη κατηγοριοποίηση.
Οι κατεξοχήν μυθικές αφηγήσεις συναρτώνται με την επέμβαση του θείου στα ανθρώπινα πεπρωμένα. Η διαπίστωση όμως αυτή δε συνεπάγεται κατ’ ανάγκη και τη θρησκευτικότητα του μύθου. Πολλές αφηγήσεις εμπεριέχουν μεταφυσικές ή υπερφυσικές εκφάνσεις, είτε σχετίζονται με μία θεϊκή προσωπικότητα είτε όχι. Συγχρόνως υπάρχουν και πολλοί μύθοι, με ελάχιστα θεολογικό ή ιερό χαρακτήρα, που επιχειρούν να καταδείξουν ντετερμινιστικές ακολουθίες λανθάνουσες μέσα σε πολλούς συμβολισμούς. Ο Ευριπίδης στην επεξεργασία του μυθικού υλικού αφήνει να πλανάται διάχυτο το πρόβλημα της αβεβαιότητας, της ανασφάλειας των ανθρώπων αλλά και των θεών. Αναιρεί την παραδοσιακή νομοτέλεια της θεϊκής δικαιοσύνης. Η βεβαιότητα των θεών για τη θέση τους στο σύμπαν είναι σαθρή και συχνά υπονομεύεται. Ο ποιητής σφυροκοπεί την απώλειά της μεταβάλλοντάς την σε ειρωνεία. Επισημαίνει τις ρωγμές, τις αμφισημίες και τα αδιέξοδα στη δράση θνητών και θεών. Θεοί και άνθρωποι αλληλοσυμπληρώνονται (πρβ τον πανούργο Ορέστη και το μικρονοϊκό Απόλλωνα στον «Ορέστη»). Συνεπώς και οι θεοί είναι υποκείμενοι της τύχης. Θεοί και τύχη συνενεργούν, λειτουργούν παράλληλα. Προφανώς η επίδραση της τύχης εντοπίζεται αφενός στους θεούς και αφετέρου στους θνητούς μέσω της θεϊκής επενέργειας. Το τυχαίο είναι καταλύτης για τον άνθρωπο του Ευριπίδη. Ο θνητός μπορεί να βασίζεται μόνο στη λογική – και την ανθρωπιά του – κατά βούληση.
Ο Grimal πάντως δε συζητά διεξοδικά τη σημειολογία του μύθου. Προσωπικά αντιλαμβάνομαι ότι αποδέχεται μία μάλλον στρουκτουραλιστική θεώρηση του μυθικού υλικού, εφόσον η θέαση του δεν υφίσταται συνολικά ως άθροισμα στρωμάτων αλλά ως συναρμογή δομικών στοιχείων. Με αφορμή την ησιόδεια «Θεογονία» σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «η αφήγηση αποτελεί πλέον μόνο ένα αμελητέο υπόβαθρο, κάτι σαν ένα σωματικό ένδυμα».
Αντιπροσωπευτική της πολυμέρειας που διέπει την ελληνική μυθολογία είναι και η διάκριση ανάμεσα στους μύθους και τους ηρωικούς κύκλους. Η θεματική ενότητα των τελευταίων εν πολλοίς καθορίζεται από τη δράση των κεντρικών προσώπων και τις ιστορικές τους αφετηρίες. Οι ηρωικοί κύκλοι περιέχουν σαφείς ιστορικούς πυρήνες και ανακλούν τη μακρά παράδοση διαμόρφωσης του ελληνισμού στα ιστορικά του όρια. Αξιοσημείωτη πτυχή αποτελούν ασφαλώς και οι γεωγραφικές τους συντεταγμένες. Η γεωγραφία του αργοναυτικού κύκλου, οι περιπέτειες του Οδυσσέα, τα διάσπαρτα ιερά του Ηρακλή σε όλον το μεσογειακό χώρο, προσδίδουν στο μύθο μία αφηρημένη χωροχρονική υπόσταση.
Ο Grimal επικεντρώνεται και στη μυθική αφήγηση, που ονομάζεται «μυθιστορία» ή «νουβέλα». Και αυτός ο τύπος διαθέτει γεωγραφικά χαρακτηριστικά. Εκείνο όμως που κυρίως μας ενδιαφέρει είναι η λογοτεχνική επεξεργασία. Οι μύθοι αποτέλεσαν το ερέθισμα για πολλαπλούς μετασχηματισμούς και αναδιπλώσεις στο λογοτεχνικό φάσμα. Το μυθικό υπόβαθρο συχνά μεταβλήθηκε, εμπλουτίστηκε ή και ανατράπηκε μέσα από τη λογοτεχνική επεξεργασία. Ο Όμηρος, ο Πίνδαρος και ο Σοφοκλής οικειοποιήθηκαν γόνιμα αυτό το αρχέγονο υλικό και το τελειοποίησαν. Κατά ανάλογο τρόπο ο Βιργίλιος αξιοποίησε στην «Αινειάδα» την προγενέστερη παράδοση για την καταγωγή των Ρωμαίων και ο Αύγουστος την εκμεταλλεύτηκε αριστοτεχνικά, καθώς την ενέταξε στο πρόγραμμα της πολιτικής και πνευματικής του προπαγάνδας.
Οι αιτιολογικοί μύθοι έχουν χροιά περισσότερο τοπική. Πρόκειται για αφηγήσεις που αποβλέπουν στην ερμηνεία του εντυπωσιακού, του λαμπερού γεγονότος, που γεννά την κατάπληξη. Σε αυτήν την περίπτωση εντάσσονται αφηγήσεις εσχατολογικές και ανεκδοτολογικές, όπως και οι απόπειρες – συνήθως αυθαίρετες – για ετυμολόγηση κυρίων ονομάτων και τοπωνυμίων. Τα ανέκδοτα αποτελούν ιδιαίτερα προσφιλή επιλογή στους ηρωικούς κύκλους και στις νουβέλες. Ο χαρακτήρας τους είναι ψυχαγωγικός και διδακτικός.
Τέλος, στο αφηγηματικό υλικό συμπεριλαμβάνονται και μύθοι ανένταχτοι που αιωρούνται μετέωροι και αυτοδύναμοι, χωρίς να είναι δυνατή η υπαγωγή τους σε κάποια από τις κατηγορίες κατάταξης που επισημάνθηκαν. Πιθανότατα να πρόκειται για τεχνητές κατασκευές ή για τα κατάλοιπα μυθικών μορφών που ήταν κάποτε ακέραιες και ευανάγνωστες.
Σημαντικό φιλολογικό ζητούμενο για τη σύνταξη του λεξικού αποτελούν οι πηγές της μυθολογίας. Ο Grimal ομαδοποιεί τις πηγές σε τρεις κατηγορίες, ανάλογες με τις αφετηρίες και τις προϋποθέσεις τους. Στην πρώτη ομάδα ανήκουν έργα που διασώζουν τους μύθους στην πλέον αυθεντική τους μορφή. Μείζων υπήρξε η συμβολή του Παυσανία (2ος αι μΧ), ο οποίος στην «Ελλάδος περιήγησιν» του μνημονεύει αρκετούς μύθους που ήταν ακόμη ζωντανοί στην προφορική παράδοση των περιοχών που επισκέφτηκε και περιέγραψε. Οι μαρτυρίες του Παυσανία είναι διαφωτιστικές, διότι καταγράφουν τους μύθους αυτούσιους, ενταγμένους στην εθιμική παράδοση και τις τοπικές, προφορικές επιβιώσεις. Από αυτήν την άποψη είναι πιο αξιόπιστος από τον αρχαιότερό του Στράβωνα, ο οποίος επιχειρεί ερμηνεία των μύθων προσωποπαγή, παραμορφωμένη από το φίλτρο της υποκειμενικής οπτικής.
Οι λόγιες πηγές του μυθικού υλικού είναι πολύ σημαντικότερες. Περιλαμβάνονται πραγματείες τεχνικές με μυθολογικό περιεχόμενο αλλά και τα υπομνήματα φιλολογικών έργων που επιχειρούν να διασαφηνίσουν σκοτεινά σημεία. Η αναπλαισίωση του μύθου και η υπαγωγή σε ιστορικές συγκείμενες είναι εδώ το ζητούμενο. Ο λογογράφος Εκαταίος ο Μιλήσιος υπήρξε ο πρώτος που επιχείρησε να συνδέσει το μύθο με την ιστορία. Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και οι πρώτοι Ατθιδογράφοι για τις παραδόσεις της Αθήνας. Κατεξοχήν στη λόγια παράθεση των πηγών της μυθολογίας συγκαταλέγονται ιστορικοί, όπως είναι ο Φερεκύδης, ο Ελλάνικος ο Μυτιληναίος, ο Ηρόδωρος ο Ποντικός και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης. Ο Ηρόδοτος δεν υπηρετεί τη μυθική παράδοση, ενώ ο ορθολογιστής Θουκυδίδης «εξορίζει» από το έργο του το μύθο, καθώς τον θεωρεί συνολικά αναξιόπιστο. Στη λογική του ιστορικού που απαιτεί πραγματιστική ανάλυση του παρόντος, η αλήθεια εγκατοικεί μόνο στο γραπτό λόγο και όχι στην προφορική παράδοση. Ακολουθεί το δρόμο της καταγεγραμμένης μαρτυρίας φιλοδοξώντας να την καταστήσει «κτῆμα ἐς αἰεί». Κατά συνέπεια ο γραπτός λόγος εντάσσεται πλέον στο πεδίο της πολιτικής και γίνεται δημόσιος. Ομοίως, με τον Αισχύλο, οι μύθοι στρατεύονται οριστικά στην υπηρεσία της δημοκρατίας. Η «Ορέστεια» εν προκειμένω είναι αποκαλυπτική. Στην τραγωδία συντελείται ο συμβιβασμός ανάμεσα στην ηθική παράδοση και στις απαιτήσεις της σύγχρονης ζωής, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μέσα στο καθεστώς της πόλης. Στο δράμα δηλαδή τα ερμηνευτικά προβλήματα που θέτουν οι μύθοι αποκρίνονται σε νέα συμφραζόμενα
Κατά την ελληνιστική περίοδο, με την περίφημη «αλεξανδρινή» αναθεώρηση των ειδών, διαμορφώθηκε μία τρίτη κατηγορία κριτηρίων αποθησαύρισης και αξιολόγησης του μυθικού υλικού. Ήδη από τον 3ο αιώνα πΧ και εξής, επικρατεί η τάση για σύνταξη συλλογών, με συστηματική καταγραφή και κατάταξη των μύθων και πλήθος πληροφοριών για τις εκδοχές και τις παραλλαγές τους. Η σπουδαιότερη προσπάθεια είναι η «Βιβλιοθήκη», έργο που συνδέθηκε με τον πολυγραφότατο αθηναίο λόγιο Απολλόδωρο, αν και η χειρόγραφη παράδοση μάλλον απορρίπτει αυτήν την πατρότητα. Το έργο σώθηκε σε περιληπτική μορφή στην «Επιτομή» του Ιωάννη Τζέτζη το 12ο αιώνα. Πρόκειται για την πρώτη λόγια πηγή, στην οποία οι ελληνικοί μύθοι καταγράφονται συγκεντρωτικά, ταξινομημένοι κατά θεολογίες, ηρωωολογίες και ελάσσονα realia. Με την επιβολή της ρωμαιοκρατίας τα συμπιλήματα αυτά των μυθικών αναφορών συνεχίζονται ακατάπαυστα. Οι πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις είναι οι «Μύθοι» και τα «Αστρονομικά» του Υγίνου όπως και η πραγματεία «Περί ερωτικών παθημάτων» του Παρθενίου. Πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία διασώζουν και ο Κόιντος, ο Σμυρναίος, στα ομηρικά του σχόλια (4ος αι.) αλλά και ο Ιωάννης Στοβαίος. Τέλος στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες και παρά την πολεμική που άσκησε η χριστιανική ηθική στην αρχαιογνωσία, η παρατηρείται μερική αναβίωση ελληνικών και ρωμαϊκών μύθων. Αξιοποιήθηκαν κατά περίπτωση ως εργαλεία προπαγάνδας. Οι χριστιανοί διανοούμενοι επιστράτευσαν τους πιο ανορθόδοξους μύθους της ειδωλολατρικής εποχής, προκειμένου να πείσουν για τη δογματική αλήθεια της καινούργιας θρησκείας. Πολύτιμες πηγές καθίστανται εδώ ο Άγιος Αυγουστίνος, ο Kλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Μινούκιος Φήλιξ και ο Λακτάντιος.
Η λογοτεχνική επεξεργασία του μύθου αποτελεί ίσως και την προσφορότερη επεξεργασία αυτής της μακροσκελούς παράδοσης. Η ελληνική ποίηση προπάντων δε διασώζει απλώς τους μυθολογικούς πυρήνες αλλά τους προωθεί διανοίγοντας διαφορετικές προοπτικές ανάγνωσης και ερμηνείας τους. Η «Ιλιάδα» είναι απόρροια μίας προφορικής μυθικής λογοτεχνίας. Βασίζεται στα «Κύκλια Έπη» και τα αναμορφώνει. Αναλόγως και η «Οδύσσεια» αξιοποιεί το background που κληροδοτούν οι «Νόστοι». Η ποίηση αναφέρεται πλέον σε επώνυμες δημιουργίες. Φυσικά οι ποιητές αναπροσανατολίζουν την οπτική. Η όποια μυθική παράδοση συναιρείται πλέον στη λογοτεχνική επεξεργασία. Με την ελληνιστική ποίηση η προσδοκία αυτή θα υψωθεί σε άλλο ανάστημα. Ο Καλλίμαχος θα επαναφέρει το μύθο στο προσκήνιο. Δε θα είναι απλώς το έρεισμα ή το ερέθισμα αλλά το ίδιο το θέμα της ποιητικής επεξεργασίας. Θα αναζητηθούν νέες εκδοχές στην ερμηνεία και θα σωρευτούν παραλλαγές των εγνωσμένων μύθων ελάχιστα γνωστές. Η «Αλεξάνδρα» του Καλλίμαχου περιέχει μία πληθώρα από σκοτεινούς υπαινιγμούς και διασώζει τις πλέον υπερβατικές εκδοχές και αποκλίσεις του μυθικού πλαισίου. Ο Ιωάννης Τζέτζης συνέταξε το υπόμνημα του ποιήματος, κληροδοτώντας στους σύγχρονους μυθογράφους μία εξαίρετη πηγή διαφώτισης για τις πιο δυσερμήνευτες παραδόσεις της μυθολογίας. Υπομνημάτισε και σχολίασε στίχο προς στίχο το ποίημα προσφέροντας στη φιλολογία μία περιεκτική περίληψη του όλου σχεδόν του αρχαίου μυθολογικού θησαυρού.
Ως προς τη ρωμαϊκή γραμματεία οι «Μεταμορφώσεις» του Οβιδίου κατέχουν πρωτεύουσα θέση. Ο κορυφαίος ελεγειακός, ο Προπέρτιος, ασχολείται στην ερωτική του ποίηση και με μυθικά θέματα, τα οποία επεξεργάζεται κριτικά με γνώμονα την περιπτωσιακή τους ωφελιμότητα. Από τους εκπροσώπους του Φλαβιανού έπους, ο Στάτιος επαναφέρει τον επικό κύκλο τον 1ο αι. μΧ με τη σύνθεση της «Αχιλληίδας» και κυρίως της «Θηβαΐδας». Και ο Βαλέριος Φλάκκος στα «Αργοναυτικά» του, κατά απομίμηση του ομώνυμου έργου του Απολλώνιου του Ρόδιου του 3ου αι. πΧ, επανέρχεται δυναμικά στην επική δημιουργία και τους μυθικούς της πυρήνες.
Οι σημαντικότερες πηγές της αρχαιοελληνικής και της ρωμαϊκής – λατινόφωνης μυθολογίας είτε διασώζουν αυτούσια την προφορική παράδοση, είτε προέρχονται από λόγιους και λογοτέχνες. Πάντως η μυθολογία ήδη κατά τον 3ο αι μΧ παγιώνεται στα δεδομένα της. Έκτοτε εξελίσσεται πάντοτε σε γόνιμο διάλογο με τη θρησκεία. Αξιοποιήθηκε ως παιδευτικό μέσο. Πλέον επιχειρείται ο αποσυμβολισμός των ηθικών και μυστικιστικών της εκφάνσεων.
Το Λεξικό στην ελληνική του έκδοση εμπλουτίζεται με ενενήντα έξι εικόνες σε μονοχρωματική απόδοση. Το εικονογραφικό αυτό υλικό αποτελείται από αγγειογραφίες, τοιχογραφίες, γλυπτά και σχεδιαστικές αναπαραστάσεις, στοιχεία που καθιστούν τη χρήση και τη μελέτη του πιο ελκυστική.
Λεξικογραφημένος Μύθος – Ένας επίλογος
Ο μύθος συνάπτεται με την εποχή του. Απηχεί ιστορικά και κοινωνικά συμφραζόμενα. Ενυπάρχει ως βίωμα ασύμπτωτο και λανθάνον. Αφορά την ιστορία των νοοτροπιών. Είναι πολυφωνικό αντηχείο ιδεολογίας και ηθικής. Στην εθιμική παράδοση λανθάνουν μυθικοί πυρήνες, που εν πολλοίς καθορίζουν τη δυναμική της.
Η μυθική σκέψη δομείται πάνω σε ζεύγη διαλεκτικών αντιθέσεων. Ο ορθολογισμός και η εξατομίκευση ανατρέπουν αυτό το συμβατικό μοντέλο νοητικών συλλήψεων. Εφόσον η «μυθική κατασκευή βασίζεται στην ισορροπία και στην ένταση πολικών εννοιών» (Vernant, 1987, 21), ο μύθος αναπαράγει την σύγκρουση ιερών δυνάμεων που είναι συγχρόνως αντιθετικές και συμπληρωματικές. Τελικά ως προϊόν μνήμης συγκαλύπτει την αρχέγονη ανάγκη της νόησης για σχηματικότητα. Ανακλά ενδογενώς την ανθρώπινη εμπειρία. Όποια θεωρητική αρχή και αν επιχειρεί να προσεγγίσει το μυθολογικό υλικό – από το θετικισμό και τη σχολή της λατρευτικής πρακτικής έως το στρουκτουραλισμό – καταλήγει στη συγκεκριμένη αναγωγή.
To «Λεξικό της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Μυθολογίας» του P. Grimal είναι έργο αναφοράς στην κλασική φιλολογία. Υιοθετεί σαφή κριτήρια μεθόδου στην τεκμηριωμένη παράθεση του μυθικού υλικού. Είναι ένας έγκριτος και εύχρηστος οδηγός με επαρκή υπομνηματισμό και δόκιμη συζήτηση πάνω στα δεδομένα των πηγών για τη συλλογή των πολλαπλών εκδοχών του μύθου. Η ελληνική έκδοση του έργου εμπλουτίζει τα κριτήρια επιλογής. Η μετάφραση του είναι αναδημιουργία και το αποτέλεσμα τη δικαιώνει καθολικά.
Βιβλιογραφία
Burkert W. (1993) Αρχαία Ελληνική Θρησκεία – Αρχαϊκή και Κλασική Εποχή, Μτφρ. Ν. Μπεζαντάκος – Α. Αβαγιαννού, Καρδαμίτσας, Αθήνα
Easterling P.E. – Knox B.M.W. (19943), Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, Μτφρ. Μ. Κονομή, Παπαδήμας, Αθήνα
Ελληνική Μυθολογία [γενική εποπτεία του Ι Θ Κακριδή] (1986), Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα [ ιδίως ο 1ος τόμος, « Εισαγωγή στο μύθο » ]
Kamaroudis S., Les langues “faibles” le sont-elles vraiment?, (1998) στο Thessaloniker Interkulturelle Analysen – Akten des 33 linguistischen kolloquiums in Thessaloniki
Kenney E.J. – Clausen W.V., (1998) Ιστορία της λατινικής λογοτεχνίας, Μτφρ. Θ. Πίκουλα – Α. Σιδέρη – Τόλια, Παπαδήμας, Αθήνα
Μότσιου Β., Στοιχεία λεξικολογίας – Εισαγωγή στη νεοελληνική λεξικολογία, (1994) Νεφέλη, Αθήνα
Μπαμπινιώτη Γ.,(1998) Λεξικό της ελληνικής γλώσσας [ιδίως το Λεξικογραφικό επίμετρο, σελ. 2033 – 2064], Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα
Nilsson P.M., (19852) H μυκηναϊκή προέλευση της ελληνικής μυθολογίας, Μτφρ. Ι.Κ. Μαζαράκης – Αινιάν, Δωδώνη, Αθήνα
Nilsson P.M., (1998) Η πίστη των Ελλήνων, Μτφρ. Ι.Κ. Μαζαράκης – Αινιάν, Δωδώνη, Αθήνα
Vernant J.P., (1987) Μύθος και σκέψη στην αρχαία Ελλάδα, Νεφέλη, Αθήνα
[1] Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Πολιτιστικά Δρώμενα» – τρίμηνη έκδοση της Δημοτικής Επιχείρησης Πολιτισμού Βέροιας και του Συνδέσμου Φιλολόγων Ημαθίας – Τεύχος 37, 2005. Στην παρούσα μορφή το κείμενο παρουσιάζεται αναπροσαρμοσμένο με τις δέουσες συντμήσεις.