Λυρική μεταγραφή του κλασικού – Η ανασύνθεση των “Αθλίων” του Hugo στο musical “Les Misérables”. Γράφει ο Αρ. Παπαγεωργίου
Το 19ο αιώνα ο ρομαντισμός δεσπόζει στην ευρωπαϊκή κουλτούρα. Εκκινεί από τη Γερμανία μετά το 1750. Αισθητικό του προανάκρουσμα το ιδεολόγημα “Sturm und Drang” («Θύελλα και Ορμή»). Εξαπλώνεται θριαμβικά. Ως κίνημα είναι φλογερό και ατέρμονο. Εναντιώνεται στον ιδεαλισμό του νεοκλασικισμού. Προσκρούει στη λογοκρατία του θετικισμού και του Διαφωτιστικού πνεύματος. Αναζητά την αισθαντικότητα των πραγμάτων στη φύση και την αχαλίνωτη φαντασία. Αποθεώνει το θυμικό και το πηγαίο, λατρεύει το εγωκεντρικό. Απαιτεί ύφος υψηλό, ρωμαλέο, μεγαλειώδες. Σημασία έχουν μόνο τα μακρόπνοα οράματα, ο επικός ηρωισμός. Οι ρομαντικοί πιστώνονται την ιδιοφυία ή και μεγαλοφυία του καλλιτέχνη. Θεματικά ο παροξυσμός του έρωτα γίνεται εμμονή. Ενίοτε καταλήγει πεισιθάνατος. Ασφαλώς υιοθετεί την εξωτικότητα και τον οριενταλισμό.
Στα αισθητικά μοτίβα του κινήματος εγγράφεται η (επι)στροφή προς τη μεσαιωνική γοτθική νουβέλα και τη σκανδιναβική μυθολογία των saga. Τα παραμύθια και οι θρύλοι εξιδανικεύονται. Αποκτούν ιδεολογική οντότητα. Ορίζονται ως συστατικά της εθνικής ταυτότητας. Συνάπτονται με την παραδοσιακή κουλτούρα κάθε λαού. Είναι η εποχή που «η αρχή των εθνοτήτων» κυριαρχεί, εμπνέει τα λαϊκά απελευθερωτικά κινήματα και τις κοινωνικές εξεγέρσεις. Η λαογραφία και η εθνολογία κατοχυρώνονται επιστημονικά – έστω και υπό τη στρεβλή σημειωτική του folklore, της τεχνητής δηλαδή αναβίωσης του λαϊκού πολιτισμού. Η πολιτική υφή του ρομαντισμού συνίσταται ακριβώς στην έγερση του εθνισμού. Στις ιδεολογικές του συνιστώσες προσγράφονται ο αγώνας κατά της μοναρχίας, ο θαυμασμός για τα στρατιωτικά επιτεύγματα του Ναπολέοντα και την αστική οργάνωση των σύγχρονων κοινωνιών. Παράλληλα, σε αυτήν την εποχή αρχίζουν να διαφαίνονται και τα πρώιμα δείγματα των σοσιαλιστικών αιτημάτων. Ως ιδανικός ήρωας προβάλλεται ο οδοιπόρος – πρβλ και το ομώνυμο ποίημα του Παναγιώτη Σούτσου την ίδια περίοδο στα ελληνικά γράμματα. Είναι ο άνθρωπος που αναχωρεί. Αντιστρατεύεται στο πεπρωμένο του και επιστρατεύει τη φαντασία. Ακροβατεί μοιραία ακόμη και ως αυτήν την παραφροσύνη. Ο αναχωρητής αυτός είναι ένας μοναχικός επαναστάτης. Δε συμφιλιώνεται με την τρέχουσα πραγματικότητα, γιατί ακριβώς δεν μπορεί ή δεν επιθυμεί να είναι μέρος του κόσμου τούτου…
Τα αιτήματα του ρομαντισμού αποκρυσταλλώνονται στο έργο του Victor Hugo (1802 – 1885). Ουσιαστικά καθιερώθηκε ως το πρότυπο του φλογερού ποιητή. Εισήγαγε το ρομαντισμό στη Γαλλία. Το ιστορικό του δράμα ‘Cromwell’ περιλαμβάνει μία εκτεταμένη εισαγωγή, που δυνητικά θεωρείται ως το μανιφέστο του κινήματος. Ήταν ρηξικέλευθος και εμβληματικός. Οι καινοτομίες του, λογοτεχνικές και θεατρικές, υπήρξαν καθοριστικές και επέδρασαν στους μεταγενέστερους. Ο Ουγκώ ανανέωσε τον αλεξανδρινό στίχο ως προς το ύφος και τη θεματική. Επανέφερε στο προσκήνιο την ελληνιστική ποιητική παράδοση. Χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ένα εναλλακτικό λεξιλόγιο, ιδιότυπο και μνημειώδες, με το οποίο αποπειράθηκε να επισφραγίσει το λόγο της τραγωδίας. Χειρίστηκε με τόλμη θέματα καινοφανή, που έως τότε μόνο υπαινικτικά νοούνταν στη θεατρική σύμβαση. Δε δίστασε να παρουσιάσει το θάνατο και την ωμή βία επί σκηνής. Η δημιουργική σύζευξη αντινομικών εννοιών στο έργο του είναι εντυπωσιακή: συχνά συμφύρονται το τραγικό με το κωμικό, το σοβαρό με το χιουμοριστικό, το υψηλό με το λαϊκότροπο. Κάποτε αναμιγνύεται η ποιητική γλώσσα με την πρόζα. Σε αυτό το σημείο ειδικά αναζητείται η συνάφεια της θεατρικής παραγωγής του Ουγκώ με τον κόσμο της όπερας και του σύγχρονου μιούζικαλ.
Το έργο του ‘Hernani’ γνώρισε μία από τις πλέον πολυτάραχες πρεμιέρες στα θεατρικά χρονικά, γνωστή και ως η «Μάχη του Ερνάνη». Το αίμα και οι αστραπές δεν παρουσιάστηκαν μόνο στη σκηνή∙ κυρίευσαν και το ακροατήριο. Οι προοδευτικοί ρομαντικοί φοιτητές συγκρούστηκαν με τους συντηρητικούς κλασικιστές συναδέλφους τους. Το θέμα του έργου, αντλημένο από την ισπανική παράδοση, εξελίχθηκε σε μία τολμηρή παράσταση απελπισμένου έρωτα. Το τραγικό αποκορύφωμα δηλώθηκε με την αισθησιακή αυτοκτονία του τέλους. Το χάος και ο έρως ως συντεταγμένες του ρομαντισμού αποθεώνονται. Αντιστοίχως το ‘Le roi s’ amuse’ εμφορείται από άγριο πάθος και επαναστατικές πολιτικές ιδέες. Ο πρωταγωνιστής, που είναι ο γελωτοποιός της αυλής, αποτελεί μία γκροτέσκα κωμική φιγούρα. Το έργο υπήρξε το πρότυπο της όπερας ‘Rigoletto’ του Βέρντι. Αναμφίβολα η αξιολογότερη θεατρική πρόταση προέρχεται από το έργο ‘Ruy Blas’. Παρουσιάστηκε στο Théâtre de la Renaissance, που είχε συνιδρύσει στο Παρίσι με τον Αλέξανδρο Δουμά. Εδώ ο Ουγκώ πραγματεύεται ένα παράτολμο ζήτημα, σχεδόν σκανδαλώδες για τα δεδομένα της εποχής. Ένας υπηρέτης, ο Μπλας, τολμά να ερωτευτεί τη βασίλισσα και χάρη στην ψυχική του ευγένεια κατορθώνει τελικά να την κατακτήσει.
Μολονότι διαπιστώνεται μία σταδιακή μετατόπιση στις πολιτικές του πεποιθήσεις, εντούτοις ο πατριωτικός ιδεαλισμός παραμένει αμετάθετος. Ο Ουγκώ αρχικά εξέφραζε συντηρητισμό φιλομοναρχικού προσανατολισμού. Σε ώριμη ηλικία θα υιοθετήσει πιο φιλελεύθερες τάσεις, θα ασπαστεί τα ριζοσπαστικά δημοκρατικά ιδεώδη. Δεν εγκαταλείπει ποτέ τον πατριωτισμό. Πάντα θα διακηρύσσει «Je ne sais plus mon nom, je m’ appelle Patrie!». Ο δημιουργός ταυτίζεται με τη ζώσα ιστορία, προσωποποιεί την ψυχή της ίδιας της Γαλλίας. Είναι αξιοσημείωτη άλλωστε και η έμπρακτα φιλελληνική στάση του συγγραφέα. Αν και προσχώρησε όψιμα στο κίνημα του φιλελληνισμού, ωστόσο παρέμεινε μέχρι τέλους ένας από τους πλέον ένθερμους θιασώτες του. Στο νεοπαγές ελληνικό κράτος το έργο του εκτιμήθηκε και υπήρξε δημοφιλές.
Η μυθιστοριογραφική παραγωγή του Ουγκώ επηρεάστηκε από την προσωπική πορεία ζωής, ιδίως από την ενεργή του εμπλοκή στα πολιτικά τεκταινόμενα. Αρχικά υποστηρίζει με ζέση το Ναπολέοντα. Εν συνεχεία αναδιπλώνεται και καταδικάζει τις άτυπες προθέσεις του για δικτατορική διακυβέρνηση του κράτους. Το περιβάλλον του Ναπολέοντα δυσφορεί με τον Ουγκώ, τον υπονομεύει και τελικά τον διώχνει από τη χώρα. Η εξορία από τη Γαλλία τον κλονίζει. Ωστόσο καταλήγει επωφελής για το συγγραφέα, μία τομή στη δημιουργική του εξέλιξη. Ορίζει την απαρχή ενός νέου πεδίου πειραματισμών στη γραφή και τη θεματολογία. Ας σημειωθεί εδώ μόνο η «Παναγία των Παρισίων», ιστορικό μυθιστόρημα, του οποίου η δράση τοποθετείται στα τέλη του 15ου αιώνα. Η δύσμορφη εικόνα του Κουασιμόδου, η χλεύη και ο κοινωνικός αποκλεισμός, συμπυκνώνει όλα τα γνωρίσματα, που σηματοδότησαν το ζοφερό πνεύμα του ύστερου μεσαίωνα στη δυτική Ευρώπη. Οι «Άθλιοι» (1862) εισάγουν μία διαφορετική απορητική στο πνεύμα του κριτικού αναστοχασμού. Μελετάται ο ανθρώπινος ψυχισμός, τα κίνητρα των ενεργειών και τα επακόλουθά τους, οι εσωτερικές μεταπτώσεις και οι κλυδωνισμοί, η ρευστότητα των εννοιών, η ταυτόχρονη αξία και απαξία της ύπαρξης. Το ευμετάβλητο του κοινωνικού πλαισίου συμπαρασύρει τα πρόσωπα σε πράξεις αλλόκοτες, όπου το μεγαλειώδες εναλλάσσεται με την πιο χυδαία έκφανση του ταπεινού. Ο άνθρωπος, ταυτόχρονα θύτης και θύμα, είναι έρμαιο της μοίρας. Όμως παράλληλα δύναται να παρέμβει στη ζωή, να την αδράξει και να τη μετασχηματίσει δραματικά. Ο Ουγκώ επαναφέρει το μέγεθος του τραγικού στην οριακή του υπέρβαση.
Οι πολιτικές ανακατατάξεις, που συντελούνται, τα όποια ηθικά και κοινωνικά συνέκδοχα, στιγματίζουν τη δράση και τις επιλογές των προσώπων. Απηχούνται εύγλωττα στο μυθιστόρημα. Συγχρόνως ο Ουγκώ προβαίνει σε αναδίφηση φιλοσοφικού στοχασμού και κοινωνικής προβληματικής. Θίγονται παθογενή φαινόμενα, όπως είναι η πορνεία, η επαιτεία, η ανθρώπινη εκμετάλλευση και ο χρηματισμός. Δεν απεικονίζονται όμως απλώς. Ο συγγραφέας επιχειρεί μία πιο εμβαθυμένη θεώρησή τους. Παίρνει θέση και σχολιάζει. Συνεπώς έχουμε εδώ το προανάκρουσμα του ρεαλισμού. Πέρα από την υπαρξιακή αναζήτηση και την κοινωνική καταγραφή οι «Άθλιοι» σε επίπεδο γραφής και ύφους αποτυπώνουν τη μέγιστη ωριμότητα του δημιουργού. Χωρίς στιλιστική επιτήδευση διαμορφώνεται τελικά ένα έπος αυθεντικό, μία κοινωνική τοιχογραφία με κύριο γνώρισμα τις ανθρώπινες αντιφάσεις. Είναι ένα έργο σχεδόν θρησκευτικό.
Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε πολλά επίπεδα δράσης. Η πλοκή είναι σύνθετη. Οι παράλληλες μικροϊστορίες αρδεύονται από τον ορμητικό ποταμό της αφήγησης και κατόπιν τον ανατροφοδοτούν. Οι αφηγηματικές ορίζουσες, παρά τις επιμέρους μεταπτώσεις, παραμένουν διαυγείς. Οργανώνονται με αυστηρότητα υποδειγματική. Η ανάγνωση καθίσταται πολυσχιδής. Ο Ουγκώ χειρίζεται επιδέξια τις αφηγηματικές τεχνικές: επιλέγει τη μηδενική εστίαση ως παντογνώστης αφηγητής, αξιοποιεί το διάλογο και τη δραματοποίηση, μετέρχεται τις ανάδρομες αφηγήσεις και τις προσημάνσεις.
Αρχικά ο φακός εστιάζει στην Τουλόν του 1815. Ο πρωταγωνιστής Γιάννης Αγιάννης (ακολουθώ την ελληνοποιημένη απόδοση των γαλλικών ονομάτων, όπως πλέον έχουν καθιερωθεί από την πρώτη κιόλας έκδοση του μυθιστορήματος στην Ελλάδα το 1862) ελευθερώνεται, αφού έχει ήδη εκτίσει πολυετή ποινή κάθειρξης. Είχε καταδικαστεί, επειδή έκλεψε κάποτε ένα καρβέλι ψωμί, για να θρέψει την οικογένειά του που λιμοκτονούσε. Ο εγκλεισμός στις απάνθρωπες συνθήκες της φυλακής παρατάθηκε εξαιτίας της προσπάθειάς του να δραπετεύσει. Βγαίνοντας έξω, ο Αγιάννης αντιμετωπίζει τον κοινωνικό στιγματισμό. Το μόνο του πιστοποιητικό ταυτότητας είναι ένα κίτρινο αποφυλακιστήριο. Δυστυχώς κανένας πανδοχέας δεν τον δέχεται. Ακροβατώντας πάλι μεταξύ ανομίας και νομιμότητας ο Αγιάννης κλέβει τα ασημικά του πατέρα Μυριήλ, ενός επισκόπου που τον είχε περιμαζέψει και του παρείχε στέγη. Συλλαμβάνεται αλλά ο Μυριήλ σώζει τον πρωταγωνιστή δηλώνοντας στην αστυνομία ότι ο ίδιος του είχε χαρίσει τα ασημένια κηροπήγια. Η συνάντηση αυτή θα είναι καταλυτική. Ο Αγιάννης με την παρότρυνση του επισκόπου αρχίζει να μεταστρέφεται. Αποφασίζει να αλλάξει ζωή, να στραφεί στην επιδίωξη του αγαθού.
Το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος αρχίζει με χρονικό άλμα. Η δράση μεταφέρεται έξι χρόνια αργότερα. Ο Αγιάννης είναι τώρα ένας ευκατάστατος εργοστασιάρχης, ένας ευυπόληπτος πολίτης. Διεκδικεί θέση στα κοινά και κατορθώνει να διοριστεί δήμαρχος της πόλης. Έχει καταστρέψει το αποφυλακιστήριο, έχει αλλάξει το όνομά του σε κύριο Μαγκνταλέν. Εξακολουθεί όμως να καταδιώκεται από τον απηνή διώκτη του, τον αστυνόμο Ιαβέρη. Μια ατυχής συγκυρία θα αναγκάσει τον Αγιάννη να αποκαλύψει την πραγματική του ταυτότητα και να τεθεί ξανά στο στόχαστρο του αντιπάλου του. Ταυτόχρονα εισέρχεται στο προσκήνιο και η ετοιμοθάνατη Φαντίνα. Πρόκειται για μία απολυμένη εργάτρια του Μαγκνταλέν, η οποία έχει πια ξεπέσει στην πορνεία. Αναγκάζεται να δώσει τη μικρή της κόρη, την Τιτίκα σε μία ανάδοχη οικογένεια. Το κοριτσάκι διαμένει με τον πανδοχέα Θερναδιέρο και τη γυναίκα του. Οι Θερναδιέροι είναι βάναυσοι και διεφθαρμένοι. Εκμεταλλεύονται απάνθρωπα την Τιτίκα. Ο Αγιάννης διαπιστώνει πολλά κοινά γνωρίσματα της δικής του πορείας με τη ζωή της Φαντίνας. Αντιλαμβάνεται ότι την είχε αδικήσει κατά το παρελθόν. Υπόσχεται στην ετοιμοθάνατη ότι θα προστατεύσει την Τιτίκα. Τελικά εξαγοράζει τον πανδοχέα και υιοθετεί το μικρό κορίτσι. Στο μεταξύ επίκειται η σύλληψή του από στιγμή σε στιγμή. Καταφεύγει με την Τιτίκα στο Παρίσι, όπου βρίσκουν φιλόξενη στέγη σε ένα μοναστήρι. Ο Ιαβέρης, που έχει θέσει ως στόχο ζωής τη φυλάκιση του Ιαβέρη, δεν κατορθώνει τελικά να τους συλλάβει.
Δέκα χρόνια μετά τα δύο κεντρικά πρόσωπα του έργου φεύγουν από τη μονή. Βρισκόμαστε στις αρχές Ιουνίου του 1832, μετά το θάνατο του στρατηγού Λαμάρκ, του μόνου γάλλου ηγέτη που είχε δείξει έμπρακτο ενδιαφέρον για τις λαϊκές τάξεις. Το Παρίσι βρίσκεται σε αναβρασμό, καθώς προετοιμάζεται η εξέγερση με παλλαϊκή συμμετοχή. Ως επικεφαλής τίθενται οι φοιτητές υπό την καθοδήγηση του Ενζορλά. Ανάμεσά τους βρίσκεται και ο Μάριος Ποντμερσί, ο οποίος θα ερωτευτεί παράφορα την Τιτίκα. Ο Ουγκώ απεικονίζει τις σκηνές της λαϊκής επανάστασης με παραστατικότητα. Δονείται από τον παλμό των γεγονότων. Με πύρινο λόγο αποτυπώνει τον κύκλο του αίματος. Στα οδοφράγματα μετέχει και ένα χαμίνι του δρόμου, ο μικρός Γραβιά, που ο Ουγκώ σκιαγραφεί με υποδειγματική ευστοχία. Η συμπλοκή του πλήθους με την αστυνομία είναι λυσσαλέα. Ο Ενζορλά και ο Γραβιά σκοτώνονται, ενώ ο τραυματισμένος Μάριος σώζεται τελικά χάρη στην έγκαιρη αντίδραση του Αγιάννη, που κατορθώνει να τον φυγαδεύσει. Μια από τις πιο δυνατές σκηνές του έργου αφορά την αυτοκτονία του Ιαβέρη. Στην τελευταία του αναμέτρηση με τον πρωταγωνιστή διαπιστώνει πόσο κίβδηλη και εμπαθής ήταν η στάση του. Στο ηθικό του δίλημμα δίνει ο ίδιος τραγική διέξοδο επιλέγοντας να πέσει στο Σηκουάνα. Το μυθιστόρημα κλείνει με ανάδρομη αφήγηση. Λίγο πριν το θάνατό του ο Αγιάννης σε μία εκ βαθέων εξομολόγηση θα αποκαλύψει στο νιόπαντρο ζευγάρι του Μάριου και της Τιτίκας το παρελθόν του.
Το μυθιστόρημα του Ουγκώ είναι πολυδιάστατο ως προς την καταγραφή των γεγονότων, την ανάπλαση της εποχής, τη διαγραφή των χαρακτήρων, την πολυσημία και τη δυναμική του. Επανειλημμένα έχει δραματοποιηθεί, ενώ οι κινηματογραφικές του μεταφορές, λιγότερο η περισσότερο επιτυχείς, πιστοποιούν την εξαιρετική του δημοτικότητα. Ενταγμένο στο ρομαντικό κλίμα δεν παύει ποτέ να ελκύει και να συγκινεί.
Η σκηνοθετική μεταφορά του έργου σε μιούζικαλ είναι αναμφίβολα ευτυχής. Πρόκειται για δημιουργική ανάπλαση του κλασικού. Ο σκηνοθέτης Alain Boublil εμπνεύστηκε το όλο εγχείρημα μετά από επίσκεψή του στο Λονδίνο, για να παρακολουθήσει παραστάσεις μιούζικαλ. Για τους Γάλλους το κλασικό μυθιστόρημα του Ουγκώ φέρει το status εθνικού μνημείου. Θέλησε να το ανασυστήσει αισθητικά τηρώντας το κύρος της κληρονομημένης παράδοσης. Η πρόκληση ήταν ενδιαφέρουσα και αντιμετωπίστηκε ως ένα στοίχημα, που έπρεπε να κερδηθεί. Το ζητούμενο αφορούσε τη σύμπτυξη ενός ογκώδους μυθιστορήματος των 1500 σελίδων και το μετασχηματισμό του σε οπερατικό λιμπρέτο. Η σύνθεση, τιτάνια και πολυμερής, οφείλεται στον Claude – Michel Schönberg. Το μουσικό έργο τελικά εκτείνεται σε τρεις πράξεις και συμπεριλαμβάνει επτά σκηνές. Διανθίζεται με δεκατρία τραγούδια, ενώ σε όλη την παράσταση το μουσικό μοτίβο παραμένει κοινό με εναλλαγές στους ρυθμούς ανάλογες προς τα ρετσιτατίβι.
Το musical ‘Les Misérables’ ανέβηκε για πρώτη φορά στο ‘Palais des Sports’ του Παρισιού το Σεπτέμβριο του 1980. Γνώρισε εξαιρετική επιτυχία και πολύ σύντομα αποφασίστηκε η μεταφορά του στη Βρετανία. Ανέβηκε τελικά στο ‘Barbican Theatre’ του Λονδίνου τον Οκτώβριο του 1985 και κατόπιν μεταφέρθηκε στο ιστορικό ‘Palace Theatre’, όπου εξακολουθεί να παρουσιάζεται αδιαλείπτως έως σήμερα. Το Μάρτιο του 1987 το μιούζικαλ πρωτοπαίχτηκε στο Broadway στη Νέα Υόρκη. Πρόκειται για μία παγκόσμια επιτυχία, ένα μοναδικό επίτευγμα, που διαρκώς ανανεώνει το κοινό της. Στις αρετές της παράστασης συγκαταλέγεται η πολυποίκιλη και ευφάνταστη σκηνογραφία. Η αρωγή των φωτισμών είναι αποφασιστική. Τα σκηνικά μηχανήματα την υποστηρίζουν και την εμπλουτίζουν θεαματικά. Η χορογραφία είναι ευρηματική και συχνά παρουσιάζει εντυπωσιακές παραλλαγές. Ενδυματολογικά η αρτιότητα της παράστασης επιβεβαιώνεται με τον πλέον πειστικό τρόπο.
Το μιούζικαλ ακολουθεί με πιστότητα το λογοτεχνικό πρότυπο. Στο εισαγωγικό τμήμα η δράση τοποθετείται στην πόλη Digne το 1815. Μετά το μουσικό πρελούδιο παρουσιάζεται ο Γιάννης Αγιάννης (Jean Valjean), που έχει μόλις αποφυλακιστεί έπειτα από δεκαεννέα χρόνια κάθειρξης. Το μοναδικό πιστοποιητικό της ταυτότητάς του είναι το κίτρινο αποφυλακιστήριο. Αντιμετωπίζεται από όλους με καχυποψία και ρατσισμό. Ο μόνος που τον προστατεύει από το κοινωνικό στιγματισμό είναι ο επίσκοπος της Digne. Σύντομα ο Valjean υποτροπιάζει. Κλέβει τον ευεργέτη του και συλλαμβάνεται εκ νέου. Ο επίσκοπος τον γλυτώνει από τη φυλακή δρώντας με μεγαλοψυχία και τον προτρέπει να ξεκινήσει άμεσα μία καινούργια ζωή.
Στην πρώτη πράξη μεταφερόμαστε στο 1823 στην πόλη της Monteuil–sur–Mer. Ο Valjean είναι πλέον ο κύριος Μαντλέν (Monsieur Madeleine), ισχυρός εργοστασιάρχης και δήμαρχος της πόλης. Το πρώτο τραγούδι της παράστασης ‘At the end of the day’[1] ερμηνεύεται από τους εξαθλιωμένους εργάτες και τους άνεργους κατοίκους της περιοχής. Μία από τις εργάτριες η Φαντίνα (Fantine) έχει μία κόρη εκτός γάμου, την Τιτίκα (Cosette) την ύπαρξη της οποίας κρατά μυστική. Όταν οι άλλες εργάτριες το ανακαλύπτουν, εξαγριώνονται. Ζητούν επίμονα από τον επιστάτη να τη διώξει. Εκείνος ανενδοίαστα την απολύει. Η Fantine εδώ τραγουδά ‘I dreamed a dream’[2]. Σε άθλια πλέον κατάσταση, χωρίς πόρους για επιβίωση, χωρίς τη δυνατότητα να εξασφαλίσει φάρμακα για τη φιλάσθενη κόρη της, η Fantine καταλήγει στην πορνεία.
Μετά από συμπλοκή που σημειώνεται με έναν πελάτη της καταφθάνει ο επιθεωρητής της αστυνομίας Ιαβέρης (Javert) και ο δήμαρχος (Monsieur Madeleine = Valjean). Ο Valjean οδηγεί τη Fantine στο νοσοκομείο της πόλης. Σχεδόν ταυτόχρονα συμβαίνει κάτι αναπάντεχο. Συλλαμβάνεται τυχαία ένας άντρας με αριθμό ταυτότητας 24601. Ο Javert θυμάται πως πρόκειται για τα στοιχεία ενός δραπέτη, δηλαδή του Valjean, που τόσα χρόνια τον αναζητεί, για να τον φυλακίσει. Ο Valjean, προκειμένου να μην καταλήξει στο δεσμωτήριο και την αγχόνη ένας αθώος, αναγκάζεται να αυτοαποκαλυφθεί. Προλαβαίνει ωστόσο να επισκεφτεί στο νοσοκομείο την ετοιμοθάνατη Fantine και της υπόσχεται ότι θα λάβει υπό την προστασία του την κόρη της. Ο Javert τον καταδιώκει αλλά την κρίσιμη στιγμή ο Valjean κατορθώνει να δραπετεύσει.
Στη δεύτερη πράξη η σκηνική δράση μεταφέρεται στην πόλη Montfermeil πάντα την ίδια χρονιά (1823). Η Cosette είχε παραδοθεί εδώ και πέντε χρόνια από τη μητέρα της στην οικογένεια Thénardiers, οι οποίοι είναι βάναυσοι και διεφθαρμένοι. Κακομεταχειρίζονται την Cosette στο πανδοχείο τους ως υπηρέτρια. Η κόρη τους, η Eponine, είναι συνομήλικη με την άπραγη κοπέλα αλλά ζει και κινείται σε θέση ισχύος. Στη σκηνή αυτή ακούγονται τα τραγούδια ‘Castle on a cloud’[3] και ‘Master of the house’[4]. Ο Valjean κατορθώνει να απελευθερώσει την Cosette από την κηδεμονία των Θεναρδιέρων εξαγοράζοντάς την. Την παίρνει μαζί του στο Παρίσι. Την ίδια στιγμή ο Ιαβέρης ακολουθεί κατά πόδας τα δύο κεντρικά πρόσωπα του έργου. Σε αυτό το σημείο ερμηνεύει το τραγούδι ‘Stars’[5]. Πιστεύει ότι πολύ σύντομα θα βρεθεί στα ίχνη τους.
Η τρίτη πράξη του έργου είναι η πλέον επική και μεγαλειώδης. Η δράση μεταφέρεται στο Παρίσι του 1832. Στις 5 και 6 Ιουνίου οι ρεπουμπλικάνοι της πρωτεύουσας επαναστατούν. Ουσιαστικά τα γεγονότα του 1832 σηματοδοτούν τη λήξη των ταραχών, που είχαν ξεκινήσει δυο χρόνια νωρίτερα με την Ιουλιανή Επανάσταση του 1832. Στο στόχαστρο των επαναστατών βρίσκεται ο Οίκος των Βουρβόνων μετά την Παλινόρθωση. Τηρουμένων των αναλογιών τα γεγονότα αυτά προοιωνίζονται τις μεγάλες εκρήξεις που θα επακολουθήσων το 1848 και προπάντων το Μάιο του 1871 με την Κομμούνα του Παρισιού.
Στο αποκόρυφο έχουμε την εξέγερση των φοιτητών και την άγρια συμπλοκή τους με την αστυνομία. Οι πιο δυνατές σκηνές διαδραματίζονται στους δρόμους της πόλης. Το επαναστατημένο πλήθος ξεχύνεται παντού και σχηματίζει οδοφράγματα. Η θανατική καταδίκη του στρατηγού Lamarque, που υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής, πυροδοτεί τις αντιδράσεις. Συγχρόνως οι συμμορίες λυμαίνονται τα πάντα. Μεταξύ αυτών και ο Thénardier με τη γυναίκα του. Πρωταγωνιστής του έργου σε αυτήν την πράξη αναδεικνύεται ο Μάριος (Marius). Είναι ιδεαλιστής δημοκράτης. Μέσα στις συγκρούσεις θα τραυματιστεί σοβαρά. Ο Valjean με αυτοθυσία τον διασώζει(‘Bring him home’)[6]. Οι εξελίξεις θα είναι ραγδαίες. Ο Marius θα συναντήσει την Cosette (‘In my life’)[7] και θα την ερωτευτεί παράφορα (‘A heart full of love’)[8]. Η Eponine θα θρηνήσει το μάταιο έρωτά της για το Marius τραγουδώντας ‘On my own’[9]. Την τελευταία της συνάντηση με τον πρωταγωνιστή θα σφραγίσει το ‘A little fall of rain’[10], πριν πέσει νεκρή η ηρωίδα στο οδόφραγμα από μοιραίο πυροβολισμό. Το συγκεντρωμένο πλήθος αμέσως μετά την κατάπαυση των εχθροπραξιών παροτρύνει το λαό ‘Drink with me’[11]. Σπαρακτική τέλος ακούγεται και η κραυγή του Marius. Ερμηνεύει ‘Empty chairs at empty tables’[12], όταν διαπιστώνει την απώλεια των συντρόφων του στον άνισο αγώνα, που προηγήθηκε.
Η πωρωμένη συνείδηση του Javert κατευνάζεται, όταν κατανοεί πως δεν έχει τίποτε πια να περιμένει. Συνειδητοποιεί την κενότητα της ύπαρξης. Τελικά γίνεται αυτόχειρ. Η αυτοκτονία του αποδίδεται με έξοχη δραματικότητα. Ο ρόλος αυτός απαιτεί υψηλά φωνητικά και ερμηνευτικά προσόντα από το βαρύτονο, που τον υποδύεται[13]. Οι φωτισμοί υπογραμμίζουν την ένταση των σκηνών.
Το εμβληματικό τραγούδι των Misérables παραμένει πάντα το ‘Do you hear the people sing’[14]. Εκτοξεύει την παράσταση σε συγκινητικό κρεσέντο.
Οι άθλιοι της Ιουλιανής Εξέγερσης στο Παρίσι το 1832 διεκδικούν ανθρώπινη αξιοπρέπεια και κοινωνική δικαιοσύνη. Οι «Άθλιοι» του Ουγκώ είναι επίτευγμα. Πρόκειται για έργο μεγαλειώδες. Το μυθιστόρημα συνιστά την κραταίωση του κλασικού. Η σύλληψη και η συγγραφή ακολουθούν τις επιταγές του roman fleuve. Δεν είναι μόνο η ακαταμάχητη ευρωστία της αφήγησης. Είναι σπουδαία και η πνευματικότητα που διέπει το έργο. Θα την ξανασυναντήσουμε αναγεννημένη – κατά την ταπεινή μου κρίση πάντα – και στο «Μαγικό βουνό» Τόμας Μαν, όσο και στο «Περί τυφλότητας» του Ζοζέ Σαραμάγκου. Η μουσική διασκευή το νομιμοποιεί σε άλλη αισθητική σήμανση. Το μιούζικαλ ‘Les Misérables’ δεν αποτελεί προέκταση ή εναλλαγή της λογοτεχνίας. Δεν υπακούει στη λογική του based on. Είναι ένα αυτόνομο έργο τέχνης, δικαιωμένο από τους κριτικούς, το κοινό και το χρόνο…
[1] Διευκρινίζεται ότι τα σημαντικότερα τραγούδια του μιούζικαλ, σε στίχους του Herbert Kretzmer, παρουσιάζονται εν προκειμένω σε δύο εκδοχές.
Η πρώτη από την παράσταση που δόθηκε πρόσφατα στην Κεντρική Σκηνή της King’s Academy της Νότιας Φλόριντα. Βλ. σχετικά:
https://www.youtube.com/playlist?list=PLzvdeRjhZpVlmAR_rm_omD7vWC7m2PGRf.
Η δεύτερη και απολύτως αντιπροσωπευτική από τα δεκάχρονα της πρώτης παράστασης. Αυτή η 10th Anniversry παρουσιάστηκε στο Royal Albert Hall του Λονδίνου το 1995. Πρβλ. https://www.youtube.com/watch?v=ZG-gojr493E.
Συνεπώς εδώ βλ.:
https://www.youtube.com/watch?v=MfVlDf6iFss και https://www.youtube.com/watch?v=i-DZa5cuFyk
[2] https://www.youtube.com/watch?v=XaX-zeAgAuo
και https://www.youtube.com/watch?v=-p6OH7FoWoQ
[3] Από την Cosette: https://www.youtube.com/watch?v=IXl69B2GklA
και https://www.youtube.com/watch?v=glnoF9LKfKw)
[4] Από τους Thénardiers: https://www.youtube.com/watch?v=VALfpc-dJ7s
αλλά και https://www.youtube.com/watch?v=KwyHAvqVXiE
[5] https://www.youtube.com/watch?v=urxk4mveLCw
[6] https://www.youtube.com/watch?v=qsYnhVITf9E
και https://www.youtube.com/watch?v=am6wMw_0NZQ&index=24&list=PLzvdeRjhZpVlmAR_rm_omD7vWC7m2PGRf
[7] https://www.youtube.com/watch?v=rImdoXZt8QA και
https://www.youtube.com/watch?v=OzRlJsi1EiU
[8] https://www.youtube.com/watch?v=2F1wuh_hG-c και
https://www.youtube.com/watch?v=2F1wuh_hG-c&index=15&list=PLzvdeRjhZpVlmAR_rm_omD7vWC7m2PGRf
[9] https://www.youtube.com/watch?v=YYtI8gsXS8c και
https://www.youtube.com/results?search_query=les+miserables+10th+anniversary+ion+my+own αλλά και https://www.youtube.com/watch?v=M0O2MSn1jM4&spfreload=10
[10] https://www.youtube.com/watch?v=t1Y7UPdH6Uo και
https://www.youtube.com/watch?v=IyPy2Iqq-NM
[11] https://www.youtube.com/watch?v=4fXe2HII-iA
[12] https://www.youtube.com/watch?v=eqqSa9n2ZQk καθώς και https://www.youtube.com/watch?v=xVSJkzFnZyE
[13] https://www.youtube.com/watch?v=fFQvGJGpM1s
[14] https://www.youtube.com/watch?v=YL8gH0yELbk.
Στο encore της 10ης επετείου παρουσιάστηκε και από τους 17 ηθοποιούς που είχαν υποδυθεί παγκοσμίως το ρόλο του Valjean, προκαλώντας πανδαιμόνιο ενθουσιασμού στο κοινό: https://www.youtube.com/watch?v=YnmA-8IMVWw). Πρβλ. και