Απόψεις Πολιτισμός

“Χριστούγεννα + Εξουσίας Αντίλογος…” γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Προκύπτει πάντα εύλογο το ερώτημα τι μπορεί να σημαίνουν τελικά για το σύγχρονο άνθρωπο τα Χριστούγεννα. Για τους περισσότερους, είναι αλήθεια, η γιορτή αυτή σηματοδοτεί μία περίοδο ανάπαυλας και χαλάρωσης από τον πιεστικό φόρτο της καθημερινότητας. Έως πρόσφατα, τουλάχιστον, μεταφραζόταν σε αχαλίνωτη διασκέδαση, σε οινοποσία και εκλεκτά εδέσματα, σε χαρτοπαίγνιο. Ας προστεθεί σε όλα αυτά και μία ακατάσχετη ροπή προς τον καταναλωτισμό, εύγλωττο πρόσχημα για το μύθο του 13ου μισθού. Οι πόλεις φωταγωγούνται και στολίζονται κραυγαλέα, ίσως πέρα και πάνω από το μέτρο της βασικής αισθητικής. Κάρτες, αφίσες, ροδομάγουλοι άγγελοι, φάτνες στημένες πρόχειρα σε πλατείες και πάρκα επιχειρούν να εξωραΐσουν το γνώριμο σκηνικό του μπετόν. Οι μέρες αυτές της υποχρεωτικής χαράς, της ανώριμης εξωστρέφειας, φτιασιδώνουν άτεχνα την πραγματικότητα. Μέσα στη γενικευμένη υστερία υπογραμμίζεται πιο βασανιστικά η αλήθεια, καθώς ξεγυμνώνεται ανελέητα2.

Αν επιστρέψουμε στην αφετηρία, θα διαπιστώσουμε ενδεχομένως την ουσία των πραγμάτων. Θα γίνουμε κοινωνοί μίας αλήθειας προαιώνιας και αμετάκλητης. Στην αρχή είναι πάντα ο Λόγος, ο λόγος του θεού, η λογική και η δύναμη του ανθρώπου3.

Ο Θεάνθρωπος ήρθε στη γη ταπεινά και ειρηνικά, χωρίς τυμπανοκρουσίες∙ χωρίς θρόνο και κυριότητα, χωρίς δύναμη και εξουσία. Η εξουσία!… Σύμβαση και δύναμη καταστολής συνάμα. Συχνά η εκδίκηση της μετριότητας και το άλλοθι των αταλάντων, η αποθέωση της ημιμάθειας και του γελοίου. Ο μηχανισμός που διαφθείρει και αλλοτριώνει, που καλλιεργεί το φθόνο και το φατριασμό, που μεθοδεύει και εξοντώνει, που αγαπά την αντίφαση και την ασυνέπεια λόγων και έργων, που ξαναβαφτίζει τις λέξεις, για να δώσει νέο περιεχόμενο στο νόημά τους. Βρίσκεται παντού και εξαπλώνεται ραγδαία με παραφυάδες: στο κράτος, στην οικονομία, στην εκπαίδευση. Σπέρνει την ανασφάλεια και θερίζει εξεγέρσεις. Πώς να πείσεις για τη χαρά και την ελπίδα των Χριστουγέννων τη νέα γενιά; Μια γενιά που έχει ήδη προεξοφλήσει το μέλλον της, υποθηκεύοντας ένα αδιέξοδο παρόν. Και είναι ακόμα πιο βάναυση η πρόκληση, όταν αυτή η ύβρις επενδύεται θεωρητικά, όταν επινοούνται έννοιες, όπως είναι η απασχολησιμότητα, για να επιβάλει τη δημοκρατία του φόβου. Η παγκοσμιοποίηση παγιώνει ύπουλα το νέο αυταρχισμό, σε έναν κόσμο που δεν κάνει κάτι για μας 4…

Μιλούν πολλοί για τη μελαγχολία των γιορτών. Η μοναξιά επιτείνεται, το χάσμα επικοινωνίας ευρύνεται, η υπαρξιακή αγωνία κορυφώνεται. Είναι η κατάθλιψη που λειτουργεί ως απεγνωσμένη άμυνα στο φόβο. Είμαστε παράξενα πλάσματα οι άνθρωποι! Ανικανοποίητοι και συχνά αγνώμονες. Εν πολλοίς ανόητοι όσο και ανυπεράσπιστοι. Η πείρα ζωής δεν μας κάνει κατ’ ανάγκη σοφότερους5…

Πάντα όμως υπάρχει και η άλλη όψη, η χαρά της δημιουργίας, η αγνότητα της φύσης, η ευφρόσυνη κατάφαση της ζωής. Ο ποιητής αφήνεται κάποτε στην ομορφιά να τον συνεπάρει, ζητά να αναμετρηθεί μαζί της και τη μεταλλάσσει σε ανεκτίμητο βίωμα6.

Παράλληλες διαδρομές και όχι συμπόρευση, παράλληλοι μονόλογοι και όχι διάλογος, η αγωνία της μονάδας να εκταθεί στον πληθυντικό αριθμό… Αμυνόμαστε άσκοπα, γινόμαστε καχύποπτοι, δεν αποτολμούμε τη ρωγμή στο κέλυφος της μικροαστικής μας αφέλειας. Επιστρατεύουμε ευκαιριακούς συνεργάτες, σαθρά υποστυλώματα μιας κατασκευασμένης ασφάλειας. Ξεχνούμε ότι, πριν απ’ όλα, όποια διαδρομή και αν διαγράψουμε, είμαστε σε αυτή τη ζωή προσωρινοί. Ας δούμε συμπτωματικά μία περίπτωση: δύο άνθρωποι περπατούν σε αντίθετες κατευθύνσεις και πλησιάζουν. Τόσο κοντά, τόσο μακριά. Προσπαθούν να επικοινωνήσουν, σπεύδουν, ξαναφεύγουν και συνεχίζουν την προκαθορισμένη τους πορεία. Γιατί; Γιατί το 1 είναι τόσο δύσκολο να φτάσει τελικά στο 2; 7

Όντως «τ’ αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι». Και στον Ιησού έμελλε ανάλογο πεπρωμένο. Δεν τον κατάλαβαν οι πολλοί, δεν τον άντεξαν ή δεν τον ανέχτηκαν. Δεν μπόρεσαν – ευτυχώς – να τον φέρουν στα μέτρα τους. Ο Χριστός ανάμεσα στ’ άλλα είναι ένας κοινωνικός αναμορφωτής, ένας ειρηνικός επαναστάτης. Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας επιβάλλεται ως ιδεολογία η αγάπη. Ο Πρωταγόρας, ισχυρίστηκε ότι ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των δυνατοτήτων στη ζωή. Ο Χριστιανισμός το μετέστρεψε σε πράξη. Μίλησε για τη σεμνότητα και την ταπεινοφροσύνη, για την αγνότητα των προθέσεων, για τις πολλαπλές επιλογές. Κάθε άνθρωπος, όντας διακριτό και ανεπανάληπτο δημιούργημα, διαθέτει δυνάμεις ροπής και προς το αγαθό∙ αρκεί να τις ανακαλύψει και τότε θα του αποκαλυφθούν∙ αρκεί να τις διδαχθεί αποτελεσματικά, να μάθει δηλαδή πώς θα μάθει∙ αρκεί να του δοθεί επιτέλους η πολύτιμη δεύτερη ευκαιρία, ώστε να οδηγηθεί στη συνείδηση και την εκλογίκευση, στη βούληση και τελικά στη δράση8. Κάθε μορφή τέχνης αποτύπωσε πειστικά την ελπίδα και την αλήθεια, που παραπέμπει στη γέννηση του Θεανθρώπου. Οι προϋποθέσεις της ενδελέχειας, της εσωτερικής ολοκλήρωσης και αυτοπραγμάτωσης διαρκώς επισημαίνονται9.

Χριστούγεννα! Της αγάπης, της προσφοράς, της συνείδησης, της στροφής προς τον εσωτερικό άνθρωπο. Η λύτρωση προϋποθέτει τον εξαγνισμό από την αμαρτία. Η στοχαστικότητα, η νηφάλια θεώρηση της πραγματικότητας, ο αυτοσεβασμός συντείνουν προς την ειλικρίνεια της ζωής. Μακριά από τους άσκοπους διδακτισμούς, τις αδιέξοδες συζητήσεις και τα άλλοθι. Η σοφία της δημιουργίας συνυπάρχει με τη γοητεία της αταξίας στο σύμπαν. Τα πράγματα είναι εκ φύσεως αυθεντικά και αναγνώσιμα: επειδή ακριβώς άλλη αλήθεια δεν υπάρχει πια απ’ την αγάπη10. Ας είναι η καινούργια χρονιά η αφετηρία για ενδοσκόπηση και δημιουργική ανανέωση. Η προοπτική να γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι είναι πάντα μία ενεργή δυνατότητα.

 Παραπομπές

  1. Το κείμενο διαβάστηκε σε εκδήλωση του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Νάουσας στο Γηροκομείο της πόλης το Δεκέμβριο του 2008. Η τρέχουσα επικαιρότητα έκτοτε το τεκμηρίωσε δραματικά και αμετάκλητα…
  2. Ευτυχία – Αλεξάνδρα Λουκίδου, Να περιφέρεσαι

Να περιφέρεσαι από ενοχή σε άφεση,

από σπατάλη σ’ ερημιά

και να χαϊδεύεις τον ίσκιο των χεριών σου.

Να νηστεύεις τα μάτια σου

και να φυτρώνουν στους τοίχους αναρριχητικά φιλιά.

Να δωροδοκείς τα βιβλία ν’ αποσιωπήσουν

– έστω και για μια νύχτα –

τη σιωπηλή διαδήλωση των σκοτωμένων ηρώων

που δεν ευτύχησαν να ζουν στην τελευταία σελίδα.

Να κρύβεις κάτω απ’ τα ρούχα σου τη λύπη

και σα λαθρέμπορος να μεταφέρεις κάτι ενθύμια παιδικά,

μια ξύλινη γέφυρα κι ένα δωμάτιο γιορτής

για την ενηλικίωση των λέξεων.

Ποιος άραγε θα βρεθεί να μας παρηγορήσει;

Φεύγουμε…

Κι έξω μυρίζει γιασεμιά, στον αυλόγυρο της εκκλησίας

ο σχολικός θίασος ανεβάζει μ’ επιτυχία την αποκαθήλωση.

Τι ανοιγοκλείνεις τη διαβασμένη εφημερίδα;

Η μέρα σφράγισε τα μυστικά της,

η ξαφνική νεροποντή ξέπλυνε τον παλιό σταθμό,

έσβησαν κι οι φωτεινές επιγραφές.

Κανείς δεν έμεινε, για να μας χαιρετίσει…

[«Ν’ ανθίζουμε ως το τίποτα», Καστανιώτης 2004]

  1. Πρβλ. Ιωάννης Χρυσόστομος:

«Χριστός γεννάται, δοξάσατε!… Βλέπω παράξενο και παράδοξο μυστήριο, ποιμένες, αντί να παίζουν με τις φλογέρες τους κάποιο μελωδικό σκοπό, ψάλλουν ουράνιο ύμνο και γεμίζουν με τους ήχους τους τα αυτιά μου. Ψάλλουν άγγελοι και ανυμνούν αρχάγγελοι, υμνούν τα Χερουβίμ και δοξολογούν τα Σεραφείμ. Όλοι πανηγυρίζουν γιατί βλέπουν το Θεό στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς. Βλέπουν εκείνον που είναι πάνω στον ουρανό, να βρίσκεται κάτω στη γη και τον άνθρωπο που είναι στη γη, να βρίσκεται ψηλά στον ουρανό χάρη στη φιλανθρωπία του Θεού.

Σήμερα η Βηθλεέμ έγινε όμοια με τον ουρανό, αφού εμφανίστηκαν σ’ αυτήν αντί για αστέρια, άγγελοι που ανυμνούν το Θεό, και δέχτηκε με τρόπο θαυμαστό στο χώρο της όχι το φυσικό ήλιο, αλλά τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Και μη ζητάς να μάθεις πως έγινε αυτό. Γιατί εκεί όπου εκδηλώνεται η θέληση του Θεού, νικώνται οι φυσικοί νόμοι. Θέλησε λοιπόν ο Θεός, μπόρεσε και κατέβηκε από τους ουρανούς και έσωσε τον άνθρωπο. Σήμερα γεννιέται ο αιώνιος Θεάνθρωπος και γίνεται εκείνο που δεν ήταν. Ενώ δηλαδή ήταν Θεός, γίνεται άνθρωπος, χωρίς να παύσει να είναι Θεός. Δεν έχασε δηλαδή τις θεϊκές του ιδιότητες για να γίνει άνθρωπος, ούτε πάλι άλλαξε κι από άνθρωπος έγινε Θεός. Αλλά ενώ ήταν Θεός Λόγος, χωρίς να πάθει τίποτε, προσέλαβε την ανθρώπινη σάρκα, και η θεία φύση παρέμεινε αμετάβλητη.

Και όταν γεννήθηκε, οι Ιουδαίοι δεν παραδεχόντουσαν την παράδοξη γέννησή του και οι μεν Φαρισαίοι παρερμήνευαν τις θείες Γραφές, οι δε Γραμματείς δίδασκαν τα αντίθετα του μωσαϊκού νόμου. Ο Ηρώδης γύρευε το νεογέννητο, όχι για να του προσφέρει τιμές, μα για να το σκοτώσει. Γιατί έβλεπαν ότι σήμερα τα πράγματα ήρθαν αντίθετα προς τις προσδοκίες τους.

Προσήλθαν λοιπόν βασιλείς να δουν με θαυμασμό το Βασιλιά των ουρανών και απορούσαν που ήρθε στη γη χωρίς αγγέλους και αρχαγγέλους και θρόνους και κυριότητες και δυνάμεις και εξουσίες, και πέρασε από δρόμο παράξενο και απάτητο, από σπλάχνα παρθενικά και χωρίς να χάσει τις θεϊκές του ιδιότητες έγινε άνθρωπος και ήρθε κοντά μας. Βασιλείς λοιπόν ήρθαν να προσκυνήσουν τον ένδοξο βασιλιά των ουρανών, στρατιώτες να υπηρετήσουν τον αρχιστράτηγο των ουρανίων δυνάμεων, γυναίκες να προσκυνήσουν εκείνον που γεννήθηκε από γυναίκα, για να μετατρέψει σε χαρά τις λύπες της γυναίκας. Ήρθαμε οι δούλοι σ’ εκείνον που έλαβε δούλου μορφή για να μετατρέψει σε ελευθερία τη δουλεία μας.

Αφού λοιπόν όλοι πανηγυρίζουν χαρούμενοι, κι εγώ επιθυμώ να σκιρτήσω, και να χορέψω και να πανηγυρίσω. Χορεύω χωρίς να παίζω κιθάρα, χωρίς να κινώ κλάδους κισσού, χωρίς να κρατάω αυλό, χωρίς να κρατάω αναμμένες λαμπάδες, αλλά κρατώντας στα χέρια μου τα σπάργανα του Χριστού αντί για μουσικά όργανα. Γιατί αυτά είναι η ελπίδα μου, αυτά είναι η ζωή, αυτά είναι η σωτηρία μου αυτά είναι για μένα αυλός και κιθάρα. Γι’ αυτό τα έχω μαζί μου, για να μου δώσουν με τη δική τους δύναμη την ικανότητα να πω μαζί με τους αγγέλους και τους ποιμένες: «Δόξα εν υψίστοις θεώ,επί γης ειρήνη και εν ανθρώποις ευδοκία…».

[«Εις το Γενέθλιον του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού»]

  1. Βλ. σχετικά Νίκος Ξυδάκης, « Στη δημοκρατία του φόβου»

 Βαρύ και δυσκίνητο προβάλλει το νέο έτος. Βαρύθυμοι και σπεπτικιστές οι Ελληνες καταγράφονται στις δημοσκοπήσεις· χωρίς αισιοδοξία, καχύποπτοι ως προς το κράτος τους και τους θεσμούς του, φοβισμένοι απέναντι στο μέλλον και τις διεθνείς προκλήσεις. Φοβούνται την ένταση μεταξύ Δύσης και Ισλάμ, φοβούνται για τη φτώχεια του νοικοκυριού τους, τρέμουν την καταστροφή του περιβάλλοντος, αγωνιούν για τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης και της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Και εμπιστεύονται κυρίως την Πυροσβεστική και την Μετερεωλογική Υπηρεσία ― τίποτε άλλο…

Ό,τι περιγράφαμε ως μεταδημοκρατία της δυσφορίας, εξελίσσεται με απρόσμενα ταχύ ρυθμό, σε μεταδημοκρατία του φόβου, της αγωνίας. Οι Ελληνες αντιλαμβάνονται τώρα τη χώρα τους μικρή, μικρή την κοινωνία τους, αδύναμους τους εαυτούς τους, απροστάτευτους στο ανοιχτό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον· αισθάνονται εκτεθειμένοι σε όλες τις θύελλες των αλλαγών, και αντιλαμβάνονται ότι βρίσκονται εκεί έξω, απαράσκευοι, χωρίς εργαλεία, χωρίς εφόδια, και κυρίως χωρίς σχέδιο και χωρίς ηγεσία.

Το σκάφος πορεύεται με αυτόματο πιλότο, ολισθαίνει οδηγούμενο από δυνάμεις αδρανείας, στρέφεται αργά αργά περί τον άξονά του. Και δεν πάει πουθενά. Χωρίς παραγωγική ορμή, δίχως αποτελεσματική διοίκηση, χωρίς παιδεία, χωρίς καινοτομίες, χωρίς επιχειρηματική κουλτούρα, χωρίς λειτουργία κοινότητας, χωρίς πίστη στις δυνάμεις της, η Ελλάδα βουλιάζει αργά, τελετουργικά, αυτάρεσκα, στο τέλμα της. Στο τέλμα του εαυτού της.

Δεν μπορούμε να πούμε ακριβώς ποιες δυνάμεις κρατούν τη χώρα στο τέλμα. Είναι πολλές    και διαφορετικές. Είναι οι πολιτικές δυναστείες, που έχουν ως μόνη λειτουργία την αυτοαναπαραγωγή τους εις βάρος του κοινωνικού σώματος. Είναι η διεφθαρμένη διοίκηση, απαρτιζόμενη από στελέχη με ελαστική συνείδηση και χαμηλή απόδοση. Είναι η αρπακτική ελίτ των μεγαλοεπιχειρηματιών που πλουτίζουν από την κρατική οικονομία χωρίς να επενδύουν ούτε πολλοστημόριο των κερδών τους στην κοινωνική ανάπτυξη. Είναι η διαλυμένη εκπαίδευση, που υπονομεύει τραγικά το παρόν και το μέλλον.

Είναι εντέλει η φαλκιδευμένη, η ψεύτικη δημοκρατία της καθημερινής ζωής· μια δημοκρατία που στηρίζεται σε οκνούς, φθονερούς, αυτάρεσκους, δειλούς πολίτες, με ολόιδιους ηγέτες. Που φοβούνται το μέλλον και αγωνιούν για το παρόν· μα ταυτοχρόνως τρέμουν τις αλλαγές, αποφεύγουν τις καινοτομίες, μισούν τις θυσίες, δεν αναλαμβάνουν ρίσκα.

Πολίτες και ηγέτες κατοπτρικά ίδιοι, χωρίς πνοή και όραμα, χωρίς πίστη και αγάπη. Μόνη αλήθεια μας, ο φόβος ― να τρώει τα σωθικά και να παγώνει. Εμείς είμαστε το τέλμα.

[«Καθημερινή», 4 Ιανουαρίου 2008]

Πρβλ. και https://www.youtube.com/watch?v=mO8OdPqdKQk.

  1. Ντίνος Χριστιανόπουλος «Ενός λεπτού σιγή»

 Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας

κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,

έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,

ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,

έστω και μια φορά;

Είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή

για τους απεγνωσμένους;

[«Ποιήματα», Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1985]

Πρβλ. ομόλογα και καθόλου αντίστροφα Κικής Δημουλά «Ενός λεπτού μαζί», Ίκαρος, Αθήνα 1998].

  1. Λάμπρος Πορφύρας «Απόψε…»

Απόψε η γη σου είν’ όμορφη – Θεέ μου – όλη πέρα ως πέρα.

Το λόφο ρείκια κόκκινα τον έχουνε στολίσει,

σα να’ναι μια παραμονή γλυκιάς γιορτής, κι η μέρα

σαν αγαθό χαμόγελο κι εκείνη αργεί να σβήσει.

 

Δεξιά, ζερβά στη μοναξιά του δρόμου οι λεύκες μένουν

ακίνητες στο φως. Δε σειέται ένα κλαδί τους,

δεν τρέμει ούτ’ ένα φύλλο τους. Όπου κι αν δεις σωπαίνουν

και σα μια δέηση βουβή θαρρείς είν’ η σιωπή τους.

 

Κάτω στα πλάγια του βουνού που γέρνει βυθισμένο

μέσα στου ονείρου τη σκιά, μες στη θολή γαλήνη,

το μακρινό το βραδινό χωριό τα’ αγαπημένο

σαν άυλος τόπος για τις ψυχές που είν’ άγιες έχει γίνει.

 

Κι απάνω εκεί δυο σύννεφα, λες κι είναι ασπροντυμένοι

αγγέλοι, που με τα’ ανοιχτά φτερά τους σταματήσαν

κι ήβραν τη γη τόσ’ όμορφη και τόσο ευτυχισμένη,

που εμείναν και τον ουρανό γι’ απόψε λησμονήσαν.

[Γραμμένο το 1922. «Μιαχώρα πάντα σιωπηλή», Ερμής ,Αθήνα 1999]

  1. Πρβλ. Δημήτρης Παπαϊωάννου «2»: Two directions Βλ. σχετικά και https://www.youtube.com/watch?v=jPbtxqSBJ84.
  2. Πάουλο Κουέλιου, «Ο αλχημιστής»

Η Παναγία με το βρέφος στην αγκαλιά της αποφάσισε να κατέβει στη γη και να επισκεφτεί ένα μοναστήρι. Υπερήφανοι όλοι οι ιερείς στάθηκαν στη σειρά και ο καθένας παρουσιαζόταν μπροστά στην Παναγία, για να της αποδώσει τιμές. Ο ένας απήγγειλε ωραία ποιήματα, ο άλλος έδειξε τις μικρογραφίες του για τη Βίβλο, ένας τρίτος απαρίθμησε τα ονόματα όλων των αγίων. Και έτσι κάθε μοναχός τίμησε την Παναγία με το βρέφος.

Στην τελευταία θέση της σειράς στεκόταν ένας ιερέας, ο πιο ταπεινός του μοναστηριού, ο οποίος δεν είχε μάθει ποτέ τα σοφά κείμενα της εποχής. Οι γονείς του ήταν απλοί άνθρωποι που δούλευαν σε ένα παλιό τσίρκο της γειτονιάς και το μόνο που του είχαν μάθει ήταν να πετάει μπάλες στον αέρα και να κάνει μερικές ταχυδακτυλουργίες.

Όταν ήρθε η σειρά του, οι άλλοι ιερείς έσπευσαν να τελειώσουν με την απόδοση τιμών, γιατί ο τέως ταχυδακτυλουργός δεν είχε τίποτε το σημαντικό να πει και ενδεχομένως να υποβάθμιζε την εικόνα του μοναστηριού. Στο μεταξύ, στα βάθη της καρδιάς του αισθανόταν κι εκείνος απέραντη ανάγκη να προσφέρει κάτι στο Χριστό και την Παναγία.

Ντροπαλός, αισθανόμενος το βλέμμα αποδοκιμασίας των αδελφών, έβγαλε μερικά πορτοκάλια από την τσέπη του και βάλθηκε να της τα πετά στον αέρα, κάνοντας μερικές φιγούρες, το μόνο που ήξερε.

Μόνο τότε χαμογέλασε το βρέφος και άρχισε να χτυπά παλαμάκια στην αγκαλιά της Παναγίας. Και προς αυτόν τον ιερέα άπλωσε τα χέρια της και τον άφησε να κρατήσει το βρέφος λίγη ώρα…

[Πάολο Κουέλιου «Ο αλχημιστής», Λιβάνης, Αθήνα 1988]

  1. Ράντγιαρν Κίπλιν, «Αν…»

Αν μπορείς στην πλάση τούτη

να περιφρονείς τα πλούτη

κι αν οι έπαινοι των γύρω

δεν σου παίρνουν το μυαλό,

αν μπορείς στην τρικυμία

να κρατήσεις ψυχραιμία,

κι αν μπορείς και όπως εχθρούς σου

να σκορπίσεις το καλό,

αν μπορείς με μιας να παίξεις

κάθε τι που ’χεις κερδίσει,

στην καταστροφή ν’ αντέξεις

και να δώσεις κάποια λύση,

αν μπορείς να υποτάξεις πνεύμα,

σώμα και καρδιά

αν μπορείς όταν σε βρίζουν

να μην βγάζεις τσιμουδιά,

αν μπορείς στην καταιγίδα

να μη χάνεις την ελπίδα,

κι αν μπορείς να συγχωρήσεις

όταν σ’ έχουν αδικήσει,

αν μπορέσεις όπως’ όνειρό σου

να μη γίνει ο όλεθρός σου,

κι αν μπορέσεις ν’ αγαπήσεις

όσους σ’ έχουνε μισήσει,

αν μπορείς να είσαι ο όπως

στην χαρά και στην οδύνη,

αν η πίστη στην ψυχή σου

μπρος σε τίποτα δεν σβήνει,

αν μιλώντας με τα πλήθη

τη συνείδηση δεν χάνεις,

αν μπορέσεις να χωνέψεις

πως μια μέρα θα πεθάνεις,

αν ποτέ δεν σε μεθύσει

του θριάμβου το κρασί,

αν στα ψέματα των άλλων

δεν λες ψέματα κι εσύ,

αν μπορείς να μη θυμώνεις,

αλλά μήτε και να κλαις

όταν άδικα σου λένε

πως εσύ μονάχα φταις.

Αν μπορείς με ηρεμία

δίχως νεύρα ή δυσφορία

και τα ίδια σου τα λόγια

να όπως’ ακούς παραλλαγμένα,

αν μπορείς κάθε λεπτό σου

να ’ναι μια δημιουργία

και ποτέ σου να μην μένεις

με τα χέρια σταυρωμένα.

Αν οι φίλοι σου κι οι εχθροί σου

δεν μπορούν να σε πληγώσουν,

αν οι σχέσεις με μεγάλους

τα μυαλά δεν σου σηκώνουν

αν όπως πάντες λογαριάζεις

μα… κανένα χωριστά,

αν μπορέσεις να φυλάξεις

και τα ξένα μυστικά…

Έ! Παιδί μου τότε…

Θα μπορέσεις ν’ απολαύσεις όπως πρέπει τη ζωή σου…

Θα ’σαι άνθρωπος σπουδαίος κι όλη η γη θα ’ναι δική σου!

[Γράφτηκε το 1895. Περιλαμβάνεται στη συλλογή “Rewards and fairies”, 1910]

  1. Βλ. σχετικά Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνιγκ, «Πώς σ’ αγαπώ;»

Πώς σ’ αγαπώ; Τους τρόπους ας μετρήσω!

Σ’ αγαπώ στο βάθος, πλάτος και ύψος

που η ψυχή μου δύναται να φτάσει,

σαν ψάχνει αόρατη να βρει

το τέλος του Είναι και της Χάρης της ιδανικής.

Σ’ αγαπώ

κάτω απ’ τον ήλιο ή του κεριού το φως.

Σ’ αγαπώ ελεύθερα,

όπως παλεύουν οι άντρες για το Δίκιο.

Σ’ αγαπώ αγνά, όπως απεχθάνονται τον έπαινο.

Σ’ αγαπώ

με το πάθος που έντυνα παλιά τις λύπες μου

και με την πίστη των παιδικών μου χρόνων.

Σ’ αγαπώ

με μιαν αγάπη που νόμιζα πως έχασα

μαζί με τους χαμένους μου αγίους…

Σ’ αγαπώ

με την ανάσα, τα χαμόγελα, τα δάκρυα όλης της ζωής μου!

Κι αν ο Θεός ορίσει,

θα σ’ αγαπώ περισσότερο μετά το θάνατο…

[Σονέτο XLIII, “The sonnets from the Portoguese” 1850]

Παναγία η Βρεφοκρατούσα. Ναός της Αγγελόκτιστης, Λάρνακα, Κύπρος. Το ψηφιδωτό αυτό του ύστερου 60υ αιώνα (εποχή του αυτοκράτορα Μαυρικίου, 582–602) θεωρείται εφάμιλλο με εκείνα της Ραβέννας και συγκαταλέγεται στον κατάλογο μνημείων της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco.

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας