Αλεξάνδρεια Αναγνώστες Πολιτισμός

Γιάννης Ντάμτσιος “Ο μπάρμπα Θωμάς”

Ο μπάρμπα Θωμάς, ο Γιαννιώτης, ζούσε σε ένα μικρό σπιτάκι στην άκρη του χωριού. Ήταν μεγάλος στην ηλικία.  Εγώ, τουλάχιστον, τον θυμάμαι πάντα με άσπρα μαλλιά. Είχε περάσει πολλά βάσανα στη ζωή του, όμως το πρόσωπο του ήταν ευχάριστο και φωτεινό. Τα μεγάλα και καθάρια μάτια του σε κοιτούσαν με ιλαρότητα μέσα από τα πυκνά φρύδια του, και όχι σπάνια, τα κατέβαζε ντροπαλά. Οι κουβέντες του ήταν κοφτές και με χάρη στολισμένες. Ορισμένες φορές μιλούσε γρήγορα και δυνατά, άλλοτε αργά και χαμηλόφωνα. Ακόμα και οι κινήσεις του λειτουργούσαν κατά τον ίδιο τρόπο, χωρίς ωστόσο να γίνεται αντιπαθητικός. Αντίθετα η συνομιλία του ήταν πάντα ενδιαφέρουσα και ευχάριστη.

Είχε αποκτήσει πολλά παιδιά αλλά εκτός από δύο κόρες, όλα τού πεθάνανε νωρίς. Χήρος πια, έμενε μόνος στο μικρό σπιτάκι, τριγυρισμένο από έναν μεγάλο κήπο, γύρω στα δύο στρέμματα. Οι παντρεμένες κόρες του έλεγαν να πάει να μείνει μαζί τους, μα εκείνος, δεμένος με τις σκιές των νεκρών παιδιών του και των πολλών του αναμνήσεων, δεν ήθελε να αφήσει «ορφανό» το τελευταίο δημιούργημά του, το σπίτι του. Πρέπει να πούμε, όμως, ότι ο συνώνυμος εγγονός του πήγαινε κάθε μέρα κοντά του, ιδιαίτερα όταν οι δουλειές του κήπου του το επέβαλαν.

Δεν είχε ο μπάρμπα Θωμάς ιδιαίτερες οικονομικές ανάγκες. Και τον τρόπο του τον είχε  και ολιγαρκής ήταν. Άλλωστε, όπως συχνά έλεγε και ο ίδιος, «…πλούσιος δεν είναι αυτός που κατέχει πολλά, αλλά αυτός που αρκείται σε αυτά που έχει». Και ποιος δεν έτρωγε  από εκείνον τον μερακλίδικο μπαξέ, αλλά και ποιος δεν είχε παρά μόνο καλά λόγια για τον «άγιο» μπαρμπα Θωμά να πει! Γι’ αυτό, αν και ο μπαξές του ήταν πάνω στο δρόμο και μάλιστα χωρίς φράχτη, κανένας δεν άπλωνε το χέρι του να πάρει κάτι. Όσο για τα ζώα, που δεν πατούσαν μέσα και δεν έκαναν ζημιά,  θα πούμε παρακάτω, γιατί συνέβαινε αυτό.  Στη μέση του κήπου είχε στήσει ένα ξύλινο κιόσκι ανοιχτό απ‘ όλες τις μεριές και κάτω απ’ αυτό ένα  μεγάλο κούτσουρο από πλατάνι για τραπέζι με τρεις καρέκλες.

«Εδώ φιλοξενώ την Αγία Τριάδα» μου’ πε μια μέρα, «όταν η ψυχή μου είναι ανοιχτή!»

«Και εσύ πού κάθεσαι;» τον ρώτησα απορημένος.

«Μααα… μπρούμυτα» μου απάντησε εντελώς φυσικά.

Ένα Σαββατοκύριακο, απόγευμα, καθώς περνούσα από το κτήμα του για να πάω στην εκκλησία να κάνουμε με τον παπα-Γιάννη τον εσπερινό, τον είδα πάλι μέσα στον κήπο να   ψάλλει και να βλογάει τις φασολιές του.

– Βρε μπαρμπα- Θωμά, τι έπαθες και μονολογάς με τις φασολιές σου;

– Γιώργο μου, δεν μονολογάω, κουβεντιάζω, με διόρθωσε σοβαρά.

– Ε, όχι και κουβεντιάζεις …! τον διέκοψα χαμογελώντας.

– Δεν το πιστεύεις; Κάθε φορά που αγιάζω και θυμιατίζω τα μπαξεβανικά μου, αυτά αλλάζουν όψη! Τα φύλλα παίζουν χωρίς να φυσάει αέρας και οι κορφές τους γαντζώνονται πάνω μου λες και θέλουν να με εμποδίσουν να φύγω! Κι αν στήσεις αυτί αγάπης, θα τα ακούσεις και αυτά να ψάλλουν μαζί σου, να σου μιλάνε για χίλια δύο πράγματ

-Ε μη μου πεις ότι κουβεντιάζεις μαζί τους και για κοινωνικά θέματα…!

-Και βέβαια, αγαπητέ μου! Να τα΄βλεπες μόνο προχθές πώς ζάρωναν, καθώς άκουγαν της κανονιές από το πεδίο βολής! Ώρα ολάκερη προσπαθούσα να τα καθησυχάσω με τα χάδια μου… Εσύ, απ’ τη γλώσσα των φυτών, καταλαβαίνεις μόνο δύο ή τρεις λέξεις, άντε δέκα, κι αυτό γιατί κατάγεσαι από χωριό. Αντιλαμβάνεσαι,  για παράδειγμα, πότε διψάνε τα ζώα, πότε πεινάνε, αν είναι υγιή ή αν είναι άρρωστα, αν είναι νέα ή γέρικα. Σ’ έναν άνθρωπο, όμως, που τα βλέπει και αυτά σαν πλάσματα του Θεού, αποκαλύπτουν πολύ περισσότερα πράγματα… Δεν βρέθηκες καμιά φεγγαρόφωτη βραδιά μέσα στο πευκοδάσος πάνω απ’ το χωριό μας; Δεν παρατήρησες ποτέ τις πευκοβελόνες πώς χορεύουν, πώς ψιθυρίζουν ύμνους δοξαστικούς στον Θεό, καθώς οι ριπές του αέρα φυσούν από την λαγκαδιά; Μερικοί τρομάζουν όταν ακούν τα αγρίμια να υλακτούν, αλλά δεν περνάει από το μυαλό τους ότι μπορεί και να δίνουν ρυθμό στην ακατάπαυστη δοξολογία, που αναπέμπουν στον Θεό… «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού …ουκ εισί λαλιά ουδέ λόγοι, ών ουκ ακούονται αί  φωναί αυτών. Είς πάσαν την γήν εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών». ( ψαλ : 18 2-5)

 

 

-Αυτά που λες, μπαρμπα-Θωμά, ακούγονται πολύ εντυπωσιακά, αλλά η ζωή η καθημερινή, συχνά, είναι πολύ σκληρή, και αν κι αυτά που εμείς θεωρούμε άψυχα, έχουν αισθήσεις, τότε πώς να αραιώσεις τα δέντρα, πώς να τα κλαδέψεις και πώς να τα κάψεις;  Αλλά και τα ζώα που έχουμε στο σπίτι μας ή που ζουν έξω ελεύθερα, πώς να τα βάλεις στη δούλεψη σου, πώς να τα σφάξεις και να τα σκοτώσεις;

 

-Η φύση, αγαπητέ μου, είναι ένας άλλος κόσμος και μην τη θωρείς με ανθρώπινο μάτι, αλλά με την λογική του Θεού. Η φύση υποτάχθηκε στον άνθρωπο με εντολή του Θεού. Δεν φοβάται τον θάνατο, γιατί δεν πεθαίνει, αλλά ξαναγεννιέται. Ο λόγος της ύπαρξης είναι να υπηρετεί τον άνθρωπο κι όταν αυτό το πετυχαίνει, τότε χαίρεται! Δεν γογγύζει για οτιδήποτε και δεν περιμένει καμιά ανταπόδοση εκ μέρους μας, όπως και ο άγιος του Θεού με τον μαρτυρικό του θάνατο,  δεν θεωρεί πως κάνει χάρη στον Θεό, γιατί τη θυσία του την θεωρεί καθήκον. Δεν μπορεί να κάνει κακό, δέχεται αδιαμαρτύρητα όλα τα «χτυπήματα» των ασυνείδητων ανθρώπων και δεν κατεβαίνει από τον Σταυρό, αν δεν τον κατεβάσουν,  γιατί περιμένει την Ανάσταση, όπως η φύση το ξεχειμώνιασμα…

– Δηλαδή, μπαρμπα-Θωμά, θες να πεις πως και η φύση είναι αγία;

-Αφού προσφέρει τους καρπούς της αδιάκριτα σε δίκαιους και αδίκους, τι άλλο μπορεί να είναι; ρώτησε απορημένα.

Όμως η ώρα του εσπερινού πλησίαζε και όπου να΄ ταν ο νεωκόρος θα χτυπούσε την καμπάνα. Μετά, καθώς σηκώθηκα, τον ρώτησα :

-Ο μπαξές σου, μπαρμπα-Θωμά, είναι λίγο υπερυψωμένος σε σχέση με το δρόμο, αλλά χωρίς φράχτη, πώς δεν μπαίνουν ζώα μέσα;

-Μα δεν το ξέρεις, πως έχω προσωπικό αγροφύλακα;

-Εννοείς τον εγγονό σου τον Θωμά!

-Ποιον Θωμά!… Εκείνος τις νύχτες πάει κοιμάται, όμως αυτός εδώ είναι πάντα παρών!

Την ώρα όμως που μιλούσαμε, αντιλήφθηκα μια ύποπτη κίνηση μες στα χόρτα, στην άκρη του φράχτη. Στην αρχή νόμισα πως ήταν  κάποια χελώνα, αλλά στη στιγμή είδα να ξεπροβάλλει ένα μεγάλο κίτρινο φίδι μέχρι τα δύο μέτρα με κατεύθυνση προς το μέρος μας αν και κάπως διστακτικά. Εγώ τα έχασα, αλλά ο μπαρμπα-Θωμάς με καθησύχασε.

-Μη φοβάσαι! Είναι η δεντρογαλιά, η Μαρίκα, ο αγροφύλακας που σου΄λεγα! Δεν πειράζει κανέναν! Τρώει μόνο ποντίκια, γουστέρες και έντομα. Τα απογεύματα τής δίνω λίγο γάλα. Τώρα ήρθε για το γεύμα της… Βλέπεις εκείνο το πιάτο; Δικό της είναι!

Το φίδι πλησίασε κοντά μας παίζοντας τη διχαλωτή γλώσσα του. Έφερε μία γυροβολιά το κιόσκι, κοίταξε επίμονα τον μπαρμπα-Θωμά, σαν να τον ρωτούσε για μένα, κι ύστερα πλησίασε ήρεμα στο πιάτο. Αφού άδειασε το περιεχόμενό του,  ήρθε πάλι κοντά μας και κουλουριάστηκε στα πόδια του αφεντικού του. Μου έκανε εντύπωση η ημεράδα του. Ήταν τόσο φιλικό και ειρηνικό, που σκέφτηκα «Μα, αυτό δεν είναι φίδι, αλλά αρνί!».  Γι’ αυτόν όμως που δεν το ήξερε, ήταν ο φόβος και ο τρόμος! Και ο μπαρμπα-Θωμάς, που φάνηκε να κατάλαβε των συλλογισμό μου, έσκυψε και το χάιδεψε απαλά στη ράχη. Εκείνη τη στιγμή η καμπάνα σήμανε τον Εσπερινό. Με τα μάτια μου στηλωμένα στο φίδι, ασπάστηκα με σεβασμό το χέρι του καλού και αγαθού γερο-Θωμά και τράβηξα βιαστικά για την εκκλησία.

Το πρωί της άλλης μέρας άκουσα την καμπάνα να χτυπάει πένθιμα. «Κάποιος πέθανε…» σκέφτηκα. Ρώτησα τη γυναίκα μου, αλλά και εκείνη δεν ήξερε. Σε λίγο μάθαμε το μαντάτο. Συγχωρέθηκε ο μπάρμπα – Θωμάς… Ο αγαπημένος του εγγονός τον βρήκε το πρωί της Κυριακής αναίσθητο κάτω από το  κιόσκι. Ήταν πεσμένος μπρούμυτα απέναντι από τα τρία αδειανά καθίσματα. Δίπλα του, κοντά στο κεφάλι του, ήταν μαζεμένη η  Μαρίκα, προστάτης και μοιρολογίστρα, ποιος ξέρει πόσες ώρες…

Το παιδί ειδοποίησε τους δικούς του και εκείνοι τον μετέφεραν στο σπίτι νεκρό. Έφεραν γιατρό κι εκείνος πιστοποίησε τον θάνατο του. Σε λίγο το σπίτι και η αυλή γέμισε από κόσμο. Όλο το χωριό πήγε ν’ αποχαιρετήσει τον άγιο παππού. Την ώρα όμως που πήγε ο παπάς να τον σηκώσει, συνέβη κάτι το αναπάντεχο! Η Μαρίκα, που ως εκείνη την ώρα ήταν κρυμμένη, έκανε την εμφάνισή της! Στην αρχή πλησίασε δειλά τον κόσμο, σαν κάτι να έψαχνε, μα ύστερα άρχισε να τρέχει δαιμονισμένα γύρω από το σπίτι. Όλοι τραβήχτηκαν στην άκρη τρομαγμένοι και όσοι μπόρεσαν, χώθηκαν στο μικρό σπίτι. Είχαν ακούσει, βέβαια, για το φίδι του μπάρμπα Θωμά, αλλά πολύ λίγοι το είχαν δει από κοντά και κανένας ποτέ σ’ αυτήν την κατάσταση.  Έμοιαζε σαν να το κυνηγούσε κάποιος και έτρεχε κάνοντας κύκλους, σφυρίζοντας και χτυπώντας τη χοντρή ουρά του με δύναμη στη γη.  Αφού κουράστηκε από το τρέξιμο, καταματωμένο, πλησίασε το καπάκι του φέρετρου, που στεκόταν όρθιο στο πλατύσκαλο της εξώπορτας. Ανασήκωσε το κεφάλι του βγάζοντας πολλές φορές το γλωσσίδι του, κι ύστερα με αργές κινήσεις τυλίχτηκε γύρω από αυτό. Πολλοί νόμισαν πως ήθελε να εμποδίσει να πάρουν το καπάκι του φέρετρου,  αλλά οι πιο θαρραλέοι που πλησίασαν, διαπίστωσαν ότι αυτό δε ζούσε πια. Ο θάνατος του μπαρμπα-Θωμά, του αφεντικού της, σήμανε και τον δικό του θάνατο.

Με λυγμούς ο εγγονός το σήκωσε και το έθαψε κοντά στο κιόσκι. Ύστερα πήρε το καπάκι και το πήγε μέσα, για να σκεπάσει τον αγαπημένο του παππού. Αφού έγιναν τα πρέποντα και ετοιμάστηκε ο νεκρός, τράβηξαν για το κοιμητήριο. Για πρώτη φορά ο μπαρμπα-Θωμάς τράβηξε μπροστά. Παρά την αξιοσύνη του, όλα τα χρόνια, έμενε πίσω, στην αφάνεια. Δεν αποζήτησε ποτέ του αξιώματα, δεν ζηλοτύπησε. Πρόσφερε απλόχερα, χωρίς να περιμένει ανταπόδοση. Αγάπησε τους ανθρώπους και τον αγάπησαν και εκείνοι.  Υπήρξε ένα λουλούδι, που και  μαραμένο, ακόμα μοσχοβολούσε…

Δίπλα στον τάφο της γυναίκας του, έθαψαν και αυτόν. Στον μικρό ξύλινο σταυρό, δεν ζήτησε να γράψουν ούτε το όνομα του.  Όμως όλοι όσοι τον επισκέπτονται, θυμούνται πάντα τον λόγο του: «Η αγάπη θα σώσει τον κόσμο».

Δάμων

( Το παραπάνω κείμενο του αναγνώστη μας Γιάννη Ντάμτσιου βραβεύτηκε σε λογοτεχνικό διαγωνισμό με το ψευδώνυμο Δάμων)

…………………

banner-article

Ροη ειδήσεων