Άρθρα Κόσμος

Είκοσι χρόνια μετά αναβιώνει η τραγωδία του Cromañón – Τα «Τέμπη» της Αργεντινής / γράφει ο Γιώργης-Βύρων Δάβος

Είκοσι χρόνια μετά το γεγονός που συντάραξε απ’ άκρου εις άκρον την Αργεντινή, τον θάνατο σχεδόν 2οο ανθρώπων εξαιτίας παρατυπιών στα μέτρα ασφαλείας κατά τη διάρκεια πυρκαγιάς στο μουσικό κλαμπ República Cromañón στις 30 Δεκεμβρίου 2004 στο Μπουένος Άιρες, μία τηλεοπτική ομώνυμη μίνι σειρά ήλθε να θυμίσει μία ιστορία ακόμη αδικαίωτη.

Η σειρά «Cromañón» μπορεί πλέον να προβληθεί στο Prime Video και αναβιώνει μια τραγική πυρκαγιά στο Μπουένος Άιρες το 2004. Αγκαλά κι εάν έχουν περάσει σχεδόν δύο δεκαετίες, το ό,τι συνέβη στο Cromañón εξακολουθεί να έχει έναν ηχηρό και ισχυρό αντίκτυπο στις ζωές πολλών. Όχι μόνον όσων οικογενειών έχασαν τα παιδιά τους, κατά κύριο λόγο, στο τραγικό εκείνο συμβάν ή τους επιζήσαντες.

Εκείνη την αποφράδα Τρίτη του 2004, 194 άνθρωποι, κυρίως νέοι, έχασαν τη ζωή τους και πάνω από 1.400 τραυματίσθηκαν, όταν αποκλείστηκαν μέσα στο νυχτερινό κέντρο República Cromañón, που βρίσκεται στην καρδιά της πόλης του Μπουένος Άιρες. Η τύχη τους σφραγίσθηκε δυστυχώς από μία μακρά σειρά από παρατυπίες, που η σύγκλισή τους κατέληξε σε αυτό το, όπως εξελίχθηκε, «έγκλημα» κατά τόσων νέων. Η χρήση φωτοβολίδων στο εσωτερικό προκάλεσε μεγάλη πυρκαγιά που κατέληξε στην τραγωδία. Εκείνο το βράδυ, ο διαχειριστής του χώρου, ο επιχειρηματίας Ομάρ Τσαμπάν -ο οποίος σήμερα δεν ζει-είχε επιτρέψει την είσοδο σε πολλούς περισσότερους θεατές απ’ όσους η άδεια λειτουργίας του προέβλεπε. Στη σκηνή βρισκόταν το δημοφιλές αργεντίνικο συγκρότημα ροκ «Callejeros». Πέρα από την πολυκοσμία και την πυρκαγιά, εκείνο το γεγονός που αποτέλεσε την πιο τραγική συνιστώσα του δράματος ήταν το λουκέτο και η αλυσίδα που εμπόδισαν το άνοιγμα της εξόδου κινδύνου. Οι θεατές βρέθηκαν εγκλωβισμένοι, μέσα σε έναν χώρο γεμάτο εύφλεκτα υλικά για τη διακόσμησή του και τη φωτιά να μαίνεται σε μία κλειστή περίμετρο.

Το ό,τι επακολούθησε έγραψε μία από τις πιο στυγερές σελίδες στην Ιστορία της χώρας και το Cromañón θα μείνει στην αιωνιότητα ως το σύμβολο της εγκληματικής αμέλειας, της ιταμής διαφθοράς και της κυνικής αδιαφορίας για την έλλειψη ασφάλειας σε χώρους δημόσιας συγκέντρωσης.

Σήμερα, το κτίριο όπου συνέβη η τραγωδία, το οποίο ανήκε στην εταιρεία Nueva Zarelux, του Ραφαέλ Λέβι -που ήταν ο ιδιοκτήτης και την εποχή της τραγωδίας- επισκευάσθηκε και αποδόθηκε ξανά για χρήση τον Οκτώβριο του 2018. Πριν δύο χρόνια, οι επιζώντες και οι συγγενείς των θυμάτων πανηγύρισαν μπροστά από το Κοινοβούλιο της χώρας την έγκριση από τη Γερουσία τον νόμο για την απαλλοτρίωση του κτιρίου, προκειμένου να δημιουργεί εκεί ένας χώρος μνήμης του φοβερού αυτού γεγονότος. Εντούτοις, ακόμη και σήμερα οι άνθρωποι αυτοί ακόμη περιμένουν να συνταχθούν τα σχέδια για να ξεκινήσει το έργο τούτο. Όπως επίσης και πολλοί άλλοι στην Αργεντινή εξακολουθούν να αναρωτιούνται εάν τα μέτρα που νομοθετήθηκαν μετά την τραγωδία του Cromañón είναι τωόντι επαρκή. Κυρίως, δε εάν τηρούνται πραγματικά κι εάν αντλήθηκαν ουσιαστικά και χρήσιμα διδάγματα.

Με τούτην τη σειρά, η εταιρεία παραγωγής κι η πλατφόρμα του Prime Video δεν αποβλέπουν μόνο στο να υπενθυμίσουν την τραγωδία αυτή, αλλά κυρίως να αφυπνίσουν την ενσυναίσθηση του κοινού και την κατανόηση των γεγονότων, προσκαλώντας τις νέες γενιές να αναλογιστούν τον πόνο, τον αγώνα και τη μεταμόρφωση που γνώρισε η κοινωνία της Αργεντινής μετά την καταστροφή.

Θα πει κανείς ποιά η χρησιμότητα να αποδοθεί αυτό το δράμα στην οθόνη. Η προφανής απάντηση είναι πως η τραγωδία στο Cromañón απετέλεσε ένα terminus post quem στην κοινωνία της Αργεντινής. Οι αποκαλύψεις για τις συνθήκες ασφαλείας και η αδιαφορία για τις ζωές των ανθρώπων για το κέρδος κέντρισαν τις ευαίσθητες χορδές της κοινωνίας και προκάλεσαν την αναγκαστική κρατική παρέμβαση για την αυστηρή τήρηση των μέτρων ασφαλείας σε τέτοιου είδους διοργανώσεις.

Ξαφνικά, το Cromañón κατεδάφισε την κερδοσκοπική βάση της βιομηχανίας στη μουσική  και τη διοργάνωση μεγάλων γεγονότων. Αυτή τη βάση που βασίζεται στην εκμετάλλευση της ικανότητας των μουσικών συγκροτημάτων, όχι τόσο στο ταλέντο των μελών τους ή των frontmen τους, ούτε στο καθαυτό περιεχόμενο των τραγουδιών τους, συχνά ανατρεπτικά, αλλά στη «μαγεία» τους να διεγείρουν τα πλήθη και να διοχετεύουν την ζωτικότητα του κοινού αποκλειστικά στο μουσικό γεγονός, στην απεκτόνωση της ορμής του και της αγανάκτησής του στο τραγούδι, τον χορό, την αποσπασματικότητα και ατομικότητα του θεατή.  Άξαφνα, η φιλαυτία της αυταπάτης πως είσαι ο μόνος που κατανοεί και σε διαχωρίζει ουσιαστικά από τους άλλους, είτε η αδιαφορία για το περιεχόμενο κι η ακηδία για το «κοινωνικό» και η ατομικότητα, μεταλλάχθηκαν σε κοινωνική οργή.

Η υπόθεση του Cromañón, όπως και στην περίπτωση της αντίστοιχης πολύνεκρης πυρκαγιάς σε ντισκοτέκ της Μούρθιας στην Ισπανία τον Δεκέμβριο του 2023, αναδεικνύει την απόλυτη κερδοσκοπική εκμετάλλευση της ανάγκης των νέων να διασκεδάσουν, να ενσωματωθούν σε μία ομάδα και να κοινωνικοποιηθούν μέσα από μία από εκείνες τις  τελετουργίες των νέων. Αυτές που τους τρέφουν την ψευδαίσθηση ότι ξεφεύγουν από την πραγματικότητα μέσα από αυτές τις «τελετουργίες» (όπως η συναυλία στην Αργεντινή, η ντισκοτέκ ή το Καρναβάλι για τα δικά μας θύματα των Τεμπών). Και που δεν είναι τίποτε άλλο παρά, ουσιαστικά, μία ιδεολογική κι οικονομική εκμετάλλευση της «επιθυμίας», πάντοτε «μιμητικής» όπως θα έλεγε και ο Ρενέ Ζιράρ. Αναζητώντας την ασίγαστη κι αδιάπτωτη σε ένταση και διάρκεια ικανοποίηση, μία έξοδο από την συμβατικότητα της καθημερινότητας -εισερχόμενος σε μία άλλη χιμαιρικά «διαφορετική» συμβατικότητα, όπως είναι οι κανονικοποιημένες τούτες τελετουργίες -ο νέος ενσωματώνεται σε μία καλλιεργημένη (κι ιδεολογική) ψευδαίσθηση πως «όλα επιτρέπονται». Μόνο που τέτοια γεγονότα έρχονται να ανατρέψουν τούτη τη φενάκη και να υπενθυμίσουν πως το δόγμα τούτο του «όλα επιτρέπονται» μπορεί να είναι καταστροφικά εάν μεταφρασθούν στην αδιαφορία για την ασφάλεια και τη ζωή των πολλών και την επιδίωξη του κέρδους.

Στο Cromañón, μετά την τραγωδία, δημιουργήθηκε ένα κοινό συναίσθημα και μία ενιαία συνείδηση στις οικογένειες των θυμάτων, τους επιζήσαντες και την κοινωνία όπως εκείνη που βιώσαμε στην Ελλάδα με το έγκλημα στα Τέμπη. Βρέθηκαν αντιμέτωπες το κέρδος, τα μικρά και μεγάλα συμφέροντα (οικονομικά και μικροπολιτικά) με την ανθρώπινη ζωή, οι εταιρείες και οι διεφθαρμένες αρχές και το δικαίωμα των πολιτών στην ασφάλεια και την αξιοπρέπεια, την κρατική φροντίδα. Ήταν και στις δύο περιπτώσεις ένα nec plus ultra σε μία καθημαγμένη κοινωνική συνείδηση, που βίωνε μία στενόχωρη απ’ όλες τις απόψεις κατάσταση, αλλά βαυκαλιζόταν ότι θα τα καταφέρει.

Ξαφνικά, η κοιμισμένη συνείδηση της κοινωνίας στην Αργεντινή άρχισε να νοιάζεται, όχι μόνον για τα πλημμελή ζητήματα ασφαλείας σε μία σειρά από υπηρεσίες που δυνητικά μπορεί να βλάψουν ανεπανόρθωτα τον καθένα. Άρχισε παράλληλα να ενδιαφέρεται για τα συναισθήματα των οικογενειών και των ανθρώπων που πλήττονται, για την αλληλεγγύη που αντικαθιστά την κρατική αδιαφορία, την πρόνοια για την κατάληξη και τη συμπαράσταση (υλική και ψυχολογική) των ανθρώπων που υποφέρουν από το μετατραυματικό σύνδρομο που υπέστησαν.

Η γενικευμένη αγανάκτηση και στις δύο περιπτώσεις, που ίσως μέσα της μεταφέρει την απόγνωση και για τα άλλα κακώς κείμενα στην κοινωνία, που ίσαμε τώρα δεν έβρισκαν αφορμή για να εκφρασθούν, δεν στοιχειώθηκε σε ένα ή δύο ευκαιριακά συνθήματα. Η τραγωδία άγγιξε το κεντρικό νεύρο της κοινωνίας κι υπερέβη την προσωπική ανασφάλεια μέσα στην καθολικότητα του vox populi. Σε μία τέτοιας τραγωδία το ατομικό αυτόματα εξάρθηκε στο γενικό (όλοι δυνητικά μπορεί να ήμασταν τα θύματα). Έγινε ένα κοινό συναίσθημα με το οποίο ο καθείς μπορούσε να ταυτισθεί και δεν αφορά μία μερική διεκδίκηση. Δεν αφορά μία κλαδική αξίωση που το σύστημα μπορεί να ικανοποιήσει εν μέρει και να σιγάσει για λίγο τη βουερή ιαχή της κοινωνίας. Όταν η ιαχή τούτη αφορά τους νέους, το μέλλον της κοινωνίας κι ένα διαχρονικό πρόβλημα που δεν ικανοποιείται, πέρα από την επικαιρική ευπρέπισή του και μετάθεσή του για κάποιο απώτερο μέλλον, τότε η εξουσία δεν μπορεί να εκμεταλλευθεί τον όποιο «ρεφορμισμό» δρα «απορροφητικά» σε κάποιο κίνημα. Η αγανάκτηση για το Cromañón  και τα Τέμπη λίγο απείχε και εν τέλει  συγκόρμισε ανάλογα προσφυή αιτήματα για την υγεία, την παιδεία, τις συντάξεις, τις συγκοινωνίες, τη βελτίωση της καθημερινής, πραγματικής, ζωής μας κι όχι των κερδοσκόπων κάθε είδους.Μία οργή που παραμένει άσβεστη 20 χρόνια μετά, ιδίως λόγω της επίγνωσης ότι ακόμη δεν έχουν πληρώσει για το έγκλημα οι ηθικοί αυτουργοί και οι υπεύθυνοι.

Το ό,τι συνέβη στο Cromañón, ακριβώς με όσα συνέβησαν στα Τέμπη, ανέδειξαν την ανάγκη, αλλά και τη σημασία της αλληλεγγύης, τον αποφασιστικό ρόλο της κοινωνίας των πολιτών και της ενότητάς της σε περιστάσεις όπου ο κρατικός μηχανισμός αποδεικνύει την απόστασή του από την κοινότητα και τον προσανατολισμό του στις επιταγές του κερδαλέου πνεύματος κι ιδεολογίας μίας μικρής τάξης. Και σε τούτον ακριβώς τον επιτυχημένο τρόπο που αναδεικνύει το πνεύμα της αλληλεγγύης των νέων εν μέσω τραγωδίας έγκειται και μία από τις πιο δυνατές πτυχές της σειράς. Πράγμα που τεκμαίρουν ακόμη και οι πρωταγωνιστές, που για τις ανάγκες της σειράς συναναστράφηκαν πρόσωπα που έζησαν το δράμα και κατάλαβαν τη σημασία τούτης της έννοιας: «το Cromañón είναι μια ιστορία αλληλεγγύης. Ήταν νέοι άνθρωποι που βοηθούσαν ο ένας τον άλλον σε μια απελπιστική κατάσταση και, δυστυχώς, δεν έλαβαν την αναγνώριση που τους άξιζε», όπως τόνισεπρωταγωνίστρια Ολίβια Νους σε συνέντευξή της.

Ένα από τα πιο ανατριχιαστικά σημεία της  σειράς είναι ότι  πραγματεύεται ένα θέμα που ελάχιστα αναδεικνύεται από τον Τύπο ή τα διάφορα χρονικά. Και τούτο γιατί είναι μεταγενέστερο του άμεσου αντίκτυπου μίας τραγωδίας, στην οποία εμπλέκονται θύματα, επιζώντες και μεταξύ τους υπάρχει μία σχέση άμεσης αλληλοβοήθειας. Είναι οι αυτοκτονίες και η παρατεταμένη κατάθλιψη που βίωσαν πολλές οικογένειες και επιζώντες. Ιδίως εκείνοι που προσπάθησαν να σώσουν τους συνανθρώπους τους και εν το κατάφεραν. Κάτι που είχε παρατηρηθεί και στη Σοά, με τόσα θύματά της (ας θυμηθούμε την περίπτωση του διαλεκτού συγγραφέα Πρίμο Λέβι του «Εάν αυτός είναι άνθρωπος») να μην μπορούν να συμφιλιωθούν με την ιδέα πως εκείνοι επέζησαν, αλλά πολλοί άλλοι -που μάλιστα θα μπορούσανε να τους συνδράμουν να επιβιώσουν-χάθηκαν. Κάτι που ανάγλυφα προβάλλεται στις αφηγήσεις πολλών επιζώντων.

Η σειρά κι η μεγάλη αποδοχή της στην Αργεντινή απέδειξε πως  ο αντίκτυπος της τραγωδίας του Cromañón εξακολουθεί να είναι ζωντανός κι έντονος ίσαμε σήμερα και πως η πληγή που άνοιξε δύσκολα θα μπορέσει να επουλωθεί και κυρίως να λησμονηθεί.

banner-article

Ροη ειδήσεων