Όταν πρωτοείδα τον τίτλο του βιβλίου ξαφνίστηκα και η αλήθεια είναι πως μου δημιούργησε μια απώθηση. Είναι ενδιαφέρον το πόσο διαφορετικούς συνειρμούς μπορεί να δημιουργούν οι τίτλοι των βιβλίων στους αναγνώστες. Έτυχε, λοιπόν ο δικός μου συνειρμός να είναι δυσάρεστος.
Βλέπετε, είχα κάποτε έναν λυκειάρχη -καλή του ώρα, όπου βρίσκεται, αν ζει κι αν δεν ζει, αναπαυμένος να είναι- που όταν έβγαινε κάθε πρωί στην αυλή και απευθυνόταν σε εμάς, δεν μας κοιτούσε ποτέ στα μάτια. Αυτό το χαρακτηριστικό του σε συνδυασμό με τον αυταρχικό και συχνά προσβλητικό του τρόπο με είχε οδηγήσει στο συμπέρασμα -σ’ εκείνη την τρυφερή και επαναστατική ηλικία- πως δεν θα συναναστραφώ ποτέ με ανθρώπους που δεν κοιτούν τον συνομιλητή τους ίσια στα μάτια. Μπορεί με τα χρόνια να έγινα πιο επιεικής αλλά μάλλον η περίπτωση εκείνου του ανθρώπου με είχε σημαδέψει και πιθανόν μου είχε δημιουργήσει και κάποιο τραύμα. Η πρώτη εικόνα, λοιπόν, που έφερε στο νου μου ο τίτλος «Μάτια χαμηλά» ήταν εκείνος ο δύστυχος άνθρωπος, που στην πορεία της ζωής του έμελλε να γίνει ακόμα δυστυχέστερος. Αγόρασα αμέσως το βιβλίο για να το διαβάσω, όχι μόνο επειδή ήθελα πολύ να διαβάσω μια συλλογή διηγημάτων της Γλυκερίας, που εκτιμώ ιδιαίτερα ως συγγραφέα, αλλά ίσως κυρίως κινούμενη από την περιέργεια. Για ποιον λόγο να αφιερώνει η συγγραφέας ένα ολόκληρο βιβλίο στους ανθρώπους που δεν σηκώνουν το βλέμμα να συναντήσουν το βλέμμα του άλλου; Μήπως ενδόμυχα με αφορμή τον λυκειάρχη εκείνον είχα αποκτήσει μια προκατάληψη για μια μεγάλη ομάδα συνανθρώπων μου;
Όσο διάβαζα, τόσο η περιέργειά μου μεγάλωνε. Ήταν ο καιρός που ένιωθα έντονα την ανάγκη να διαβάσω κάτι που θα μου κάνει καλό, θα με ξεδιψάσει, θα με ξεκουράσει, θα με ησυχάσει. Συχνά νιώθω πως η εποχή μας κάνει πολλή φασαρία, για την ακρίβεια οι άνθρωποι της εποχή μας κάνουν πολλή φασαρία. Κι εγώ δεν την αγάπησα ποτέ, παρόλο που μεγάλωσα σε πολύτεκνη οικογένεια, δηλαδή μέσα στη φασαρία. Η φασαρία όμως σε συνδυασμό με την καταιγιστική πληροφορία που μας στερεί την ανάσα της σκέψης αλλά και ο ξέφρενος ρυθμός της ζωής μας, όπου όλα γύρω μας κινούνται ταχύτατα, με κάνουν να θέλω να κρυφτώ, να απομονωθώ, να απλωθεί η σιγή γύρω μου και μέσα μου.
Το βιβλίο αυτό ήταν σαν να γράφτηκε για να καλύψει αυτήν ακριβώς την ανάγκη μου. Σαν να γράφτηκε για να θωπεύσει την ασθενούσα μου ψυχή και το ταραγμένο μου πνεύμα.
Ίσως και γι’ αυτό δεν το διάβασα μονορούφι. Το διάβαζα, όπως παίρνεις ένα φάρμακο. Δεν καταπίνεις με μιας όλο το μπουκάλι. Παίρνεις ένα η δύο χάπια τη φορά. ´Έτσι κι εγώ διάβαζα ένα ή δύο διηγήματα κάθε βράδυ. Και την ίδια στιγμή που διάβαζα ήταν σαν να μην διαβάζω αλλά σαν να έχω δίπλα μου τη γιαγιά μου με την ήσυχη, καρτερική και κοφτή φωνή της. Τη φωνή των γηρατειών που χόρτασε πια από εξάρσεις, εκρήξεις, σπαραγμούς και αφού τα έθαψε βαθιά στο χώμα, μου ψιθυρίζει σαν χαμηλό νοτισμένο γρασίδι στο φύσημα αύρας απαλής.
Η γραφή της Γλυκερίας είναι απαλή. Είναι ψιθυριστή. Σε χαϊδεύει χωρίς ίχνος πνιγηρού συναισθηματισμού. Απλά και διακριτικά. Ο λόγος της είναι απλός όσο και η ανόθευτη ομορφιά των αληθινών πραγμάτων. ´Έχει εξοβελίσει κάθε τι περιττό, έχει απαρνηθεί κάθε στολίδι που καταντά συνήθως σκιά του λόγου. Αν δεν είναι αδόκιμος ο όρος, θα έλεγα πως ο λόγος της είναι «γηραιός», δηλαδή σοφός. Πιθανόν καρπός της πολύχρονης άσκησής της πάνω στο παραμύθι και στο βιβλίο που απευθύνεται στα παιδιά. Στα διηγήματά της δεν μιλά η ίδια, μιλούν οι άλλοι άνθρωποι, τα γεγονότα, οι τόποι, οι εποχές. Και μιλούν υπαινικτικά όπως η ποίηση. Την ίδια στιγμή όμως που απουσιάζει ο περιττός στολισμός, απουσιάζει και η ωμότητα. Το βρίσκω θαυμαστό αυτό που επιτυγχάνει η συγγραφέας. Ακροβατεί πάνω στο τεντωμένο σχοινί του λόγου και ισορροπεί κάνοντας ελάχιστες ταλαντώσεις παραμένοντας η ίδια σχεδόν αόρατη. Προσωπικά για μένα αυτό είναι το σημείο στο οποίο οφείλει να φτάνει ο καλλιτέχνης. Το έργο του να φαίνεται σαν να φτιάχτηκε μόνο του. Σαν να μην έκανε τίποτα ο δημιουργός του γι’ αυτό, αλλά απλώς να το ανέσυρε μια αόρατη δύναμη απ’ τα βάθη του χρόνου. Αυτό το έργο που φαίνεται σαν να μην έχει κοπιάσει καθόλου ο δημιουργός του, ενώ στην πραγματικότητα έχει κοπιάσει αφάνταστα για να φτάσει μέχρι εκεί.
Αν και οι ιστορίες όλες μάς πείθουν πως είναι αληθινές και όχι αποκυήματα φαντασίας, είναι όλες τους υποταγμένες στη ροή μιας ζωής που κινείται ανεξάρτητα από τα θέλω των ηρώων και λοξοδρομεί απότομα, ώστε αυτό που τους απομένει είναι να την αποδεχθούν, μέχρι να έρθει η δική τους στιγμή της δικαίωσης -αν έρθει. Κι αν δεν έρθει πάλι καλώς, θα ζήσουν μέσα στην υπομονή και την εγκαρτέρηση. Γιατί έτσι. Έτσι απλά. Και κάπου εκεί, ενδεχομένως βρίσκουν και οι ήρωες και οι αναγνώστες ένα κρυμμένο νόημα πολύ βαθύτερο απ’ αυτό που θα ανακαλύπταμε, αν όλα πήγαιναν όπως τα είχαμε ποθήσει και σχεδιάσει. Γιατί η ζωή πάντα γνωρίζει καλύτερα από μας…
Το βιβλίο αυτό έχει έναν βαθύ παραμυθητικό χαρακτήρα. ´Ίσως και γι’ αυτό το αγάπησα. ´Ίσως και γι’ αυτό το ολοκλήρωσα και δεν το παράτησα, όπως κάνω συχνά με πολλά βιβλία που εμφορούνται από παράπονα, αίτημα δικαίωσης, υπεράσπισης και επιβολής ιδεών που τόσο μας κουράζουν. Και ίσως γι’ αυτό διαβάζοντάς το κάθε βράδυ σκεφτόμουν κάποιες φορές τι θα έγραφα γι’ αυτό, αν μου ζητούσαν να γράψω κάτι. ´Όλα αυτά πολύ πριν μου ζητήσει η Γλυκερία να το παρουσιάσω και μάλιστα αγνοώντας παντελώς η ίδια το πόσο το χάρηκα. Δεν είχαμε μιλήσει, δεν ήξερε τίποτα για το αναγνωστικό παραδείσιο δώρο που μου είχε χαρίσει η ανάγνωση του βιβλίου της.
Θα αναφερθώ παραδειγματικά στο πρώτο διήγημα του βιβλίου Η αρκούδα και το μέλι. Πιστεύω πως είναι πάντα ουσιαστικότερο αντί να μιλούμε για ένα έργο να το αφήνουμε να μιλάει αυτό αντί για μας.
Το διήγημα ξεκινάει με την παρουσίαση του πρωταγωνιστή.
«Ο Νάσος, της Κατίνας ο μοναχογιός, το τρίτο παιδί, το στερνοπούλι, έπαθε- κατά πως λένε- μεγάλο έρωτα με την δασκάλα του ταπητουργείου».
Στις πρώτες γραμμές η συγγραφέας μάς δίνει τη βασική περιγραφή του πρωταγωνιστή. Στην επόμενη το όνομά της δασκάλας, Βάγια τη λένε. Εκεί που περιμένουμε πως θα διαβάσουμε για τον έρωτά τους, στην αμέσως επόμενη παράγραφο αναφέρεται στον αρραβώνα του Νάσου με την Ελένη. Οι προσδοκίες μας ακυρώνονται, το αναμενόμενο ανατρέπεται και η οσμή μιας τραγωδίας αγγίζει τα ρουθούνια μας σαν οσμή πυρκαγιάς που, αν και δεν είναι ακόμα ορατή, ξέρουμε πως έχει ξεσπάσει όχι πολύ μακριά μας.
Στην τρίτη παράγραφο μάς περιγράφει τον υλοτόμο Νάσο που λαχταρούν τα κορίτσια και στην τέταρτη το τι λένε για τη σεμνή και ολιγόλογη Ελένη που έχει πάντα τα μάτια χαμηλά. Ο συνδυασμός αυτών των δύο χαρακτηριστικών αντικαθρεφτίζει ένα σεμνό, εσωστρεφές πλάσμα. «Χαμηλά (μάτια) αλλά στάζουν μέλι. Αυτά είδε ο Νάσος μια μέρα». Οι δυο προτάσεις που ακολουθούν την περιγραφή της σεμνής κοπέλας είναι αρκετές για να κατανοήσουμε πώς γεννήθηκε ο έρωτας ανάμεσά τους.
Γιατί μάτια που στάζουν μέλι προδίδουν μια καρδιά κερήθρα. Μπορείς να είσαι βέβαιος πως ο δρόμος που περνά μέσα απ’ αυτά τα μάτια σε οδηγεί στον παράδεισο… Το ταξίδι όμως για τον παράδεισο δεν είναι ποτέ εύκολο… δεν αρκούν ούτε δυο μάτια τέτοια που στο κάτω κάτω γιατί να μην τα φθονήσει κι ο έξω από δω;
Γράφει η Γλυκερία:
«Αλλά, αλίμονό του! Σαν αντίκρισε την Βάγια με το πιπεράτο βλέμμα -την πρώτη μέρα του ερχομού της, καθώς έτρεξε να την βοηθήσει να βρει δωμάτιο για να νοικιάσει – ο έξω από δω τρύπωσε στο μυαλό του και όχι μόνο εκεί.»
Τι ωραία αντίθεση. Το ένα βλέμμα μέλι, το άλλο πιπέρι. Το ένα παθητικό, περιμένει εσένα να το πλησιάσεις για να το γευθείς και να σε γλυκάνει, το άλλο επιθετικό, σε προκαλεί και σου ανάβει φωτιά πριν το πάρεις είδηση.
«Άρχισαν οι κρυφές συναντήσεις, το κρυφό μαθεύτηκε, τα Χριστούγεννα που θα γίνονταν οι αρραβώνες πλησίαζαν» μας λέει. Μια άλλη εξαιρετική αντίθεση ανάμεσα στην πλέον χαρούμενη εορτή και τη διάλυση του αρραβώνα που θα επιτείνει τον πόνο του χωρισμού για την Ελένη. Νύχτα ο Νάσος στέλνει τη μάνα του στης Ελένης να χαλάσει τον αρραβώνα. Νύχτα. Έχουν προηγηθεί οι κρυφές συναντήσεις, κρυφά θα χαλάσει κι ο αρραβώνας, θα τον σκεπάσει το σκοτάδι της νύχτας. Το κακό προτιμά το σκοτάδι, τουλάχιστον μέχρι να εδραιωθεί…
«Αποκριές -ο Νάσος- κατεβαίνει στη Λάρισα να γνωρίσει τους γονείς της κυρά δασκάλας». Η συγγραφέας επιλέγει τς αποκριές ως στίγμα του χρόνου που θα δώσει την «ευλογία» του στο νέο ζευγάρι. Αυτό δεν σηματοδοτεί και το καρναβάλι του ερωτικού πάθους; Η αλήθεια θα μασκαρευτεί, θα στολιστεί, θα γεμίσει ψιμύθια. Θα γίνει αστραφτερή και αγνώριστη. Μα πόσο βαστά ένα καρναβάλι; Μπορεί να κρατήσει για πάντα;
Νιόπαντροι το καλοκαίρι φεύγουν για Αυστραλία. Το καλοκαίρι είναι η ιδανική εποχή που ναυσιπλοεί καινούργια και συχνά επιπόλαια όνειρα, ενώ η Αυστραλία ένας μυθικός προορισμός που για πολλά χρόνια καλλιέργησε την ψευδαίσθηση πως εκεί όλα είναι καλά ή τουλάχιστον πολύ καλύτερα από τον τόπο μας. Ο κουνιάδος του Νάσου και αδελφός της Βάγιας τον προσκαλεί και πηγαίνουν.
« Ήταν εικοσιπέντε χρονών, ένα παλικάρι ίσα με κει, με κάτι πλάτες πέτρινες κι ένα χαμόγελο όλο φως.»
Πώς περιγράφεται ο Νάσος από τη συγγραφέα εδώ; Ίδιος άγγελος! Είχε, λοιπόν, όλες τις προϋποθέσεις να εκπέσει…
Η Ελένη έμεινε πίσω άφωνη, μας λέει.
«Λέγανε πως, σαν άκουσε για τη διάλυση του αρραβώνα, κατέβηκε στο υπόγειο και έκανε λαμπόγυαλο τα βάζα με το συκαλάκι. Είχε ποτίσει το χωμάτινο δάπεδο σιρόπι, το φτυάρισε ο πατέρας της να φύγει η πίκρα εκείνης της μέρας. Κι ακόμη έλεγαν πως την πήγαν στην κλινική…»
«Στην άλλη άκρη της γης, ο Νάσος δούλευε μέρα νύχτα. Ακουγόταν από τους χωρικούς πως το μαγαζί του ήταν χρυσωρυχείο…»
Φαίνεται πως όλα πηγαίνουν καλά για το νέο ζευγάρι μέχρι που επιστρέφει με τη γυναίκα του και το γιο τους στο χωριό του το 1978 για να δει τον ετοιμοθάνατο πατέρα του, μα δεν τον προλαβαίνει ζωντανό. ´Ένα επίθετο μας υποψιάζει πως κάτι έχει αλλάξει στον Νάσο. Επίθετο για τη ματιά του. Η μάνα του παρατηρεί πως η ματιά του ήταν «σκεφτική». Θα ήταν για τον χαμό του πατέρα του, είπε με το νου της.
Και η Ελένη πού είναι; Ζει ανυποψίαστη στο κελί της θλίψης της. Μα σε όποιο κελί κι αν κλειστούμε η ζωή βρίσκει χαραμάδα να τρυπώσει… Χρόνια μετά, η Ελένη ακούει πως ο Νάσος έχασε όλη του την περιουσία εξαιτίας της γυναίκας του που την είχε πιάσει στο κρεβάτι με τον καλύτερο φίλο του. Τι κάνει η Ελένη τότε;
«Η Ελένη μάζεψε τα φλυτζάνια του καφέ κι αμίλητη πήγε στο κουζινάκι να τα πλύνει. Την έπιασε ταραχή μεγάλη, έσπασε ένα πιατάκι, έσκυψε να μαζέψει τα κομμάτια και πεσμένη στα γόνατα έκλαψε για πρώτη φορά από τη μέρα του χωρισμού. Με ένα κλάμα σαν γοερό μουγκρητό, που νότισε τα μανίκια της και μαλάκωσε την στεγνή ψυχή της».
Τι ωραία περιγραφή. Το πιατάκι που έσπασε συμπαρέσυρε κι έκανε κομμάτια τον βράχο στον οποίο είχε μεταμορφώσει η θλίψη την καρδιά της μελένιας Ελένης. Και η αλήθεια είναι πως τα δεινά του Νάσου ήταν πολύ χειρότερα απ’ τα πρώτα εκείνα μαντάτα… με έναν άλλον τρόπο τώρα πέτρωνε κι εκείνος…
Πέρασαν κι άλλα χρόνια. Μοιάζουν να περνούν αδιάφορα για τις ζωές μας τα χρόνια. Κι όμως τις υφαίνουν ταπεινά, αθέατα και αθόρυβα μέχρι να ολοκληρωθεί το σχέδιο.
«Μια μέρα, Μάρτης του 1983 ήταν».
Τι είδε η μάνα του πάνω του εκτός από το κυρτωμμένο του σώμα και τα ασπρισμένα του μαλλιά; Ερχόμαστε πάλι στα μάτια του.
«Μια ματιά φευγάτη, άδεια, ούτε πίκρα, ούτε χαρά. Μια ματιά που κοιτούσε λες και δεν έβλεπε τίποτα.» Αυτό έκανε τη μάνα του να μην αναγνωρίσει το παιδί της.
Πού πήγε το φως των ματιών του; Ποιος μπορεί να κλέψει το φως μας;
Η ιστορία πρέπει να προχωρήσει προς τη λύση της. Δεν αντέχουμε άλλο. Φαρμακωθήκαμε. Και η λύση είναι μία και η συγγραφέας τη δίνει, όπως της αξίζει.
«Αυτό το κεφάλι είδε η Ελένη το βράδυ της Ανάστασης». Μόνο το βράδυ της Ανάστασης θα μπορούσε να συντριβεί η επιτάφια πέτρα στην οποία είχε μεταμορφωθεί ο Νάσος. Να γίνει θρύψαλα. Είναι η στιγμή που τα χαμηλωμένα μάτια της Ελένης θα σηκωθούν αρδεύοντας όλο το φως του Άδη στον οποίο κατέβηκε ο Κύριος. Γράφει η συγγραφέας:
«Τον προσπέρασε, στάθηκε μπροστά του, σήκωσε τα μάτια της, έπεσε σιωπή.
« Χριστός Ανέστη!», είπε μόνο. Εκείνος φάνηκε να μην κατάλαβε ποια ήταν. Τρεμόπαιξαν τα βλέφαρά του, κούνησε το κεφάλι του.
Στην επιστροφή για το σπίτι άλλαξε δρόμο. Τα βήματά του τον πήγαν σε ένα σοκάκι ξεχασμένο από χρόνια. Στο μισοσκόταδο ακούμπησε την πλάτη στον τοίχο, η ναρκωμένη σκέψη του έγινε ακρίδα.
Να η Ελένη, η ήρεμη ματιά της, το βιαστικό φιλί, ο αρραβώνας που δεν έγινε, η τρέλα σαν έβλεπε τη Βάγια, η Αυστραλία, το γεμάτο ρεστοράν του, η μέρα που γύρισε ξαφνικά στο σπίτι και τους είδε, το μυαλό που γύρισε ανάποδα, ο γιατρός, τα χάπια, η Ελένη τούτο το βράδυ, μια σκιά μελωμένη.
« Στιούμπιντ! Στιούμπιντ! » είπε και κοπάνισε το χέρι στο κεφάλι του.»
Τι κάνει η συγγραφέας εδώ; Τρυπώνει στο μυαλό του ήρωα. Καταδύεται στην καρδιά του. Ζει ό,τι ζει κι αυτός. Χάνεται, όπως χάθηκε εκείνος και ξαναβρίσκεται, ανασταίνεται όπως κι αυτός. Και ο Άδης επικράνθη…
«Την άλλη μέρα, ανήμερα του Πάσχα, εκείνη ντύθηκε με τα καλά της. Τα αφόρετα χρόνια. Που είχαν ποτιστεί από τη μυρουδιά της ναφθαλίνης.
« Τι κάνεις, πού θα πας; » Είπε η μάνα της ανήσυχη. Δεν της απάντησε, τύλιξε μια πλεξούδα τσουρέκι, βγήκε στο δρόμο, έφτασε στη γειτονιά του, δεν λογάριασε κανέναν στη διαδρομή. Χτύπησε την πόρτα, της άνοιξε εκείνος. Τον προσπέρασε, μπήκε στη σάλα, ακολούθησε αυτός με βήμα αργό. Με τα δάχτυλά της παραμέρισε ένα γκρίζο τσουλούφι στην άκρη. Τον κοιτούσε κατάματα.» Στην πραγματικότητα το διήγημα θα μπορούσε να τελειώσει εδώ. Γιατί εδώ τελειώνουν όλα και δεν τελειώνουν ποτέ. ´Όταν το φως του προσώπου καταυγάζεται από δυο άλλα μάτια, όλα είναι φως θεϊκό και αιώνιο. Η συγγραφέας, όμως, δεν σταματά εδώ. Θέλει κάτι ακόμα να αφήσει και αυτό το αφήνω χωρίς κανέναν σχολιασμό, μιας και οτιδήποτε άλλο περισσεύει.
«Έπιασε τα χέρια του. Δεν μιλούσε κανείς, σήκωσε τις παλάμες της πιο ψηλά, τα μπράτσα του ήταν αδύναμα, σαν ζυμάρι τα ένιωσε, τα μάτια του είχαν μαύρους κύκλους, Τον ταρακούνησε. Ύστερα με την ανάστροφη του χεριού της χάιδεψε το μάγουλό του, ένιωσε τη σύσπαση του προσώπου του, Η ματιά, στιγμιαία, ζωντάνεψε. Τα κρεμασμένα χέρια του ανασηκώθηκαν μια ιδέα, εκείνη τα έσφιξε ακόμα πιο πολύ.
« Είμαι εδώ. Δεν έφυγα ποτέ»
Ήταν σίγουρη πως αργά ή γρήγορα η αρκούδα θα έρχονταν κοντά στο μέλι.»
Γλυκερία, σε ευχαριστώ.
……………..