Γιώργης Έξαρχος – Βιβλιοφιλικά ταξίδια: Μαρία Πλαστήρα-Βαλκάνου “Το χρονικό μιας εκούσιας απαγωγής”
Η Μαρία Πλαστήρα-Βαλκάνου [επιμέλεια – εισαγωγή – σχόλια] εις «Το χρονικό μιας εκούσιας απαγωγής. Aline Fernandez Diaz – Σπύρος Αλιμπέρτης. Θεσσαλονίκη 1914», εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2022, σχήμα 21×23, σελ. 180, τιθάσευσαι και αξιοποίησε «ανέκδοτο υλικό» που της εμπιστεύτηκε η κόρη του Δημήτρη Πικιώνη (1887-1968), σπουδαίου Νεοέλληνα αρχιτέκτονα, ακαδημαϊκό, ζωγράφο, ποιητή και συγγραφέα, και μας έδωσε μια ιστορία αγάπης σε καλαίσθητη έκδοση, η οποία στον καιρό κατά τον οποίο διαδραματίζεται είναι πολλαπλώς «μοναδική». Πριν μιλήσω γι’ αυτήν την ιστορία του βιβλίου, φρονώ πως είναι ενδιαφέρον να αναφέρω ότι ο Χιώτικης καταγωγής και γεννημένος στον Πειραιά Δ. Πικιώνης είχε πρώτον εξάδελφο τον σπουδαίο ποιητή Λάμπρο Πορφύρα (1879-1932) και τον δημοσιογράφο Γεώργιο Συριώτη (1892/3-1963), συνιδρυτή με τον Δημήτριο Λαμπράκη (1887-1957) της Αθηναϊκής εφημερίδας Το Βήμα.
Ο Δημήτρης Πικιώνης, λοιπόν, είναι αποδέκτης επιστολών της Aline Fernandez Diaz, κόρης του επιχειρηματία και σημαίνοντος στελέχους της Εβραϊκής Κοινότητας Θεσσαλονίκης Dino Fernandez Diaz, γιου του επίσης επιχειρηματία Joseph Fernandez Diaz και της Ester Misrachi, της μητέρας της Blanche ή Bianca de Meyer, της αδελφής της Nina και του αδελφού της Pierre. και των επιστολών του Σπύρου Αλιμπέρτη και της οικογένειάς του. Τούτες οι επιστολές έχουν ανταλλαγεί κατά την περίοδο 1912-1914, περίοδο των Βαλκανικών πολέμων, και σχετίζονται με τον θυελλώδη έρωτα δύο ερωτευμένων νέων, μιας Οβριάς και ενός Χριστιανού, στην τότε εξερχόμενη από την Οθωμανοκρατία πολυεθνική (πολυπολιτισμική την θέλουν τώρα!) Θεσσαλονίκη, έρωτα που σκανδάλιζε την τότε κοινωνία της «Νυφούλας του Θερμαϊκού», σε όποια γλώσσα ή εθνότητα και αν ανήκαν τα μέλη της νεοελληνικής συμπρωτεύουσας.
Η πανεπιστημιακός του ΑΠΘ, φιλόλογος και ερευνήτρια, Μαρία Πλαστήρα-Βαλκάνου, ευσυνείδητα και ενσυνείδητα είχε τους ενδοιασμούς της –σωστά κατά την άποψή μου– ως προς το αν έπρεπε να δημοσιοποιηθεί ένα «υλικό» που αφορά σε πολύ ιδιωτικές στιγμές ανθρώπων που τώρα βρίσκονται στο «επέκεινα» και οι οποίοι δεν έχουν την δυνατότητα να συναινέσουν ή να αρνηθούν μια τέτοια «αξιοποίηση του προσωπικού τους υλικού». Διότι πάντοτε ελλοχεύει ο κίνδυνος να αποκλίνει ο ερευνητής από τον «ορθολογικό στόχο» και να εκπέσει σε γλυκανάλατη αφήγηση μιας «ερωτικής περιπέτειας», που πριν πολλές δεκαετίες (πάνω από αιώνα) μπορεί να αποτελούσε και την «τροφή» ενός αχαλίνωτου κουτσομπολιού για τους κατοίκους της «μικρής μας πόλης».
Η συγγραφέας-ερευνήτρια, με τα Αριστοτελικά «μέτρο, μεσότητα, όριο και αρμόνία», έβαλε σε τάξη τα «γαλάζια γράμματα», τα ήδη κιτρινισμένα από την σκόνη του χρόνου, και τα ενέταξε σε σειρά που δίνουν πλοκή, ιστορικό χρόνο, και εθνογραφική εικονογραφία, ώστε το τότε ακατανόητο του έρωτος, να γίνει αντιληπτό, και να καταδείξει το Σοφόκλειο «έρως ανίκατε μάχαν».
Δεν είναι καθόλου εύκολο το να πραγματευτείς ένα τέτοιο θέμα και το να διαχειριστείς ένα τέτοιο «ανέκδοτο υλικό». Εύκολα μπορείς να ολισθήσεις σε κοινοτοπίες που εδράζονται σε σύγχρονες αντιλήψεις περί έρωτος και σχέσεων και που για εκείνα τα χρόνια φάνταζαν «ανήκουστες ιστορίες» που τρόμαζαν και καταστάσεις που όλοι απεύχονταν. Η επιστημονική ωριμότητα της συγγραφέως την οδήγησε στο να τοποθετήσει την ερωτική ιστορία στο ευρύτερο ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο, έχοντας ως αρωγό τον Τύπο της Θεσσαλονίκης εκείνης της περιόδου (εφημερίδες «Το Φώς» του Δημοσθένη Ρίζου, «Νέα Αλήθεια» του Δημοσθένη και Ιωάννη Κούσκουρα, «Μακεδονία» του Κωνσταντίνου Βελλίδη) και σχετική βιβλιογραφία. Δεν παριστάνει την ιστορικό αλλά χρησιμοποιεί ως καμβά στο «κέντημά» της την ιστορική προσέγγιση της εποχής, και καταφέρνει να αναδείξει όψεις και πτυχές της, ζητήματα πολιτικά και στρατιωτικά, κοινωνικά, θρησκευτικά, πολλαπλών ταυτοτήτων, καθημερινής ζωής κ.λπ., μεταμορφώνοντας το παρελθόν σε ένα ζωντανό «παρών», διότι η μνήμη και η εικονοποιΐα της δίνουν ζωή στα παρελθόντα, με μαγικό τρόπο φέρνουν τα περασμένα στο τώρα.
Και ο απαγορευμένος έρωτας της Θεσσαλονικιάς Εβραίας με τον Χριστιανό της Αθήνας, όχι μόνον πήρε σάρκα και οστά, όχι μόνον έδειξε τι σημαίνει να ερωτευτούν δυο «αλλόθρησκοι», αλλά και κάτι παραπάνω: ο Χριστιανός απήγαγε εκούσια την Εβραία και παντρεύτηκαν! Τέτοιο πράγμα δεν είχε ματακουστεί!
Στις 8 Μαρτίου του 1914, τρεις μέρες μετά την δολοφονία του Βασιλιά Γεωργίου Α’, οι εφημερίδες της Θεσσαλονίκης δημοσίευσαν την εντυπωσιακή είδηση, ότι η κόρη ενός από τους επιφανέστερους Εβραίους επιχειρηματίες της πόλης, του Ντίνου Φερνάντεζ Ντιάζ, η Αλίνε, κλέφτηκε με έναν χριστιανό αξιωματικό του στρατού, τον Σπύρο Αλιμπέρτη. Οι ερωτευμένοι συναντήθηκαν σε ένα γνωστό ξενοδοχείο της πόλης και διέφυγαν με πλοίο.
Η Αλίνε ασπάστηκε τον χριστιανισμό, παντρεύτηκαν τον Απρίλη του 1914 στην Αθήνα, και μετά το τετελεσμένο γεγονός, η οικογένεια του Ντίνου Φερνάντεζ Ντιάζ αποδέχτηκε τον γαμπρό, και το ζευγάρι έζησε ευτυχισμένο μέχρι το τέλος, των δύο… πρωταγωνιστών.
Από τον πρόλογο του βιβλίου, καταθέτω εκτενές απόσπασμα:
Στις σελίδες που ακολουθούν θα ταξιδέψουμε στη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα στην Θεσσαλονίκη και θα παρακολουθήσουμε μια ιστορία αγάπης που γεννήθηκε στην πόλη και κατέληξε να γίνει αστικός μύθος. Ο λόγος για τον απαγορευμένο έρωτα μιας εβραιοπούλας και ενός χριστιανού, της Aline Fernandez Diaz και του Σπύρου Αλιμπέρτη. H Aline ήταν κόρη του Dino Fernandez Diaz, σημαντικού οικονομικού παράγοντα της πόλης από εξέχουσα επιχειρηματική γενιά με δυναμική παρουσία στην βιομηχανία, τις Τράπεζες και τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις, αλλά και παράλληλη κοινωνική δραστηριότητα στους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας και της πρόνοιας. Η οικογένεια του Σπύρου σίγουρα υπολειπόταν σε οικονομική ευρωστία, αλλά όχι και στην πνευματική καλλιέργεια. Γιος της διακεκριμένης παιδαγωγού Σωτηρίας Αλιμπέρτη, πνεύμα ανήσυχο και πολύπλευρο ο ίδιος, ήταν αστρονόμος, μαθηματικός και λόγιος. Με την Aline ερωτεύτηκαν, όταν υπηρετούσε ως αξιωματικός του ελληνικού στρατού κατά τον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο.
Το νέο στοιχείο που προσφέρει τούτο το βιβλίο είναι ότι φωτίζει την ιστορία της Aline και του Σπύρου αλλά και μια άγνωστη πλευρά του κορυφαίου δημιουργού της γενιάς του ΄30, του αρχιτέκτονα και ζωγράφου Δημήτρη Πικιώνη, μέσα από αδημοσίευτο πρωτογενές υλικό από το Αρχείο του, το οποίο μου εμπιστεύτηκε η κόρη του Αγνή. Στην παρούσα έκδοση συγκεντρώνονται για πρώτη φορά επιστολικά τεκμήρια και κείμενα στα γαλλικά του Σπύρου Αλιμπέρτη. Συγκεκριμένα, παρουσιάζονται:
-
Δεκαεπτά επιστολές του Σπύρου Αλιμπέρτη προς τον Δημήτρη Πικιώνη, γραμμένες μεταξύ Σεπτεμβρίου 1913 και Νοεμβρίου 1916.
-
Ένα γράμμα του 1916 της Nina, αδελφής της Aline, στα γαλλικά.
-
Τρία γράμματα της Aline Αλιμπέρτη από την Θεσσαλονίκη προς τον Δημήτρη και ένα από το Παρίσι προς την Αλεξάνδρα Πικιώνη,όλα στα γαλλικά και χρονολογημένα το 1964.
-
Η ιστορία του ζεύγους γραμμένη στην Αθήνα το φθινόπωρο του 1914 και δεκατέσσερα ακόμη κείμενα του Σπύρου Αλιμπέρτη, και αυτά στα γαλλικά, γραμμένα στην Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, από τον Φεβρουάριο του 1916 ως τον Ιούλιο του 1917.
Δυο λόγια για την αριθμητική και τη γεωγραφία του κύριου όγκου της αλληλογραφίας. Η κατανομή είναι άνισα κεντρωμένη στην διετία 1913-1914 (δεκατέσσερις επιστολές), μία επιστολή είναι του 1915 και δύο του 1916. Οι πέντε επιστολές γράφηκαν από την Θεσσαλονίκη (12.9.1913, 22.9.1913, 4.10.1913, 29.9.1915, 18.11.1916) και οι δώδεκα από την Αθήνα. Εξ αυτών οι οκτώ είναι χρονολογημένες: τρεις το 1913 (3.12, 7.12, 29.12), τέσσερεις το 1914 (4.1, 27.1, 28.1, 2.2), μία το 1916 και οι τέσσερεις αχρονολόγητες, με μόνη την ένδειξη της ημέρας: Παρασκευή, Σάββατο, Τρίτη, Τρίτη. Αυτές είναι που περιέχουν το σχέδιο απαγωγής της Aline, άρα terminus antequem είναι η 8η Μαρτίου του 1914, επειδή τότε καταγράφεται στον Τύπο η είδηση της απαγωγής.
Οι επιστολές κατατάσσονται με χρονολογική σειρά, το ίδιο και τα κείμενα τα οποία μεταφράζονται και ομαδοποιούνται ανάλογα με το πρόσωπο στο οποίο αφιερώνονται ή από το οποίο εμπνέονται. Για να φωτιστεί το υλικό, όπου κρίνεται απαραίτητο, σχολιάζονται πρόσωπα, τόποι, ιστορικά γεγονότα.
Στην Εισαγωγή που προτάσσεται των επιστολών παρουσιάζεται το Χρονικό της απαγωγής, τοποθετούνται οι επιστολές στα πολιτισμικά και ιστορικά τους συμφραζόμενα και ερμηνεύονται σε επίπεδο ατομικό, διαπροσωπικό, κοινωνικό, ιστορικό. Στο εισαγωγικό κεφάλαιο στα γαλλόφωνα κείμενα αναλύεται το μικρό λογοτεχνικό δείγμα της γραφής του Αλιμπέρτη, ενώ παράλληλα φωτίζεται λίγο ακόμη το ζεύγος και ο περίγυρός του.
Δυο λόγια και για τον κρυπτικό τίτλο: διάλεξα μια φράση από τα γράμματα του Σπύρου Αλιμπέρτη, γιατί σε αυτήν συμπλέκονται αποστολέας και παραλήπτης, ο πρώτος στην πρωτοπρόσωπη εκφορά, ο Δημήτρης Πικιώνης στην κλητική προσφώνηση pittore, ενώ λανθάνει και η Aline στις δύο προτάσεις που καθρεφτίζουν την επιμονή, την αποφασιστικότητα, τον αγώνα και την αγωνία του Αλιμπέρτη.
“…Θα νικήσω, pittore, πρέπει να νικήσω”
Ευχαριστώ θερμά την Αγνή Πικιώνη για την εμπιστοσύνη και πολλές γόνιμες συζητήσεις, την Ντόρα Ρόκου-Πικιώνη για την ψηφιοποίηση των επιστολών, τον Σταύρο Καμαρούδη και την IsabelleTambrun-Kamaroudis που κοίταξαν και βελτίωσαν σε κάποια σημεία τις μεταφράσεις από τα γαλλικά. Εγκάρδιες οι ευχαριστίες και στις εκλεκτές συναδέλφους Μαρία Καβάλα, Ρίκα Μπενβενίστε, Minna Rosen, Μαίρη Μικέ οι οποίες ήταν πάντα πρόθυμες να συζητήσουν σημεία που με προβλημάτιζαν και να λύσουν απορίες μου, καθώς και στους Ευάγγελο Χεκίμογλου, Γιώργο Τσότσο και Βασίλη Κολώνα, οι οποίοι μοιράστηκαν μαζί μου τις ειδικές τους γνώσεις. Ένα μεγάλο ευχαριστώ και στον Αλέξη Πολίτη για πολλές χρήσιμες πληροφορίες και το φωτογραφικό υλικό που μου παραχώρησε. Ελπίζω τούτο το πόνημα να απαντά σε ερωτήματα, αλλά και να γεννά καινούργια πυροδοτώντας, γιατί όχι, νέες έρευνες. Όπως και να έχει, συμπληρώνει με μερικές ακόμη ψηφίδες το μωσαϊκό της ιστορίας της πόλης μας.
Το χρονικό της απαγωγής της Aline Fernandez Diaz
από τον Σπύρο Αλιμπέρτη μέσα από τις επιστολές του στον Δημήτρη Πικιώνη
Στο αρχοντικό του Dino Fernandez Diaz, ένα εμβληματικό κτήριο της Θεσσαλονίκης, τη γνωστή Casa Bianca, έχουν γραφεί μερικές σελίδες της μικροϊστορίας της πόλης: ένας έρωτας που συγκλόνισε την τοπική κοινωνία, την δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα, μία απαγωγή που έδωσε τροφή στον Τύπο της εποχής και σε πλήθος κοινωνικών σχολίων. Εκτενείς ή σύντομες αναφορές στον έρωτα της Aline Fernandez Diaz και του Σπύρου Αλιμπέρτη έχουν κατά καιρούς γίνει από διάφορους συγγραφείς[1]. Όταν, μάλιστα, η Θεσσαλονίκη γιόρταζε το 1962 τα πεντηκοστά γενέθλια της απελευθέρωσής της από τους Οθωμανούς, ο Νικόλαος Σφενδόνης, στο πανηγυρικό φύλλο της εφημερίδας Ἑλληνικός Βορρᾶς, την 26η Οκτωβρίου, δημοσίευσε άρθρο με τίτλο: Εἰς τὴν Θεσσαλονίκην τὸ ρωμαντικώτερον εἰδύλλιον κατὰ τὴν τελευταίαν πεντηκονταετίαν, εγγράφοντας το ειδύλλιο στην ιστορία της απελευθέρωσης της πόλης[2].
Στις σελίδες που ακολουθούν θα ξαναθυμηθούμε την ιστορία και θα προσθέσουμε λεπτομέρειες στο μωσαϊκό της υπόθεσης αξιοποιώντας για την ανασύνθεση τμήμα των επιστολών του Σπύρου Αλιμπέρτη προς τον Δημήτρη Πικιώνη. Αρχικά, είχα τους ενδοιασμούς μου ως προς τη δημοσιοποίηση των επιστολών, διότι πιστεύω ότι οι προσωπικές αλληλογραφίες πρέπει να εκδίδονται με ιδιαίτερη φειδώ. Ένα υλικό προορισμένο για διμερή επικοινωνία καλό είναι να είμαστε προσεκτικοί πριν το εκθέσουμε στο ευρύ κοινό. Σαφώς και δεν θα δημοσίευα την ερωτική ή συζυγική αλληλογραφία των πρωταγωνιστών, ακόμη κι αν την είχα, διότι νομίζω ότι τέτοιες δημοσιεύσεις συχνά απλώς συντηρούν μια αδιάκριτη σκανδαλοθηρική περιέργεια, κι ας υπάρχει κι ο αντίλογος ότι φωτίζουν αφανείς ανθρώπινες πλευρές των υποκειμένων. Επειδή το συγκεκριμένο υλικό, αφενός, δεν εκθέτει κανέναν από τους αλληλογράφους, αφετέρου δίνει το σχέδιο της απαγωγής και καταγράφει το κλίμα και τα συναισθήματα των κεντρικών ηρώων, προχωρώ στην κοινοποίησή του.
Μετά και από αυτές τις διευκρινίσεις, ας προσπαθήσουμε να ανακαλέσουμε τις μέρες του 1912-1914 και να αναψηλαφήσουμε το ειδύλλιο και την τόσο πολυσυζητημένη απαγωγή, μέσα από τις επιστολές, αρχίζοντας με λίγα στοιχεία για τους αλληλογράφους και το οικογενειακό υπόβαθρο των πρωταγωνιστών της ιστορίας.
Ο Δημήτρης Πικιώνης
Ο Δημήτρης Πικιώνης (1887-1968), ο χαρισματικός αρχιτέκτονας, ζωγράφος και στοχαστής[3] της γενιάς του ΄30, υπήρξε ένα από τα πιο φωτεινά και δημιουργικά πνεύματα του καιρού του. Χωρίς να παρασυρθεί σε στείρες απομιμήσεις, αντιμετώπισε κριτικά το ευρωπαϊκό μοντέρνο κίνημα στην αρχιτεκτονική και μας άφησε πλούσια παρακαταθήκη[4] αυθεντικών δημιουργημάτων, ακολουθώντας την αρμονία του φυσικού τοπίου και γονιμοποιώντας τη σοφία της λαϊκής παράδοσης. Στο πλούσιο έργο του συγκαταλέγεται το κτήριο του Πειραματικού Σχολείου του Α.Π.Θ. (1935), στον σχεδιασμό του οποίου εμπνέεται από τη μακεδονική αρχιτεκτονική και το δημιουργεί, αφού έχει καταφέρει να ξεφύγει από την κυριαρχία ενός παγκοσμιοποιημένου μοντέλου αρχιτεκτονικής και έχει καταλήξει στην αντίληψη πως το οικουμενικό πνεύμα πρέπει να συνδεθεί με το εθνικό[5].
Μερικές ακόμη δημιουργίες του απολύτως ενδεικτικά: Το Δασικό Χωριό στο Περτούλι (1953-1956), η διαμόρφωση του αρχαιολογικού χώρου γύρω από την Ακρόπολη και τον λόφο του Φιλοπάππου (1954-1958), μαζί με το εκκλησάκι και το αναπαυτήριο του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη, διατηρητέο μνημείο αρχιτεκτονικής από την UNESCO, ο Παιδικός Κήπος της Φιλοθέης (1960-1964), που χαρακτηρίστηκε μνημείο της νεότερης Ελλάδας και πρότυπο παιδικού κήπου διεθνώς. Αντί άλλου σχολίου, θα δανειστώ μία φράση του Γ. Σεφέρη[6] για τα δημιουργήματα του Πικιώνη: ανήκουν “στη σειρά των άξιων έργων τέχνης που με το πέρασμα του καιρού μάς φωτίζουν μ’ ένα φως όλο και περισσότερο νέο, όλο και περισσότερο σταθερό”.
Η αλληλογραφία δεν ανήκει σ’ αυτή την περίοδο του αρχιτέκτονα – δημιουργού. Ανήκει στα χρόνια της ορμητικής νιότης, όταν, εικοσιπεντάχρονος ο Πικιώνης, μετά από λαμπρές σπουδές στην Αθήνα, το Μόναχο και το Παρίσι, επιστρέφει στην Ελλάδα και υπηρετεί την στρατιωτική του θητεία κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Πρώτο Παγκόσμιο, από το 1912 έως το 1920, οπότε αποστρατεύεται με τον βαθμό του λοχαγού του Μηχανικού. “Είναι απ’ την περίοδο τούτη των εκστρατειών, των επιστρατεύσεων και των καταστροφών που χρονολογούνται οι πνευματικές μου φιλίες, Αλιμπέρτης, Μπουρνιάς κι ύστερα ο Αποστολάκης κι οι Πολίτιδες”, ομολογεί στα αυτοβιογραφικά του σημειώματα.[7]
Ο Σπύρος Αλιμπέρτης και η οικογένειά του
Ο Σπύρος Αλιμπέρτης προέρχεται από οικογένεια αγωνιστών και λογίων της Σίφνου με ιστορικό παιδείας και αγώνων: ο παππούς του, Γεώργιος Αλιμπέρτης, πήγε νέος στο Βουκουρέστι, όπου σπούδασε στην εκεί Ακαδημία, την οποία διηύθυνε ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος. Κατά την επανάσταση κατατάχτηκε εθελοντής στον Ιερό Λόχο και πληγώθηκε στην μάχη στο Δραγατσάνι (1821). Μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους υπηρέτησε ως γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου[8]. Ο πατέρας του Σπύρου, Ιωάννης, εργάστηκε αρχικώς ως βιβλιοπώλης στην Κωνσταντινούπολη, όπου γνώρισε και τη μετέπειτα σύζυγό του, Σωτηρία. Στη συνέχεια διετέλεσε γραμματέας του Κωνσταντίνου Ζάππα μέχρι το 1886 στο Μπροσθένι της Ρουμανίας. Όταν απολύθηκε από αυτή τη θέση, ασχολήθηκε με εμπόριο τροφίμων στο Γιούργεβο[9] της Ρουμανίας για έξι χρόνια, ως το 1893, οπότε, εξαιτίας χρεωκοπίας, η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα. Παρά τις οικονομικές δυσχέρειες τα δύο παιδιά, ο Σπύρος και ο αδελφός του Γεώργιος, φοιτούν “εἰς τὸ καλλίτερον ἰδιωτικὸν τοῦ Βουλγάρεως”,[10] διότι οι γονείς τους αποδίδουν μεγάλη σημασία στην παιδεία. Χρημάτισε μέλος και γενικός γραμματέας του Ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἑλληνικοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου το 1876,[11] επίσης πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητος του Γιούργεβου και έφορος των εκεί Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων. Πέθανε το 1902, αφήνοντας την οικογένειά του βουτηγμένη στα χρέη.
Μητέρα του Σπύρου ήταν η σημαντική παιδαγωγός και φιλόλογος Σωτηρία Αλιμπέρτη[12] (1847-1929), κόρη του βουλευτή Αιγιαλείας, Παναγιώτη Κλεομένη Οικονόμου και αδελφή του στρατηγού Κλεομένη Κλεομένους ( Οικονόμου) διοικητή της 7ης Μεραρχίας που προήλασε στην Θεσσαλονίκη το 1912. Αμέσως μετά την αποφοίτησή της από το Αρσάκειο (1868) διδάσκει στο Παρθεναγωγείο Hill για τέσσερα χρόνια, στη συνέχεια τελειοποιεί τις σπουδές της στο Παρίσι και στην Ιταλία, όπου συλλέγει υλικό για τις ιστορικές της μελέτες(1873-1875). Το 1875 προσλαμβάνεται ως υποδιευθύντρια στο νεοσύστατο Ζάππειο Παρθεναγωγείο της Κωνσταντινούπολης και υπηρετεί μέχρι το 1882, που παντρεύτηκε τον Ιωάννη Αλιμπέρτη. Μετά τον θάνατό του το 1902, εργάστηκε ως διευθύντρια του Νικολαϊδείου Παρθεναγωγείου της Λέρου.
Πέρα από την εκπαιδευτική, η Σωτηρία Αλιμπέρτη ανέπτυξε αξιόλογη συγγραφική και κοινωνική δραστηριότητα. Ανήκει, μαζί με την Καλλιρρόη Παρρέν και την Ρόζα Ιμβριώτη, στις πρωτοπόρες εκείνες, που ασχολούνται με την ιστορία των γυναικών στην Ελλάδα. Δημοσίευε, με το ψευδώνυμο “Ατθίς”, στην Ἐφημερίδα τῶν Κυριῶν, “τὰς πρώτας τῶν ἐπιφανῶν Ἑλληνίδων βιογραφίας” συγκεντρώνοντας, σπυρί-σπυρί, υλικό για τις ηρωίδες του 1821. Κατά την παραμονή της στη Ρουμανία αρθρογραφούσε στις εφημερίδες Σύλλογοι και Πατρίς, και υπήρξε διευθύντρια στο περιοδικό Πλειάς, το 1899. Όσο ζούσε, εξέδωσε τα εξής: την πρώτη βιογραφία της βασίλισσας Αμαλίας (Ἀμαλία, ἡ Βασίλισσα τῆς Ἑλλάδος ( α΄ τόμος, Αθήνα, 1896 και β΄ τόμος, Αθήνα, 1916) το Αναμνηστικό Λεύκωμα του Πανελληνίου Συλλογου Γυναικῶν (Αθήνα, 1916) και ένα ολιγοσέλιδο φυλλάδιο με τίτλο Ἡ ἀναγέννησις τῆς Ἑλλάδος καὶ ἡ δρᾶσις τῆς Ἑλληνίδος (Αθήνα, 1920). Μετά τον θάνατό της εξεδόθη το βιβλίο της Αἱ ἡρωΐδες τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως (Αθήνα 1933).
Και η κοινωνική δράση της Σωτηρίας Αλιμπέρτη ήταν σημαντική. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Αθηναϊκού Γυναικείου Συλλόγου Ἐργάνη-Ἀθηνᾶ, το 1896, που προώθησε τη γυναικεία ελληνική βιοτεχνία με τη διοργάνωση πανελλήνιων εκθέσεων γυναικείας χειροτεχνίας. Το 1911 με ενέργειές της μετονομάστηκε Πανελλήνιος Σύλλογος Γυναικών και διετέλεσε γραμματέας του, ενώ το 1917 ανέλαβε την προεδρία του παραρτήματός στην Θεσσαλονίκη (Σύλλογος Γυναικών Θεσσαλονίκης). Τέλος, το 1922 από τη θέση της πρώτης προέδρου του Διεθνοῦς Συνδέσμου Γυναικῶν ανέπτυξε δραστηριότητα για την αποκατάσταση των προσφύγων.
Ο ίδιος ο Σπύρος Αλιμπέρτης[13] (1886-1964) είχε διπλή ιδιότητα: μαθηματικός-αστρονόμος και κριτικός της λογοτεχνίας. Δίδαξε στο Οθωνικό Πανεπιστήμιο, μετέπειτα Εθνικό και Καποδιστριακό Αθηνών, και εργαζόταν ως επιμελητής στο Αστεροσκοπείο Αθηνών (1909-1915) στο πλευρό του Δημήτρη Αιγινίτη (1862-1934), του διαπρεπούς Έλληνα αστρονόμου, ο οποίος από το 1890 ανέλαβε τη Διεύθυνση του Εθνικού Αστεροσκοπείου και υπήρξε ο βασικός παράγων στην επίσημη υιοθέτηση από το Ελληνικό Κράτος του Νέου (Γρηγοριανού) Ημερολογίου το 1923. Καρπός των ενασχολήσεων του Αλιμπέρτη με την Αστρονομία ήταν μία μελέτη για τον κομήτη του Χάλεϋ. Ενδιαφέρουσα, όμως, ήταν και η φιλολογική συγγραφική του παραγωγή,[14] αρχικά με το ψευδώνυμο Σπύρος Αναστασιάδης. Ξεκινά δυναμικά με γλωσσικά άρθρα στο μαχητικό περιοδικό Νουμᾶς εναντίον του Γ. Μιστριώτη και του Ανδρέα Σκιά. Συνεργάζεται στενά και συνυπογράφει άρθρα με τον Γιάννη Αποστολάκη με το ψευδώνυμο “Ἐγὼ καὶ Σύ” ή “Τρουβέρος”[15]. Με τον Γεώργιο Ν. Πολίτη και τον Γιάννη Αποστολάκη εξέδιδαν το βραχύβιο περιοδικό Κριτική και Ποίηση (1915-1919), όπου δημοσίευσε μελέτες για τον Εμμανουήλ Ροΐδη, τον Διονύσιο Σολωμό και τον Ιάκωβο Πολυλά. Επίσης, με τον Θεολόγο Νικολούδη εξέδιδε την εφημερίδα Πολιτεία (1917-1919).
Η Aline και η οικογένειά της
Η Aline ήταν το ένα από τα τρία παιδιά τoυ Dino Fernandez Diaz (1867-1943) και της Blanche de Meyer.[16] Η Nina και ο Pierre ήταν τα αδέλφια της. Ο πατέρας της, Dino, γιος του επιχειρηματία Joseph Fernandez Diaz και της Esther Misrachi, βρισκόταν στην κορυφή της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Ιταλός υπήκοος,[17] συγγενής των ιστορικών οικογενειών Allatini, Morpurgo, Misrachi, Modiano ανέπτυξε επιτυχημένη επιχειρηματική δραστηριότητα. Στα 1892 μετους Allatini και τονJosephMisrachiίδρυσαν το ζυθοποιείο Όλυμπος[18], στον κήπο του Μπεχτσινάρ, στην περιοχή των Παλαιών Σφαγείων, στις εγκαταστάσεις του σημερινού FIX. Μία διαφήμιση στην εφημερίδα Νεολόγος της Κωνσταντινούπολης, το 1896, δηλαδή τέσσερα χρόνια μετά τη λειτουργία του ζυθοποιείου, μαρτυρεί την εμβέλεια της επιχείρησης[19]. Με την οικογένεια Torres, το 1905, ιδρύει υφαντουργείο[20], που παρήγαγε σάκους για αλεύρι και υφάσματα περιτυλίγματος καπνού, στην ίδια περιοχή του Μπεχτσινάρ, στον Παλαιό Σιδηροδρομικό Σταθμό. Ζάπλουτος (η περιουσία του ανερχόταν σε εξήντα χιλιάδες λίρες, δηλαδή γύρω στο ένα δισεκατομμύριο δραχμές)[21] υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά στελέχη του Συνδέσμου Βιομηχάνων Μακεδονίας[22].
Η οικογένεια είχε κύρος και επιρροή και ανήκε στους προοδευτικούς κύκλους της πόλης που μαζί με τον Moise Allatini, τον αναμορφωτή της εβραϊκής κοινωνίας της Θεσσαλονίκης, φρόντισαν με έργα κοινωνικής προσφοράς να βελτιώσουν το βιοτικό επίπεδο των απόρων συμπατριωτών τους. Παράλληλα, με εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις και προσανατολισμό ανάλογο με αυτό της Alliance Israélite Universelle[23], προσπάθησαν να ανυψώσουν και το μορφωτικό επίπεδο των ενδεών ομοθρήσκων τους. Ο Salomon Fernandez,[24] θείος του Joseph,του παππού της Aline, από την πλευρά της γυναίκας του Esther, ήταν γαμπρός του δόκτορα Moise Allatini από την αδελφή του Bienvenuta, και βασικός του συνεργάτης στην ίδρυση το 1856του πρώτου δυτικού τύπου εβραϊκού σχολείου, της σχολής Lippmann. Με παρότρυνσή του το 1861 ιδρύει μικρό ιταλικό σχολείο στην Θεσσαλονίκη, ενώ η γυναίκα του Bienvenuta Allatini (αδελφή της προγιαγιάς της Aline, της Myriam) ίδρυσε δύο σχολεία Θηλέων στην Κωνσταντινούπολη[25] είκοσι χρόνια αργότερα, το 1880. Ο παππούς της Aline, Joseph, άφησε με διαθήκη «50 λίρας εις το Talmud- Torah, σχολείον πάσχον εξ ελλείψεως χρηματικών πόρων»[26] ενώ ο πατέρας της Dino διετέλεσε αντιπρόεδρος της Επιτροπής η οποία διηύθυνε το Νοσοκομείο Χιρς.
Πλην της Aline και της αδελφής της Nina το τέλος[27] της υπόλοιπης οικογένειας (εκτός από την μητέρα τους Blanche που είχε πεθάνει στο Παρίσι το 1931) ήταν τραγικό: ο Dino δολοφονήθηκε από τους ναζί μαζί με τον γιο του Pierre, τη νύφη του Liliana και τα τρία του εγγόνια Jean, Robert, Blanchette τον Σεπτέμβρη του 1943 στην Meina, μια κωμόπολη στις ιταλικές Άλπεις, στις όχθες της λίμνης Maggiore, όπου αναζήτησε καταφύγιο, για να αποφύγει τον εκτοπισμό στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως.
Όταν, μετά το 1866 και την κατεδάφιση τμήματος των τειχών της πόλης από τον Λευκό Πύργο ως το Συντριβάνι, πλούσιοι όλων των εθνοτήτων άρχισαν να κτίζουν τις επαύλεις τους στον χώρο πέρα από τα παλιά ανατολικά τείχη, στην περιοχή των Πύργων, ο DinoFernandez δεν ήταν δυνατό να υπολειφθεί. Το 1912 έκτισε, με σχέδια του Pietro Arrigoni[28] την γνωστή σε όλους Casa Bianca, ένα εμβληματικό κτίσμα της πόλης μας. Αυτή η μεγαλοπρεπής, αλλά και χαριτωμένη, έπαυλη, δείγμα εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής, ένα θεσσαλονίκειο απομεινάρι του αρχιτεκτονικού κινήματος της Art Nouveau, προσφέρθηκε, λένε, ως γαμήλιο δώρο από τον Dino Fernandez στην σύζυγό του, Blanche Meyer (εξ ου και Casa Bianca), καθολική Ελβετίδα ευγενή, η οποία άλλαξε θρήσκευμα, για να μπορέσει να τον παντρευτεί.
Το γεγονός που σημάδεψε την Casa Bianca ήταν το τρυφερό ειδύλλιο της μίας κόρης, της Aline, με τον Σπύρο Αλιμπέρτη. Ο Σπύρος Αλιμπέρτης βρέθηκε στην Θεσσαλονίκη, όταν κατετάγη ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στον Ελληνικό Στρατό. Υπηρέτησε ως υπασπιστής του συνταγματάρχη του Πυροβολικού, Κλεομένη Κλεομένους, διοικητή της 7ης Μεραρχίας, ο οποίος ήταν θείος από την πλευρά της μητέρας του. Στον μέραρχο Κλεομένους παρουσιάστηκε στις 25 Οκτωβρίου του 1912 ο αντιπρόσωπος του Ταχσίν Πασά με το έγγραφο της παραδόσεως της πόλης, το οποίο, όπως γράφει σε επιστολή του, τον Φεβρουάριο του 1913 (;), ο Περικλής Καλλιδόπουλος (1872-1950) στον δημοσιογράφο και ιστορικό της νεοελληνικής λογοτεχνίας Ηλία Βουτιερίδη (1874-1941), “απεστάλη αυτοστιγμεί διά του επιτελούς της 7ης Μεραρχίας λοχαγού του Πυροβολικού, Α. Μαζαράκη, και του ανθυπολοχαγού του Πυροβολικού Σπύρου Αλιμπέρτη προς τον Αρχιστράτηγον Διάδοχον εις Κιρτζιλάρ”[29].
Μέρες του ’12
Έζησε, λοιπόν, ο Σπύρος Αλιμπέρτης τις ιστορικές στιγμές της Θεσσαλονίκης. Ήταν κι αυτός ένας από τους 3.000 άνδρες της Μεραρχίας Κλεομένους, στην οποία δόθηκε διαταγή να προελάσει στην πόλη στις 26 Οκτωβρίου μαζί με δύο τάγματα ευζώνων, πριν ακόμη να επιτευχθεί η τελική συμφωνία. Ήταν κι αυτός ένα από τα παλικάρια, που έφερναν τη λευτεριά στην πόλη μετά από 482 χρόνια τουρκικής κυριαρχίας και φάνταζαν στα μάτια του πλήθους ήρωες. Κατά την περιγραφή του Γιώργου Βαφόπουλου[30], τόση ήταν η ανάγκη για εθνική ανάταση μετά την κατάρρευση του 1897, ώστε τα πλήθη, για να τους τιμήσουν, ξεχύθηκαν, παρά τη ραγδαία βροχή, στους δρόμους και “φώναζαν Χριστός Ανέστη και αγκάλιαζαν και φιλούσαν τους λασπωμένους φαντάρους”.
Μετά το νικηφόρο και αισιόδοξο 1912-1913, ο Αλιμπέρτης παραμένει στη Θεσσαλονίκη για έναν, σχεδόν, χρόνο. Αυτόν τον χρόνο οι δύο νέοι γνωρίζονται εντελώς τυχαία στο τραμ[31]. Ταξιδεύουν μαζί στο ίδιο βαγόνι, το πρώτο βαγόνι[32], που προοριζόταν για τις κυρίες και τους αξιωματικούς, οι αδελφές Fernandez και ο νεαρός ανθυπολοχαγός. Κάποια στιγμή η Aline αισθάνεται ξαφνική αδιαθεσία και ο ιπποτικός Αλιμπέρτης τής προσφέρει βοήθεια. Συνοδεύει τις δύο κοπέλες στο σπίτι και έκτοτε προστίθεται στον κατάλογο των επίσημων προσκεκλημένων της οικογένειας – γιατί όχι; αφού τόσο η κοινωνική του θέση, όσο και η μόρφωσή του συνηγορούσαν – και έτσι πλέκεται το ειδύλλιο.
Το ειδύλλιο μέσα από τα γράμματα του Σπύρου Αλιμπέρτη
Η αλληλογραφία αρχίζει από αυτή την περίοδο, συγκεκριμένα τους τελευταίους μήνες (Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1913), όταν ο Αλιμπέρτης υπηρετεί στο Φρουραρχείο Θεσσαλονίκης ως υπασπιστής του φρουράρχου, πλέον, Κλεομένους και περιμένει την αποστράτευσή του (12.91913).
Ο Πικιώνης έχει μετατεθεί από την Θεσσαλονίκη. Ο Αλιμπέρτης στα γράμματα, που είναι σύντομα και τεχνικής φύσεως στην αρχή – αποστέλλει στον Πικιώνη επιστολές και βιβλία, τον ενημερώνει για τις κινήσεις των κοινών τους φίλων, Μπουρνιά, Πολίτηδων, Αποστολάκη – ενσπείρει και ειδήσεις για την Aline γεμάτες τρυφερότητα:
“Mon amour parti. Πῆγε στή Λοζάνη, καί τώρα εἶναι στό Παρίσι. Ἄν ἤσουν ἐδῶ θά σ’ ἔκανα κοινωνό τῆς εὐτυχίας μου και τῆς μελαγχολίας μου.” (Θεσσαλονίκη, 22.9.1913). Και στο επόμενο γράμμα, της 4ης Οκτωβρίου 1913, διαβάζουμε: “Ἐγώ ἔχω ταχτικά γράμμα της ἀπό τή Λοζάνη, ὅπου βρίσκεται ἀκόμα ἡ φίλη μου. Εἶναι, ὅπως τά ἤξερες, πάντοτε ὡραῖα, τά ἴδια πάντοτε καί πάντοτε καινούρια. Πολλές φορές μοῦ ἦρθε να σοῦ ἀντιγράψω κομμάτια και να σοῦ τά στείλω. Εἶσαι ὁ μόνος πού ἔχεις διαβάσει ἀπό τά γράμματα αὐτά.”
Όταν, τελικώς, ο Αλιμπέρτης απολύεται από τον στρατό και επιστρέφει στην Αθήνα κάποια στιγμή πριν από τον Δεκέμβριο του 1913 (3.12.1913 έχουμε το πρώτο γράμμα του από την Αθήνα), ο Πικιώνης, που εξακολουθεί να βρίσκεται στην Θεσσαλονίκη, του μεταφέρει τα νέα της οικογένειας της Aline, συγκεκριμένα τα νέα της Nina, αφού η Aline βρίσκεται ακόμη στο εξωτερικό. Ο Αλιμπέρτης ενσωματώνει στις δικές του επιστολές τμήματα της αλληλογραφίας με την Aline, που αφορούν τον Πικιώνη. Είναι γραμμένα στα γαλλικά: “Voulez-vous dire à votre ami Pikionis, toute ma sympathie et ma reconnaissance d’ aimer notre amour, et d’ avoir de sigentilles idées. Une petite villa, bâtu par lui, l’ amitié qui crée pour l’ amour – ceserait beau!” Παραθέτω την μετάφραση: “σας παρακαλώ να διαβιβάσετε στον φίλο σας Πικιώνη όλη μου την συμπάθεια και την ευγνωμοσύνη για την αγάπη του στην αγάπη μας και για τις τόσο ευγενικές του ιδέες: μία μικρή βίλλα κτισμένη απ’ εκείνον, η φιλία που δημιουργεί για τον έρωτα – αυτό θα είναι ωραίο!” (Αθήνα, 7.12.1913).
Από τα τέλη του Δεκέμβρη του ’13 διαφαίνεται μια αγωνία στις επιστολές του Αλιμπέρτη. Θέλει ν’ ανέβει στη Θεσσαλονίκη για λίγες μέρες και, συγχρόνως, ζητά από τον Πικιώνη να προσπαθήσει να γνωριστεί με την οικογένεια της Aline. Προτείνει, μάλιστα, αυτό να γίνει μέσω της συζύγου ενός γιατρού, συγγενούς της οικογένειας, την οποία ήδη γνωρίζει ο Πικιώνης (Αθήνα, 29.12.1913).
Από τις αρχές του Γενάρη του ’14 αρχίζει η αγωνία. Σ’ ένα γράμμα απελπισίας (Αθήνα, 4.1.1914) ο Αλιμπέρτης παρουσιάζει τις νεότερες εξελίξεις. Η σχέση χειμάζεται σκληρά. Καθώς η οικογένεια Fernandez δεν είναι ευχαριστημένη με το ειδύλλιο, προφανώς κάνει το παν, για να το εμποδίσει, με διαβολές εναντίον του Αλιμπέρτη. Σ’ αυτήν την επιστολή πρώτη φορά ο Αλιμπέρτης απευθύνεται στον Πικιώνη με την προσφώνηση “Φίλε μου”.
“Στό διάστημα αὐτό ἔχουν συμβεῖ τρομερά πράγματα. Ἡ οἰκογένεια τῆς Aline κατώρθωσε νά πλέξει τεχνικοτάτην συκοφαντίαν ἐναντίον μου, και να μοῦ ἀποσύρει την ἐμπιστοσύνην τῆς Aline. Λεπτομέρειες δεν σοῦ γράφω τώρα, θα σοῦ πῶ ὅταν ἔρθης. Κατώρθωσαν να με παραστήσουν μέ τέτοιον τρόπο ὥστε να με θεωρεῖ τώρα τον χειρότερον ἄνθρωπον τοῦ κόσμου. Παλεύω ἐννοεῖς με ὅλη μου τή δύναμη νά διαλύσω τίς συκοφαντίες. Εἶναι ἀνακατωμένα μέσα ἐναντίο μου – και ἀπό φθόνο καί ζήλεια και πολλά ἄλλα πρόσωπα τῆς Θ/νίκης. Εἶναι ἀπερίγραπτο πράμα ἡ καταστροφή πού γίνεται μέσα στήν ψυχή τῆς φίλης μου. Εἶναι για να θρηνεῖ κανείς σέ ὅλη του τή ζωή. Μόνο ἕνα θαῦμα θα μποροῦσε ἴσως ν’ ἀλλάξει τά πράγματα. Θα ἤθελα πολύ να γνωριστεις μαζί τους. Εἶναι ἀπό σήμερα στή Θεσσαλονίκη. Σοῦ ἕγραψα σέ περασμένο μου γράμμα ὅτι μποροῦσες νά ζητήσεις ἀπό τήν κ. Ἰοσίποβιτς νά σέ συναντήσει. Θεωρῶ σπουδαία τή γνωριμία αὐτή – τόσο πού μόνο γι’ αὐτό θα ἤθελα νά μείνεις ἀκόμα στή Θεσσαλονίκη. Εἶναι τραγωδία – δεν μπορεῖςνά φανταστείς. Τὄνομά σου τό ξέρει καλά – και σέ συμπαθοῦσε τότε πολύ. Γνώρισε την, και μίλησε της γιά μένα. Πές ποιος εἶμαι, τί εἶμαι, τί κάνω, ποιά ἡ θέση μου στόν καλό κόσμο ἐδῶ, ποιά ἡ ζωή μου, τά ὄνειρά μας …. πῶς σοῦ εἶχα μιλήσει γι’ Αὐτήν. Θα ἔρθω καί μόνος μου στή Θεσσαλονίκη για τό ζήτημα αὐτό.-[33] Θέλω νάμέ βοηθήσεις σέ ὅ,τι μπορεῖς. Τηλεγράφησέ μου μόλις λάβεις τό γράμμα μου αὐτό. Γράψε μου ἔπειτα. Κι’ ὅταν τή γνωρίσεις και τῆς μιλήσεις – τηλεγράφησε μου το πάλι με μιά λέξη – μίλησα. Και ἔπειτα γράψε μου.
Εἶναι τρομερό ὅ,τι συνέβη.
LeMarquis”
Πραγματικά, όπως λένε, τίποτε δεν αγριεύει τη φλόγα του έρωτα περισσότερο από τη δυσφορία του οικογενειακού περιβάλλοντος των ερωτευμένων. Έτσι, ούτε οι ίντριγκες ούτε οι διαβολές ούτε η απόσταση είχαν κατασταλτικά αποτελέσματα. Η αλληλογραφία με την Aline συνεχίζεται χάρη σε δύο μεσάζοντες: τον Ν. Βιαγκίνη, έφεδρο ανθυπολοχαγό, οικονομικό αντεπίτροπο στο Διοικητήριο, και μια Τουρκάλα, την ντεμουαζέλα Τούρκισσα των επιστολών. Ο Αλιμπέρτης στέλνει τα γράμματα στον Βιαγκίνη, υποτίθεται για την Τουρκάλα, και μέσα σ’ αυτά είναι τα προοριζόμενα για την Aline, τα οποία η Τουρκάλα, στη συνέχεια, προωθεί στην αγαπημένη του. Αργότερα, τα γράμματα για την Aline τα στέλνει απευθείας στη διεύθυνση της Τουρκάλας, χωρίς, δηλαδή, τη μεσολάβηση του Βιαγκίνη, τον οποίο, μετά από ένα σημείο, φαίνεται να μην εμπιστεύεται, ή μέσω κάποιου με τα αρχικά R. R.
Ο Αλιμπέρτης δεν ησυχάζει. Σχεδιάζει να πάει στην Θεσσαλονίκη τέλος Ιανουαρίου με αρχές Φεβρουαρίου του 1914, αλλά ματαιώνει το ταξίδι. Στο μεταξύ φαίνεται ότι λαμβάνει ανώνυμα γράμματα: “Ἔλαβα και ἐγώ ἄτιμο γράμμα σχετικό κάποιου. Θα τῆς τό στείλω διά τοῦ R. R. Εἶναι μιά νέα πλεκτάνη”. Τελειώνει μαχητικά: “Ὁ πόλεμος εἶναι ζωή – ὰρκεῖ να ἔχει στό τέλος τή νίκη.” (Αθήνα 28.1.1914).
Στην επόμενη επιστολή, στις 2 Φεβρουαρίου του 1914, εκφράζει την απέχθειά του για όλους αυτούς που ενεπλάκησαν στον ιστό των διαβολών εναντίον του. Τους χαρακτηρίζει υποτιμητικά με τον περιληπτικό όρο “vulgus profanum” (δηλαδή, όχλο χυδαίων, παρακατιανών) και αναφωνεί:“Πότε θα μᾶς ξεχάσουν, πότε θα μᾶς ἀφήσουν ὅλα αὐτά τά ἀνάξια ὄντα!” Στο ίδιο γράμμα συνεχίζει μαχητικά, γεμάτος πείσμα και αποφασιστικότητα: “Θά νικήσω, pittοre, πρέπει νά νικήσω. Ἔχω βάλει τήν ψυχή μου, τή ζωή μου, τή δόξα μου.-” (Αθήνα, 2.2.1914).
Το σχέδιο της απαγωγής
Αυτά τα αποσπάσματα προέρχονται από την τελευταία χρονολογημένη, πριν από την απαγωγή, επιστολή. Ακολουθούν οι τέσσερεις με ένδειξη μόνο του τόπου αποστολής (Αθήνα) και της ημέρας. Σε αυτές περιέχεται το σχέδιο της απαγωγής. Το αρχικό σχέδιο είναι να πάει ο Αλιμπέρτης στην Θεσσαλονίκη περί τα τέλη Φεβρουαρίου του 1914 και ζητά από την Aline να είναι έτοιμη. Στους δισταγμούς και τις αγωνίες της εκείνος απαντά καθησυχαστικά.
“Τῆς λέω να εἶναι ἥσυχη, και να μην ἔχει φόβο κανένα – κάποιος ἐκεῖ διαδίδει πώς θα μέ σκοτώσει ὅταν ξαναπάω. Δεν μοῦ γράφουν ποιος εἶναι – μά και δέ με μέλει νά μάθω.” (Αθήνα, Τρίτη).
Κάποια στιγμή νοιώθει να ελέγχει την κατάσταση. “Στό τηλεγράφημά μου σοῦ λέω ὅτι οἱ ὑποθέσεις μου εἶναι σέ καλό δρόμο. Ἐλπίζω σύντομα να ἔχω ἀποτελέσματα. Μοῦ ἀρκεῖ αὐτό – και θα ἔρθω. Μά καί χωρίς αὐτό πάλι θα ἐρχόμουν, ὕστερα ἀπ’ ὅσα ἔγιναν.” (Αθήνα, Τρίτη).
Πέρα από τις αγωνίες, εκφράζει διακριτικά και τα φλογερά του αισθήματα: “‘Votre romand’ amour’, μοῦ γράφει ὁ Romain Rolland. Ἀλήθεια- et j’ ai senti trop de choses. Καί λέω πώς ὅλα τά χρωστῶ σ’ Ἐκείνη.” (Αθήνα, Τρίτη).
Ο κλοιός, όμως, φαίνεται ότι στενεύει εκ νέου γύρω από την Aline. Η ίδια αναζητά άλλον μεσάζοντα στο πρόσωπο είτε ενός νέου, ονόματι Pierre Gelbmann, είτε του ιδίου του Πικιώνη, από τον οποίο ζητά να της δίνει οπωσδήποτε ιδιοχείρως τα γράμματα του Αλιμπέρτη. Στην αποφασιστικότητα του Σπύρου να έλθει στην Θεσσαλονίκη (“Σέ 20 μέρες θα ἔρθω να τήν πάρω.” (Αθήνα, Παρασκευή), η Aline δείχνει διστακτικότητα και του γράφει ότι θα προτιμούσε να περιμένουν λίγο. “Elle dit qu’elle vou draitattendre encore quelque temps.” (Αθήνα, Σάββατο). Ο Αλιμπέρτης συναινεί, αλλά απαιτεί και άμεσες απαντήσεις μέσω του φίλου του. “Τότε ἀναστέλλω την ἀπόφασή μου και ἀναβάλλω τον ἐρχομό μου – ἀλλά πόσο; Πρέπει να τό ξέρω. Εἴκοσι μέρες ἀκόμα, ἕνα μήνα – πόσο; Καί τί ἐλπίζει ἀπό την ἀναμονή και την ἀναβολή; Στά δύο αὐτά ζητήματα πρέπει να ἔχω ὁρισμένη ἀπάντηση”.
Στο ίδιο γράμμα καταγράφει και το σχέδιο της απαγωγής, που το έχει ήδη στείλει στην Aline:
“Ἡ ἐπιχείρηση βέβαια δεν εἶναι εὔκολη. Στό γράμμα πού ἔστειλα και ἔδωσες προτείνω τά ἑξῆς. Θα ἔρθω, θά πάω, μόλις φτάσω, σ’ ἕνα ξενοδοχεῖο – Bristol ἤ Γαλλίας, ὄχι Ὂλυμπο ἤ Σπλέντιτ. Πρέπει τότε να εἰδοποιηθεῖ και να ἔρθει νά με βρεῖ. Πῶς θα εἰδοποιηθεῖ; Ἐγώ δέν πρέπει να φανῶ. Σκέπτομαι λοιπόν να εἰδοποιήσεις τόν Β. ἄν εἶναι στην Θ/νίκη, νά περάσει ἀπό τό μέρος πού θά μένω, να τοῦ δώσω γράμμα, να τό δώσει στον G. ἀμέσως – καί ὁ G. το γρηγορώτερο στό πρόσωπο. Στό γράμμα θά λέω ποῦ μένω και ὅτι περιμένω. Τό σπουδαιότερο εἶναι να μην ἐμποδιστεῖ να βγεῖ ἀπό το σπίτι. Ἀλλά και ὅταν ἀκόμα θα εἴμαστε μαζί, εἶναι πολύ πιθανόν νά ζητήσουν μέ κάθε τρόπο να την ἀποσπάσουν. Θα ἔχω το νοῦ μου. Ἐν ἀνάγκῃ θά φύγω με το τραῖνο ἕως τήν Δράμα και ἀπό κεῖ στην Καβάλλα, ὅπου ἔχω πολύ σχετικό μου δικαστή.”
Ωστόσο, παρόλη την επιθυμία και την αποφασιστικότητά του, αφήνει και στην Aline το περιθώριο να προτείνει κι εκείνη, αν έχει κάτι καλύτερο στον νου της.“Ἀλλά καλύτερα θα εἶναι να συνεννοηθεῖ τετελείως για τό σχέδιο, ἀπάνω σ’ αὐτές τίς γραμμές – ἐκτός ἄν ἔχει ἄλλο καλύτερο, ἀπό την ἔποψη τήν δική της. Ἄν νομίζει ὅτι ὁ ἐρχομός μου, ἐπειδή μπορεῖ να μαθευτεῖ, εἶναι πιθανόν νά κάνει τά πράγματα δυσκολώτερα – ἄς μοῦ πεῖ πῶς ἀλλοιῶς μπορεῖ νά γίνει.”
Το σχέδιο, που πρότεινε η Aline σε συνεργασία με τον Πικιώνη, ήταν λιγότερο περίπλοκο. Το μετέφερε στον Αλιμπέρτη ο Πικιώνης σε δικό του γράμμα κάποιας Τρίτης χωρίς χρονολογία: η επιχείρηση θα γινόταν, όταν η Aline πήγαινε στο σπίτι της R. “Θά συζητήσετε τό σχέδιο πού σοῦ γράφω και θα τό συνδυάσετε με αὐτό πού μοῦ γράφεις τώρα. Ἀφοῦ βγαίνει καί πηγαίνει στη R. τό πράγμα γίνεται πιο εὔκολο.” (Αθήνα, Τρίτη)
Και καταλήγει:
“Ἀπό τό βαπόρι στο ξενοδοχεῖο με ἁμάξι. Και δε θα ἔβγω πλέον, παρά ὅταν εἶναι ἡ ὥρα. Προσοχή! Τά πράγματα εἶναι πολύ εὔκολα, ἀλλά θέλω προσοχή – καί δυσπιστία. Φοβοῦμαι τον G. μήπως σέ φανερώσει.
Ἐγώ, ὅπως σοῦ ἔγραψα και χθές θά σέ εἰδοποιήσω ἀπό δῶ, ὥστε νά ξέρεις πότε θἄρθω – και να εἰδοποιήσεις, ἄν εἶναι δυνατόν, πρίν φθάσω. Και ἕπειτα κάνουνε τό σχέδιο τοῦ autocanot ἤ τοῦ ἁμαξιοῦ. Ἡ ὥρα 10 εἶναι καλή. Μποροῦμε ἴσως νά φύγουμε την ἴδια ἐκείνη ὥρα. Πρέπει νά μάθεις πότε φεύγουν τά βαπόρια ἀπό κεῖ.
Le Marquis”.
Απόλυτα αποφασισμένος και τρελά ερωτευμένος, εν είδει υστερογράφου, δηλώνει: “Je suis prêt à risquer tout – et avant tout mavie pour Elle.” Συνεργάτες στο εγχείρημα, εκτός από τον Πικιώνη, είναι κάποιος Αριστείδης και ένας ανώνυμος.
Την συνέχεια τη μαθαίνουμε από τις εφημερίδες. Ακριβώς έναν χρόνο πριν, τις ίδιες μέρες, αρχές Μαρτίου του 1913, συγκεκριμένα στις 5 Μαρτίου, η πόλη είχε συνταραχτεί από τη δολοφονία του Βασιλέως Γεωργίου του Α΄. Αρχές Μαρτίου του 1914 η απαγωγή της Aline Fernandez Diaz γίνεται είδηση. Η εφημερίδα “Τὸ Φῶς ” γράφει στο φύλλο της 8ης Μαρτίου του 1914: “Ἡ δεσποινίς Ἀλίν ἐξῆλθε προχθές την πρωΐαν ἐκ τοῦ ἐν τῇ συνοικίᾳ Ντεπώ πατρικοῦ της μεγάρου, ἐπί τῇ προφάσει ὅτι, ὅπως συνήθως, θα μετέβαινεν εἰς φιλικήν γειτονικήν οἰκογένειαν. Ἀλλ’ ἀντί να μεταβῇ εἰς την ἐν λόγῳ φιλικήν οἰκογένειαν κατῆλθεν εἰς την πλατείαν τῆς Ἐλευθερίας ὅπου συνήντησε τον ἐκλεκτόν τῆς καρδίας της ὡς εἶχον συμφωνήσει. Και το τρυφερόν ζεῦγος ὁλοταχῶς διηυθύνθη εἰς την ἀποβάθραν και ἐπέβη τοῦ κατά τήν στιγμήν ἐκείνην ἀναχωροῦντος διά Χαλκίδα ἀτμοπλοίου Γιαννουλάτου Ἐρυσσός”.[34]
Η φυγή από τη θάλασσα[35]έκανε πιο δύσκολο τον εντοπισμό και τη σύλληψη του ζεύγους. Το σχέδιο, τελικώς, πέτυχε και ακολούθησε ο γάμος στην Αθήνα, αφού η Aline έγινε χριστιανή. Ανάμεσα στα γράμματα σώθηκε και η λιτή αγγελία του.
*****
Πρόκειται για υποδειγματική προσέγγιση «αρχειακού υλικού», που αφορά σε μια εξόχως ενδιαφέρουσα «ερωτική σχέση» δύο «αλλόθρησκων νέων» (μιας Εβραίας και ενός Ορθόδοξου Χριστιανού) – μιας Σαλονικιάς και ενός Αθηναίου, στις αρχές του 20ού αιώνα, σε περίοδο που οι «Βαλκανικοί Πόλεμοι» αλλάζουν τον χάρτη των κρατικών υποστάσεων στην Χερσόνησο του Αίμου, στην οποία πανσπερμία λαών, εθνών (ή εθνοτικών ομάδων, όπως πολλοί προτιμούν τον όρο σήμερα), θρησκειών και γλωσσών συνυπήρχαν πότε ειρηνικά, πότε ανταγωνιστικά και πότε με συγκρούσεις υπό το Οθωμανικό καθεστώς, το οοίο έπνεε τα λοίσθια. Με απόλυτο αίσθημα ευθύνης η συγγραφέας-ερευνήτρια, σεβόμενη την ιδιωτικότητα των τεθνεώτων προσώπων και εκτυλίσσοντας στον γεωγραφικό και ιστορικό καμβά της την τόσο ανθρώπινη και αληθινή ιστορία, έδωσε την αληθινά πανέμορφη ερωτική ιστορία σε ζωντανή αφήγηση, φέρνοντας στο σήμερα ένα παρελθόν ηθών και συμβάντων που τείνουν να μας διαφεύγουν κατά την μελέτη των ιστορικών θεμάτων και ζητημάτων, και που είναι ψηφίδες μικροϊστορίας σε τοπικό αλλά και σε γενικότερο εθνικό επίπεδο. Εύγε της!
Είμαι βέβαιος ότι οι αναγνώστες θα «εισπράξουν» πέρα από την συγκίνηση, από την ανθρώπινη αυτή ιστορία, και πλήθος πολύτιμων γνώσεων για πρόσωπα και γεγονότα, που η λήθη κρατά σφιχταγκαλιασμένα στον κόρφο της, ενώ θα έπρεπε να είναι πνευματικό μας κτήμα και «μάθημα» διδασκόμενο σε νεότερες γενιές. Τα «κιτρινισμένα γράμματα» του Δημήτρη Πικιώνη ευτύχησαν και έπεσαν σε καλά χέρια και σε καθάριο μυαλό. Τυχερή η συγγραφέας-ερευνήτρια που τα ανέδειξε άψογα, προς χάριν των φίλων του βιβλίου και των αναγνωστών.
Ελπίζω να διαβάσει τούτο το «βιβλιοφιλικό ταξίδι» και η … συμπατριώτισσά μου Έλενα Χαλκουτσάκη, μια σπουδαία «συνοδοιπόρος» του Πικιώνη, και να μας δώσει την «ερωτική ιστορία» (σε χρόνια πολέμου) δικών της προσώπων (της οικογένειάς της), έτσι όπως υποδειγματικά έδωσε η Μαίρη Πλαστήρα-Βαλκάνου τον «έρωτα» της Aline Fernandez Diaz με τον Σπύρο Αλιμπέρτη, στην Θεσσαλονίκη του 1914. Στους χαλεπούς καιρούς που διανύουμε έχουμε ανάγκη από πραγματικές και αληθινές ερωτικές ιστορίες, που πιστοποιούν και τα αληθινά ανθρώπινα αισθήματα. Εν αναμονή…
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΑΙΡΗΣ ΠΛΑΣΤΗΡΑ-ΒΑΛΚΑΝΟΥ
Η Μαρία Πλαστήρα-Βαλκάνου σπούδασε κλασική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Ως υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών, μετεκπαιδεύτηκε στo Birkbeck College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης του Βελγίου, όπου εξεπόνησε την διδακτορική της διατριβή, με θέμα τα Επιγράμματα του Αντιπάτρου Θεσσαλονικέως.
Έχει διδάξει στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, στην Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. και από το 1991 μέχρι την πρόσφατη αφυπηρέτησή της στο Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. Συνεχίζει την διδασκαλία στο Πανεπιστήμιο «Λόγος» της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας, πρόεδρος του οποίου είναι ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος.
Το επίγραμμα, το αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα, το έπος, η ιστοριογραφία και η ελληνιστική ποίηση αποτελούν τα κύρια αντικείμενα έρευνας, διδασκαλίας και πλήθους επιστημονικών εργασιών της. Παράλληλα μελετά την ιστορία και λογοτεχνία της Δυτικής Μακεδονίας, καθώς και την τοπική ιστορία της Θεσσαλονίκης. Το τελευταίο της βιβλίο με τίτλο « Το χρονικό μιας εκούσιας απαγωγής» έχει θέμα μια ανθρώπινη μικροϊστορία στην Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ου αιώνα.
——–
[1] Κ. Τομανάς, Δρόμοι και γειτονιές της Θεσσαλονίκης μέχρι το 1944, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 260-262, Ν. Μουτσόπουλος, Casa Bianca, Η ζωή στην Θεσσαλονίκη γύρω στα 1900, το αρχοντικό του Dino Fernandez Diaz CasaBianca: ιστορική σκιαγραφία και μελέτη αναστηλώσεως, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 110-125.
[2]Το άρθρο επαναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μακεδονικόν Ἡμερολόγιον, Αναμνηστικός Τόμος μιας ιστορικής πεντηκονταετίας 1912-1962, Θεσσαλονίκη 1963, σ. 145-150.
[3]Δ. Πικιώνης, Κείμενα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1987, Δ. Πικιώνης, 1887-1968 Διαδρομές και συναντήσεις, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Σχολή Μωραΐτη, Αθήνα 1987, Δ. Πικιώνης, 1887-1968 (Επιμέλεια Αγνή Πικιώνη, Ντόρα Ρόκου-Πικιώνη), Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2010.
[4]http://www.eikastikon.gr/arxitektoniki/pikionis/txt_cv_years.html για μία σύνοψη της εργοβιογραφίας του.
[5]«Είναι τότε που στοχάστηκα πως το οικουμενικό πνεύμα πρέπει να συντεθεί με το πνεύμα της εθνότητος· είναι από τις σκέψεις τούτες που βγήκαν: το Πειραματικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης (1935), η πολυκατοικία Χέυδεν (κάτοψη Μητσάκη, 1938), το σπίτι της γλύπτριας Φρ. Ευθυμιάδη (1949)» (Ζυγός, τχ. 27-28 (1958), σσ. 4-7=Πικιώνης, Κείμενα σ.34) .
[6]Γ. Σεφέρης – Κ. Τσάτσος, Ένας διάλογος για την ποίηση, Αθήνα 1988, σ. 21.
[7]Πικιώνης, Κείμενα, σ.31.
[8]Τομανάς, Δρόμοι και γειτονιές, σ. 261.
[9]Ε. Κάννερ, Έμφυλες Κοινωνικές Διεκδικήσεις από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Ελλάδα και στην Τουρκία, Ο κόσμος μιας ελληνίδας χριστιανής δασκάλας, Αθήνα 2012, σ. 209. Πληροφορίες για τη ζωή του ελληνικού στοιχείου στη Ρουμανία δίνει η Σωτηρία Αλιμπέρτη σε άρθρα με τον τίτλο «Αναμνήσεις» που δημοσιεύονται σε έξι συνέχειες στην Ἐφημερίδα τῶν Κυριῶν (1890, 1891) βλ. Νεκρολογία Aθ. Γαϊτάνου–Γιαννιού, Ελληνίς Δεκέμβριος 1929-Μάρτιος 1930. (https://drive.google.com/file/d/1hPvPqUqK0FqE8XopjAaUsZXLsx97CKEt/view).
[10]Κάννερ, Έμφυλες Κοινωνικές Διεκδικήσεις, σ. 212.
[11]Κάννερ, Έμφυλες Κοινωνικές Διεκδικήσεις, σ. 185.
[12]Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Πρόσωπα Έργα Ρεύματα Όροι, “Αλιμπέρτη Σωτηρία”, Αθήνα 2007, σ. 68 και Κάννερ, Έμφυλες Κοινωνικές Διεκδικήσεις, Αθήνα 2012 passim και σ. 11-19 για χρονολόγιο.
[13]Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Πρόσωπα Έργα Ρεύματα Όροι, “Αλιμπέρτης Σπυρίδων”, Αθήνα 2007, σ. 69.
[14]Παν. Μουλλάς, Ο λόγος της απουσίας, Δοκίμιο για την επιστολογραφία με σαράντα ανέκδοτα γράμματα του Φώτου Πολίτη (1908-1910), Αθήνα 1992, σ.423 (υποσημ. 32).
[15]Κυρ. Ντελόπουλος, Νεοελληνικά φιλολογικά ψευδώνυμα, Αθήνα 2005, σ. 148. Με το ψευδώνυμο Τρουβέρος, το οποίο παραπέμπει στους τρουβέρους, δηλαδή τους τροβαδούρους της Βόρειας Γαλλίας, ο Αλιμπέρτης υπογράφει τη μετάφραση του Τριστάνου και της Iζέτας (Κριτική και Ποίηση 1-4 (1915), σ. 9-16,49-55,86-97,115-119).
[16]Για το γενεαλογικό δένδρο της οικογένειας βλ. Ευ. Χεκίμογλου (The ‘Immortal Allatini’, Ancestor san drelatives of Noémie Allatini-Bloch (1860-1928), Θεσσαλονίκη 2012, σ. 7) και Αλ. Γρηγορίου (Η Θεσσαλονίκη των Allatini (1776-1911) Θεσσαλονίκη 2008, σ. 39.
[17]Κατά την Ενετοκρατία (1423-1430) είχαν εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη Εβραίοι από την Ιταλία και την Σικελία. Κατά τον Β. Δημητριάδη (Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας 1430-1912, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 154-5) κατοικούσαν στο κέντρο των παραλιακών τειχών, στην εβραϊκή συνοικία Baru και είχαν ιδρύσει τις συναγωγές Italya και Sisilya. H οικογένεια Fernandez ήταν Franco, Εβραίοι δηλ. με ρίζες από την Πορτογαλία. Oι Franco ζούσαν από τα τέλη του 16ου αι. στο Λιβόρνο, υπό την αιγίδα του Μεγάλου δούκα της Τοσκάνης. Απόγονοί τους εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλονίκη στις αρχές του 18ου αι. (βλ. Μ. Rosen, Forthesa keofmy Brothers: The Great Fireof Salonika (1917) and themobilisation of Diaspora Jewry on behalf of the victims, σ. 209.
[18]Για την εξέλιξη αυτής της επιχείρησης βλ. Ευ. Χεκίμογλου, Θεσσαλονίκη 1912-1940, Βιομηχανία και Πόλη, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 24 και Meropi Anastasiadou, Salonique, 1830–1912: Uneville ottomanal’âgedes réformes, Leiden 1997, σ. 197.
[19]Τομανάς, Δρόμοι και γειτονιές, σ. 238.
[20]Ευ. Χεκίμογλου, Επιχειρηματικοί τόποι της Θεσσαλονίκης στις αρχές του εικοστού αιώνα, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 12 για το ζυθοποιείο και το υφαντουργείο και Αλ. Γρηγορίου, Η Θεσσαλονίκη των Allatini (1776-1911), Θεσσαλονίκη 2008, σ. 22, 24 για τις ανωτέρω επιχειρήσεις και την δραστηριοποίηση στον χώρο των ασφαλιστικών εταιρειών.
[21]Για τα περιουσιακά στοιχεία των εβραίων αστών, βλ. Ε. Hekimoglou, The Jewish Bourgeoisiein Thessaloniki, 1906-1911: Assetsand Bankruptcies, TheJewish Communities of Southeastern Europe from the fifte enthcentury tot heendof World WarII, Institute for Balkan Studies, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 178.
[22]Ευ. Χεκίμογλου, Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, 1915-2015 Τα πρώτα εκατό χρόνια, Θεσσαλονίκη 2015, σ. 20-21.
[23]Ρένα Μόλχο, Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, 1856-1919. Μια ιδιαίτερη κοινότητα, Αθήνα 2001,145.
[24]Γ. Νεχαμά, Ιστορία των Ισραηλιτών της Σαλονίκης, 3 τόμοι (μετάφραση από τα γαλλικά: Τομέας Μετάφρασης του Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Α.Π.Θ.), Θεσσαλονίκη 2000, 3.1475, Ρ. Μόλχο, Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, 1856-1919. Μια ιδιαίτερη κοινότητα, Αθήνα 2001, σ. 142-146
[25]Γρηγορίου,Η Θεσσαλονίκη των Allatini, σ.35 υποσημείωση 315
[26]Γρηγορίου, Η Θεσσαλονίκη των Allatini, σ.38 υποσημείωση 365. Για τις δωρεές της οικογένειας Fernandez η οποία έρχεται δεύτερη μετά τους Modiano, βλ. Minna Rosen, “Money, Power, Politics, and the Great Salonika Fireof 1917” Jewish Social Studies, 22. 2 (Winter 2017), σ.99.
[27]Βλ.σ….
[28]Άλλα σωζόμενα έργα του ιδίου είναι η VillaMehmetKapandji (πρώην κτήριο ΝΑΤΟ, 1896), το σημερινό Νοσοκομείο Λοιμωδών Νοσημάτων (1904), οι αποθήκες τροχαίου υλικού και το συνεργείο συντηρήσεως των τραμ. Για το συνολικό του έργο, βλ. Μουτσόπουλος, CasaBianca, σ. 132-159, Β. Κολώνας,Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών Εικονογραφία της συνοικίας των Εξοχών (1885 – 1912) Θεσσαλονίκη 2016,σ.84,157, 164, 312, 350, 401.
[29]Λ. Τρίχα Ημερολόγια και Γράμματα από το Μέτωπο. Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913, Αθήνα 1993, σ. 336. Το Κιρτζιλάρ είναι το σημερινό Άδενδρο.
[30]Γ. Βαφόπουλος, “Το παραμύθι της Θεσσαλονίκης”, Νέα Εστία, Αφιέρωμα στη Θεσσαλονίκη, 118 (1985), σ. 26.
[31]Εφημ. Τὸ Φῶς, 10/3/1914, Ν. Σφενδόνης, Μακεδονικόν Ἡμερολόγιον, σ. 148-9, Τομανάς, Δρόμοι και γειτονιές, σ. 261.
[32]Πριν από την απελευθέρωση τα τραμ είχαν ιδιαίτερο χώρο για τις γυναίκες. Αργότερα, η διάκριση ήταν ταξική. Ο Τομανάς (Το χρονικό της Θεσσαλονίκης 1875-1920, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 106) γράφει: “Στη ρυμούλκα οι εργατικοί, οι μαθητές κι οι φαντάροι, ενώ στο πρώτο βαγόνι οι άλλοι πολίτες και οι αξιωματικοί”.
[33]Η αποφασιστικότητα του Αλιμπέρτη φαίνεται και από το σημείο στίξης. Στο σημείο αυτό σημειώνεται με τελεία και παύλα, ενώ δύο γραμμές πιο πάνω ο επιστολογράφος χρησιμοποιεί κεφαλαίο γράμμα, όταν αναφέρεται στην αγαπημένη του (γι’ Αὐτήν), σαν να είναι κάτι ιερό. Σε άλλα σημεία των επιστολών υπογραμμίζει σημαντικές λέξεις (την υπογράμμιση διατηρώ στο μεταγραμμένο κείμενο).
[34]Για ένα απάνθισμα δημοσιευμάτων στον ημερήσιο Τύπο της Θεσσαλονίκης, βλ. Μουτσόπουλος, Casa Bianca, σ. 116-119.
[35]Η Ιωνική Ατμοπλοΐα έκανε δρομολόγια από τον Πειραιά στη Θεσσαλονίκη μέσω Χαλκίδας.
—-